"Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της"
C.B

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

Αργυρώ Μουδάτσου Βαλαδώρου (Σύλβια) / the balm of poetry




Η Αργυρώ Μουδάτσου Βαλαδώρου, ή αλλιώς «Σύλβια» και για τους πιο κοντινούς της ανθρώπους Ρούλη, έζησε ήσυχα, αθόρυβα, δουλεύοντας ακατάπαυστα σαν το μερμήγκι στα έργα της, που ήταν τόσο εικαστικά όσο και συγγραφικά/ποιητικά. Υπήρξε μια πολύ σημαντική παρουσία στο χώρο της τέχνης, αν κάνετε έναν κόπο να ανοίξετε το link που έχω αντιγράψει παρακάτω θα δείτε περισσότερες λεπτομέρειες. Εγώ εδώ θα κάνω μια σύντομη αναφορά στη γνωριμία μου μαζί της και τις εντυπώσεις που μου άφησε.

Πεντέξι αντίτυπα του βιβλίου της «τα βότσαλα» βρέθηκαν στα χέρια μου από την ίδια, το 2002 εφόσον ανέλαβα την ευθύνη να το δωρίσω σε φίλους και γνωστούς που αγαπούν την ποίηση, στην Πάρο και στην Αθήνα.
Ενήργησε όπως κάθε γνήσιος καλλιτέχνης που κύρια τον ενδιαφέρει η απεύθυνση και η επικοινωνία του έργου του.
Δώρισα τα βιβλία της στο μικρό κύκλο των γνωστών μου και κράτησα ένα για μένα.
Θα πρέπει εδώ να σας ομολογήσω ότι δεν μου αρέσουν οι «τιμήν» μαζώξεις. Θεωρώ ότι ένας μικρός κύκλος μυημένων στα συγγραφικά κυκλώματα με τις χάρες και τις πισωμαχαιριές αλλά κυρίως με την πρόσβαση εκεί που ένας παντελώς άγνωστος καλλιτέχνης δεν έχει, στηρίζουν αλλήλους προσπαθώντας να διατηρήσουν μιαν Ελιτ που αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα ανανέωσης προσώπων και περιεχομένων. Όσάκις έτυχε να παραβρεθώ σε μαζώξεις «προς τιμήν» νόμιζα πως ο χώρος έχει πολλά κουνούπια και όλα ήρθαν καταπάνω μου. Ο αέρας ήταν πολύ αραιός. Η ζέστη μου φαινόταν αφόρητη ακόμα και μέσα στο χειμώνα. Το στομάχι μου ένα βαθύ άδειο πηγάδι που ότι έπεφτε μέσα έκανε πολύ ώρα να φτάσει στον πάτο και όταν έφτανε, ένας ξερός ήχος με χτυπούσε, ήχος που μαρτυρούσε την έλλειψη νερού κι οξυγόνου.
(Μια μοναδική στιγμή «τιμής ένεκεν» βίωσα κι εγώ στα όσα χρόνια υπάρχω γράφοντας, και είχα θυμάμαι συμπεριφερθεί παντελώς ηλίθια, όντας έξω από τα νερά μου. Μου το επισήμανε κι ο φίλος που είχε αναλάβει να παρουσιάσει τη δουλειά μου).
Τη βραδιά εκείνη του 2002 στο Δρυο της Πάρου, μην έχοντας άλλη εναλλακτική, πήγα στην «προς τιμήν» εκδήλωση, καλεσμένη από τα μέλη ενός συλλόγου που λεγόταν «Οι φίλοι του Δρυού»
Έγινε μια εισαγωγή από την διοργανώτρια της βραδιάς με αναφορές στο Πρόσωπο και το έργο της Αργυρώς Βαλαδώρου «Σύλβια». Πίσω της σε μια καρέκλα καθόταν μια κυρία μεγάλης ηλικίας, με τα μάτια της βουρκωμένα και καρφωμένα πάνω στην ομιλήτρια, με ένα αμυδρό χαμόγελο χαράς στα χείλη, και βαθιές ρυτίδες  πόνου γύρω από το στόμα και τα μάτια της.
Βγήκα από το πηγάδι με τη μία και άρχισα να παρατηρώ με ενδιαφέρον το πρόσωπο. Δεν έβρισκα την ώρα και τη στιγμή να τελειώσει η ομιλήτρια τον πομπώδη λόγο της για να ακούσω την ποιήτρια να μιλάει, ήθελα ν’ ακούσω τη φωνή της, ήθελα πάραυτα να διαβάσω ποίημα της.
Οτιδήποτε άλλο διαδραματίστηκε εκείνη τη  βραδιά στο περιβολάκι του Δρυού μου ήταν αδιάφορο, εκτός από την ίδια τη Σύλβια, που έστεκε πίσω από την ομιλήτρια σεμνή και συγκινημένη. Έτσι ήσυχη και ντροπαλή παρέμεινε μέχρι το τέλος της βραδιάς. Μέσα σε ένα δωματιάκι που βρισκόταν στην ίδια αυλή, μαγαζάκι με είδη δώρων, ήταν τα βιβλία της για πώληση και κατευθύνθηκα με τη μία εκεί. Κάθισα και διάβασα επί τόπου «τα βότσαλα». Μέχρι να τελειώσουν οι χαιρετούρες και να φύγει ο κόσμος το είχα διαβάσει. Το είχα ακουμπήσει στην καρδιά μου.

Το θάνατο της ποιήτριας το 2014 δεν τον πληροφορήθηκα παρά μόνο σήμερα, που έψαχνα στο ίντερνετ κάποια επίσημα στοιχεία για την ίδια και την τέχνη της. Η απόμακρυνσή μου από τα κοινωνικά δρώμενα του νησιού ήταν μια αιτία. Σύλβια, δεν ξέρω αν θα είχε νοημα για σένα ή για κάποιον άλλο πέρα από μένα να το πω αυτό, αλλά ήταν τιμή μου που σε γνώρισα. Πάντα θυμάμαι το ζεστό σου χαμόγελο και το δάκρυ στην άκρη των ματιών σου.

Τα βότσαλα (Αθήνα 1997)

Η ποιητική συλλογή με αυτό τον τίτλο, είναι αφιερωμένη στο χαμένο παλικάρι της και είναι το τρίτο  κατά σειρά βιβλίο της με ποιήματα..
Τα βότσαλα

Πετρώματα γυαλιστερά από σπηλιές
και βότσαλα χιλιόχρωμα και θαλασσοδαρμένα
που βρήκα απ τα ταξίδια σου φερμένα
τώρα κρατώ στα χέρια μου
τα βρέχω με νεράκι και με δάκρυ,
σαν να ζωντάνεψαν, ριγούν
και μου μιλούν για σένα.
Ξαφνιάστηκαν σαν έμαθαν
πως τα κρινόχερα που τάπιασν
χαθήκανε για πάντα μες το χώμα,
σε πρόσμεναν ακόμα.
Και τα ρωτώ για να μου πουν για σένα:
«Λεβέντης, παλικάρι πέρασε, μου είπανε,
ξάπλωσε κει στα βότσαλα στοχαστικός,
μας έπιανε, μας χάιδευε,
μας κοίταζε με τα γλυκά του μάτια
μας θαύμαζε και μας μιλούσε.
Τα κύματα του γλύφανε τα πόδια του.
Τραγούδια που του φέρναν μακρινά
του λέγανε, για τόπους του γνωστούς
κι αυτός γλυκά χαμογελούσε.
Νοσταλγικά τα άκουγε να τραγουδούν,
ποιος ξέρει τι σκεπτότανε…
Στο σάκο του μας έβαλε σαν έφευγε
στιγμές γαλήνης να θυμάται,
μας φύλαγε σαν φυλαχτό
μα τώρα πια μας ξέχασε»
-Πετράδια, βοτσαλάκια μου
μην κλαίτε σαν κι εμένα
εγώ είμαι η μάνα του
δε βλέπει πια κανένα δε θυμάται.
Μα θα σας πάω, συντροφιά
για να του κάνετε εκεί
που στην αιώνια τη γαλήνη βρίσκεται
που τον αιώνιο ύπνο του κοιμάται.


Πίκρα καράβια

Πόσα καράβια απ’ την καρδιά,
πίκρα να τα φορτώσω
και σε ποιο τόπο έρημο
να τηνε ξεφορτώσω.
Που θα πικράνουν τα νερά,
ανθοί δεν θα φυτρώσουν
και τα πουλιά και ζωντανά
για πάντα θα νεκρώσουν.



Οι γερανοί

Φεύγουνε πάλι οι γερανοί
φθινόπωρο αρχίζει
φεύγει μαζί τους κι η χαρά
γύρω ερημιά σκορπίζει.

Φεύγουνε πάνε μακριά
τον έρωτα κρατάνε
βαρύ φορτίο στα φτερά
πίσω δεν τον γυρνάνε.

Δεντρί
Δεντρί ξερό χωρίς κλαδιά
κλωνάρι δίχως φύλλα,
δίχως ψυχή, δίχως καρδιά,
όπου το τσάκισε ο βοριάς
πέφτει μ’ ανατριχίλα.
Ο τελευταίος σταθμός

Αργήσανε οι δρόμοι μας
γλυκειά μου ν’ ανταμώσουν
και τα κορμιά και οι καρδιές
ό,τι ωραίο είχανε μαζί κι οι δυο να δώσουν.

Άδεια ζωή με δάκρυα
κι οι δυο μας επεράσαμε,
το τραίνο μας προσπέρασε
στον τελευταίο το σταθμό
σταθήκαμε και κλάψαμε.


Ο αλλοδαπός

Βράδυ Αυγουστιάτικο, δροσιά,
πανσέληνος φωτίζει,
τ’ ακορντεόν στη γειτονιά
με νότες του νοσταλγικές
τραγούδια μας χαρίζει.

Γυρνά ο νους μου στα παλιά
στα σπίτια με τους κήπους.
Οι κανταδόροι πέρναγαν
και με τις φεγγαροβραδιές
γλυκούς σκορπούσαν ήχους.

Τα μάτια μου βουρκώσανε
σαν βρύση που δακρύζει…
τώρα περνά ο αλλοδαπός
χωρίς να ξέρει ο φτωχός
πόση χαρά σκορπίζει.


Ανατριχίλα

Τον άσπρο σου σταυρό μαρμάρινο
σταυρό εφίλησα,
παγώσανε τα χείλη μου.
Έβγαινε η παγωνιά απ’ το μνημα σου;
ή μες απ΄την καρδιά μου η χιονιά
απ΄το χαμό σου που ξεχείλισε;
παιδάκι μου κρυώνεις;
κι ανατρίχιασα!


Μια σκέψη

Τι εύθραυστο κρύσταλλο
λεπτό σαν σαπουνόφουσκα
που είναι η ζωή!
Η ανάσα φεύγει σε μια στιγμή.


Προσμονή

Προσμονή την αυγή όλο σκέψεις
που σκίζονται τα πέπλα της νύχτας,
αδύναμα τ΄άστρα της σβήνουν
για να παν΄σ΄άλλους τόπους να φέξουν.

Προσμονή σαν ο ήλιος ψηλώνει,
μεσημέρι, οι αχτίνες ζεστές
ώρα που μικραίνουν οι σκιές
που η δίψα για νερό μεγαλώνει.

Προσμονή κι ως το δείλι που γέρνει
μες τη θάλασσα ο ήλιος να δύσει
καταφύγιο ανεβαίνεις για να βρεις
στο βουνό, στο μικρό το ξωκλήσι.

Στα μουράγια η αγάπη προσμένει
το καράβι του χρόνου για να μπει
δειλινά που ροδίζουν τη δύση
για τις χώρες που ο ήλιος θα λάμπει.



Δυο

Δυο τριαντάφυλλα
βαλμένα στ’ ανθογυάλι
χωρίς νεράκι, γέρνουνε
διψούν, θα μαραθούν.

Και δυο λαμπάδες
σιγοκαίνε στο μανουάλι,
είν’ αναμμένες και
θα λειώσουν, θα χαθούν.


Αν ήσουν

Αν ήσουν το δάκρυ μου,
δεν θα ΄κλαιγα ποτέ
για να μη στάξεις και σε χάσω.
Αν ήσουν σταγόνα της βροχής,
ας μην έβγαινε ο ήλιος
για να μη χαθείς
Αν ήσουν φύλλο πράσινο
ας μην ερχόταν το φθινοπωρο
για να μη σε πάρει ο άνεμος,
Αν ήσουν ένα όνειρο,
δεν θα΄θελα να ξυπνήσω
για να μη σε χάσω.
Αν ήσουν άστρο λαμπερό,
ας μην ξημέρωνε ποτέ
για να μη χαθείς στον ουρανό.
Αν ήσουν ήλιος, φως, αυγής,
να μη νυχτώσει θα΄θελα
για να μη δύσεις, μη χαθείς.
Αν ήσουν πεταλούδα στ’ άνθη μου,
ας μην έφευγε το καλοαίρι
για να ΄σαι πάντα πλάι μου.
Αν ήσουν ιδρώτας μου,
δεν θα σταμάταγα να κοπιάζω
για να μην πάψεις να κυλάς στο κρομί μου.
Αν ήσουν ένα ρόδο, στον κόσμο όλο
θα ζητούσα το νερό το αθάνατο
να σε πότιζα να μη μαραθείς.
Αν ήσουν κάτι δικό μου
θα σ’ έκλεινα στην αγκαλιά μου
σφιχτά, για να μη σε χάσω.
Μα… ήσουν χιονάνθρωπος
και έλειωσες και χάθηκες
κι άφησες άδεια και παγωμένα τα χέρια μου!

Ποτέ

Ποτέ δεν θα΄θελα να έρθει ο θάνατος
αν πριν δεν έρθει η αγάπη
Ποτέ δεν θα΄θελα να δύσει η ζωή,
αν δεν ανατείλει ο ήλιος της αγάπης.
Ποτέ δεν θά΄θελα να κλείσουν τα μάτια μου,
αν δεν πάρουν συντροφιά το φως αγαπημένων ματιών.
Ποτέ να μη μαραθεί η ομορφιά μιας ψυχής
που ξέρει να χαρίζει αγάπη.
Βιάσου να χαρείς! να τα βρεις!
Μα…είναι αργά! λίγο πριν τα μεσάνυχτα!


Ελπίδα

Καλώς τηνε
που θα ξημερώσει,
την καινούργια μέρα
με τα συν και τα πλην,
θα χαρίσει και θα πάρει
ομορφιά και ασχήμια
μια ρυτίδα παρα-πάνω.

Σ’ ένα παλιό site που δεν ξέρω αν ανανεώνεται πια, βρήκα μερικά στοιχεία για την ζωή και το έργο της Αργυρώς Βαλαδώρου.

εδώ:

http://somateiodeel.blogspot.gr/2014/04/26.html

Για το soundforwords.blogspot.com, Ελένη Μπάλιου.

* Διόρθωση: Το blog και όχι site στο οποίο οδηγεί το πιο πάνω link, λειτουργεί και ανανεώνεται συχνά όπως είδα.







Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Νώντας Σκιαδάς 1952-1988/NONTAS SKIADAS the bitter poet of naked truth.

Έι….εσείς, οι σοβαροί, οι καθαροί, εσείς οι νοικοκύρηδες… Μη λερώνετε άλλο τα χρώματα του έρωτά μου Μην πατάτε το πράσινο της καρδιάς μου…





«Πάει καιρός που η Ελευθερία δεν κατοικεί στη γενέτειρά της, χωρίς, βέβαια, να σημαίνει ότι κατοικεί κάπου αλλού- και δε γύρισε ούτε για μια στιγμή για να επισκεφθεί το Μαυσωλείο της στην Αθήνα, που παρουσιάζει το παρελθόν της και το παρόν της σαν μια γόπα σ’ ένα ανθισμένο καπνοτόπι».
Νώντας Σκιαδάς.


Ο αγαπημένος Θανάσης Κορακάκης, στο βιβλίο του «Καισαριανιώτες συγγραφείς», μέσα σε τρεισήμισι σελίδες που του αφιερώνει, μας δίνει μια πολύ καθαρή εικόνα της προσωπικότητας του ποιητή. Χρησιμοποιεί εισαγωγικά το ποίημα της Σταυρούλας Λιναρά, (άλλη παρεξηγημένη κι εκτοπισμένη ποιητική μορφή), Ταμπέλες.

Έι….εσείς,
οι σοβαροί,
οι καθαροί,
εσείς οι νοικοκύρηδες…
Μη λερώνετε άλλο τα χρώματα του έρωτά μου
Μην πατάτε το πράσινο της καρδιάς μου…
«Σταυρούλα Λιναρά, «Οι άλλες μου σκέψεις»

«Ο Νώντας (γιος του Νίκου Σκιαδά), όπως φαίνεται από τα γραπτά του ήταν άτακτο παιδί. Ήταν ο οδυρκής, τραχύς, αναρχικός αυτοσαρκαστής, σακαστής ακόμα και των σαρκαστών. Ο ποιητής πο αναχώρησε αυτοβούλως και συνειδητά από τη ζωή, ενώ δεν είχαν ακόμα σβήσει από το προσωπό του τα σπυράκια της ποιητικής εφηβείας.
……………………………………………..

Δείγματα γραφής.
Από τη συλλογή του «Χρονικό Στο Χώρο»

Πρόλογος

«Πέρα απ’ το πρώτο κρουστό των παλαμών που διατηρείτε στα παλαμάκια σαν την πιο βάρβαρη επιδοκιμαστική δύναμη πέρα απ’ το δάκρυ που έσταξε απ’ τον εξώστη για να υπεραρμυρίσει τα φυστίκια στην πλατεία, και αφού το μολύβι μου δεν μπορεί παρά να συνεχίζει όταν γράφω για τα χάλια σας, πέρα απ’ τη χώρα των κορσέδων ενάντια στα λουκάνικα και τη χώρα της εγκυμοσύνης στον όγκο της προσπάθειας, την κοιλιακή χώρα, πιστεύω ότι είμαι ένας γνήσιος καρπός της απελπισίας που επιβάλλει αυτή η περίοδος – ένας ναυαγός με ομπλέρα – και σας φυλάω μερικές τρικλοποδιές στα θρυλικά κείμενά μου που θα φιλοξενούνται στις διαπλανητικές βιβλιοθήκες.
Το παρόν είναι έν έργο που δεν αγαπάει και δεν δέχεται και πιθανόν να μην σας αρέσει μα δεν δίνω πεντάρα γι’ αυτό. Ωστόσο αναγνώστε το για να απολαύσω μερικές καινούργιες γκριμάτσες σαν μοναδικό στόχο μου ως προς την ζώσα ύλη των μοναχικών κοσμοσυρροών που καλά θα κάνει να προσφερθεί σαν στόχος κατά την εκγύμναση των πυροβολητών στα απελευθερωτικά μέτωπα. Μπαμ».


πιο μέσα…
«Γεννήθηκα περιπαθής και συνοφρυωμένος. Νομίζω ότι τίναξα τις χασμωδίες από τον ώμο μου! Αυτές οι δοξαριές χρειάζονται έναν αγωγό, ήμουν εγώ, αυτά τα χρώματα χρειάζονταν έναν μακιγιέρ, ήμουν εγώ, επίσης. Η διαθήκη μου αφορά στο μηδέν. Και η κληρονομιά μου επισημαίνει ότι τίποτα δεν έχει νόημα, κι αυτό είναι το νόημα των πάντων.
Δεν πιστεύω ότι θα μπορούσα να υπάρξω σαν μέλος ενός οργίου. Η αγένειά μου διασπά τις εφαρμογές της Κόλασης. Ο στραβισμός μου διχοτομεί την ευχέρεια του Κακού και την τονική του εγκλήματος και η ανάσα μου θα αηδίαζε την Τύχη. Είμαι ένα μέρος της Τύχης. Κοίταξα αυτή τη στυγνή και απόκρημνη θεά του εσώκλειε το βάρος της γι’ αλλού πλέκοντας την απέχθειά της ως τις ίνες μου και σκέφθηκα ότι καλά θα κάνω να ερωτεύομαι στον καμπινέ αφού σπάσω τον καθρέφτη, κι όταν απόρησα μπανίζοντας τ’ άστρα αισθάνθηκα να μου λένε, ότι η Γη δεν έχει να ντραπεί παρά για την ασκήμια μου.
Προτίθεμαι να βηματίσω επάνω στα βογγητά της Ζαν ντ’ Αρκ. Προτίθεμαι να βηματίσω επάνω στις πληγές και τη σουμάδα της ψυχοκόρης σας. Προσπαθώ να ξεχάσω το παρελθόν μου στο τσίρκο. Προσπαθώ να καλέσω με την σφυρίχτρα μου ένα μαρμαρωμένο συνωστισμό. Όταν αισθανθείτε τη βλοσυρότητα των ιδεολογιών και την παγιότητα των αντικειμένων να λιώνουν την επίθεση από ακατονόμαστες ορδές φωτονίων, θα είμαι εκεί. Απόγευμα στην γκαλερί. Κυρία μου, είναι αδύνατον να επιβιβάσω την ηθικής της άνοιξης στην κορνίζα. Κυρία μου, είναι αδύνατο να βρω την απόχρωση της αγάπης ζωγραφίζοντας τον καλό εαυτό του έρωτα. Σι-λα-σολ. Της έσπασα το σβέρκο. Σι-λα-σολ. Είναι νεκρή. Ένας Πορτορικανός της πήρε το μακιγιάζ.
Σι λα σολ, στο συρτάρι κοιμάται ο Μιτεραν. Σι-λα-σολ. Ο Πορτορικανός του πήρε τη σημαία. Σι-λα-σολ, Φρανσουά, είσαι νεκρός, μην προσπαθείς να τηλεφωνήσεις. Νομίζω ότι οι Σουλτάνοι που καίνε το χαρέμι τους σε κατάσταση εξαιρετικής ανίας πρέπει να απαλλάσσονται. Νομίζω ότι δεν θα μπορούσατε να φτύσετε από την πρώτη θέση του υπερσιβηρικού διότι βρίσκεστε στην Τρίτη. Νομίζω ότι οι δοκιμαστές τεΐου θα έβγαζαν διαφορετικά πορίσματα αν ένα γυναικείο πέλμα σκούπιζε τα χείλη τους μετά την εκάστοτε δοκιμή. Νομίζω ότι η διεύθυνση του Νταχάου δεν θα απαρνιόταν το σαπούνι από τους παππούδες των Εβραίων για να πλυθούν τα εγγόνια τους. Ξημερώνει. Σύμφωνα με τις αξιώσεις του Δημιουργού αυτή θα είναι μια ιδρωμένη και αναίμακτη μέρα. Θα είναι μια μέρα που θα μας βοηθήσει να διακρίνουμε τα κωμικά στοιχεία του δράματος να εντείνουν την τραγωδία. Θα είναι μια μέρα που θα μας βοηθήσει να εντοπίσουμε τον τραγέλαφο και να πεθάνουμε φλυαρώντας ενόσω η Γη σαλεύει πεθαίνοντας, ενόσω οι επικράτειες ξυρίζουν τις υψικαμίνους και πετάνε τις σαπουνάδες κατά το μέλλον, ανάμεσα στα ακατάβλητα ιντερμέτζα  των επαναστάσεων, με αιτία την πείνα και λόγο τον εμετό. Προχωρείτε. Δεν έχουμε παγούρι. Προχωρείτε. Κάνει παγωνιά. Ζήτω τα νιάτα που βόσκουν στα λιμάνια της αριστεράς. Ζήτω ο έρωτας που τσαλαβουτάει στα κανάλια της Βενετίας. Ζήτω τα καταστήματα νεωτερισμών της Καισαριανής. Ζήτω η λοσιόν και η δροτσίλα των διανοούμενων του κόμματος. Ζήτω η επανάσταση που επιγράφεται στην εθνική οδό για να οδεύουν εθνικά οι επαναστάτες. Ζήτω οι ελπίδες μας που κοιμήθηκαν στο μαυσωλείο του Λένιν. Ζήτω η Κρούπτσκαγια που τα κοπάνισε, και τριγυρνάει ξυπόλητη στις Στέπες. Ζήτω οι ημίθεοι που ρεφάρουνε στο καζίνο. Ζήτω οι ήρωες που ρετάρουνε από ΝΤΕΠΕΖΙΝ.
Ζήτω το τζουκ μποξ που μας πληροφορεί την εφήμερη λιποταξία του φεγγαριού.
Ζήτω οι βραχνές πόζες της άνοιξης που πηδάει κατά πάνω μας. Ζήτω οι στριγκιές του κόσμου που γυρνάει τον κώλο του στον ήλιο. Ξημερώνει. Αυτή θα είναι μια μέρα σαν όλες τις επόμενες».

Γράφει ο Θανάσης Κορακάκης για το πιο πάνω κείμενο.
« Είναι ένα από τα συνηθισμένα ταξίδια του στον πρόσφατη ιστορία, που οδηγούσε το νου του στο να διαβλέπει και να διακηρύσσει το αδιέξοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού, που δεν άργησε να έρθει ένα χρόνο μετά το θάνατό του. Μόνο που στο στόχαστρό του, βρίσκονται όλα τα συστήματα που δημιουργούν ιεραρχίες. Είναι το κυρίαρχο στοιχείο που έχει διαποτίσει το περιεχόμενο όλου του έργου του. Ένα έργο που βγαίνει βαθιά από την καρδιά ενός ώριμου και προικισμένου με γνώσεις και περισσότερες από πέντε αισθήσεις παιδιού. Ενός παιδιού, που είναι εμφανές ότι έζησε τουλάχιστον σε εύφορο και γόνιμο πολιτικό και κοινωνικό οικογενειακό περιβάλλον. Η κοινωνική κριτική και το ύφος του σε πολλά σημεία θυμίζουν Χάκκα».




Σελίδα 26

«Ήμουνα πουτάνα στη Σμύρνη και κρουπιέρης στα Σόδομα. Κάποτε ξεκούμπωνα μια μαρξίστρια ψιθυρίζοντάς της ότι η ύλη προηγείται του πνεύματος, κάπου ανακάλυπτα στα υλικά μου το σάλιο του Θεού, κάποτε έφτυνα την ύπαρξη επειδή καταδεχόταν τις παρόμοιες, κάπου έζησα ελάχιστα υπαρκτός , εκεί που αγαπούν τη σορό τους. Μα ο χώρος διατίθεται προς ταφή και τα σκουλήκια έτρωγαν το συκώτι σας διότι είχανε τραπέζι στους γειτόνους, πάει καιρός που τά’ χετε κάνει άνω κάτω πάνω από ΄το φλοιό της γης; Είναι καιρός που σας θάψανε;»

Σελίδα 34

«Ζω πάμπτωχος με μερικές φέτες όνειρα και έγκλειστος για να τελειώνω τις γόπες του δεσμοφύλακα, όσο για να ποιώ ως ο Θεός εποίησε τον κόσμο.
Είμαι τρελός, το δείχνω άλλωστε, και έχω ένα σωρό χαρτιά που το βεβαιώνουν, μα δεν προτίθεμαι την επιστροφή διότι ο δρόμος προς την τρέλα είναι μονόδρομος, στο επισκεπτήριο τους είπα «(η πεταλούδα θυμάται την καταγωγή της) ότι θέλω να γυρίσω πίσω κοντά τους αλλά δεν με πήρανε.
Ζω με το καρβέλι της δουλειάς του πατέρα μου, ενός αξέχαστου κάπου μπόι, που δεν κατάφερε να χορέψει την ντάμα της ζωή και τις ελεύθερες νότες του Φρανκ Ζάππα. Απολαμβάνω τα κοινωνικά του φρονήματα που γυαλίζουνε μέσα από τις κοινωνικές του πεποιθήσεις, εκείνο που μου απέμεινε είναι να φτιάχνω φύκια για τις ακτές της Ατλαντίδας, εκείνο που απέμεινε είναι να πυροβολήσω ανάμεσα στα κουμπιά μου τον ποιητή μα δεν ξέρω σημάδι.
Ωστόσο δεν διακινδυνεύω τη δημοσίευση της τεχνικής μου ως τεχνικού της έκφρασης διότι θα μπορούσαν να αναγνώσουν οι εμφιαλωτές και να αποπειραθούν την ποίηση. Αυτό θα σήμαινε τεράστιες καταστροφές σε ευρύτατη κλίμακα διότι η ποίηση διατρέχει μαζί με τη μελάνη τις φλέβες του ποιητή, βρέθηκα εδώ για να γέρνω με το άπειρο στις τσέπες μου και ψάχνοντας το σκούφο μου στο χώρο, παγιδευμένος στο παιχνίδι των χρήσιμων και ασήμαντων ανθρώπων, πέρασα από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη ινκόγκνιτο και βυθομετρώ το κουρβουαζιέ αν φτάνει να πνιγώ. 

Εδώ όμως πρέπει να ομολογήσω ότι δεν θα μπορούσα να κάνω το θυρωρό διότι θα έφραζα την πόρτα, είμαι ποιητής, είμαι ένα πλάσμα που μπορεί να αλαφρώνει βαραίνοντας, όταν αδειάζει ένα ποτήρι που κρατάει με το αριστερό του χέρι σε ένα ποτήρι που κρατάει με το δεξί, είμαι ποιητής, είμαι μια γυμνή και ανενδοίαστη τσούλα που ενσκήπτει στην κόχη του λιμπρέτου κουνώντας με μια μελοδραματική αβάντα τα θριαμβικά κωλομέρια της. Είμαι ένα πεφτάστερο που δεν πέφτει σημειώνοντας την αστρική ανυπακοή»

Σελίδα 36

«Τικ τακ το εκκρεμές διαγράφει τις ρυτίδες.


Νομίζω ότι όλες οι μέθοδοι ξόφλησαν, δεν ξέρω τι καινούργιο κουτσομπολεύουν οι φλοίσβοι.
Υπάρχουν μερικές χρονικότητες ανάμεσα σε αυτά τα εκατομμύρια νεροκουβαλητών.
Οι μυρμηγκιές θα ιδρώνουν και θα συγυρίζονται, προσοχή, κάθε λίγο μια αφίσα θα φτύνει τα τσόφλια της απ’ τα τηλεγραφήματά τους, οι τοίχοι θα ξομπλιάζουν τους καημούς τους με δέκα οράματα, οι αρτίστες θα παίζουν τη φρίκη.
Ο Πατήρ θα πηγαίνει καβάλα πάνω απ’ τις θρησκείες και τις μόδες που περνούν και ο Υιός θα ξαναστεγνώνει σταυρικώς και ετησίως και η δαντέλα θα πλήττει τις αρραβωνιαστικιές και οι κρετίνοι θα πληροφορούνται την άλωση και Ευγενία θα κλειδώνεται στην τουαλέτα και οι πύθωνες θα γδέρνουν τη γλώσσα τους στον οργανισμό ετοιμότητας και η ΕΣΣΔ θα μουτζουρώνει τον  Οκτώβρη και η Άλκηστις θα θρέφει τους θεσμούς και τα δίδυμα και τα κλεφτρόνια θα διαψεύδουν τις κλειδαριές και η Ορθοδοξία θα διαπληκτίζεται με τον εξαποδώ και ο Σαμψών θα φυσάει τα νύχια της Δαλιδάς μέχρι να στεγνώσει το βερνίκι και η λύπη θα αναπαράγεται στις ουλές των σταθμαρχών και στις εφτάμισυ, δεν θα υπολείπεται παρά μόνο μισή ώρα ως τις οκτώ, όταν το δάσος δεν παίρνει φωτιά καθώς ο έρωτας φτάνει για α μην τουρτουρίζουν αυτά τα καλά και αρραβωνιασμένα κτήνη.
Ο Οδυσσέας δεν είναι τόσο βαρετός όσο η τυροκομία.
Οι ραπτικοί οίκοι θα προπαγανδίζουν και ο Βόλγας θα χύνει στη θάλασσα και οι νόμοι θα χοντραίνουν μαζί με τις πεθερές και οι κουρείς θα μεριμνούν για τους κομήτες και οι τρεις ιεράρχες, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Βασίλειος απ’ την Καισάρεια και ο Τζώνυ ο Γκολντμάουθ θα κατεβαίνουν συχνότατα για καμιά πρέφα εδώ κάτω και τα σκυλιά δεν θα τους εχθρεύονται, γαυγίζοντας τις μοχθηρές πολιορκίες των οριζόντων κάτω από μια μοναδική υποτέλεια και χάδια που άργησαν και δεν θα’ ρθουν. Ο Θεός θα κάνει χάζι τους αρμόδιους και θα εξακολουθεί να μην συγχωρεί την ηδυπάθεια.






Σελίδα 44

«Ήμουνα μια μαϊμού διαφορετική από τις υπόλοιπες που υπάρχουνε σωρεύοντας κοχύλια ή στραγγαλίζοντας κοκκινομάλλες. Άσχημος συμπαθής και ανήμπορος για να πατάω τον γιακά μου στο δειλό καμάκι μιας γκόμενας που ποτέ δεν έστριψε για να χαθεί και ποτέ δεν εμποδίστηκες για να την φτάσω.
Ανέλυα μια ένεση που θα κινητοποιήσει τη νεκροψία.
Για να σας πω τραχύς βαθύς και ανείπωτος απ’ την ηρεμία της γνώσης μου και της φυλακής (κοινοβουλευτικότατη διαμονή).
Ότι η ανθρωπότητα είναι μια γάτα που φοβάται σε μια κούνια που κουνέται όσο η ευκολία του πηδήματος συναντάει την δυσκολία της κατανόησής του. ότι η διεύθυνση του κρατικού λαχείου δεν θα αποκαλύψει τους λόγους για τους οποίους ο λαός αποθορυβεί την ανάσα του για να παραφυλάξει την τύχη. Ότι η κρίση της ενέργειας δεν θίγει το μαγικό σάλτο μου κάτω από΄τα σύννεφα και πάνω από τα μπαλκόνια.
Και ότι η καρδιά μου δεν καταναλώθηκες στο άκουσμα εκείνου του κοριτσιού με την σκονισμένη προοπτική στα ράφια της μαγείρισσας όπου θα λαλεί μια ομελέτα με ένα κακαριστό προσκλητήριο σε ένα περίλυπο και γαστριμαργικό παν. Δεν υπήρξα μεγάλος ποιητής αλλά υπήρξα ο μεγαλύτερος.
Και το μόνο που δέχομαι να αποκαλύψω είναι η προτομή μου.
Την οποία θα προτιμούσα χωρίς τα ματογυάλια μου.
Για να μπορώ να μην ανατριχιάζω στη θέα της πλατείας.
Επιτρέψτε ου να ορίσω τη μοναξιά σαν έλλειψη συγκλινουσών υπάρξεων και να νιώθω μόνος.
Επιτρέψτε μου να εισηγηθώ τη μετάδοση της ξιφασκίας από το ραδιόφωνο.
Επιτρέψτε μου να μπανίζω τον Ιησού που τα κάνει καλοκαιρινά στο ναό του Σολομώντα.
Και επιτρέψτε μου ακόμα να φτιάχνω ια βρισιά που αρέσει στους υβριζόμενους επειδή ο καθένας από αυτούς νομίζει ότι βρίζω τους άλλους.
Δεν σκοπεύω να εργαστώ διότι πιστεύω ότι το ον του εργοστασίου δεν μπορεί να επεκταθεί ποιητικά για να φωταγωγήσει σταθερότερα το Γαλαξία (πόσο πλήττω σ’ αυτό το Γαλαξία) και σκοπεύω ν’ ανάψω το φρικιαστικό χορτάρι ου σε ένα ταξίδι που δεν μπορεί να το ματαιώσει το λιμεναρχείο».

Το αυτοβιογραφικό είναι γραμμένο στο οπισθόφυλλο του «Χρονικό στο Χώρο»


«Ο Νώντας Σκιαδάς δεν γεννήθηκε, μα βρέθηκε χωρίς αδελφό και σπίρτα με ένα μολύβι κι ένα χαρτί για να καταγράψει τα καυλόσπυρα του Ήφαιστου και τους προσεταιρισμούς της Ιστορίας. Εκτός από το παρόν, που είναι πιθανόν να σας κάψει τα χέρια, πριν σας ανάψει τα αίματα απέναντι στα λογικά ελατήρια της τροχαίας σηματοδότησης, υπήρξε σαν κεχαγιάς των ποιητικών πόρων, όταν έγραψε το ποιητικό «Η αταξία των άστρων», που τέθηκε εκτός των μειδιαμάτων της αποτυχίας, παρ’ όλο που τα όργανα της τάξεως είναι περίσσια για να ακομπανιάρουν τη φυσική υποδομή, που είναι περισσότερη. Θα διατηρήσει τις πληγές του εκτός του σχεδίου του βάμματος χτυπώντας παρηγορητικά την πλάτη του στη θέα της κοιλιάς του περισσεύει από τον κορσέ, στο πλαίσιο της γενικής ανακαίνισης της ποιητικής παρουσίας».

27/92017
Για το soundforwords
Ελένη Μπάλιου

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Fovero.gr - Οι Rammstein τραγουδούν για τους ανθρακωρύχους

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΟΧΘΟΥ






ΕΦΤΑΨΥΧΟΙ
1971

Θέμης Τζίφας

Το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου αυτού, έχει τον τίτλο «Σαν πρόλογος» και είναι γραμμένο από τον ίδιο. Στις δυο τελευταίες παραγράφους, αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Φαίνεται ότι τόχει η μοίρα μας, εμάς των νεώτερων, μέσα σε κάθε ώρα, να συμπληρώνουμε κιόλας ένα τεράστιο κύκλο ζωής, σφραγισμένο από μια χοχλαστή εμπειρία, τις περισσότερες φορές απέραντα οδυνηρή.
Μερικά από τα ποιήματα γράφτηκαν στην Ελλάδα, άλλα στο Βέλγιο όπου δούλεψα ανθρακωρύχος για κάμποσο διάστημα κι άλλα στη Γερμανία, στην περιοχή της Κολωνίας, όπου απασχολήθηκα σαν εργάτης σε μια φάμπρικα. Επίσης οι όχτες του Σηκουάνα και το ανέβασμα στον πύργο του Άϊφελ δεν μ’ άφησαν αδιάφορο».

(Σ.σ Κάποιες λέξεις που φαίνονται λανθασμένες ορθογραφικά, επέλεξα να μη τις πειράξω.  Για ευνόητους λόγους),.


ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΓΑΛΑΡΙΑ

Είχες το ατύχημα να πέσεις
στα μεγάλα σταυροδρόμια
κι έτσι περικυκλώθηκες από το αγωνιώδες δίλημμα.
Από μικρός είχες το μεγάλο ελάττωμα
να κλέβεις τα φεγγάρια απ’ τις νύχτες
και να τα θρυμματίζεις ασύδοτα στις πόρτες των σπιτιών.

Σε συνεπήρε η χειμαρρώδης προέλαση του χρόνου
και σούφυγε απαρατήρητο της εφηβείας το πανόραμα
Τώρα πανικόβλητος μετράς τις στιγμές που διαβαίνουν
και μισείς την ειλικρίνεια των κατόπτρων.

Έμεινες πεντάρφανος στις απόκρημνες διαβάσεις
των εγκάτων της γης
και δε σε ζεσταίνει πια καμιά χειραψία.

Τότε, είχες βάλει ένα χλωμό λουλούδι
στο πέτο της μοναξιάς σου
και νόμισες πως βρήκες τη μεγάλη λύση.
Έπειτα κοκάλωσαν οι φθόγγοι στο στόμα σου.


Αργότερα ήρθε η εποχή που σε μάλωνε η μάνα σου
γιατί προτιμούσες να υπερακοντίζεις την έκσταση
ως τις ρίζες των άστρων.
΄Ητανε τότε που σε μάλωνε η μάνα σου
γιατί αρνιόσουνα να υποταχτείς
στο μετρημένο ψωμί των ανθρώπων.
Δεν μπορούσες να δικαιολογήσεις
την απουσία του μειδιάματος
από την έκφραση του Αιώνα σου!


Πιο αργότερα τα οράματά σου διώχτηκαν
και φυλακίστηκαν από την ευτέλεια του σκότους.


Ήτανε τότε που έστυβες τις πέτρες
στις χούφτες σου
και φύτρωναν περιβόλια.
Ήτανε τότε που αλληλογραφούσες αδιάκοπα
με την καλπάζουσα γοητεία των αυριανών γενεών.

Κι έτσι, καθώς περίμενες ανυποψίαστος
την πανηγυρική άφιξη των θεριστάδων,
πρόλαβε ο χρόνος και σε παγίδεψε
μ’ ένα δίχτυ από ρυτίδες.
Ωστόσο δεν μπόρεσες ν’ αλλάξεις,
ούτε να υποκλιθείς με ιεροσέβεια
στο χιλιόμετρο βάθος του κελιού σου.

Εξακολουθείς ακόμα να επιμένεις
πως σε κάθε ξάστερη νύχτα
ο έναστρος ουρανός προβάλλει
σα μεγεθυσμένο σχεδιάγραμμα κρανίου
των ανθρώπων που θα σε διαδεχτούν.

 Εξακολουθείς ακόμα να παραμένεις
ένα συμπαγές σύννεφο που κουβαλάει μαζί του
την απειλή της βροχής.
Ταμπουρωμένος πίσω απ’ τα στήθια σου
επισημαίνεις με ακρίβεια
την αναξιοπιστία των ήχων.

Τώρα πια είναι άσκοπο
ν’ απασχολείσαι με την επιστροφή.
Πορεύου εν πολέμω.

Βέλγιο 17-3-58


ΥΜΝΟΣ

Ανάμεσα σ’ ανατολή και δειλινό
προσαρμόζεις το άγχος σου
σ’ ένα ράφι αρτοποιείου.
Ανάμεσα σε βράδιασμα και ξημέρωμα
μελετάς καχύποπτα τη θηριωδία της στέρησης.
 Πάνω στην αντάρα των ωκεανών
ταξιδεύεις την αρμυρή σου νοσταλγία.
Τα ερτζιανά κύματα συγκλονίζουν την ατμόσφαιρα
καθώς μεταφέρουν τη δίψα σου
στην ανομβρία της πατρίδας σου.

Το χλωμό σχήμα των χειλών σου
άνανδρη μαχαιριά στην ελευθερία της γνώμης σου
κι οι καμπύλες σειρές των δοντιών σου
δυο ακονισμένα μισοφέγγαρα που κόβουν στη μέση
την παχυδερμία του σκότους.

Τις νύχτες, πίσω απ’ τα κατεβασμένα βλέφαρα
των παραθύρων
ζωγραφίζει πάνω στην αδενοπάθεια
των παιδιών σου
το αυριανό σου καθήκον.

Οι στιλπνές αιχμές των ματιών σου
προέκταση ηλεκτροφόρου σύρματος
στην αδράνεια του χρόνου.
 Και η μικρογραφία της αγάπης σου
συνισταμένη χειμάρρων και άστρων
στην καρδιά του χειμώνα.
Κάθε βράδυ ζεσταίνεις το βοριά
πάνω στη γύμνια σου
όπως το παγωμένο νερό στα φλεγόμενα
σωθικά σου.
Κάθε βράδυ ζεσταίνεις τη γύμνια σου
στην ειλικρίνεια της οργής σου.

Κάθε σου αχνάρι, εύφορο λεκανοπέδιο
που αρδεύεται πλουσιοπάροχα
από πέντε αυλάκια φωτός!
Η αγχώδης δρασκελιά σου, φωσφορίζουσα
διάμετρος στη σφαίρα του σύμπαντος.
Ο αλαλαγμός σου, κατακόρυφος εφαπτομένη
στον κοντυλοφόρο της Ιστορίας.

Το εφτάψυχο όνειρό σου, αλεξίσφαιρος θώρακας
στις ομοβροντίες του Άδη.
Η εφτάψυχη θέλησή σου, δραματική εμπιστοσύνη
στην επανάληψη των ανοίξεων.

Το εφτάψυχο χαμόγελό σου
επίσημη φορεσιά του ήλιου
σ’ ένα ξάστερο πρωινό του Μάη.
Ο εφτάψυχος στεναγμός σου
δημιουργικό κομπρεσέρ
στην παταγώδη κατεδάφιση του τρόμου!....



Η ΠΟΙΝΗ


Στ’ ακροθαλάσσι σ’ έβρεξε ο αφρός
κι από τότε στα μάτια σου
έμεινε ένας μεγάλος λεκές από αρμύρα
Πλήρωσες τον πληθωρισμό της καρδιάς σου
με την ποινή της ισόβιας Δίψας!


Ντορμάγκεν (Γερμανία), Καλοκαίρι του 1958



ΑΝΑΠΛΑΣΗ

σελίδα 47

Κάποτε θα πάψει να μας θέλγει η αντίφαση
πρηνείς κάτω απ’ τα χορτάρια των τάφων
θ’ αφουγκραζόμαστε τη γνώση των νεκρών.
Κανένα ίσκιος θαμπός,
καμιά υποψία τριγύρω,
όλα διάφανα στην ξαστεριά των ματιών
και η νύχτα κλεισμένη στη φυλακή του φωτός.
Με τ΄ ουρανού το δισκοπότηρο στο χέρι
θα ρουφάμε το μυστήριο της αθανασίας.
Κι έπειτα
μεθυσμένοι και λάγνοι
θ’ αφήσουμε τον ίλιγγο των υφών
να μας βυθίζει στο έναστρο κρεβάτι του Γαλαξία!

Χωρίς έλξη,
χωρίς προγραμματισμό,
χωρίς αναμνήσεις.
Εξαπλωμένα ουσιαστικά στις αύρες
του διαστήματος.

σελίδα 48

Χορευτές που λικνίζονται
στων στιγμών τους ρυθμούς
με των αέρηδων την ορχήστρα.
Ριψοκίνδυνοι ακροβάτες
που αιωρούνται ως τις άκρες του Σύμπαντος
πιασμένοι απ’ τις αχτίνες του ήλιου.
Λευτερωμένοι απ’ όλα τα οικόσημα,
απαλλαγμένοι από το άγχος των ερευνών.

Ας αναποδογυρίσουμε τους ωκεανούς
να δούμε το δεύτερο ουρανό των βυθών,
να στήσουμε συμπόσιο στις υγρές αβύσσους
και να ειρωνευτούμε την πλάνη των αξιών
περπατώντας σε μιαν άμμο από μαργαριτάρια.

Ας μεθύσουμε το χρόνο με φίλτρα από λήθη
κι ας τον βάλουμε μπρος μας να χορεύει
φορώντας του στολή κλόουν
και περιλαίμιο από πλανήτες!...

Έπειτα εμείς,
καθισμένοι νωχελικά στο χάος
ας βρίσκουμε ένας –ένας τους εαυτούς μας
παρακολουθώντας το θάνατο της Ιστορίας!



Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, υπάρχουν κριτικές τόσο για το συγκεκριμένο βιβλίο όσο και για τα άλλα του πεζογραφήματα που πριν η μετά  είχε εκδώσει, από συντάκτες περιοδικών και εφημερίδων της εποχής.


«Ο Θέμις Τζίφας, με την ποιητικής συλλογή «Εφτάψυχοι» Φέρνει μια νέα πνοή.
……………….
Η πίστη του στον άνθρωπο που τον έζησε στις πιο δύσκολες ώρες του, να παλεύει με τα σπλάχνα της γης για να κερδίσει τον άρτον του με τον ιδρώτα του προσώπου του, η ακλόνητη τούτη πίστη για τη μεγάλη δύναμη του ανθρώπου, δοσμένη με τη ρωμαλέα πέννα και την αντρίκια σκέψη του Ποιητή, μας ζεσταίνει την καρδιά την καταπληγωμένη από χιλιάδες θλίψεις, που ο Ποιητής ξέρει να ξεπερνά και να φτάνει στην αληθινή ουσία πραγμάτων και προσώπων. Ο στίχος του καθάριος, μουσικός».

Κλεοπάτρα Παπαδάκη, περιοδικό «Παγκόσμια Τουριστική και Οικονομική «Επιθεώρηση». Οκτώβριος  του 1962

Για το βιβλίο του 750 μέτρα στα βάθη της γης, η Αυγή έγραψε.
«Δεν είναι από τους πρόωρα ηττημένους ο Θ. Τζίφας, ούτε παριστάνει την «οργισμένη γενιά»/Είναι από τους νέους που προσπαθούν ν΄αλλάξουν τη μοίρα της γενιάς τους, με τη δουλειά, με τον αγώνα της ζωής, με την πέννα.
Το 1957 βρέθηκε μετανάστης στα βάθη των βελγικών ανθρακωρυχείων, σε 750 και ύστερα σε 1200 μέτρα. Η εμπειρία του, όπως θα δει καθένας διαβάζοντας, είναι φοβερή. Ιδιαίτερα συναρπαστικό και επίκαιρο είναι το απόσπασμα αυτό της μεταναστευτικής του εμπειρίας. Ο συγγραφέας του δε το έχει δουλέψει σα λογοτέχνης αλλά σχεδόν σαν ανθρακωρύχος. Πετάει μεγάλα κομμάτια μαύρης και λαμπερής αλήθειας με το πιστολέτο του. Ένα κείμενο γραμμένο από την ίδια την πραγματικότητα που ξεπερνάει τη φαντασία.

Η Αυγή των Αθηνών,30-9-1962














Πέρασε κι έφυγε.  Δημοσίευσε αυτό το βιβλίο που το βρήκα το 1990 σε μια απ’ αυτές τις «καταγής» εκθέσεις-βιβλιοπωλεία. Δεν βρήκα και δεν άκουσα τίποτα για τον βασανισμένο ποιητή ξανά. Μα έχω ακόμα τη σκέψη του εδώ.


ΧΑΡΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
1977

Πόνος

Κόκκινος καυτός δρόμος
δυο μάτια, φωτιά
μαχαίρια στο χώμα
το παλιό λιμάνι
το πονεμένο κάτεργο
δυο σίδερα
σαπίλα
καρδιά ζεστή ακόμα
σφίχτε με μάτια να πονέσω
ύστερα σιωπή
Ομορφιά, φτωχογειτονιά
καλυβάκια, δυο κόκκινα κεραμίδια
σύχασε, έλα κοντά μου, έλα
σ’ αγαπάω.


Στιγμούλες αδειανές

Είμ’ εδώ σ’ ένα κάθισμα πράσινο, ξεθωριασμένο,
σ΄ ένα θρανίο
είμ’ εδώ, κι άλλοι πολλοί σε πράσινα ξεθωριασμένα καθίσματα
ψάχνω νάβρω μια χαρά, ένα μήνυμα, μια ζέστα.
το κάθισμα κρύο, οι άλλοι οι πολλοί κρύοι κι αυτοί
κι εγώ με μια υποκειμενική ζεστασιά δίχως αποκρισιά ΄δω μέσα
πασκίζω να τη μοιραστώ με κάποιον.
Ποιος διαολοστέλνει την ομορφιά; μούρχεται το ρώτημα στην καρδιά
Εγώ, τούτοι ΄δω, το σύστημα, η χαζομάρα μου,
η ασκήμια μου;
μπορεί νάναι κι έτσι, μα λύση δεν έχει τούτ’ η μέρα
τούτ’ η ώρα
γι’ αυτό και ΄γω γράφω με βαθιό πόνο,
γράφω για μένα,
για κείνη,
για τούτους ΄δω
γι΄αυτό που λείπει,
που μας λείπει.
Είμαι μισός, το νιώθω, ένα μισό πεθαμένο εγώ,
ευτυχώς πεθαμένο
ευτυχώς για άλλη διάσταση
μισός εγώ, μισοί και τούτοι με τη ψευτιά στο λαιμό
να τους πνίγει,
να βλέπω ΄γω να τους πνίγει, να πνίγει καρδιές.
Αυτοί δεν λεν τίποτα, μόνο είναι μισοί
μόνο περπατάνε ποθαμένοι δίχως να το ξέρουνε,
μοναχά συνηθίσανε στο πνίξιμο.
Τους εκοιτάω, τους αγαπάω, τους αγκαλιάζω,
κι αυτοί δε γρικάνε τα χέρια μου,
δε γρικάνε τα μάτια μου,
τη καρδιά μου τη παλιωμένη σε τούτη την αγάπη
τη διωγμένη, τη σμπρωγμένη πίσω, έξω, μακριά
τη διωγμένη από δαύτους δίχως καμμιά γνώση,
δίχως καμμιά ζεστή ματιά.
Τούτην όμως η αγάπη
δε διώγνεται, δε σμπρώχνεται, δε χωράει
μον’ χαδεύει τα πονεμένα τους πρόσωπα
μέχρις να το νιώσουνε.




te cero

Γράψε στο παραθύρι «σ’ αγαπάω»
και κοίτα κει ψηλά το ήλιο μέσ’ απ’ το δειλινό
μιας μέρας του πόνου
κάνε νάβγει τούτος ο ήλιος απ’ τη δύση.


Για κείνους που μ’ αφήνουν

Μια χαρά πλανιέται στην καρδιά μου
μια χαρά στο άκουσμα το γλυκό της μιλάς
η χαρούλα της φιλικιάς ανακούφισης
απλώνουνται τα χέρια μου στα μάτια τους τα βαθιά
κι οι φωνές τους με ζώνουν σαν όμορφη κλωστούλα
γρικάω τη δικιά τους τη χαρά τούτης της ώρας
κι αρωτάω:
«Πως μποράει να φωλιάξει η ψεύτικια ασκήμια
στες καρδιές και τα μάτια αυτωνώνε»;
Θυμιέμαι τις μέρες τις παληές
άλλες καλές, άλλες του πόνου του γκαρδιακού
και πάλε ανεβαίνουνε οι λέξες στο λαρύγγι,
στρουφογυρνάει το ρώτημα το βαρύ στα μηνίγγια:
«Γιατί άραγες ξεγνούνε οι φίλοι».


Τ’ άδειο κομματάκι


Κείτομαι στη ζυγαριά του άγνωρου
σ΄ ένα κλαρί στην άκρια
όλα στο νου και στη καρδιά ένα σούσουρο
σα τη νύχτα με τα παγανά στο τζάκι
ή καρδιά άδεια ΄πο λέξεις
μένω δω, κοιτάζοντας στο κάμπο την αγάπη
οπού πλανιέται
στον αγέρα με τη μουντάδα του γαλάζιου
και τα χέρια οπού ψάγνουνε μέσα στο τσιμέντο
γι’ αυτό που λείπει
και το πρόσωπό μου πια δείχνει με μια καθάρια
σιγουριά
τη λησμονιά απ’ ένα περιστέρι
οπούρχεται και ματαφεύγει δίχως μηνύματα,
το πρόσωπό μου ειν’ η καρδιά που τη φιμώσανε,
και προσπαθάει να ενωθεί με μουγκρητά ακαθόριστα
σα το ακαθόριστο μιας ζωής μονάχης.


Σβησμένα χαμόγελα

Δε χωράνε λουλούδια σε τούτα τα στόματα
μόνο αγκάθια να ματώνουνε τα χείλια
να σκάβουνται βαθιά
να μας θυμίζουνε πως ζήσαμε.

48 σελίδα

Πανιά τα μάτια μας
άσπρα μικρά πανιά
να βλέπουνε τα παιδιά της γειτονιά το καραγκιόζη
κι η βρεμένη γωνιά ένα κλάμα
στο πεζοδρόμιο που περπατάς
και λιώνεις στη λάσπη τούτης της στιγμής
και οι στάλες πάνω στα γυμνά σου χέρια
το κλαμένο δεντράκι που σε χώρισε για μια στιγμή
από κείνον που βάδιζες μαζί
και τα γυμνά φώτα του πάρκου,
το τσαλαβούτημα που κάνουν τα παπούτσια σου,
μια στιγμή που σκέφτηκες πόσο κρύο είναι το χέρι σου
και πάλι το δρομάκι, η βροχή,
ώρες που περνάνε και φεύγουνε.
Βάζοντας τα χέρια στις τσέπες
συνέχισες και χάθηκες στο θαμπό γύρισμα του δρόμου
κυνηγώντας τις χαμένες ώρες.
Έκλεισε η αυλαία κι αποκοιμήθηκες,
το γέλιο έμεινε εκεί βουνό
στα μικρά προσωπάκια.
Κοίταγες μια φωτογραφία,
κάποιο πανηγύρι,
ένα τσούρμο παιδιά,
ένα σπυρί η χαρά,
αδειανές φουχτίτσες,
ο καραγκιόζης,
τα μάτια σου,
αποκοιμήθηκες.

Συνεχίζεται….




Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Μαριέττα Δενδρινού / ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΑΛΗΝΗ ΜΕ ΠΟΛΥ ΑΓΩΝΑ

 ΜΑΡΙΕΤΤΑ Γ. ΔΕΝΔΡΙΝΟΥ
























Ταλαιπωρήθηκα να βρω στοιχεία για την ποιήτρια, το έργο της και τη ζωή της σε σχέση με τον γραπτό της λόγο. Τη βρήκα όμως!
Για τους παλιότερους, δεν θα πρέπει να είναι άγνωστη. Προσωπικά έχω ένα βιβλίο της από το 2005, που εκδόθηκε το 1966. Ο τίτλος του είναι « ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΑΛΗΝΗ ΜΕ ΠΟΛΥ ΑΓΩΝΑ»  Το βιβλίο έχει αφιέρωση από την ίδια τη συγγραφέα, «Στο Γιάννη, 1982» Το αφιερωμένο αυτό πολύτιμο βιβλίο, (δεν μπορώ να διανοηθώ πως το κάνουν αυτό οι άνθρωποι ειδικά για ένα βιβλίο με αφιέρωση), το βρήκα να πωλείται απλωμένο καταγής πίσω από τον ηλεκτρικό του Θησείου, στο παζάρι.
Είναι περισσότερο γνωστή σαν Μαριέττα Πεπελάση. Ένα σύντομο βιογραφικό της βρήκα στο ίντερνετ, αφότου διαπίστωσα, ότι το βιβλίο που κρατώ, είναι γραμμένο από το ίδιο άτομο. Ιδού.

«Η Μαριέττα Πεπελάση είναι συμβουλευτική ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια. Έχει γράψει ποίηση και πεζογραφία. Έργα της: Για μια γαλήνη με πολύ αγώνα (1966), Για μια γαλήνη με πολλή αγωνία (1970), Τα ασάλευτα χρόνια και η σπορά (1974), Πλοηγός – Ποιήματα 1966-1991 (1991), Όλα ήταν για μια στιγμή (2001), Σχιζογόνος μήτηρ (2005), Εξομολογήσεις προδομένων γυναικών (2010) και Δίδυμες ακτίνες (2014). Το 2013 έκανε την πρώτη της ατομική έκθεση ζωγραφικής.»

Ίσως  για τη Μαριέττα Πεπελάση να μη χρειάζεται να πω κάτι, ή να μην είναι ακριβώς η θέση της εδώ, εφόσον αυτή η σειρά με  τα αφιερώματα είναι για τους άγνωστους στο όχι και τόσο ευρύ κοινό, ποιητές. Η Μαριέττα Γκερ. Δενδρινού όμως, είχε πολλά να μου πει, στην πρώτη μου επαφή με την ποιησή της.
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη δασκάλα της Σμαράγδα Μοστράτου. Είναι φιλοτεχνημένο με ζωγραφιές της ίδιας, οι οποίες παρεμβάλλονται ανα δυο-τρεις σελίδες. Οι ζωγραφιές είναι σκοτεινές, ασπρόμαυρες, φτιαγμένες με κάρβουνο ή μολύβι και απεικονίζουν θλιμμένες μορφές ή σε απόγνωση.
Θα προσπαθήσω να σκανάρω μερικές, όχι εύκολη υπόθεση για να ανέβουν εδώ.

(Σ.σ. Hδη το έκανα, βλέπετε μερικά εξ' αυτών στην αρχή του post).

Η ζωγραφιά του θλιμμένου προσώπου, έπεται του ποιήματος,
 Γ.Σ2

Μάτια
καρφωμένα πάνω σ' ένα λουλούδι
γεμάτα κούραση, αγώνα, επιθυμία
Αναζητάτε
τη χαρά που έλειψε
τη ηρεμία που δεν υπήρξε
Έχετε τόση αγωνία
γιατί κρύβετε περιέργεια, σκληράδα, τρυφερότητα
ειρωνία, αγάπη κι αγάπες. 


Η ζωγραφιά του αγκαλιασμένου  ζευγαριού, ακολουθείται από το ποίημα με τίτλο

Γ.Σ 3

Με τη λαχτάρα της ολοκλήρωσης
γυρνάμε
πασχίζοντας να βρούμε την αλήθεια μας
στο σύντροφο
που γυμνός απ΄ το βαρύ καημό της μοίρας του
θάναι υψωμένος πάνω απ την περιφέρεια του
θάναι γεμάτος απ' τη δίψα της γεννιάς μας
για μάχες και κινδύνους.
 Η ειλικρίνεια αυτής της ανάγκης
μας βαραίνει τα μέλη
καθώς ανέσπαστοι απ' τον πόνο
προχωρούμε
λογαριάζοντας τα σημεία σαν ανατολές
τις καμπύλες κομματάκια ενός ορίζοντα.
Αναζητώντας το σύντροφο
πορευόμαστε προς τη γνώση
γεμάτοι μνήμη
γεμάτοι ανάγκη
έτοιμοι ν' αντέξουμε
την πικρή στιγμή μια άλλης εγκατάλειψης
και να οδηγηθούμε
πέρα απ' την άρνηση
μέσα σε μιαν άλλη αγωνία.

Στη συνέχεια διάλεξα από το βιβλίο ένα μεγάλο μέρος των ποιημάτων, τοποθετώντας τα σε διαφορετική σειρά, σύμφωνα με το δικό μου αισθητήριο, σε μια απόπειρα να τα παραθέσω με μια κάποια ....συναισθηματική συνέχεια.

Μ7
Μέσα στη μεγάλη μας προσπάθεια
να καλύψουμε τα κενά
του ερχομού μας,
χάσαμε την ουσία της παρουσίας μας.

Γ.Α.Ν.Ι

Άραγε να νιώθουνε τον πόνο μας
οι δυνατοί
για είναι μονάχα
βήματα και χειρονομίες.


Α.Ρ3

Άραγε νάταν τα ταξίδια τους
που μας γέμιζαν αγωνία
για νάταν η στιγμή της αναγνώρισης
της δεύτερης επιστροφής.


Γ.Σ 6

Ο αναλογισμός των συμβιβασμών
ερχόταν στην προσπάθεια της θύμησης
και χωρίς αδυναμία πια
έχοντας την απόλυτη κυριαρχία
γεμίζαμε μ' άρνηση
ξέροντας
πως η πρώτη κρίση της αρχής
μιας μεσημβρίας
θα μας έβρισκε
γεμάτους πικρία
να περπατάμε ανάμεσα στο πλήθος
έρημοι
γυρίζοντας γεμάτοι φόβους
ύστερα απ' τη θερώρηση μιας τελευταίας προδοσίας μας
Γιατί...
Τα τραίνα της επιστροφής
αυτά είναι που μας πληγώνουν περισσότερο
σα συναντάμε αυτούς
που έρχονται
κι ελπίζουν να μας ξαναπάρουν.


ΣΤΟΝ ΕΦΗΜΕΡΕΥΟΝΤΑ

Στο μεγάλο διάδρομο
η μακριά ξεφτισμένη ταπετσαρία
πρέπει να οδηγεί σ' ένα τέλος
όπως τα βήματα που χάνονται
πίσω από πόρτες
όπως σβήνουν στα δάχτυλα
οι χτύποι της καρδιάς
όπως πέφτουν
τα καταματωμένα κεφάλια
πάνω στα περήφανα στήθη
όπως η προσευχή των  υπάρξεων
θα τελειώσει σ εσένα
για να σε κάνει
να μην έχεις μάτια, χείλη, χέρια
να είσαι μόνο
πόνος, καρτερία, έκφρασης
μια λευκή κουρασμένη αδυναμία
που πορεύεται
για το τέλος
του μεγάλου ξεφτισμένου διαδρόμου.

 Μ3
Το κενό
γίνεται τόσο μεγάλο μέσα μου
Χωρίς ύπαρξη δυστυχίας
είμαι περισσότερο νεκρή.

Μ.1
Λ.Κ

Θέλω να φύγω
και να κυλήσω
σαν την σταγόνα
πάνω στ' αγκάθι.


Μ4

Μα δεν ακούμε πια
Η προσευχή μας συνεχίζεται.
Ο φόβος μεγαλώνει.
Η ζωή μας
χαλίκι
κατρακυλά
χωρίς να διακρίνεται
απ' του ουρανό
γιατί το νερό
τραγουδά πάνω της
κι ο ουρανός
καθρεφτίζεται στο ποτάμι.


Α.Ρ 2

Κι ήταν
καθώς το φως πλέκονταν
στους μαύρους μοναχικούς ιστούς των δένδρων
γεμάτο ασκήμια κι όνειρα
Τότε
που πλημμύρισε η ψυχή
αγάπη κι ανάγκη
να πεθάνει
για το φως αγγίζοντας το φως,
καθώς ο νους της
έφευγε για τις θαλασσινές επιφάνειες
και γύριζε λεύτερη
γυρεύοντας τη στιγμή
που ακουμπώντας τα κύματα
θα γινόταν αθάνατη

(χωρίς τελεία)

ΑΡ1

Γυρεύοντας να βρούμε
το κόκκινο λουλούδι
που θ' άνθιζε ανάμεσα στους βράχους
μάθαμε να κρατάμε σφιχτά στο χέρι μας
τη δική μας ανάμνηση
απ΄την ατμόσφαιρα που χάθηκε
ανάμεσα στα νεύματα
των συλλογισμών.

Θ' αποτολμήσω να εκφράσω μερικές σκέψεις για τα ποίηματα της Μ.Δενδρινού, στηριγμένη μόνο σ' αυτά της συγκεκριμένης έκδοσης, γιατί δεν γνωρίζω τις μετέπειτα επιλογές των τεχνικών κι εκφραστικών της μέσων.
Είδα το λόγο της να ρέει αβίαστα σαν ποταμάκι και την ίδια στιγμή, να εκφράζει την αίσθηση του ανεκπλήρωτου με την ήρεμη αποδοχή και συναίσθηση του πεπρωμένου μας.
Μαθημένη να δίνει τις μάχες της μέσα από τη δυστυχία, δικής της και των άλλων, χωρίς αυτήν αισθάνεται περισσότερο νεκρή παρά λυτρωμένη, κι αυτό δείχνει έναν άνθρωπο ταγμένο μέχρι το κόκαλο στην υπόθεση της ανθρώπινης ανακούφισης.
Ο λόγος της απλός και απαλός σαν χάδι, διαχέει μια πίκρα απαλλαγμένη από περαιτέρω εμφάσεις, γυμνή σαν την αλήθεια στα μάτια ενός παραπονεμένου παιδιού, τισσαθευμένα σκληρή, στα συμπερασματά της, σαν για να μη τρομάξει σκέπτομαι  ούτε η ίδια, από την αλήθεια τους.
 Μου  άρεσε πολύ το ποίημα για τον Εφημερεύοντα.  Ίσως γιατί παίρνοντάς το σαν βάση, μπορώ να κατανοήσω καλύτερα τις διαθέσεις της εκάστοτε ποιητικής της στιγμής.
Μια ρυθμική, σαν πολλαπλά δαχτυλίδια της ίδιας μπαλάντας γραφή, σε κρατάει κοντά της και σε επαναφέρει κοντά της μετά το τέλος της ανάγνωσης.
Ελπίζω και εύχομαι, πως αυτό το βιβλίο της Μαριέττας Δενδρινού, θα ήταν ο προάγγελος μιας όμορφης και επιτυχημένης  συγγραφικής συνέχειας. Επειδή ήδη διαπίστωσα πως συνέχεια υπήρξε, διάλεξα να ξεκινήσω με αυτό τη σειρά των αφιερωμάτων, για να προσθέσω μια νότα αισιοδοξίας, τύπου, "Συμβαίνει καμιά φορά τα πράγματα, να έχουν και συνέχεια"

Θ΄ ακολουθήσουν άλλοι 20 δημιουργοί, μάλλον λιγότερο τυχεροί ως προς τα εκδοτικά πράγματα.

Μ.Ε