"Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της"
C.B

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Νώντας Σκιαδάς 1952-1988/NONTAS SKIADAS the bitter poet of naked truth.

Έι….εσείς, οι σοβαροί, οι καθαροί, εσείς οι νοικοκύρηδες… Μη λερώνετε άλλο τα χρώματα του έρωτά μου Μην πατάτε το πράσινο της καρδιάς μου…





«Πάει καιρός που η Ελευθερία δεν κατοικεί στη γενέτειρά της, χωρίς, βέβαια, να σημαίνει ότι κατοικεί κάπου αλλού- και δε γύρισε ούτε για μια στιγμή για να επισκεφθεί το Μαυσωλείο της στην Αθήνα, που παρουσιάζει το παρελθόν της και το παρόν της σαν μια γόπα σ’ ένα ανθισμένο καπνοτόπι».
Νώντας Σκιαδάς.


Ο αγαπημένος Θανάσης Κορακάκης, στο βιβλίο του «Καισαριανιώτες συγγραφείς», μέσα σε τρεισήμισι σελίδες που του αφιερώνει, μας δίνει μια πολύ καθαρή εικόνα της προσωπικότητας του ποιητή. Χρησιμοποιεί εισαγωγικά το ποίημα της Σταυρούλας Λιναρά, (άλλη παρεξηγημένη κι εκτοπισμένη ποιητική μορφή), Ταμπέλες.

Έι….εσείς,
οι σοβαροί,
οι καθαροί,
εσείς οι νοικοκύρηδες…
Μη λερώνετε άλλο τα χρώματα του έρωτά μου
Μην πατάτε το πράσινο της καρδιάς μου…
«Σταυρούλα Λιναρά, «Οι άλλες μου σκέψεις»

«Ο Νώντας (γιος του Νίκου Σκιαδά), όπως φαίνεται από τα γραπτά του ήταν άτακτο παιδί. Ήταν ο οδυρκής, τραχύς, αναρχικός αυτοσαρκαστής, σακαστής ακόμα και των σαρκαστών. Ο ποιητής πο αναχώρησε αυτοβούλως και συνειδητά από τη ζωή, ενώ δεν είχαν ακόμα σβήσει από το προσωπό του τα σπυράκια της ποιητικής εφηβείας.
……………………………………………..

Δείγματα γραφής.
Από τη συλλογή του «Χρονικό Στο Χώρο»

Πρόλογος

«Πέρα απ’ το πρώτο κρουστό των παλαμών που διατηρείτε στα παλαμάκια σαν την πιο βάρβαρη επιδοκιμαστική δύναμη πέρα απ’ το δάκρυ που έσταξε απ’ τον εξώστη για να υπεραρμυρίσει τα φυστίκια στην πλατεία, και αφού το μολύβι μου δεν μπορεί παρά να συνεχίζει όταν γράφω για τα χάλια σας, πέρα απ’ τη χώρα των κορσέδων ενάντια στα λουκάνικα και τη χώρα της εγκυμοσύνης στον όγκο της προσπάθειας, την κοιλιακή χώρα, πιστεύω ότι είμαι ένας γνήσιος καρπός της απελπισίας που επιβάλλει αυτή η περίοδος – ένας ναυαγός με ομπλέρα – και σας φυλάω μερικές τρικλοποδιές στα θρυλικά κείμενά μου που θα φιλοξενούνται στις διαπλανητικές βιβλιοθήκες.
Το παρόν είναι έν έργο που δεν αγαπάει και δεν δέχεται και πιθανόν να μην σας αρέσει μα δεν δίνω πεντάρα γι’ αυτό. Ωστόσο αναγνώστε το για να απολαύσω μερικές καινούργιες γκριμάτσες σαν μοναδικό στόχο μου ως προς την ζώσα ύλη των μοναχικών κοσμοσυρροών που καλά θα κάνει να προσφερθεί σαν στόχος κατά την εκγύμναση των πυροβολητών στα απελευθερωτικά μέτωπα. Μπαμ».


πιο μέσα…
«Γεννήθηκα περιπαθής και συνοφρυωμένος. Νομίζω ότι τίναξα τις χασμωδίες από τον ώμο μου! Αυτές οι δοξαριές χρειάζονται έναν αγωγό, ήμουν εγώ, αυτά τα χρώματα χρειάζονταν έναν μακιγιέρ, ήμουν εγώ, επίσης. Η διαθήκη μου αφορά στο μηδέν. Και η κληρονομιά μου επισημαίνει ότι τίποτα δεν έχει νόημα, κι αυτό είναι το νόημα των πάντων.
Δεν πιστεύω ότι θα μπορούσα να υπάρξω σαν μέλος ενός οργίου. Η αγένειά μου διασπά τις εφαρμογές της Κόλασης. Ο στραβισμός μου διχοτομεί την ευχέρεια του Κακού και την τονική του εγκλήματος και η ανάσα μου θα αηδίαζε την Τύχη. Είμαι ένα μέρος της Τύχης. Κοίταξα αυτή τη στυγνή και απόκρημνη θεά του εσώκλειε το βάρος της γι’ αλλού πλέκοντας την απέχθειά της ως τις ίνες μου και σκέφθηκα ότι καλά θα κάνω να ερωτεύομαι στον καμπινέ αφού σπάσω τον καθρέφτη, κι όταν απόρησα μπανίζοντας τ’ άστρα αισθάνθηκα να μου λένε, ότι η Γη δεν έχει να ντραπεί παρά για την ασκήμια μου.
Προτίθεμαι να βηματίσω επάνω στα βογγητά της Ζαν ντ’ Αρκ. Προτίθεμαι να βηματίσω επάνω στις πληγές και τη σουμάδα της ψυχοκόρης σας. Προσπαθώ να ξεχάσω το παρελθόν μου στο τσίρκο. Προσπαθώ να καλέσω με την σφυρίχτρα μου ένα μαρμαρωμένο συνωστισμό. Όταν αισθανθείτε τη βλοσυρότητα των ιδεολογιών και την παγιότητα των αντικειμένων να λιώνουν την επίθεση από ακατονόμαστες ορδές φωτονίων, θα είμαι εκεί. Απόγευμα στην γκαλερί. Κυρία μου, είναι αδύνατον να επιβιβάσω την ηθικής της άνοιξης στην κορνίζα. Κυρία μου, είναι αδύνατο να βρω την απόχρωση της αγάπης ζωγραφίζοντας τον καλό εαυτό του έρωτα. Σι-λα-σολ. Της έσπασα το σβέρκο. Σι-λα-σολ. Είναι νεκρή. Ένας Πορτορικανός της πήρε το μακιγιάζ.
Σι λα σολ, στο συρτάρι κοιμάται ο Μιτεραν. Σι-λα-σολ. Ο Πορτορικανός του πήρε τη σημαία. Σι-λα-σολ, Φρανσουά, είσαι νεκρός, μην προσπαθείς να τηλεφωνήσεις. Νομίζω ότι οι Σουλτάνοι που καίνε το χαρέμι τους σε κατάσταση εξαιρετικής ανίας πρέπει να απαλλάσσονται. Νομίζω ότι δεν θα μπορούσατε να φτύσετε από την πρώτη θέση του υπερσιβηρικού διότι βρίσκεστε στην Τρίτη. Νομίζω ότι οι δοκιμαστές τεΐου θα έβγαζαν διαφορετικά πορίσματα αν ένα γυναικείο πέλμα σκούπιζε τα χείλη τους μετά την εκάστοτε δοκιμή. Νομίζω ότι η διεύθυνση του Νταχάου δεν θα απαρνιόταν το σαπούνι από τους παππούδες των Εβραίων για να πλυθούν τα εγγόνια τους. Ξημερώνει. Σύμφωνα με τις αξιώσεις του Δημιουργού αυτή θα είναι μια ιδρωμένη και αναίμακτη μέρα. Θα είναι μια μέρα που θα μας βοηθήσει να διακρίνουμε τα κωμικά στοιχεία του δράματος να εντείνουν την τραγωδία. Θα είναι μια μέρα που θα μας βοηθήσει να εντοπίσουμε τον τραγέλαφο και να πεθάνουμε φλυαρώντας ενόσω η Γη σαλεύει πεθαίνοντας, ενόσω οι επικράτειες ξυρίζουν τις υψικαμίνους και πετάνε τις σαπουνάδες κατά το μέλλον, ανάμεσα στα ακατάβλητα ιντερμέτζα  των επαναστάσεων, με αιτία την πείνα και λόγο τον εμετό. Προχωρείτε. Δεν έχουμε παγούρι. Προχωρείτε. Κάνει παγωνιά. Ζήτω τα νιάτα που βόσκουν στα λιμάνια της αριστεράς. Ζήτω ο έρωτας που τσαλαβουτάει στα κανάλια της Βενετίας. Ζήτω τα καταστήματα νεωτερισμών της Καισαριανής. Ζήτω η λοσιόν και η δροτσίλα των διανοούμενων του κόμματος. Ζήτω η επανάσταση που επιγράφεται στην εθνική οδό για να οδεύουν εθνικά οι επαναστάτες. Ζήτω οι ελπίδες μας που κοιμήθηκαν στο μαυσωλείο του Λένιν. Ζήτω η Κρούπτσκαγια που τα κοπάνισε, και τριγυρνάει ξυπόλητη στις Στέπες. Ζήτω οι ημίθεοι που ρεφάρουνε στο καζίνο. Ζήτω οι ήρωες που ρετάρουνε από ΝΤΕΠΕΖΙΝ.
Ζήτω το τζουκ μποξ που μας πληροφορεί την εφήμερη λιποταξία του φεγγαριού.
Ζήτω οι βραχνές πόζες της άνοιξης που πηδάει κατά πάνω μας. Ζήτω οι στριγκιές του κόσμου που γυρνάει τον κώλο του στον ήλιο. Ξημερώνει. Αυτή θα είναι μια μέρα σαν όλες τις επόμενες».

Γράφει ο Θανάσης Κορακάκης για το πιο πάνω κείμενο.
« Είναι ένα από τα συνηθισμένα ταξίδια του στον πρόσφατη ιστορία, που οδηγούσε το νου του στο να διαβλέπει και να διακηρύσσει το αδιέξοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού, που δεν άργησε να έρθει ένα χρόνο μετά το θάνατό του. Μόνο που στο στόχαστρό του, βρίσκονται όλα τα συστήματα που δημιουργούν ιεραρχίες. Είναι το κυρίαρχο στοιχείο που έχει διαποτίσει το περιεχόμενο όλου του έργου του. Ένα έργο που βγαίνει βαθιά από την καρδιά ενός ώριμου και προικισμένου με γνώσεις και περισσότερες από πέντε αισθήσεις παιδιού. Ενός παιδιού, που είναι εμφανές ότι έζησε τουλάχιστον σε εύφορο και γόνιμο πολιτικό και κοινωνικό οικογενειακό περιβάλλον. Η κοινωνική κριτική και το ύφος του σε πολλά σημεία θυμίζουν Χάκκα».




Σελίδα 26

«Ήμουνα πουτάνα στη Σμύρνη και κρουπιέρης στα Σόδομα. Κάποτε ξεκούμπωνα μια μαρξίστρια ψιθυρίζοντάς της ότι η ύλη προηγείται του πνεύματος, κάπου ανακάλυπτα στα υλικά μου το σάλιο του Θεού, κάποτε έφτυνα την ύπαρξη επειδή καταδεχόταν τις παρόμοιες, κάπου έζησα ελάχιστα υπαρκτός , εκεί που αγαπούν τη σορό τους. Μα ο χώρος διατίθεται προς ταφή και τα σκουλήκια έτρωγαν το συκώτι σας διότι είχανε τραπέζι στους γειτόνους, πάει καιρός που τά’ χετε κάνει άνω κάτω πάνω από ΄το φλοιό της γης; Είναι καιρός που σας θάψανε;»

Σελίδα 34

«Ζω πάμπτωχος με μερικές φέτες όνειρα και έγκλειστος για να τελειώνω τις γόπες του δεσμοφύλακα, όσο για να ποιώ ως ο Θεός εποίησε τον κόσμο.
Είμαι τρελός, το δείχνω άλλωστε, και έχω ένα σωρό χαρτιά που το βεβαιώνουν, μα δεν προτίθεμαι την επιστροφή διότι ο δρόμος προς την τρέλα είναι μονόδρομος, στο επισκεπτήριο τους είπα «(η πεταλούδα θυμάται την καταγωγή της) ότι θέλω να γυρίσω πίσω κοντά τους αλλά δεν με πήρανε.
Ζω με το καρβέλι της δουλειάς του πατέρα μου, ενός αξέχαστου κάπου μπόι, που δεν κατάφερε να χορέψει την ντάμα της ζωή και τις ελεύθερες νότες του Φρανκ Ζάππα. Απολαμβάνω τα κοινωνικά του φρονήματα που γυαλίζουνε μέσα από τις κοινωνικές του πεποιθήσεις, εκείνο που μου απέμεινε είναι να φτιάχνω φύκια για τις ακτές της Ατλαντίδας, εκείνο που απέμεινε είναι να πυροβολήσω ανάμεσα στα κουμπιά μου τον ποιητή μα δεν ξέρω σημάδι.
Ωστόσο δεν διακινδυνεύω τη δημοσίευση της τεχνικής μου ως τεχνικού της έκφρασης διότι θα μπορούσαν να αναγνώσουν οι εμφιαλωτές και να αποπειραθούν την ποίηση. Αυτό θα σήμαινε τεράστιες καταστροφές σε ευρύτατη κλίμακα διότι η ποίηση διατρέχει μαζί με τη μελάνη τις φλέβες του ποιητή, βρέθηκα εδώ για να γέρνω με το άπειρο στις τσέπες μου και ψάχνοντας το σκούφο μου στο χώρο, παγιδευμένος στο παιχνίδι των χρήσιμων και ασήμαντων ανθρώπων, πέρασα από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη ινκόγκνιτο και βυθομετρώ το κουρβουαζιέ αν φτάνει να πνιγώ. 

Εδώ όμως πρέπει να ομολογήσω ότι δεν θα μπορούσα να κάνω το θυρωρό διότι θα έφραζα την πόρτα, είμαι ποιητής, είμαι ένα πλάσμα που μπορεί να αλαφρώνει βαραίνοντας, όταν αδειάζει ένα ποτήρι που κρατάει με το αριστερό του χέρι σε ένα ποτήρι που κρατάει με το δεξί, είμαι ποιητής, είμαι μια γυμνή και ανενδοίαστη τσούλα που ενσκήπτει στην κόχη του λιμπρέτου κουνώντας με μια μελοδραματική αβάντα τα θριαμβικά κωλομέρια της. Είμαι ένα πεφτάστερο που δεν πέφτει σημειώνοντας την αστρική ανυπακοή»

Σελίδα 36

«Τικ τακ το εκκρεμές διαγράφει τις ρυτίδες.


Νομίζω ότι όλες οι μέθοδοι ξόφλησαν, δεν ξέρω τι καινούργιο κουτσομπολεύουν οι φλοίσβοι.
Υπάρχουν μερικές χρονικότητες ανάμεσα σε αυτά τα εκατομμύρια νεροκουβαλητών.
Οι μυρμηγκιές θα ιδρώνουν και θα συγυρίζονται, προσοχή, κάθε λίγο μια αφίσα θα φτύνει τα τσόφλια της απ’ τα τηλεγραφήματά τους, οι τοίχοι θα ξομπλιάζουν τους καημούς τους με δέκα οράματα, οι αρτίστες θα παίζουν τη φρίκη.
Ο Πατήρ θα πηγαίνει καβάλα πάνω απ’ τις θρησκείες και τις μόδες που περνούν και ο Υιός θα ξαναστεγνώνει σταυρικώς και ετησίως και η δαντέλα θα πλήττει τις αρραβωνιαστικιές και οι κρετίνοι θα πληροφορούνται την άλωση και Ευγενία θα κλειδώνεται στην τουαλέτα και οι πύθωνες θα γδέρνουν τη γλώσσα τους στον οργανισμό ετοιμότητας και η ΕΣΣΔ θα μουτζουρώνει τον  Οκτώβρη και η Άλκηστις θα θρέφει τους θεσμούς και τα δίδυμα και τα κλεφτρόνια θα διαψεύδουν τις κλειδαριές και η Ορθοδοξία θα διαπληκτίζεται με τον εξαποδώ και ο Σαμψών θα φυσάει τα νύχια της Δαλιδάς μέχρι να στεγνώσει το βερνίκι και η λύπη θα αναπαράγεται στις ουλές των σταθμαρχών και στις εφτάμισυ, δεν θα υπολείπεται παρά μόνο μισή ώρα ως τις οκτώ, όταν το δάσος δεν παίρνει φωτιά καθώς ο έρωτας φτάνει για α μην τουρτουρίζουν αυτά τα καλά και αρραβωνιασμένα κτήνη.
Ο Οδυσσέας δεν είναι τόσο βαρετός όσο η τυροκομία.
Οι ραπτικοί οίκοι θα προπαγανδίζουν και ο Βόλγας θα χύνει στη θάλασσα και οι νόμοι θα χοντραίνουν μαζί με τις πεθερές και οι κουρείς θα μεριμνούν για τους κομήτες και οι τρεις ιεράρχες, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Βασίλειος απ’ την Καισάρεια και ο Τζώνυ ο Γκολντμάουθ θα κατεβαίνουν συχνότατα για καμιά πρέφα εδώ κάτω και τα σκυλιά δεν θα τους εχθρεύονται, γαυγίζοντας τις μοχθηρές πολιορκίες των οριζόντων κάτω από μια μοναδική υποτέλεια και χάδια που άργησαν και δεν θα’ ρθουν. Ο Θεός θα κάνει χάζι τους αρμόδιους και θα εξακολουθεί να μην συγχωρεί την ηδυπάθεια.






Σελίδα 44

«Ήμουνα μια μαϊμού διαφορετική από τις υπόλοιπες που υπάρχουνε σωρεύοντας κοχύλια ή στραγγαλίζοντας κοκκινομάλλες. Άσχημος συμπαθής και ανήμπορος για να πατάω τον γιακά μου στο δειλό καμάκι μιας γκόμενας που ποτέ δεν έστριψε για να χαθεί και ποτέ δεν εμποδίστηκες για να την φτάσω.
Ανέλυα μια ένεση που θα κινητοποιήσει τη νεκροψία.
Για να σας πω τραχύς βαθύς και ανείπωτος απ’ την ηρεμία της γνώσης μου και της φυλακής (κοινοβουλευτικότατη διαμονή).
Ότι η ανθρωπότητα είναι μια γάτα που φοβάται σε μια κούνια που κουνέται όσο η ευκολία του πηδήματος συναντάει την δυσκολία της κατανόησής του. ότι η διεύθυνση του κρατικού λαχείου δεν θα αποκαλύψει τους λόγους για τους οποίους ο λαός αποθορυβεί την ανάσα του για να παραφυλάξει την τύχη. Ότι η κρίση της ενέργειας δεν θίγει το μαγικό σάλτο μου κάτω από΄τα σύννεφα και πάνω από τα μπαλκόνια.
Και ότι η καρδιά μου δεν καταναλώθηκες στο άκουσμα εκείνου του κοριτσιού με την σκονισμένη προοπτική στα ράφια της μαγείρισσας όπου θα λαλεί μια ομελέτα με ένα κακαριστό προσκλητήριο σε ένα περίλυπο και γαστριμαργικό παν. Δεν υπήρξα μεγάλος ποιητής αλλά υπήρξα ο μεγαλύτερος.
Και το μόνο που δέχομαι να αποκαλύψω είναι η προτομή μου.
Την οποία θα προτιμούσα χωρίς τα ματογυάλια μου.
Για να μπορώ να μην ανατριχιάζω στη θέα της πλατείας.
Επιτρέψτε ου να ορίσω τη μοναξιά σαν έλλειψη συγκλινουσών υπάρξεων και να νιώθω μόνος.
Επιτρέψτε μου να εισηγηθώ τη μετάδοση της ξιφασκίας από το ραδιόφωνο.
Επιτρέψτε μου να μπανίζω τον Ιησού που τα κάνει καλοκαιρινά στο ναό του Σολομώντα.
Και επιτρέψτε μου ακόμα να φτιάχνω ια βρισιά που αρέσει στους υβριζόμενους επειδή ο καθένας από αυτούς νομίζει ότι βρίζω τους άλλους.
Δεν σκοπεύω να εργαστώ διότι πιστεύω ότι το ον του εργοστασίου δεν μπορεί να επεκταθεί ποιητικά για να φωταγωγήσει σταθερότερα το Γαλαξία (πόσο πλήττω σ’ αυτό το Γαλαξία) και σκοπεύω ν’ ανάψω το φρικιαστικό χορτάρι ου σε ένα ταξίδι που δεν μπορεί να το ματαιώσει το λιμεναρχείο».

Το αυτοβιογραφικό είναι γραμμένο στο οπισθόφυλλο του «Χρονικό στο Χώρο»


«Ο Νώντας Σκιαδάς δεν γεννήθηκε, μα βρέθηκε χωρίς αδελφό και σπίρτα με ένα μολύβι κι ένα χαρτί για να καταγράψει τα καυλόσπυρα του Ήφαιστου και τους προσεταιρισμούς της Ιστορίας. Εκτός από το παρόν, που είναι πιθανόν να σας κάψει τα χέρια, πριν σας ανάψει τα αίματα απέναντι στα λογικά ελατήρια της τροχαίας σηματοδότησης, υπήρξε σαν κεχαγιάς των ποιητικών πόρων, όταν έγραψε το ποιητικό «Η αταξία των άστρων», που τέθηκε εκτός των μειδιαμάτων της αποτυχίας, παρ’ όλο που τα όργανα της τάξεως είναι περίσσια για να ακομπανιάρουν τη φυσική υποδομή, που είναι περισσότερη. Θα διατηρήσει τις πληγές του εκτός του σχεδίου του βάμματος χτυπώντας παρηγορητικά την πλάτη του στη θέα της κοιλιάς του περισσεύει από τον κορσέ, στο πλαίσιο της γενικής ανακαίνισης της ποιητικής παρουσίας».

27/92017
Για το soundforwords
Ελένη Μπάλιου

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Fovero.gr - Οι Rammstein τραγουδούν για τους ανθρακωρύχους

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΟΧΘΟΥ






ΕΦΤΑΨΥΧΟΙ
1971

Θέμης Τζίφας

Το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου αυτού, έχει τον τίτλο «Σαν πρόλογος» και είναι γραμμένο από τον ίδιο. Στις δυο τελευταίες παραγράφους, αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Φαίνεται ότι τόχει η μοίρα μας, εμάς των νεώτερων, μέσα σε κάθε ώρα, να συμπληρώνουμε κιόλας ένα τεράστιο κύκλο ζωής, σφραγισμένο από μια χοχλαστή εμπειρία, τις περισσότερες φορές απέραντα οδυνηρή.
Μερικά από τα ποιήματα γράφτηκαν στην Ελλάδα, άλλα στο Βέλγιο όπου δούλεψα ανθρακωρύχος για κάμποσο διάστημα κι άλλα στη Γερμανία, στην περιοχή της Κολωνίας, όπου απασχολήθηκα σαν εργάτης σε μια φάμπρικα. Επίσης οι όχτες του Σηκουάνα και το ανέβασμα στον πύργο του Άϊφελ δεν μ’ άφησαν αδιάφορο».

(Σ.σ Κάποιες λέξεις που φαίνονται λανθασμένες ορθογραφικά, επέλεξα να μη τις πειράξω.  Για ευνόητους λόγους),.


ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΓΑΛΑΡΙΑ

Είχες το ατύχημα να πέσεις
στα μεγάλα σταυροδρόμια
κι έτσι περικυκλώθηκες από το αγωνιώδες δίλημμα.
Από μικρός είχες το μεγάλο ελάττωμα
να κλέβεις τα φεγγάρια απ’ τις νύχτες
και να τα θρυμματίζεις ασύδοτα στις πόρτες των σπιτιών.

Σε συνεπήρε η χειμαρρώδης προέλαση του χρόνου
και σούφυγε απαρατήρητο της εφηβείας το πανόραμα
Τώρα πανικόβλητος μετράς τις στιγμές που διαβαίνουν
και μισείς την ειλικρίνεια των κατόπτρων.

Έμεινες πεντάρφανος στις απόκρημνες διαβάσεις
των εγκάτων της γης
και δε σε ζεσταίνει πια καμιά χειραψία.

Τότε, είχες βάλει ένα χλωμό λουλούδι
στο πέτο της μοναξιάς σου
και νόμισες πως βρήκες τη μεγάλη λύση.
Έπειτα κοκάλωσαν οι φθόγγοι στο στόμα σου.


Αργότερα ήρθε η εποχή που σε μάλωνε η μάνα σου
γιατί προτιμούσες να υπερακοντίζεις την έκσταση
ως τις ρίζες των άστρων.
΄Ητανε τότε που σε μάλωνε η μάνα σου
γιατί αρνιόσουνα να υποταχτείς
στο μετρημένο ψωμί των ανθρώπων.
Δεν μπορούσες να δικαιολογήσεις
την απουσία του μειδιάματος
από την έκφραση του Αιώνα σου!


Πιο αργότερα τα οράματά σου διώχτηκαν
και φυλακίστηκαν από την ευτέλεια του σκότους.


Ήτανε τότε που έστυβες τις πέτρες
στις χούφτες σου
και φύτρωναν περιβόλια.
Ήτανε τότε που αλληλογραφούσες αδιάκοπα
με την καλπάζουσα γοητεία των αυριανών γενεών.

Κι έτσι, καθώς περίμενες ανυποψίαστος
την πανηγυρική άφιξη των θεριστάδων,
πρόλαβε ο χρόνος και σε παγίδεψε
μ’ ένα δίχτυ από ρυτίδες.
Ωστόσο δεν μπόρεσες ν’ αλλάξεις,
ούτε να υποκλιθείς με ιεροσέβεια
στο χιλιόμετρο βάθος του κελιού σου.

Εξακολουθείς ακόμα να επιμένεις
πως σε κάθε ξάστερη νύχτα
ο έναστρος ουρανός προβάλλει
σα μεγεθυσμένο σχεδιάγραμμα κρανίου
των ανθρώπων που θα σε διαδεχτούν.

 Εξακολουθείς ακόμα να παραμένεις
ένα συμπαγές σύννεφο που κουβαλάει μαζί του
την απειλή της βροχής.
Ταμπουρωμένος πίσω απ’ τα στήθια σου
επισημαίνεις με ακρίβεια
την αναξιοπιστία των ήχων.

Τώρα πια είναι άσκοπο
ν’ απασχολείσαι με την επιστροφή.
Πορεύου εν πολέμω.

Βέλγιο 17-3-58


ΥΜΝΟΣ

Ανάμεσα σ’ ανατολή και δειλινό
προσαρμόζεις το άγχος σου
σ’ ένα ράφι αρτοποιείου.
Ανάμεσα σε βράδιασμα και ξημέρωμα
μελετάς καχύποπτα τη θηριωδία της στέρησης.
 Πάνω στην αντάρα των ωκεανών
ταξιδεύεις την αρμυρή σου νοσταλγία.
Τα ερτζιανά κύματα συγκλονίζουν την ατμόσφαιρα
καθώς μεταφέρουν τη δίψα σου
στην ανομβρία της πατρίδας σου.

Το χλωμό σχήμα των χειλών σου
άνανδρη μαχαιριά στην ελευθερία της γνώμης σου
κι οι καμπύλες σειρές των δοντιών σου
δυο ακονισμένα μισοφέγγαρα που κόβουν στη μέση
την παχυδερμία του σκότους.

Τις νύχτες, πίσω απ’ τα κατεβασμένα βλέφαρα
των παραθύρων
ζωγραφίζει πάνω στην αδενοπάθεια
των παιδιών σου
το αυριανό σου καθήκον.

Οι στιλπνές αιχμές των ματιών σου
προέκταση ηλεκτροφόρου σύρματος
στην αδράνεια του χρόνου.
 Και η μικρογραφία της αγάπης σου
συνισταμένη χειμάρρων και άστρων
στην καρδιά του χειμώνα.
Κάθε βράδυ ζεσταίνεις το βοριά
πάνω στη γύμνια σου
όπως το παγωμένο νερό στα φλεγόμενα
σωθικά σου.
Κάθε βράδυ ζεσταίνεις τη γύμνια σου
στην ειλικρίνεια της οργής σου.

Κάθε σου αχνάρι, εύφορο λεκανοπέδιο
που αρδεύεται πλουσιοπάροχα
από πέντε αυλάκια φωτός!
Η αγχώδης δρασκελιά σου, φωσφορίζουσα
διάμετρος στη σφαίρα του σύμπαντος.
Ο αλαλαγμός σου, κατακόρυφος εφαπτομένη
στον κοντυλοφόρο της Ιστορίας.

Το εφτάψυχο όνειρό σου, αλεξίσφαιρος θώρακας
στις ομοβροντίες του Άδη.
Η εφτάψυχη θέλησή σου, δραματική εμπιστοσύνη
στην επανάληψη των ανοίξεων.

Το εφτάψυχο χαμόγελό σου
επίσημη φορεσιά του ήλιου
σ’ ένα ξάστερο πρωινό του Μάη.
Ο εφτάψυχος στεναγμός σου
δημιουργικό κομπρεσέρ
στην παταγώδη κατεδάφιση του τρόμου!....



Η ΠΟΙΝΗ


Στ’ ακροθαλάσσι σ’ έβρεξε ο αφρός
κι από τότε στα μάτια σου
έμεινε ένας μεγάλος λεκές από αρμύρα
Πλήρωσες τον πληθωρισμό της καρδιάς σου
με την ποινή της ισόβιας Δίψας!


Ντορμάγκεν (Γερμανία), Καλοκαίρι του 1958



ΑΝΑΠΛΑΣΗ

σελίδα 47

Κάποτε θα πάψει να μας θέλγει η αντίφαση
πρηνείς κάτω απ’ τα χορτάρια των τάφων
θ’ αφουγκραζόμαστε τη γνώση των νεκρών.
Κανένα ίσκιος θαμπός,
καμιά υποψία τριγύρω,
όλα διάφανα στην ξαστεριά των ματιών
και η νύχτα κλεισμένη στη φυλακή του φωτός.
Με τ΄ ουρανού το δισκοπότηρο στο χέρι
θα ρουφάμε το μυστήριο της αθανασίας.
Κι έπειτα
μεθυσμένοι και λάγνοι
θ’ αφήσουμε τον ίλιγγο των υφών
να μας βυθίζει στο έναστρο κρεβάτι του Γαλαξία!

Χωρίς έλξη,
χωρίς προγραμματισμό,
χωρίς αναμνήσεις.
Εξαπλωμένα ουσιαστικά στις αύρες
του διαστήματος.

σελίδα 48

Χορευτές που λικνίζονται
στων στιγμών τους ρυθμούς
με των αέρηδων την ορχήστρα.
Ριψοκίνδυνοι ακροβάτες
που αιωρούνται ως τις άκρες του Σύμπαντος
πιασμένοι απ’ τις αχτίνες του ήλιου.
Λευτερωμένοι απ’ όλα τα οικόσημα,
απαλλαγμένοι από το άγχος των ερευνών.

Ας αναποδογυρίσουμε τους ωκεανούς
να δούμε το δεύτερο ουρανό των βυθών,
να στήσουμε συμπόσιο στις υγρές αβύσσους
και να ειρωνευτούμε την πλάνη των αξιών
περπατώντας σε μιαν άμμο από μαργαριτάρια.

Ας μεθύσουμε το χρόνο με φίλτρα από λήθη
κι ας τον βάλουμε μπρος μας να χορεύει
φορώντας του στολή κλόουν
και περιλαίμιο από πλανήτες!...

Έπειτα εμείς,
καθισμένοι νωχελικά στο χάος
ας βρίσκουμε ένας –ένας τους εαυτούς μας
παρακολουθώντας το θάνατο της Ιστορίας!



Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, υπάρχουν κριτικές τόσο για το συγκεκριμένο βιβλίο όσο και για τα άλλα του πεζογραφήματα που πριν η μετά  είχε εκδώσει, από συντάκτες περιοδικών και εφημερίδων της εποχής.


«Ο Θέμις Τζίφας, με την ποιητικής συλλογή «Εφτάψυχοι» Φέρνει μια νέα πνοή.
……………….
Η πίστη του στον άνθρωπο που τον έζησε στις πιο δύσκολες ώρες του, να παλεύει με τα σπλάχνα της γης για να κερδίσει τον άρτον του με τον ιδρώτα του προσώπου του, η ακλόνητη τούτη πίστη για τη μεγάλη δύναμη του ανθρώπου, δοσμένη με τη ρωμαλέα πέννα και την αντρίκια σκέψη του Ποιητή, μας ζεσταίνει την καρδιά την καταπληγωμένη από χιλιάδες θλίψεις, που ο Ποιητής ξέρει να ξεπερνά και να φτάνει στην αληθινή ουσία πραγμάτων και προσώπων. Ο στίχος του καθάριος, μουσικός».

Κλεοπάτρα Παπαδάκη, περιοδικό «Παγκόσμια Τουριστική και Οικονομική «Επιθεώρηση». Οκτώβριος  του 1962

Για το βιβλίο του 750 μέτρα στα βάθη της γης, η Αυγή έγραψε.
«Δεν είναι από τους πρόωρα ηττημένους ο Θ. Τζίφας, ούτε παριστάνει την «οργισμένη γενιά»/Είναι από τους νέους που προσπαθούν ν΄αλλάξουν τη μοίρα της γενιάς τους, με τη δουλειά, με τον αγώνα της ζωής, με την πέννα.
Το 1957 βρέθηκε μετανάστης στα βάθη των βελγικών ανθρακωρυχείων, σε 750 και ύστερα σε 1200 μέτρα. Η εμπειρία του, όπως θα δει καθένας διαβάζοντας, είναι φοβερή. Ιδιαίτερα συναρπαστικό και επίκαιρο είναι το απόσπασμα αυτό της μεταναστευτικής του εμπειρίας. Ο συγγραφέας του δε το έχει δουλέψει σα λογοτέχνης αλλά σχεδόν σαν ανθρακωρύχος. Πετάει μεγάλα κομμάτια μαύρης και λαμπερής αλήθειας με το πιστολέτο του. Ένα κείμενο γραμμένο από την ίδια την πραγματικότητα που ξεπερνάει τη φαντασία.

Η Αυγή των Αθηνών,30-9-1962














Πέρασε κι έφυγε.  Δημοσίευσε αυτό το βιβλίο που το βρήκα το 1990 σε μια απ’ αυτές τις «καταγής» εκθέσεις-βιβλιοπωλεία. Δεν βρήκα και δεν άκουσα τίποτα για τον βασανισμένο ποιητή ξανά. Μα έχω ακόμα τη σκέψη του εδώ.


ΧΑΡΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
1977

Πόνος

Κόκκινος καυτός δρόμος
δυο μάτια, φωτιά
μαχαίρια στο χώμα
το παλιό λιμάνι
το πονεμένο κάτεργο
δυο σίδερα
σαπίλα
καρδιά ζεστή ακόμα
σφίχτε με μάτια να πονέσω
ύστερα σιωπή
Ομορφιά, φτωχογειτονιά
καλυβάκια, δυο κόκκινα κεραμίδια
σύχασε, έλα κοντά μου, έλα
σ’ αγαπάω.


Στιγμούλες αδειανές

Είμ’ εδώ σ’ ένα κάθισμα πράσινο, ξεθωριασμένο,
σ΄ ένα θρανίο
είμ’ εδώ, κι άλλοι πολλοί σε πράσινα ξεθωριασμένα καθίσματα
ψάχνω νάβρω μια χαρά, ένα μήνυμα, μια ζέστα.
το κάθισμα κρύο, οι άλλοι οι πολλοί κρύοι κι αυτοί
κι εγώ με μια υποκειμενική ζεστασιά δίχως αποκρισιά ΄δω μέσα
πασκίζω να τη μοιραστώ με κάποιον.
Ποιος διαολοστέλνει την ομορφιά; μούρχεται το ρώτημα στην καρδιά
Εγώ, τούτοι ΄δω, το σύστημα, η χαζομάρα μου,
η ασκήμια μου;
μπορεί νάναι κι έτσι, μα λύση δεν έχει τούτ’ η μέρα
τούτ’ η ώρα
γι’ αυτό και ΄γω γράφω με βαθιό πόνο,
γράφω για μένα,
για κείνη,
για τούτους ΄δω
γι΄αυτό που λείπει,
που μας λείπει.
Είμαι μισός, το νιώθω, ένα μισό πεθαμένο εγώ,
ευτυχώς πεθαμένο
ευτυχώς για άλλη διάσταση
μισός εγώ, μισοί και τούτοι με τη ψευτιά στο λαιμό
να τους πνίγει,
να βλέπω ΄γω να τους πνίγει, να πνίγει καρδιές.
Αυτοί δεν λεν τίποτα, μόνο είναι μισοί
μόνο περπατάνε ποθαμένοι δίχως να το ξέρουνε,
μοναχά συνηθίσανε στο πνίξιμο.
Τους εκοιτάω, τους αγαπάω, τους αγκαλιάζω,
κι αυτοί δε γρικάνε τα χέρια μου,
δε γρικάνε τα μάτια μου,
τη καρδιά μου τη παλιωμένη σε τούτη την αγάπη
τη διωγμένη, τη σμπρωγμένη πίσω, έξω, μακριά
τη διωγμένη από δαύτους δίχως καμμιά γνώση,
δίχως καμμιά ζεστή ματιά.
Τούτην όμως η αγάπη
δε διώγνεται, δε σμπρώχνεται, δε χωράει
μον’ χαδεύει τα πονεμένα τους πρόσωπα
μέχρις να το νιώσουνε.




te cero

Γράψε στο παραθύρι «σ’ αγαπάω»
και κοίτα κει ψηλά το ήλιο μέσ’ απ’ το δειλινό
μιας μέρας του πόνου
κάνε νάβγει τούτος ο ήλιος απ’ τη δύση.


Για κείνους που μ’ αφήνουν

Μια χαρά πλανιέται στην καρδιά μου
μια χαρά στο άκουσμα το γλυκό της μιλάς
η χαρούλα της φιλικιάς ανακούφισης
απλώνουνται τα χέρια μου στα μάτια τους τα βαθιά
κι οι φωνές τους με ζώνουν σαν όμορφη κλωστούλα
γρικάω τη δικιά τους τη χαρά τούτης της ώρας
κι αρωτάω:
«Πως μποράει να φωλιάξει η ψεύτικια ασκήμια
στες καρδιές και τα μάτια αυτωνώνε»;
Θυμιέμαι τις μέρες τις παληές
άλλες καλές, άλλες του πόνου του γκαρδιακού
και πάλε ανεβαίνουνε οι λέξες στο λαρύγγι,
στρουφογυρνάει το ρώτημα το βαρύ στα μηνίγγια:
«Γιατί άραγες ξεγνούνε οι φίλοι».


Τ’ άδειο κομματάκι


Κείτομαι στη ζυγαριά του άγνωρου
σ΄ ένα κλαρί στην άκρια
όλα στο νου και στη καρδιά ένα σούσουρο
σα τη νύχτα με τα παγανά στο τζάκι
ή καρδιά άδεια ΄πο λέξεις
μένω δω, κοιτάζοντας στο κάμπο την αγάπη
οπού πλανιέται
στον αγέρα με τη μουντάδα του γαλάζιου
και τα χέρια οπού ψάγνουνε μέσα στο τσιμέντο
γι’ αυτό που λείπει
και το πρόσωπό μου πια δείχνει με μια καθάρια
σιγουριά
τη λησμονιά απ’ ένα περιστέρι
οπούρχεται και ματαφεύγει δίχως μηνύματα,
το πρόσωπό μου ειν’ η καρδιά που τη φιμώσανε,
και προσπαθάει να ενωθεί με μουγκρητά ακαθόριστα
σα το ακαθόριστο μιας ζωής μονάχης.


Σβησμένα χαμόγελα

Δε χωράνε λουλούδια σε τούτα τα στόματα
μόνο αγκάθια να ματώνουνε τα χείλια
να σκάβουνται βαθιά
να μας θυμίζουνε πως ζήσαμε.

48 σελίδα

Πανιά τα μάτια μας
άσπρα μικρά πανιά
να βλέπουνε τα παιδιά της γειτονιά το καραγκιόζη
κι η βρεμένη γωνιά ένα κλάμα
στο πεζοδρόμιο που περπατάς
και λιώνεις στη λάσπη τούτης της στιγμής
και οι στάλες πάνω στα γυμνά σου χέρια
το κλαμένο δεντράκι που σε χώρισε για μια στιγμή
από κείνον που βάδιζες μαζί
και τα γυμνά φώτα του πάρκου,
το τσαλαβούτημα που κάνουν τα παπούτσια σου,
μια στιγμή που σκέφτηκες πόσο κρύο είναι το χέρι σου
και πάλι το δρομάκι, η βροχή,
ώρες που περνάνε και φεύγουνε.
Βάζοντας τα χέρια στις τσέπες
συνέχισες και χάθηκες στο θαμπό γύρισμα του δρόμου
κυνηγώντας τις χαμένες ώρες.
Έκλεισε η αυλαία κι αποκοιμήθηκες,
το γέλιο έμεινε εκεί βουνό
στα μικρά προσωπάκια.
Κοίταγες μια φωτογραφία,
κάποιο πανηγύρι,
ένα τσούρμο παιδιά,
ένα σπυρί η χαρά,
αδειανές φουχτίτσες,
ο καραγκιόζης,
τα μάτια σου,
αποκοιμήθηκες.

Συνεχίζεται….




Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Μαριέττα Δενδρινού / ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΑΛΗΝΗ ΜΕ ΠΟΛΥ ΑΓΩΝΑ

 ΜΑΡΙΕΤΤΑ Γ. ΔΕΝΔΡΙΝΟΥ
























Ταλαιπωρήθηκα να βρω στοιχεία για την ποιήτρια, το έργο της και τη ζωή της σε σχέση με τον γραπτό της λόγο. Τη βρήκα όμως!
Για τους παλιότερους, δεν θα πρέπει να είναι άγνωστη. Προσωπικά έχω ένα βιβλίο της από το 2005, που εκδόθηκε το 1966. Ο τίτλος του είναι « ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΑΛΗΝΗ ΜΕ ΠΟΛΥ ΑΓΩΝΑ»  Το βιβλίο έχει αφιέρωση από την ίδια τη συγγραφέα, «Στο Γιάννη, 1982» Το αφιερωμένο αυτό πολύτιμο βιβλίο, (δεν μπορώ να διανοηθώ πως το κάνουν αυτό οι άνθρωποι ειδικά για ένα βιβλίο με αφιέρωση), το βρήκα να πωλείται απλωμένο καταγής πίσω από τον ηλεκτρικό του Θησείου, στο παζάρι.
Είναι περισσότερο γνωστή σαν Μαριέττα Πεπελάση. Ένα σύντομο βιογραφικό της βρήκα στο ίντερνετ, αφότου διαπίστωσα, ότι το βιβλίο που κρατώ, είναι γραμμένο από το ίδιο άτομο. Ιδού.

«Η Μαριέττα Πεπελάση είναι συμβουλευτική ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια. Έχει γράψει ποίηση και πεζογραφία. Έργα της: Για μια γαλήνη με πολύ αγώνα (1966), Για μια γαλήνη με πολλή αγωνία (1970), Τα ασάλευτα χρόνια και η σπορά (1974), Πλοηγός – Ποιήματα 1966-1991 (1991), Όλα ήταν για μια στιγμή (2001), Σχιζογόνος μήτηρ (2005), Εξομολογήσεις προδομένων γυναικών (2010) και Δίδυμες ακτίνες (2014). Το 2013 έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση ζωγραφικής.»

Ίσως  για τη Μαριέττα Πεπελάση να μη χρειάζεται να πω κάτι, ή να μην είναι ακριβώς η θέση της εδώ, εφόσον αυτή η σειρά με  τα αφιερώματα είναι για τους άγνωστους στο όχι και τόσο ευρύ κοινό, ποιητές. Η Μαριέττα Γκερ. Δενδρινού όμως, είχε πολλά να μου πει, στην πρώτη μου επαφή με την ποιησή της.
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη δασκάλα της Σμαράγδα Μοστράτου. Είναι φιλοτεχνημένο με ζωγραφιές της ίδιας, οι οποίες παρεμβάλλονται ανα δυο-τρεις σελίδες. Οι ζωγραφιές είναι σκοτεινές, ασπρόμαυρες, φτιαγμένες με κάρβουνο ή μολύβι και απεικονίζουν θλιμμένες μορφές ή σε απόγνωση.
Θα προσπαθήσω να σκανάρω μερικές, όχι εύκολη υπόθεση για να ανέβουν εδώ.

(Σ.σ. Hδη το έκανα, βλέπετε μερικά εξ' αυτών στην αρχή του post).

Η ζωγραφιά του θλιμμένου προσώπου, έπεται του ποιήματος,
 Γ.Σ2

Μάτια
καρφωμένα πάνω σ' ένα λουλούδι
γεμάτα κούραση, αγώνα, επιθυμία
Αναζητάτε
τη χαρά που έλειψε
τη ηρεμία που δεν υπήρξε
Έχετε τόση αγωνία
γιατί κρύβετε περιέργεια, σκληράδα, τρυφερότητα
ειρωνία, αγάπη κι αγάπες. 


Η ζωγραφιά του αγκαλιασμένου  ζευγαριού, ακολουθείται από το ποίημα με τίτλο

Γ.Σ 3

Με τη λαχτάρα της ολοκλήρωσης
γυρνάμε
πασχίζοντας να βρούμε την αλήθεια μας
στο σύντροφο
που γυμνός απ΄ το βαρύ καημό της μοίρας του
θάναι υψωμένος πάνω απ την περιφέρεια του
θάναι γεμάτος απ' τη δίψα της γεννιάς μας
για μάχες και κινδύνους.
 Η ειλικρίνεια αυτής της ανάγκης
μας βαραίνει τα μέλη
καθώς ανέσπαστοι απ' τον πόνο
προχωρούμε
λογαριάζοντας τα σημεία σαν ανατολές
τις καμπύλες κομματάκια ενός ορίζοντα.
Αναζητώντας το σύντροφο
πορευόμαστε προς τη γνώση
γεμάτοι μνήμη
γεμάτοι ανάγκη
έτοιμοι ν' αντέξουμε
την πικρή στιγμή μια άλλης εγκατάλειψης
και να οδηγηθούμε
πέρα απ' την άρνηση
μέσα σε μιαν άλλη αγωνία.

Στη συνέχεια διάλεξα από το βιβλίο ένα μεγάλο μέρος των ποιημάτων, τοποθετώντας τα σε διαφορετική σειρά, σύμφωνα με το δικό μου αισθητήριο, σε μια απόπειρα να τα παραθέσω με μια κάποια ....συναισθηματική συνέχεια.

Μ7
Μέσα στη μεγάλη μας προσπάθεια
να καλύψουμε τα κενά
του ερχομού μας,
χάσαμε την ουσία της παρουσίας μας.

Γ.Α.Ν.Ι

Άραγε να νιώθουνε τον πόνο μας
οι δυνατοί
για είναι μονάχα
βήματα και χειρονομίες.


Α.Ρ3

Άραγε νάταν τα ταξίδια τους
που μας γέμιζαν αγωνία
για νάταν η στιγμή της αναγνώρισης
της δεύτερης επιστροφής.


Γ.Σ 6

Ο αναλογισμός των συμβιβασμών
ερχόταν στην προσπάθεια της θύμησης
και χωρίς αδυναμία πια
έχοντας την απόλυτη κυριαρχία
γεμίζαμε μ' άρνηση
ξέροντας
πως η πρώτη κρίση της αρχής
μιας μεσημβρίας
θα μας έβρισκε
γεμάτους πικρία
να περπατάμε ανάμεσα στο πλήθος
έρημοι
γυρίζοντας γεμάτοι φόβους
ύστερα απ' τη θερώρηση μιας τελευταίας προδοσίας μας
Γιατί...
Τα τραίνα της επιστροφής
αυτά είναι που μας πληγώνουν περισσότερο
σα συναντάμε αυτούς
που έρχονται
κι ελπίζουν να μας ξαναπάρουν.


ΣΤΟΝ ΕΦΗΜΕΡΕΥΟΝΤΑ

Στο μεγάλο διάδρομο
η μακριά ξεφτισμένη ταπετσαρία
πρέπει να οδηγεί σ' ένα τέλος
όπως τα βήματα που χάνονται
πίσω από πόρτες
όπως σβήνουν στα δάχτυλα
οι χτύποι της καρδιάς
όπως πέφτουν
τα καταματωμένα κεφάλια
πάνω στα περήφανα στήθη
όπως η προσευχή των  υπάρξεων
θα τελειώσει σ εσένα
για να σε κάνει
να μην έχεις μάτια, χείλη, χέρια
να είσαι μόνο
πόνος, καρτερία, έκφρασης
μια λευκή κουρασμένη αδυναμία
που πορεύεται
για το τέλος
του μεγάλου ξεφτισμένου διαδρόμου.

 Μ3
Το κενό
γίνεται τόσο μεγάλο μέσα μου
Χωρίς ύπαρξη δυστυχίας
είμαι περισσότερο νεκρή.

Μ.1
Λ.Κ

Θέλω να φύγω
και να κυλήσω
σαν την σταγόνα
πάνω στ' αγκάθι.


Μ4

Μα δεν ακούμε πια
Η προσευχή μας συνεχίζεται.
Ο φόβος μεγαλώνει.
Η ζωή μας
χαλίκι
κατρακυλά
χωρίς να διακρίνεται
απ' του ουρανό
γιατί το νερό
τραγουδά πάνω της
κι ο ουρανός
καθρεφτίζεται στο ποτάμι.


Α.Ρ 2

Κι ήταν
καθώς το φως πλέκονταν
στους μαύρους μοναχικούς ιστούς των δένδρων
γεμάτο ασκήμια κι όνειρα
Τότε
που πλημμύρισε η ψυχή
αγάπη κι ανάγκη
να πεθάνει
για το φως αγγίζοντας το φως,
καθώς ο νους της
έφευγε για τις θαλασσινές επιφάνειες
και γύριζε λεύτερη
γυρεύοντας τη στιγμή
που ακουμπώντας τα κύματα
θα γινόταν αθάνατη

(χωρίς τελεία)

ΑΡ1

Γυρεύοντας να βρούμε
το κόκκινο λουλούδι
που θ' άνθιζε ανάμεσα στους βράχους
μάθαμε να κρατάμε σφιχτά στο χέρι μας
τη δική μας ανάμνηση
απ΄την ατμόσφαιρα που χάθηκε
ανάμεσα στα νεύματα
των συλλογισμών.

Θ' αποτολμήσω να εκφράσω μερικές σκέψεις για τα ποίηματα της Μ.Δενδρινού, στηριγμένη μόνο σ' αυτά της συγκεκριμένης έκδοσης, γιατί δεν γνωρίζω τις μετέπειτα επιλογές των τεχνικών κι εκφραστικών της μέσων.
Είδα το λόγο της να ρέει αβίαστα σαν ποταμάκι και την ίδια στιγμή, να εκφράζει την αίσθηση του ανεκπλήρωτου με την ήρεμη αποδοχή και συναίσθηση του πεπρωμένου μας.
Μαθημένη να δίνει τις μάχες της μέσα από τη δυστυχία, δικής της και των άλλων, χωρίς αυτήν αισθάνεται περισσότερο νεκρή παρά λυτρωμένη, κι αυτό δείχνει έναν άνθρωπο ταγμένο μέχρι το κόκαλο στην υπόθεση της ανθρώπινης ανακούφισης.
Ο λόγος της απλός και απαλός σαν χάδι, διαχέει μια πίκρα απαλλαγμένη από περαιτέρω εμφάσεις, γυμνή σαν την αλήθεια στα μάτια ενός παραπονεμένου παιδιού, τισσαθευμένα σκληρή, στα συμπερασματά της, σαν για να μη τρομάξει σκέπτομαι  ούτε η ίδια, από την αλήθεια τους.
 Μου  άρεσε πολύ το ποίημα για τον Εφημερεύοντα.  Ίσως γιατί παίρνοντάς το σαν βάση, μπορώ να κατανοήσω καλύτερα τις διαθέσεις της εκάστοτε ποιητικής της στιγμής.
Μια ρυθμική, σαν πολλαπλά δαχτυλίδια της ίδιας μπαλάντας γραφή, σε κρατάει κοντά της και σε επαναφέρει κοντά της μετά το τέλος της ανάγνωσης.
Ελπίζω και εύχομαι, πως αυτό το βιβλίο της Μαριέττας Δενδρινού, θα ήταν ο προάγγελος μιας όμορφης και επιτυχημένης  συγγραφικής συνέχειας. Επειδή ήδη διαπίστωσα πως συνέχεια υπήρξε, διάλεξα να ξεκινήσω με αυτό τη σειρά των αφιερωμάτων, για να προσθέσω μια νότα αισιοδοξίας, τύπου, "Συμβαίνει καμιά φορά τα πράγματα, να έχουν και συνέχεια"

Θ΄ ακολουθήσουν άλλοι 20 δημιουργοί, μάλλον λιγότερο τυχεροί ως προς τα εκδοτικά πράγματα.

Μ.Ε













Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

Το παρακάτω αφιέρωμα δεν θα γινόταν ποτέ χωρίς την παραίνεση του αγαπημένου φίλου, Γιώργου Πήττα, όταν αγριεμένη από τις εμπειρίες μου στη Δήλο, δήλωσα. "Τέλος. Τα κατεβάζω όλα. Δεν μπορώ πια να τα διαχειριστώ, ούτε τους κωδικούς δεν θυμάμαι" Και τότε αυτός ο σιωπηλός ο μακρινός σαν Λειβαδίτικη ανάμνηση φίλος, μίλησε. "Μην σταματήσεις να τρέχεις αυτό το blog Ελένη. Ψάχτα όλα από την αρχή. Θα τα βρεις". Ε να μη το γράψω; Να μην τον ευχαριστήσω ακόμα κι αυτό σήμαινε πολλά πακέτα τσιγάρα, ξενύχτι και εβδομάδες άκαρπων προσπαθειών να αποκτήσω τον έλεγχο του blog ξανά; Τα κατάφερα όμως ε; Σ' ευχαριστώ βρε Γιώργο...

Ερωτικό - Τάσος Λειβαδίτης

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ “ Ο κόσμος, μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει.»



ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ






“ Ο κόσμος, μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει.»

Τα πρώτα χρόνια που διάβαζα ποίηση, δεν τον ήξερα. Είναι παράξενο γιατί στο σπίτι μου είχα δίσκους του Θεοδωράκη με στίχους του, και δεν μπήκα ποτέ στον κόπο να δω ποιος έγραψε αυτά τα θαυμάσια λόγια. Μια παρεξηγημένη εντύπωση μου είχε καρφωθεί από τα μαθητικά χρόνια, πως εκείνοι που αναφέρονταν στα σχολικά βιβλία, ήταν οι ποιητές ενώ όσοι δεν συγκαταλέγονταν, βρίσκονταν είτε σε παραπλήσια πεδία, είτε ήταν σατανάνθρωποι, είτε παρίσταναν τους ποιητές.

Όσο για τους δίσκους, αυτούς τους είχε αγοράσει ο πατέρας μου προ απαγόρευσης. Δεν μου εξήγησε ποτέ γιατί τους κρύβει και γιατί μου απαγορεύει να τους ακούσω, αλλά επειδή μου απαγόρευε,  τους άκουγα κρυφά. Ήξερα τα λόγια απέξω αλλά πάλι, δεν ήξερα ποιος είναι ο Ελύτης, ο Λειβαδίτης, ποιος να μου πει; Ούτε οι γονείς μου είχαν τις γνώσεις πέρα από μια ενστικτώδη ορμή προς τον αριστερό χώρο, ούτε πολύ περισσότερο η γειτονιά. Αυτή η φτωχογειτονιά που όταν έβρεχε, παραβαίνοντας κάθε εντολή, έβαζα το τραγούδι της να ακουστεί απ’ άκρη σ’ άκρη.


Οι συνδέσεις λοιπόν, έγιναν αργότερα. Όταν ήδη είχα έρθει σε επαφή με το έργο του Καρυωτάκη, του Καβάφη που δεν μου άρεσε όσο ο πρώτος, του Παράσχου και του Κρυστάλλη, του Βιτσέντζου Κορνάρου,  του Παλαμά που ακόμα αγαπώ  και του Κίπλινγκ, αυτού του εκπροσώπου της αγγλικής αποικιοκρατίας και βαρβαρότητας στην Νότια Αφρική. (Η περίοδος 1898-1910 ήταν ζωτικής σημασίας για την ιστορία της Νότιας Αφρικής καθώς περιελάμβανε τον Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς (1899-1902), την επακόλουθη συνθήκη ειρήνης και τη δημιουργία της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης το 1910. Πίσω στην Αγγλία, ο Κίπλινγκ έγραψε κείμενα για την υποστήριξη των Βρετανών στον πόλεμο των Μπόερς και στην επόμενη επίσκεψή του στη Νότια Αφρική, στις αρχές του 1900, βοήθησε να ξεκινήσει μία εφημερίδα, The Friend (Ο Φίλος), για τα βρετανικά στρατεύματα που κατέλαβαν το Μπλουμφοντέιν, την πρωτεύουσα του Ελεύθερου Κράτους της Οράγγης.) 
Στο σχολείο δηλαδή μας μάθαιναν να θαυμάζουμε τους πνευματικούς εκπροσώπους της δυτικού επεκτατισμού.  Ότι είχα πάρει μαζί μου από το σχολείο σαν σημείο αναφοράς για την ποίηση, ότι έκανα μοντέλο στις πρώτες μου προσπάθειες να γράψω, πιστεύοντας ότι ακολουθώ τους «σωστούς δρόμους» ρίμα, ομοιοκαταληξία, φόρμα, περιεχόμενα με αναφορά στον πατριωτισμό και την αγάπη στην πατρίδα, η φωτισμένη Ευρώπη, οι μεγάλοι της Αναγέννησης, ονόματα σημαντικά του διαφωτισμού που σηματοδότησαν τη στροφή στην δημοκρατία, διακήρυξαν τα δικαιώματα των ανθρώπων, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, την ελευθερία της έκφρασης, για φαντάσου, σκουπίδια. Είχαν οι περισσότεροι άμεσα εισοδήματα από την εργασία των δούλων στις φυτείες, εισοδήματα και δούλους. Τι υποκρισία, τι χαμένος χρόνος, έλεγα. Εννοείται πως ο χρόνος δεν ήταν χαμένος ασχέτως του πως ένιωθα την κάθε στιγμή που η καινούργια γνώση ερχόταν σε αντιπαράθεση με την παλιά.

Τότε ήταν που αποφάσισα να ψάξω και να βρω την καθαρή ψυχή του γραφιά. Υπήρξαν, υπάρχουν τέτοιες; Και που έζησαν; Που ζουν; Τι άφησε το πέρασμά τους στον κόσμο; Κι έτσι έφτασα μέχρι τους Έλληνες του 20ου αιώνα.


Για Ρίτσο, Ελύτη, Λειβαδίτη, Κατσαρό, Σεφέρη, δεν είχα ακούσει παρά μόνο εδώ κι εκεί κάποια αναφορά στο ονομά τους από κάποιον καθηγητή και μετά σιωπή.
Ο Ναζίμ Χικμέτ και ο Μαγιακόφσκι ήταν ο πρώτοι από τους «άλλους», που με έβαλαν στη διάθεση της αναζήτησης, να βρω παρόμοιες γραφές και από δικούς μας ποιητές.  Εξακολουθούσα να τραγουδώ το «βρέχει στη φτωχογειτονιά» έχοντας αποκτήσει μια ιδέα  όχι μόνο για το στιχουργό αλλά και για τον άνθρωπο.  Αλλά εξακολουθούσα να μην έχω  πλησιάσει στ’ αλήθεια, πραγματικά, το έργο του Λειβαδίτη. Από φόβο; Από δειλία; Από συναίσθηση της ανεπάρκειας μου;
 Στ’ αλήθεια δεν ξέρω τι με έκανε να τον αποφεύγω τόσα χρόνια. Θεωρώ τύχη καλή το ότι διάβασα
« τα χειρόγραφα του φθινόπωρου» σε ηλικία 35 περίπου ετών και ολόκληρες τις άλλες του συλλογές μετά από αυτό. Ίσως γιατί μόνο από τότε και μετά ήμουν σε θέση να διακρίνω τις εποχές βάση του ύφους, να καταλάβω τις διαφορές, να παρατηρήσω τη δομή να συσχετίσω την ποίηση με τον στίχο και το περιεχόμενο και να τα διαχωρίσω, να ταξιδέψω, να ερωτευτώ τον έρωτα, να κλάψω, να παραδεχτώ, να καταλάβω. Και τα συναισθήματα αυτά, ποτέ δεν τα ένιωσα όλα μαζί διαβάζοντας το έργο ενός και μόνου ποιητή, με εξαίρεση τον Λειβαδίτη.   Αν και αρκετά χρόνια μετά  δείγματα εξαιρετικής γραφής βάση του πως την ορίζω εγώ μέσα μου, έδωσαν   σύγχρονοί νέοι ποιητές, (Γιώργος Πήττας, Ελένη Στασινού) λίγοι είναι η αλήθεια, αλλά πάντα λίγοι δεν ήταν;   Νέοι άνθρωποι, μερικοί παιδιά ακόμα (Ηλίας Μαυροσκούφης) που εμφανίζονται κι ανανεώνουν το χώρο της ποίησης και της στιχουργικής ευτυχώς.  Το συναίσθημα του «όλα στον ένα» όμως,εξακολουθεί να με διακατέχει για τον Λειβαδίτη. Τον ποιητή που δεν θα τολμούσα να προσεγγίσω αλλιώς, ως προς το έργο του, παρά μόνο με τον τρόπο που το κάνω. Ως παιδί δηλαδή που του έκρυψαν τα σημαντικά Ως ένα παιδί από αυτά στα οποία ποντάριζαν και ήλπιζαν οι οραματιστές και ονειροπόλοι ποιητές μας, για την πορεία της χώρας. Για την διατήρηση της βούλησης και της σκέψης, τη συνέχεια της διεκδίκησης και της πάλης για τα αυτονόητα,  την ομορφιά του αγώνα, τη συμβολή στην αλλαγή του κόσμου. Και να το έχουν κάνει αυτό με την πέννα τους αλλά και με τη ζωή τους. Αυτό είναι.
Ως τι θα τον προσέγγιζα δηλαδή; Ως κριτικός; Ως γνώστης; Ως ποιήτρια; Δεκάδες άλλοι, άξιοι και καταξιωμένοι το έχουν κάνει με αναλύσεις, μελέτες, συγκρίσεις, κριτικές. Δεν θα πάρει ούτε γραμμάριο παραπάνω γνώσης  κάποιος που ήδη τους έχει διαβάσει.
Ωστόσο εδώ, υπάρχει και ο στόχος του να έρθει η μουσικότητα του λόγου στην επιφάνεια. Όχι απαραίτητα του λόγου με τη φόρμα που χαρακτηρίζει τους στίχους ενός τραγουδιού αλλά κυρίως την χωρίς φόρμα μουσικότητα της λέξης και της φράσης. . Αυτή που ενώ δεν σου δίνει μέτρο και ρυθμό να πατήσεις, εξακολουθεί να πάλλεται μέσα σου ακόμη και μετά την ανάγνωση. Είναι ακριβώς τα λόγια που εισάγουν τη συμφωνία της σιωπής. Είναι το ποίημα που συνεχίζεται μέσα σου με τα χιλιάδες όργανα να ηχούν στο μυαλό σου, οι ήχοι των λέξεων που αποτέλεσαν αυτή τη συμφωνία, οι ήχοι των εννοιών. 
Ίσως ακόμα και γιατί μπορεί να υπάρχουν  άτομα σαν εμένα που φοβούνται, διστάζουν, νιώθουν πως κάτι λείπει από την όλη τους κατάρτιση για να μπορέσουν να εντρυφήσουν στην ποίηση του Λειβαδίτη. Δεν μπορεί να ήμουν η μόνη στη γη!. Εγώ στα 35 μου κατάλαβα ότι η ουσία μπορεί να κρύβεται σ’ ένα γκρεμισμένο όνειρο, ή σε ένα αντίτιμο για το δικαίωμα στο όνειρο, ή ακόμα, στους λόγους μιας αυτόαναίρεσης, και των πραγμάτων ο πόνος του Καρυωτάκη, δεν θα γινόταν ποτέ πόνος αν τα πράγματα δεν αποκτούσαν σχήμα, μορφή, πρόσωπο, «θέλω». Αυτά τα σχηματοποιημένα πράγματα από τον πόνο τους, αυτά που στη συνέχεια εξανεμίστηκαν, αυτά που ο Λειβαδίτης βρίσκει ακόμα στα όνειρα και τους εφιάλτες του, αυτά που θα υπήρχαν Αν,  αυτά είναι η ουσία της ποίησης του, της ποίησης. Θα  έλεγα, τολμάτε! Ακόμα κι αν αυτό δεν αποφέρει καμιά δικαίωση πλέον στους δημιουργούς, καμιά ικανοποίηση για την απήχηση του έργου τους, θα προσφέρει σε όποιον έχει πια υποψιαστεί την αιτία και το αποτέλεσμα. Σε όποιον επιδιώκει συνειδητά να καταλάβει νιώθοντας.


 Ένα ένα θα ξυπνήσουν τα κύτταρα του εγκεφάλου στους δαιδαλώδεις συνειρμούς που οδηγούν στην κοινή συναίσθηση. Πως δεν χρειάζεται τόση πολλή δουλειά να καταλάβεις, να εισπράξεις, όταν αποφασίσεις να αφήσεις τον λόγο να σε οδηγήσει. Να σε οδηγήσει, σαν ιχνηλάτης στους παράλληλους δρόμους της φαντασίας, της ψυχής και της σκέψης. Και στα θολά τοπία του μέλλοντος. Άλλος ξενύχτισε γι’ αυτά, άλλος πόνεσε, έκλαψε, άλλος τα εξέφρασε με πίστη, έμπνευση, γνώση και πάθος στο χαρτί, άλλος μάζεψε τα συντρίμμια από τις όχθες. Ο αναγνώστης το μόνο που έχει να κάνει είναι να αφεθεί στη δύναμη της γραφής. Με την καρδιά ανοιχτή  και το μυαλο, ο δρόμος για την ερμηνεία δεν μπορεί παρά να είναι αλάνθαστος. Αν αυτό που διαβάζεις δεν καταφέρει να σε βάλει μέσα του, άφησέ το. Μην προσπαθήσεις να τοποθετήσεις τον ποιητή στους καλούς ή στους κακούς. Δέξου πως τα μονοπάτια σου σε πήγαν σε άλλες περιοχές, και το πως και γιατί διαλέγει κανείς τα μονοπάτια του είναι μια  άλλη ιστορία.



Αυτός λοιπόν ο ιχνηλάτης του μέλλοντος που κάθεται σκιά στην είσοδο του μέλλοντος και παρατηρεί, φοβάται.

«Η γυναίκα καθόταν στον κήπο και γύρω της, σαν ανταύγεια έφεγγε η αιώνια προσμονή της – περίμενε, λέει, κάτι που άκουσε να της ψιθυρίζουν κάποτε μες στον ύπνο της. «Τί;» τη ρωτούσα σχεδόν φοβισμένος απ’ την τόση απεραντοσύνη».
(βιολέτες για μια εποχή - προσμονή-)

Είναι αυτός που διαπιστώνει.
Τον κατατρέχουν οι μνήμες από πρόσωπα και καταστάσεις όμως είναι σε θέση να γνωρίζει το μέλλον που συνδέεται με τις σκιές του παρελθόντος, και
«Κάποτε θα ήθελα να μιλήσω γι’ αυτή τη σκιά που μας ακολουθεί μες στην ομίχλη – αλλά μου είναι απαγορευμένο να πω το τέλος μιας ιστορίας που δεν άρχισε ποτέ».
(Βιολέτες για μια εποχή – Μικρή πραγματεία)


Που ομολογεί.

Ἐκμυστήρευση
Και μιὰ μέρα θέλω νὰ γράψουν στὸν τάφο μου: ἔζησε στὰ σύνορα
μιᾶς ἀκαθόριστης ἡλικίας καὶ πέθανε γιὰ πράγματα μακρινὰ ποὺ
……εἶδε κάποτε σ᾿ ἕνα ἀβέβαιο ὄνειρο.

(Βιολέτες για μια εποχή)

Που το ανθρώπινο δράμα σκιάζει τη χαρά του έρωτα.

Συμφωνία ἄρ. 1
Ὕστερα εἴδαμε πὼς δὲν ἤτανε πρόσωπα
μὰ οἱ σιωπηλὲς χειρονομίες τοῦ ἡλιοβασιλέματος…
σὰν ἕνας θεὸς ποὺ τὸν ξέχασαν κι ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ χρόνου
καλοῦσε βοήθεια.
Ὁ οὐρανὸς ἀμίλητος καὶ σταχτὺς
τὸ ἴδιο ἀδιάφορος καὶ γιὰ τοὺς νικητὲς καὶ γιὰ τοὺς νικημένους.
Εἶδες ποτέ σου μὲς στὰ μάτια τῶν νικημένων στρατιώτων
τὴν πικρὴ θέληση νὰ ζήσουν!
Ἡ δυστυχία σὲ κάνει πάντα νὰ ἀναβάλεις – ἔφυγε ἡ ζωή.
οἱ φίλοι εἶχαν χαθεῖ
κι οἱ ἐχθροὶ ἦταν μικρόψυχοι γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ τρέφεσαι ἀπ᾿ τὸ μῖσος σου…
…καὶ τὰ μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικὰ
ἀπὸ τοὺς παλιοὺς λησμονημένους θεοὺς καὶ τὶς παντοδύναμες
παιδικὲς εὐπιστίες…
Πάνω στὰ ὑγρὰ τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν τὸ γέλιο
τῶν ἀγέννητων παιδιῶν…
καὶ σμίγουν καὶ χωρίζουν οἱ ἄνθρωποι
καὶ δὲν παίρνει τίποτα ὁ ἕνας ἀπ᾿ τὸν ἄλλον.
Γιατί ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ πιὸ δύσκολος δρόμος νὰ γνωριστοῦν.
Γιατί οἱ ἄνθρωποι, σύντροφε, ζοῦν ἀπὸ τὴ στιγμὴ
ποῦ βρίσκουν μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Καὶ τότε κατάλαβες γιατί οἱ ἀπελπισμένοι
γίνονται οἱ πιὸ καλοὶ ἐπαναστάτες.
Καὶ μένουμε ἀνυπεράσπιστοι ξαφνικά, σὰν ἕνα νικητὴ
μπροστὰ στὸ θάνατο
ἢ ἕνα νικημένον ἀντίκρυ στὴν αἰωνιότητα…
Μεγάλες λέξεις δὲ λέγαν πιὰ τίποτα καὶ τὶς πετοῦσαν στοὺς
ὀχετούς.
Ά, ἐσὺ δὲν εἶδες ποτὲ τὸ ἴδιο τὸ χέρι σου νὰ σὲ σημαδεύει ἀλύπητα
ἀπ᾿ τὸ βάθος τῶν περασμένων.
…Θέ μου πόσο ἦταν ὄμορφη
σὰν ἕνα φωτισμένο δέντρο μιὰ παλιὰ νύχτα τῶν Χριστουγέννων…
Συχώρα μέ, ἀγάπη μου, ποὺ ζοῦσα πρὶν νὰ σὲ γνωρίσω.
Μισῶ τὰ μάτια μου ποὺ πιὰ δὲν καθρεφτίζουν τὸ χαμόγελό σου…
Ἡ πλατεῖα θὰ μείνει ἔρημη
σὰ μιὰ ζωὴ ποὺ ὅλα τάδωσε, κι ὅταν ζήτησε κι αὐτὴ
λίγη ἐπιείκεια
τῆς τὴν ἀρνήθηκαν.
Χωρὶς ὄνειρα νὰ μᾶς ξεγελάσουνε καὶ δίχως φίλους πιὰ
νὰ μᾶς προδώσουν…
Γιατί οἱ ἄνθρωποι ὑπάρχουν ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ βρίσκουνε
μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Ή
ἕνα θάνατο
γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων…
[Ἀπόσπασματα]

Που ελπίζει, πιστεύει.
Ἀλλὰ τὰ βράδια
Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ
Χωρὶς ἀποσκευὲς
Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι
Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο
Φτωχὴ ἀνθρωπότητα, δὲν μπόρεσες
οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα
Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο
ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Βέβαια ἀγάπησε
τὰ ἰδανικά της ἀνθρωπότητας,
ἀλλὰ τὰ πουλιὰ
πετοῦσαν πιὸ πέρα
Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,
ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Ὕστερα ἀνακάλυψαν τὴν πυξίδα
γιὰ νὰ πεθαίνουν κι ἀλλοῦ
καὶ τὴν ἀπληστία
γιὰ νὰ μένουν νεκροὶ γιὰ πάντα
Ἀλλὰ καθὼς βραδιάζει
ἕνα φλάουτο κάπου
ἢ ἕνα ἄστρο συνηγορεῖ
γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη
μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ
σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!
Δῶς μου τὸ χέρι σου..
Δῶς μου τὸ χέρι σου
(Νυχτερινός επισκέπτης 1972 ΚΕΔΡΟΣ)

Που πάσχει και συμπάσχει
Ἀλκοολισμὸς
……Κρατοῦσα μιὰ λάμπα καὶ κατέβαινα τὴ σκάλα, ἔπρεπε ν᾿ ἀνακαλύψω ποιὸς εἶμαι, τί εἶχα κάνει στὸ παρελθόν, καὶ τὸ σπίτι πῶς ἔστεκε ἀκόμα, ἀφοῦ ἐμεῖς εἴχαμε κάποτε γκρεμίσει ὅλους τοὺς τοίχους, γιὰ νὰ χωρέσουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔφευγαν,
……στὸ βάθος, σακάτηδες χωρὶς χέρια παῖζαν τὴν τύχη μου στὰ χαρτιά, ὁ Ἰησοῦς τῶν μεθυσμένων περνοῦσε τὸ βράδυ μὲς στὰ θαμπὰ φανάρια, κι ἔπαιρνα ἀπὸ πίσω τὸ φονιὰ σκουπίζοντας τὰ ἴχνη τοῦ πάνω στὸ χιόνι, γιατί τώρα ἤξερα,
……κι ἡ γυναῖκα, ὅταν πῆγα νὰ τὴν ἀγκαλιάσω, ἔκανε μιὰ μικρὴ κίνηση καὶ μπῆκε σὲ μιὰ δική της πόρτα, κλειστή, ἀφήνοντάς με ἔξω.
……Δῶσε μου, Κύριε, νὰ ᾿μαὶ νεκρὸς καὶ μεθυσμένος.
……Ἄσε μου μόνο τ᾿ ἄστρα, ποὺ ἦταν τὸ ἴδιο φιλικὰ ἀκόμα καὶ στοὺς δρόμους ποὺ πυροβολοῦσαν.
Τάσος Λειβαδίτης, Ἀλκοολισμός, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 19

Πάντα με τους ηττημένους νικητές, όπως ο ίδιος.
Ἐπίλογος (Φυσάει)
Ἦταν ἕνας νέος ὠχρός. Καθόταν στὸ πεζοδρόμιο.
Χειμῶνας, κρύωνε.
Τί περιμένεις; τοῦ λέω.
Τὸν ἄλλον αἰῶνα, μοῦ λέει.
Ποῦ νὰ πάω
Ὅσο γιὰ μένα, ἔμεινα πάντα ἕνας πλανόδιος πωλητὴς ἀλλοτινῶν πραγμάτων,
ἀλλά… ἀλλὰ ποιὸς σήμερα ν᾿ ἀγοράσει ὀμπρέλες ἀπὸ ἀρχαίους κατακλυσμούς.
Χρωματίζω πουλιὰ καὶ περιμένω νὰ κελαηδήσουν
Ἀλλὰ μιὰ μέρα δὲν ἄντεξα.
Ἐμένα μὲ γνωρίζετε, τοὺς λέω.
Ὄχι, μοῦ λένε.
Ἔτσι πῆρα τὴν ἐκδίκησή μου καὶ δὲ στερήθηκα ποτὲ τοὺς μακρινοὺς ἤχους.
Τραγουδάω, ὅπως τραγουδάει τὸ ποτάμι
Κι ὕστερα στὸ νοσοκομεῖο ποὺ μὲ πῆγαν βιαστικά…
Τί ἔχετε, μοῦ λένε.
Ἐγώ; Ἐγὼ τίποτα, τοὺς λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μᾶς μεταχειρίστηκαν,
μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Τὸ βράδυ ἔχω βρεῖ ἕναν ὡραῖο τρόπο νὰ κοιμᾶμαι.
Τοὺς συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους.
Ἄλλοτε πάλι θέλω νὰ σώσω τὴν ἀνθρωπότητα,
ἀλλὰ ἐκείνη ἀρνεῖται.
Ὅμως ἀπόψε, βιάζομαι ἀπόψε,
νὰ παραμερίσω ὅλη τὴ λησμονιὰ
καὶ στὴ θέση τῆς ν᾿ ἀκουμπήσω,
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη.
Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.
Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ ᾿χὰ μάθει ἀπὸ παιδί,
ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε.
Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ
καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τοὺς πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους.
Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.
Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.
Sos, sos, sos, sos
Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
τρέχουν οἱ δρόμοι λαχανιασμένοι φυσάει,
κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.

Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.
Δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου φυσάει,
δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου

Που βλέπει
Ἀπαγορεύεται ἡ ἔξοδος
Νύχτα. Μονάχα τ᾿ ἄστρα. Καὶ πέρα τὸ βάθος τοῦ ὁλάνοιχτου ὁρίζοντα—
ἐκεῖ ποὺ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι χωρὶς τὰ ὀνόματά τους.
(Ἀπαγορεύεται ἡ ἔξοδος, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη)

Θα ήθελα να μπορούσα να παραθέσω ολόκληρο το έργο του Λειβαδίτη. Αυτό όμως θα ξέφευγε από το στόχο του αφιερώματος. Προσέξατε πως ακούγεται ο ήχος του αέρα στην επανάληψη της λέξης «φυσάει»; Ακούγεται, γιατί κάθε φράση πριν απ’ αυτήν, σε έχει προετοιμάσει  να τον ακούσεις. Κι αυτή, η μουσικότητα της λέξης  στην ποίηση είναι πιο αισθητή από ότι σε οποιοδήποτε άλλο είδος γραπτού λόγου. Στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, αποτελεί τη μουσική της ίδιας της ζωής με όλα της τα περιέχομενα σε άμεση αλληλεξάρτηση με τα  περιεχόμενα του ανθρώπου. Και ως προς το τί είναι "άνθρωπος",  για τον ίδιο, ακούστε το μέσω του link στο τέλος του αφιερώματος.



Κλείνω το αφιέρωμα αυτό με τα ίδια τα λόγια του ποιητή.


«Όμως, εδώ τέλειωσα. Ώρα να φύγω. Όπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς. Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν. Έτσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο. Γι’ αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια        μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική…»
(Τάσος Λειβαδίτης, βιολέτες για μια εποχή)

Ήσουν όμως εσύ πραγματικός  Ο ερωτικός, ο πολιτικός, ο ποιητής της φτωχολογιάς απανταχού και των ονείρων της, και είτε στο απώγειο της μαχητικότητάς του, είτε στη συντριβή του, ο πάνω απ' όλα Άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι Άνθρωπος.
https://youtu.be/qpB8aeSAGOg