Ο Γιώργος Θέμελης γεννήθηκε στη Σάμο. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1930 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως καθηγητής της φιλολογίας στη Δημόσια Εκπαίδευση και τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Ωδείου. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1922 με δημοσιεύσεις ποιημάτων στις στήλες του περιοδικού Μηνιαία Επιθεώρησις Σάμου. Υπήρξε μέλος των περιοδικών της Θεσσαλονίκης Μακεδονικές Ημέρες (1932-1939 - όπου το 1936 δημοσίευσε και το πρώτο του ποίημα σε ελεύθερο στίχο) και Κοχλίας (1946-1948), ενώ συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τα λογοτεχνικά περιοδικά Μορφές, Τέχνη και Ζωή, Ορίζοντες, Ελεύθερα Γράμματα, Νέα Πορεία, Ο Αιώνας μας, Αγγλοελληνική Επιθεώρηση. Το 1945 πραγματοποιήθηκε η έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τίτλο Γυμνό παράθυρο. Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές, λογοτεχνικές μεταφράσεις, θεατρικά έργα και δοκίμια. Τιμήθηκε με τον Α’ Έπαινο του διαγωνισμού διηγήματος της Νέας Εστίας (1927), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1956), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1962) και το Βραβείο του Δήμου Θεσσαλονίκης (1960). Πέθανε στη Θεσσαλονίκη. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Θέμελη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Γιώργος Θέμελης», Η ελληνική ποίηση · Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου, σ.198-200 (της εισαγωγής) και 284-286 (της ανθολογίας). Αθήνα, Σοκόλης, 1979, Αργυρίου Αλεξ., «Θέμελης Γιώργος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985 και Γεράνης Στέλιος, «Θέμελης Γιώργος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
(Εθνικό Κέντρο Βιβλίου ekebi.gr)
Η παρουσίαση που συνοδεύει το βιβλίο του Γ. Θέμελη "Δεντρόκηπος"
Ο Γ. Θέμελης, σύγχρονος ποιητής από τους πιο σύγχρονους, είναι κομιστής μιας εξουθενωτικής μαρτυρίας. Διότι μας μεταφέρει, χωρίς στεφάνι στο κεφάλι μας, στους χώρους της οντολογικής ένδειας. Εκεί που σμίγουν και που καταλήγουν όχι μόνον η ποίηση, αλλά και η θρησκευτική εμβίωση και η φιλοσοφική ενόραση. Αν ποίηση είναι ο εντεύθεν χώρος της δαψίλειας, τότε η πνευματική αυτή λειτουργία που μας μεταφέρει στις εκείθεν εσχατιές της οντολογικής στέρησης δεν πρέπει να ονομάζεται ποίηση. Ο Jean Wahl ύστερα από τ εμπειρίες του Χάιντεγκερ σημειώνει την πορεία μας μ' αυτό τον λόγο: vers la fin de I' ontologie. Κι εμείς θα μπορούσαμε αντιστοίχως να πούμε: vers la fin de la poesie. Μήπως ύστερα από τον Κίρκεγκωρ δεν πρέπει να σκεφτόμαστε πως πορευόμαστε vers la fin de la religion; Αλλά στην ουσία πρόκειται για vers la fin des distinctions: Όλα τούτα βεβαίως με τη σημασία της εκείθεν ενότητας, όχι με τη σημασία της εντεύθεν διασποράς.
Είπαμε τον ποιητή Θέμελη πιο σύγχρονο από τους σύγχρονους, επειδή μας μεταφέρει στις ακραίες συνειδητοποιήσεις του αιώνα μας. Εκεί όπου εγκαταλείπονται οι χώροι που με αρκετή δόση ευλογημένης αφέλειας εκαλλιέργησε ο άνθρωπος και εξανθρώπισε το εχθρικό περιβάλλον και το έκαμε κατοικήσιμο. Αλλά άνθρωπος είναι αυτός που αναζητάει πάση θυσία την αλήθεια. Και σ' αυτό το εξανθρωπισμένο περιβάλλον μόνον η αλήθεια δεν κατοικεί. Διότι κατεφάνη εν τέλει πως οι κατοικήσιμες αλήθειες ήσαν ψεύδη, συμβιβασμοί, αφέλειες, συμφέροντα, εγωισμοί, μικρόνοιες. Κι αυτό το φώναξε όσο πιο απεγνωσμένα μπορούσε ο Νίτσε.Και φθάσαμε σε τούτο το παράξενο σημείο: να σπεύδωμε προς μιαν αλήθεια που μας σκοτώνει.
Οντολογική ένδεια σημαίνει αφαίρεση όλων των συμβεβηκότων, όλων των επιθετικών προσδιορισμών, που δεν συνιστούν την ουσία του Όντος. [...] (Από το επίμετρο του Χρήστου Μαλεβίτση)
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ (1948)
Πρώτη ραψωδία
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΤΑΞΙΔΙΩΝ
Quantum mutatus…
Βιργίλιος
Όχι τη χιλιοτραγουδισμένη δόξα
Το ξύλινο άλογο με τη σιδερένια κοιλιά
Τις φλόγες που χόρεψαν το μεσονύχτι
Ούτε τις μεγάλες περιπέτειες
Το έπος που έγραψε μια καρδιά με χίλιες τρόπιδες σε στεριά και θάλασσα
Στις αιωνόβιες πέτρες του χρόνου με το αιώνιο αίμα της
Πιο καυτερό απ’ το πάθος της φωτιάς
Πιο δυνατό απ’ τον καημό του ανέμου
***
Το τραγουδούσαν οι ακρογιαλιές και το
τραγουδούν ακόμα
Και θα το τραγουδούν ώσπου να κοιμηθεί ο ήλιος χαμηλώνοντας όλες τις λάμπες
Το τραγούδι του καπετάνιου με τ’ απέραντα μάτια
Το παίρνουν οι άνεμοι, το δίνουν στα
πουλιά να το μοιράσουν στον ουρανό μαζί με το φως
Και της βροχής τα δάχτυλα το σπέρνουν στους κόλπους της γης και στα ποτάμια να
καρπίζουν τα δέντρα
Να μεγαλώνουν τα παιδιά να ζουν τ’ αγάλματα
Και τα κατάρτια να βαστούν τη μοίρα τους που τα χτυπάει από ψηλά
Κι οι άνθρωποι να σηκώνουν το μπόι τους
ίσαμε τα βυζιά των θεών
Και κείνοι να γελούν από κειπάνω και να χαίρονται με την καρδιά για την καλή
γενιά τους
Θυγατέρες και γιους αγγόνια και δισάγγονα βγαλμένα απ’ τα φαρδιά τους γόνατα
Που να που πάνε να τους μοιάσουν, να π’ ανεβαίνουνε να γίνουν άλλη μια φορά
θαυμαστές εικόνες
Σκαλιστές σκιές τους που βαθαίνουν τη γη και την κάνουν καθρέφτη
Όπου οι γυναίκες βλέπουν θεούς και οι θέαινες ανθρώπους
Όπου κι ο θάνατος περνά μοιράζοντας στεφάνια
Κάτω στους τάφους οι νεκροί τ’ ακούν κι
αναστενάζουν
***
Οι βοριάδες τού πήραν τη φωνή
Οι τρικυμίες μελετούν τη θάλασσα συλλαβίζοντας τ’ όνομά του
Οι αστραπές τού γράφουν την κορμοστασιά στο φόντο των βουνών με πράσινα
κοντύλια
Κι η ψυχή μας σηκώνεται και καλωσορίζει την άφθαρτη παρουσία του σαν τον
αναμενόμενο βασιλιά των ταξιδιών
Όταν ο ίσκιος του έρχεται και δρασκελάει το κατώφλι του ύπνου
Και σκύβει να ξεσηκώσει απ’ τους βυθούς
Τα βουλιαγμένα καράβια μας
***
Όχι τη δόξα…
Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη
Τον ακίνητο ήλιο του μεσημεριού που κρέμεται από πάνω καρφώνοντας την όψη
Την παμπάλαια άλμη και τους παλιούς ανέμους που έπηξαν στα μαλλιά
Και το πικρό πικρόχολο χασομέρι που μαραίνει τα χέρια
Ανάμεσα σ’ ένα νεκρό λιμάνι και μια ταβέρνα
Ανάμεσα σ’ ένα μισό τσιγάρο και τρεις βαριές κουβέντες
Για το βαριεστημό
Για το βαριεστημό
Εκείνος είναι αυτός που καπνίζει
φτύνοντας καπνό και πάθος
Που συλλαβίζει τα μηνύματα των καιρών, την ιστορία της θάλασσας
Και χτίζει με άμμο και τίποτα τα πιο απίθανα όνειρα
Γιατί δεν έχει τι να κάνει
Απλοχωριά να πάρει ανάσα
Σανίδι να σταθεί, μεριά ν’ απλώσει
Τ’ ατέλειωτο κουβάρι των ελπίδων του
Τι τον πλακώνει η απανεμιά, τον ζώνει ο χρόνος
Κι ένα μεράκι η θύμηση του σκάβει τα πνεμόνια
Γιατί η καρδιά του είναι βαριά, δεν τη σηκώνει το αίμα
Και το θεόρατο ίσκιο του η τρύπια φορεσιά
Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη
Δεν έχει πια για μας καράβια η θάλασσα
ΕΠΑΝΩ ΣΤΑ ΙΧΝΗ
Περπατώ και θυμούμαι
Κάτι ξέχασα
Κάτι είχα να κάμω
Πουθενά δεν είναι ο κόσμος
Κλεισμένοι ο ένας στον άλλο
Γνωρίσαμε τη νύχτα που ομιλεί
Κάθε πρωί γίνεται φως
Καινούργιος ουρανός
Ποτέ πια, δεν είναι αλήθεια,
Μέσα μου σκυμμένο πρόσωπο
Χέρια ξεχασμένα μέσα στη σάρκα
Περπατώ και θυμούμαι
Γυμνή στιγμή απέραντη διάρκεια
Ποτέ πια, δεν είναι αλήθεια,
Μέσα μου σκυμμένο πρόσωπο
Διπλό κορμί ακέρια μοναξιά
Να κοιμηθώ να γνωρίσω ατέλειωτα
ΚΥΜΟΘΟΗ (III)
Ένα βήμα κι ένα παράθυρο
Θάρρος
Και καθαρή καρδιά
Κι όπου μας βγάλει ο άνεμος
Η τελευταία περιπέτεια
Μπροστά μας η θάλασσα
Η σιωπή
Με τ’ απλωτά καρδιοχτύπια και τους θανάτους
Ανοιχτή ανέπαφη μέρα
Ένα ταξίδι κι έναν ουρανό
Στον τρίτο
Στον τέταρτο
Στον πέμπτο
Θα κοιταχθούμε στον ίδιο καθρέφτη
Ανάμεσα στους πιο γυμνούς αγγέλους
Σαν τα κουτιά π’ ανοίγουν
Και γίνονται περιστέρια
Και δάκρυα
ΚΥΜΟΘΟΗ (V)
Όταν αισθάνομαι πως είμαι μόνος
Κινδυνεύω μέσα σ’ ένα λυγμό
Υπάρχω για να κοιτάζομαι
Μ’ ένα βλέμμα κλειστό
Ανέκφραστου κοριτσιού
Πόσο σμιχτά υπάρχουμε
Ακριβή μοναξιά μου
Ανάμεσα στα γυμνά μπράτσα
Σ’ έχω κρυφό καρδιοχτύπι
Όπως η ψυχή το σώμα
Όπως η θάλασσα το φεγγάρι
Ποιο είναι το δέντρο
Ποιος ο άνεμος
Να μην πάψω ποτέ να είμαι
Κι όμως δεν είμαι παρά ένας άλλος
Που σκύβει μέσα στα μάτια μου
Μ’ ένα βλέμμα που τρυπάει
Ποιος είναι
Με παραμονεύουν
Διπλές ματιές
Φορεμένα χέρια
Σε κάθε κατώφλι
ΣΗΜΑΔΙΑ
Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα
Τα μαλλιά μου ήταν μια φορά γεμάτα ήλιο
Φωνές της θάλασσας
Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα
Είναι μέσα κάτι
Που παίζει
Πονεί
Εδώ στο μάτι
Μια πεταλούδα
Ψάχνω να βρω σημάδια
Είχα θαρρώ φυλάξει
Κάτι απομεινάρια
Κάτι ωραία φτερά
Ανασέρνω το πανί
Ένα σκέτο ορθογώνιο πλαίσιο
Πεθαμένα πουλιά και φύλλα
Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα
ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Κανένας πετεινός
Δε θα λαλήσει πια
Κανένας πετεινός
Κόπηκε η καρδιά
Κανένας πετεινός
Τσάπες και φτυάρια
Μέσα στ’ αυτιά
Είχα μια ψυχή
Και την έχασα
Μες απ’ τα δόντια σου
Δε θα λαλήσει πια
Είχα μια ψυχή
Κι είχαμε μαζί
Ένα σώμα
Ζωντανό κρέας
Κι ένα σανίδι
Κόπηκε η καρδιά
Ψυχές που χάθηκαν
Καρδιές που κόπηκαν
Χωρίς να γνωρίσουν
Θέλουν τα δώσουν πίσω
Τ’ αποξενωμένα χέρια
Τα ψεύτικα κόκαλα
Τα μαλλιά και τα ξύλα θυμούνται
Ήμουνα παιδί
Κι είχα μια ψυχή
Δυο μήλα και δυο χέρια
Σαν περιστέρια
Είχα μια ψυχή
Κι είχαμε μαζί
Ένα σώμα
Χωρίς καρδιά δίχως σανίδι
Δεν μπορώ να κοιμηθώ
Χωρίς μήλα δίχως χέρια
Με μια πέτρα επάνω στο στήθος
Δεν μπορώ να κοιμηθώ
Ψάχνω να βρω σημάδια
Μέσα στα μάτια
Μέσα στο δέρμα
Επάνω στα παλιά
Λερωμένα εσώρουχα
Μια ρανίδα
Ένα βλέφαρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου