Τον αγάπησε τρελά και την αγάπησε κι εκείνος το ίδιο. Όμως η μοίρα τους έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι. Δεν θα μπορούσαν να είναι μαζί ποτέ και να κάνουν οικογένεια, παιδιά. Γιατί εκείνος έπασχε από το αφροδισιακό νόσημα που τότε λεγόταν ωχρά σπειροχαίτη γνωστή και σαν σύφυλη. Ήταν δυο ψυχές ρομαντικές που και οι δυο είχαν μπει από νωρίς στο δρόμο της ποιητικής έκφρασης. Του πρότεινε να μείνει μαζί του, να τον λατρεύει μέχρι το τέλος, να χαίρεται ο ένας τον άλλο, γιατί δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτόν. Αλλά εκείνος αρνήθηκε. Τον θεωρούσε ταπεινωτικό έναν τέτοιο συμβιβασμό. Κι έφυγε, μετατέθηκε στην Πρέβεζα. Για να μην τον χάσει τελείως, περέμεινε φίλη του και αντάλασσε μαζί του αλληλογραφία. Χτυπημένη και η ίδια από φυματίωση πήγε στο Παρίσι για να απασχοληθεί με κάτι που θα την έβγαζε από την άβυσσο που την είχε ρίξει η άτυχη κατάληξη του ερωτά της. Ξεκίνησε να σποδάζει μοδιστρική, γνώρισε κι έναν νέο, καλλιεργημένο νέο που αρραβωνιάστηκε, αλλά δεν άντεξε για πολύ μακριά από τον ερωτά της. Γύρισε πίσω στην Ελλάδα το 1928 όπου έμαθε για την αυτοκτονία του αγαπημένου της Καρυωτάκη. Η ίδια βρισκόταν στο νοσοκομείο Σωτηρία. Είχε προλάβει να αποφοιτήσει από τη δραματική σχολή Κουναλάκη, και να κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο. Η απώλεια πρώτα του αγαπημένου της και η κατάσταση της υγείας της της αφαίρεσαν κάθε θέληση και κουράγιο για ζωή. Ζήτησε από ένα φίλο της και της πήγε ενέσεις μορφίνης, όπου με αυτές τελείωσε τη ζωή της. Το ονομά της συνδέθηκε για πάντα με το όνομα του ποιητή, ένας μεταθανάτιος γάμος που πέρασε στην αιωνιότητα.
Η Μαρία Πολυδούρη όμως, με τη φεμινίστρια μητέρα, μεγάλωσε με τις δικές της ιδέες για τη θέση και τα δικαιώματα της γυναίκας και δεν ήταν απλώς μια ερωτευμένη ποιήτρια που υμνούσε τον ερωτά της. Ήταν η πρώτη γυναίκα που τόλμησε να γράψει γράμμα στον Ελευθέριο Βενιζέλο ζητώντας του να κατοχυρώσει το δικαίωμα της ψήφου στις γυναίκες. Αν και από τη Μάνη, το ταμπεραμέντο της δεν ταίριαζε με τα ασφυκτικά ήθη του τόπου της. Ήταν ελεύθερη, ανυπότακτη και ζούσε με ένταση και πάθος τη ζωή της.
Η κακή ψυχολογική της κατάσταση μετά τον θάνατο του αγαπημένου της Κώστα Καρυωτάκη, ήταν μια από τις κύριες αιτίες της επιδείνωσης της. Και δρόμος λύτρωσης δεν έβρισκε να υπάρχει πια γι' αυτήν πέρα απ' αυτόν τον θάνατο.
Τι θέλω πια να δέχωμαι την προστασία της Μούσας;
Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτή
τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
τάχα πως είνε μοίρα μου κ' είνε και διαλεχτή!
Πάει ο καιρός που αχτιδωτό το αστέρι της ματιάς μου
έφεγγε και των θείων και των γηίνων.
Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,
εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου
μεσ' στων δακρύων την ευχαριστία
κι' όλη η χαρά του τραγουδιού μου ήταν, πως τη φωνή μου
θα τη δεχόταν μια βραδιά μπρος στη φτωχή του εστία.
Κι' ως διάβαζα στα μάτια του κάποτε τη χαρά του,
ποια δόξα ακριβή να πω;
Στο χωρισμό μας τούφερναν σα χελιδόνια οι στίχοι
μήνυμα, πως από μακριά διπλά τον αγαπώ.
Τώρα καμμιά, καμμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου
σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.
Όμως όλοι φοβήθηκαν και γω πιστεύω ακόμα
αληθινά πως τη βαριά χτύπησα πόρτα του ₼δη.
Λοιπόν γιατί να δέχωμαι το κάλεσμα της Μούσας;
Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.
Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου