"Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της"
C.B

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

Σιδέρη-Παναγοπούλου Δήμητρα/Rene Aubry - Apres La Pluie

 



Η Δήμητρα Σιδέρη-Παναγοπούλου γεννήθηκε στο Γύθειο το 1923. 

 Στα χρόνια της Κατοχής μπήκε στην Αντίσταση. Το 1946 παντρεύτηκε τον Νίκο Σιδέρη. Το 1955 μετανάστευσαν στην Ολλανδία. Εκεί μεγάλωσαν και σπούδασαν τα δύο τους αγόρια. Το 1992 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Δελφίνι" το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Πατρίδες και το 1994 το μυθιστόρημα Αλφοθήκαμε και μια ποιητική συλλογή.

Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα ολλανδικά. Το Σεπτέμβριο του 1999 πέθανε στην Ουτρέχτη.

Το κείμενο που ακολουθεί, είναι αυτό που είχα γράψει στο refene ένα χρόνο μετά το θανατό της.

  

ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΙΔΕΡΗ

Πέρασε ήδη ένας χρόνος  από το θάνατο της αξιόλογης και σηµαντικής συγγραφέως και ποιήτριας, Ελληνίδας µετανάστριας και θεµατοφύλακα της ελληνικής παράδοσης στην Ολλανδία, Δήµητρας Σιδέρη.

Παρά το ότι βιβλία της έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ελάχιστοι πήραν είδηση το περασµά της. Κι αυτό γιατί η Δήµητρα, δεν ήταν άνθρωπος των υψηλών τόνων και του στόµφου, των κυκλωµάτων και της προβολής, η Δήµητρα υπήρξε το φως που έπεσε πάνω στις αθέατες οµορφιές του Έλληνα, και η ψυχή τηςµέχρι το τέλος ήταν δοσµένη στον αγώνα της. Ένας αγώνας που για χρόνια υπήρξε µαζικός, για να καταλήξει στο τέλος η προσωπική υπόθεση µιας µορφής ευγενικής, αξιοθαύµαστης, και άγνωστης ωστόσο στον πνευµατικό κόσµο της Ελλάδας, ποιος ξέρει γιατί.

Η Δήµητρα πέθανε γιατί δεν µπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα της. Πέθανε γιατί δεν µπορούσε πια ν' ακουστεί το µαντολίνο της, πέθανε γιατί οι φίλοι και παλιοίσυναγωνιστές αποξεχάστηκαν στις βαθιές πολυθρόνες των γραφείων τους, πέθανε γιατί ένιωθε πως η παρουσία της ενοχλούσε τις τύψεις τους, και πέθανε γιατί ένιωθε πως πια δεν µπορεί να προσφέρει σε κανέναν.Η Ουτρέχτη της Ολλανδίας την θρήνησε µε σηµαίες µεσίστιες, µνηµόσυνα, ανάγνωση κειµένων της και προβολή της ζωής και του σηµαντικότατου έργου της. Οι Έλληνες της Ολλανδίας, αλλά και οι Τούρκοι, οι Ιρακινοί, οι Λιθουανοί, οιΠαγκιστανοί, οι Κούρδοι, την έκλαψαν σαν πραγµατική µάνα.Όλους τους είχε χωρέσει η καρδιά της, και ακόµα ακόµα, το σπίτι της.Αν η Μελίνα ήταν ακόµα στη ζωή, θα είχε θρηνήσει περισσότερο από κάθε άλλον ίσως, το θάνατο της Δήµητρας. Γιατί ήταν η µόνη που θυµόταν ακόµα τι θα πει Σιδέρη, αυτή και η Δανάη Στρατηγοπούλου, που υπήρξε φίλη της µέχρι το τέλος. Έτσι κι αλλιώς, η ίδια θεωρούσε τον εαυτό της αδελφή των ανθρώπων, ανάλωσε όλη της τη ζωή στην υπόθεση της αδελφοσύνης, ανάλωσε και τα τελευταία κύτταρα της σκέψης της. Και ήταν µια σκέψη υγιής, κόντρα στις συνθήκες της ζωής της, και κόντρα στην ασθένεια που τα τελευταία χρόνια τη βασάνιζε.

Είχα την τύχη να γνωρίσω τη Δήµητρα τα τελευταία χρόνια της ζωής της, και παρά τη διαφορά της ηλικίας µας, δεν µε άφησε στιγµή να πιστέψω πως µιλώ µε µια αποστασιoποιηµένη από τα πράγµατα γυναίκα, µε µια υπερήλικη, µε µια κυρία που µας χωρίζει το χάσµα των γενεών, ή που στηριζόµενη στα χρόνια της αξιώνει τον σεβασµό, όπως κάνουν οι περισσότεροι από ένα σηµείο και µετά.

Από την πρώτη στιγµή της γνωριµίας µας, µε ένιωσε, έζησε και είδε, σαν αδελφή και µου εκµυστηρεύτηκε τον πόνο της. Και ποιος ήταν ο πόνος της; 

"Τα παιδιά µου κρατούν απόσταση από µένα, µε έχουν βγάλει στο περιθώριο, αλλά δεν φταίνε αυτά. Εγώ φταίω και δεν έχω κανένα δικαίωµα να παραπονιέµαι. Δεν τους αφιέρωσα αρκετό χρόνο, έτρεχα πάντα έξω, να φυγαδεύω πολιτικούς εξόριστους, να παραυρίσκοµαι στις συγκεντρώσεις, και απεργίες πείνας, οµάδες πολιτικές απο δώ, πολιτιστικές από κει, είχα βλέπεις δηµιουργήσει και την οµάδα των ελληνικών δηµοτικών χορών, να βρίσκω τις στολές, να κανονίζω παραστάσεις, να παίζω και τη µουσική στα γηροκοµεία. 

Έβλεπα Ελένη τους υπερήλικες να κάθονται σε µια καρέκλα κοιτάζοντας στο πάτωµα κάτω, µε τα χέρια σταυρωµένα και το βλέµµα χαµένο, και είπα στον άντρα µου το Νίκο. (Πόσα δεν έκανα µε το Νίκο µου για τους πρόσφυγες. Από τότε που έφυγε πήρα κι εγώ την κάτω βόλτα. Πενήντα χρόνια σύντροφοι). Του είπα λοιπόν :

«Είναι απαράδεχτο, δεν το πιστεύω πως δεν υπάρχει ζωή µέσα σ' αυτούς τους ανθρώπους. Ας κάνουµε κάτι, ας τους ξυπνήσουµε». Αρχίσαµε λοιπόν να πηγαίνουµε δυο φορές την εβδοµάδα και να τους παίζαµε µουσική, βαλς, ταγκό, παλιά και καινούργια τραγούδια. Δεν µπορείς να φανταστείς το πως άλλαξαν. Χόρευαν,γελούσαν, πήραν τ’ απάνω τους διοργάνωναν εκδροµές, σαν θεούς µας περίµεναν. Γλέντια να δεις. 

Ξέρεις τι κάνω τώρα Ελένη; Στην Ολλανδία όταν γυρίσω ξέρεις που θα είµαι; Καθισµένη στην καρέκλα της πρώην ψυχαγωγικής αίθουσας του γηροκοµείου, απλό καθιστικό τώρα, να κοιτάζω µε τα χέρια σταυρωµένα, το πάτωµα κάτω. Πάνε όλα. Κανείς δεν κάνει τίποτα πια για τα γεροντάκια κι εγώ είµαι µια απ' αυτούς.»

Ποιος ήταν ο πόνος της; 

"-Έσβησα το τηλέφωνο σήµερα από το βιβλιαράκι µου, του τάδε και της τάδε. Ποιος ο λόγος να έχω την ατζέντα µου γεµάτη; Αυτοί έχουν ξεχάσει και πως υπάρχω κι εγώ τους κρατούσα εκεί µέσα, ίσα για να θυµούµαι ότι τους γνώρισα." Ο τάδε και η τάδε, είναι ονόµατα µεγάλα, µε βάρος παρουσίας στα πνευµατικά και πολιτικά πράµατα της χώρας µας. Ο τάδε και η τάδε, έµειναν στο σπίτι της πολλές φορές, είτε κυνηγηµένοι από τη Χούντα, είτε γιατί έπρεπε να τους βρει διαβατήριο για να περάσουν σε άλλη χώρα, είτε γιατί έπρεπε απλώς να ξοδέψουν κάποιες µέρες περαστικοί από κει, είτε και γιατί υπήρξαν σύντροφοι στον κοινό σκοπό που γι'αυτήν δεν τέλειωσε µετά την επταετία της Χούντας στην Ελλάδα, αλλά υφίστατο µέχρι το τέλος.Ο κοινός σκοπός. Οι πανανθρώπινες ιδέες. Η µεγάλη αδελφοσύνη. Το µεγάλο κοινό µαράζι.

"-Κι αν η µισή µου η καρδιά γιατρέ βρίσκεται εδώ πέρα, η άλλη µισή στην Κίνα βρίσκεται..." και, "πάντα η καρδιά µου στην Ελλάδα τουφεκίζεται.

Έσβησαν τώρα όλα Ελένη, πάνε...Δεν υπάρχουν ιδανικά. Ώρες αναρωτιέµαι, τι κάναµε; Μια τρύπα στο νερό κάναµε. Μια τόση µεγάλη τρύπα σαν αυτή του Όζοντος που έκανε τον ήλιο να µας τσουρουφλίζει το όραµα».

Μου είπε την τελευταία φορά που ήρθε στην Ελλάδα. Ύστερα µου εξέφρασε την ανησυχία πως ίσως αυτή να είναι η τελευταία φορά που βλεπόµαστε. «Μπορεί µέχρι του χρόνου και να µην είµαι σε θέση να ταξιδέψω. Γι' αυτό ας πούµε το αντίο εδώ κοριτσάκι µου» µου είπε.

 Πέθανε, δυο µήνες αφότου γύρισε στην Ολλανδία, Σεπτέμβρη του 1999. Θυµάµαι της τηλεφωνούσα για να δω τι κάνει, κανείς δεν σήκωνε το τηλέφωνο.

Και γω σου λέω Δήµητρα πως έβγαλες το έργο όχι µιας, µα δέκα ζωών τα χρόνια του µισεµού σου στην Ολλανδία. Πως έγινες πρότυπο ανθρώπου για την Ελένη αυτή εδώ. Ορόσηµο και µέτρο για κάθε µαταιόδοξη προσδοκία, και πως αυτοί που σηκώνουν το ποτήρι στη µνήµη σου, αναγνωρίζουν τη µεγάλη προσφορά σου στον άνθρωπο, στα ελληνικά γράµµατα, και στην ελληνική παρουσία, άσχετα αν η ασθένεια δεν σ' άφησε να πεις όσα είχες ακόµα να πεις και να δώσεις. Όχι εδώ εντάξει. Όχι ακόµα εδώ. Ίσως και ποτέ εδώ. Μα τα ξέρεις τώρα τα πράµατα πως ήταν ανέκαθεν στην Ελλάδα. Ανακαλύπτουµε τις ελπίδες όταν έχουν πεθάνει. Τους λόγους της περηφάνειας µας όταν δεν υπάρχουν. Και θυµόµαστε, τότε και µόνο που πρέπει να υπερβούµε την ασηµαντοτητά µας, µε µια αναφορά στα ονόµατα αυτών που µας τίµησαν.Έχω να πω τόσα για σένα. Θα µπορούσα να µιλάω µέρες και µέρες, θα µπορούσα, να µη σταµατήσω µέχρι να σε «αλφώσω»* µετά θάνατον ξανά µε τους παλιούς σου συντρόφους. Αυτούς που σε ξέχασαν, αυτούς που καµώνονται πως δεν σε ξέρουν. Αλλά δεν έχει νόηµα να επικαλείται κανείς ανύπαρκτα πράµατα. Ψυχή και συνείδηση τα είχες µόνον εσύ, αξιοπρέπεια και αυτάρκεια που άφησες εδώ πάνω, στον πάγκο µε τα κειµήλια και τους παλιούς θησαυρούς, που οι λίγοι µα γνώστες συλλέκτες, ξέρουν ν' αναγνωρίζουν.

Για κείνο το έργο που άφησες πίσω σου σαν άνθρωπος, δεν ξέρω πως να σ'ευχαριστήσω. Ξέρω πως υπάρχει µια πόλη στην βόρεια Ευρώπη, η Ουτρέχτη, που οι άνθρωποι στο άκουσµα της λέξης Έλληνας, χαµογελούν φιλικά, σου ανοίγουν την καρδιά και τα σπίτια τους. Κι αυτό το χρεώνω σε σένα.

Ξέρω πως οι Ολλανδοί τιµούν τους Έλληνες συγγραφείς, περισσότερο απ'όσο οι Ελληνες στην Ελλάδα. Κι αυτό πάλι το χρεώνω σε σένα. Πολλά έχω να σου χρεώσω, και τα ελληνικά τραγούδια που ακούγονται στις γιορτές, το ελληνικό χορευτικό συγκρότηµα που είναι πια µεγάλο, και ταξιδεύει σε όλη την Ευρώπη. Τελειωµό δεν έχουν αυτά.

Μα εγώ θέλω να µιλήσω τώρα για το συγγραφικό σου έργο. Που το χαρακτηρίζει η νοσταλγία, η προσπάθεια, η διατήρηση της ανθρώπινης αξίας, το ήθος, και η αισιοδοξία που ξεπετάγεται µέσα από τη σκληρή συχνά πυκνά µοίρα των ηρώων σου. Συγχώρεσέ µου την όποια µου συναισθηµατική φόρτιση, το ίδιο και συ φίλε αναγνώστη, ο λόγος της Δήµητρας Σιδέρη όµως, δεν έχει καµιά σχέση µε τα λογοτεχνικά τερτίπια της δεξιοτεχνικής γραφής, είναι λόγος της καρδιάς και της µνήµης, κι έτσι νοµίζω θα επιθυµούσε και η ίδια να γίνει γνωστός προς τα έξω.

* Ως παράγωγο του "Αδελφωθήκαµε" που είναι ο τίτλος ενός βιβλίου της.

Ακολουθούν ποιήματα από την ποιητική συλλογή της Δήµητρας: ΥΠΑΡΧΩ

ΔΕΛΦΙΝΙ 1995 

Λίγα λόγια για την ποίηση της Δήµητρας από τον Κώστα Καραχάλιο που προλογίζει το βιβλίο της. 



 

« Πιστεύω πως δεν χρειάζεται πρόλογος για µια ποίηση που µιλάει ίσια στην καρδιά και τη σκέψη του αναγνώστη, που ο δηµιουργός της έχει βαθιά συνειδητοποιήσει εκείνο που αισθάνεται και θέλει να πει, κι έχει την τόλµη να το πει και την τέχνη να το εκφράσει µε τον δικό του, τον ολότελα προσωπικό λόγο, χωρίς περιστροφές, σκοτεινούς υπαινιγµούς και περιττούς φιλολογικούς διάκοσµους.»

Διάβασε λοιπόν φίλε αναγνώστη τις «αδρές µαρτυρίες της Δήµητρας, γεµάτες από πτυχές των τραγικών εθνικών και κοινωνικών περιπετειών του λαού µας, και των συνεπειεών τους. Είναι, ξεχωριστά για κείνους που υποχρεώθηκαν να εκπατρισθούν, η πίκρα και η µοναξιά του ξενιτεµού, η νοσταλγία της πατρίδας και της νεότητας,ακοµα κι όταν η θύµησή τους φέρνει πόνο. Είναι η στέρηση αγαπηµένων προσώπων, η αγάπη και η τρυφερότητα για τα πιο κοντινά απ’ αυτά, απλωµένη σ’ όλο τον κόσµο που πάσχει, αγωνίζεται και ελπίζει. Είναι, πίσω και πάνω απ’ όλα, ο ξεριζωµός και η µεταφύτευση σε ξένα χώµατα, όπου οι χώροι και οι άνθρωποι, όσο κι αν θέλεις και προσπαθείς να οικειωθείς µαζί τους, όσο κι αν δείχνουν φιλόξενοι, ή και είναι πραγµατικά φιλόξενοι, δεν είναι δυνατό να γίνουν τα βουνά και τ' ακρογιάλια, τα δέντρα και το φως του τόπου σου, οι βασανισµένοι µα ολοδικοί σου άνθρωποι".



ΣΤΟ ΝΙΚΟ

Θά 'θελα να µικρύνω

να γίνω ένα τίποτα

για να µπορέσω να σε φτάσω

να φιλήσω την ψυχή σου

αγαπηµένε µου.

Να σου χαρίσω όλους τους ήλιους

και νά 'ρθω να καθήσω κοντά σου

στιγµές ατέλειωτες

Χωρίς να µιλάω.

Κι όταν θα κλαίω

όταν θα κλαίω

µέσα στις χούφτες σου,

να' ναι γιατί η καρδιά µου

και η ψυχή µου

κι ολόκληρη εγώ

µαζί µ' εσένα

έγιναν ένα,

και δε µπορείς

ούτε εσύ ούτε κι εγώ

να ξεχωρίσουµε

ποια είναι η δική σου ψυχή

και ποια η δική µου.

Ουτρέχτη 1970


ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ

Καλώς ήρθες φίλε,

καλώς ήρθανε όλοι οι φίλοι,

όχι πως µας λείψατε ποτές,

µα πως να στο πω,

γέµισε ο ήλιος µε φως

γεµίσαµε κι εµείς µε φως.

Γιατί έχουµε καιρό

να δούµε τον ήλιο φίλε,

έχουµε καιρό να τον δούµε να λάµπει.

Θα λάµψει. Δεν θα λάµψει

κάποτες και για µας

χωρίς τελειωµό

ο ήλιος φίλε;

κι ανάµεσα στο φως του

δε θα φυτρώσουν γαρίφαλα;

Κάτι τρανά

κατακόκκινα γαρίφαλα

που το πικρό χαµογέλιο τους

θα λάµπει χαρούµενο

κι αυτό σαν το φως,

µιας και θα βρίσκονται

µέσα στο τόσο φως

και σε τόση ευτυχία;

Αθήνα 1952


ΥΠΑΡΧΩ

Βρέχει...βρέχει

µέρες...βδοµάδες

ασταµάτητα,

έξω από το παράθυρό µου

το τοπίο ίδιο

εδώ και είκοσι χρόνια

Πράσινο γρασίδι

τα δέντρα,

τα σπίτια

µε τις γαλαρίες µπαλκόνια

και τα παράθυρα

µε τ' άσπρα τα κουρτινάκια

κλειστά

Κάτω

µουριές,

µαύρα, άσπρα µούρα,

κουκούλια στα τελάρα

πάνω στα µουρόφυλλα

για το µετάξι.

Φραγκόσυκα

η θειά Καλλιόπη

καθισµένη στο πεζοδρόµιο

έξω από την Άη Γιώργη

να τα καθαρίζει.

Μια χαρακιά στη µέση

µια απ' το κάτω µέρος

µια απ' το πάνω

και να, το φραγκόσυκο

γυµνό και µυρωδάτο,

και να τα

δέκα στη δεκάρα.

Εδω

Βρέχει... βρέχει ακόµα

και η θάλασσα µαύρη,

φουρτουνιασµένη

κι ο ήλιος ακριβοθώρητος.

Θυµάµαι.

Οι ροδιές δίπλα στο πηγάδι

και οι Κυδωνιές στο φράχτη

ψητό κυδώνι

κυδωνόπαστο

Κυδώνι γλυκό µε µύγδαλο.

Η ελιά, η ελιά

το λιόδεντρο

µια θέση θρόνος

κι όλος ο κάµπος από κάτω

µ'ελιές και τ' αµπέλια

και η θάλασσα.

Η µαύρη ελιά

η χαρακτή

η πράσινη η τσακιστή

η θρούµπα

το µάζωµα

το τίναγµα, τα λιόπανα,

και η καρεδένια πετσέτα στο χώµα,

το βρεγµένο παξιµάδι

και το κρεµµύδι

και η φέτα το τυρί

και η ελιά, η ελιά.

Οι λεύκες, οι ψηλόλιγνες λεύκες

να ξαπλώνεις στον ίσκιο τους

και ν' ακούς το τραγούδι τους

φσσσσ, φσσσσ, φσσσσ...

Τα φύλλα τους να χορεύουν

αγκαλιά µε τον ήλιο

τ' ασήµι κι ο ήλιος

ο ήλιος και τ' ασήµι

και να κολυµπάς

να λούζεσαι µες στ' ασηµόφωτο.

Η µυγδαλιά, η µουσµουλιά

οι πορτοκαλιές κι οι λεµονιές

να ζαλίζεσαι από τη µυρουδιά

των λουλουδιών τους

την Άνοιξη.

Στους µπαξέδες

το πορτοκάλι

κοµµένο στα τέσσερα µε τη φλούδα

για µεζέ µε κόκκινο µπρούσκο κρασί

και δίπλα

η µακριά σειρά µε τα κυπαρίσσια

κι απο κάτω

η θάλασσα µε τ' άσπρα βότσαλα.

Εδώ οι µατανάστες

τα παιδιά

στο Ελληνικο σχολείο

«Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ»

Σαρακατσάνικα

Θρακιώτικα, Ηπειρώτικα.

η «ΣΙΔΕΡΑΙΝΑ»

δυο γιους, δυο βλαστάρια,

κορώνες µου.

Έχω δυόσµο και µάραθο στον κήπο µου

και βασιλικό στη γλάστρα

έχω τσικουδιά και ούζο

αρνί στη σούβλα το Πάσχα

και τσουρέκια

και κόκκινα αυγα.

Το σπίτι µας

µια όαση ζεστασιάς κι αγάπης

για τους µονάχους

τους πικραµένους αδερφούς µας

τους Έλληνες της ξενητειάς.

Η Χριστίνα, η Γεωργία,

ο Δηµήτρης, ο Βασίλης,

ο Κώστας, ο Μάκης

ο ΣΙΔΕΡΗΣ κι η ΣΙΔΕΡΑΙΝΑ.

Μπουζούκι, κιθάρα, ούτι, κλαρίνο,

µερικές δεκάδες τετραγωνικά µέτρα

κι όλη η Ελλάδα µέσα

κι οι χαρές κι οι καηµοί και τα πάθη.

Τα χαµόµηλα κι οι παπαρούνες

ένα µεγάλο λειβάδι

κι εσύ πεσµένη ανάσκελα

µε τα χέρια ανοιχτά

κι ο ήλιος από πάνω σου

ο άντρας, ο ήλιος, η ζωή, ο έρωτας.

Ο βραδινός περίπατος στην παραλία,

ωραία αγόρια, ωραια κορίτσια,

πέρα δώθε, πέρα δώθε

κλεφτές µατιές

κρυµµένες λαχτάρες

και πλατς-πλατς η θάλασσα

κι ο ψαράς µε το πυροφάνι

και µε το καµάκι για χταπόδια

κι απέναντι να λαµπυρίζουν

τα φώτα από το γριγρί

κι ο φάρος του Τσιρίγου.

Εφτά µήνες χειµώνας

κρύο, παγωνιά, έξω και µέσα

να µη ζεσταίνεσαι µε τίποτα

κρύα τα χέρια σου

κρύα κι καρδιά σου.

Το πότισµα τ'αποµεσήµερο

στο µποστάνι,

µελιτζάνες, κολοκύθια, πιπεριές,

ντοµάτες, µπάµιες.

Κι ανάµεσά τους ο δυόσµος

να µοσχοβολάνε όλα

και το κατάξερο χώµα

να ρουφάει το νερό και ν' ανασαίνει.

Ο γυρισµός απ' τα χωράφια

στο ηλιοκάθισµα

µπροστά τα ζα

πίσω οι άνθρωποι

ξεκοφτά στο πλάι οι ίσκιοι.

Το καταµεσήµερο του καλοκαιριού

η λυσσαλέα ώρα του µεσηµεριού

ίδια σκύλα που γοργανασαίνει βαθιά,

τα φίδια να σέρνονται,

τα φιδοτόµαρα να γυαλίζουν

το ηλιόφλογο.

Και πιο ψηλα

στα χέρσα χωράφια π' ανηφορίζουνε

ασπάλαχτρα, αγκάθια,

αθάνατα µε τις λόγχες τους τεντωµένες,

σπερδούκλια, τσουκνίδες,

φραγκοσυκιές, αρκουδόβαρα

όλα έτοιµα ν' αντισταθούνε

µε την έχθρα τους

στο άγγιγµα του ανθρώπου.

Το εκκλησάκι ψηλά

στην κορφή των γρανιτένιων βράχων

µε τις φωλιές των γλάρων

και τα αυγά από τα πετροπούλια.

Ένας άσπρος σταυρός

µε φόντο τη θάλασσα, την απέραντη,

και το χαρουπόδεντρο στην άκρη

τίποτ' άλλο...

κι εσύ µόνη

µε το θεό να σε κρατάει απ' το χέρι

και να σου λέει σιγανά

«µη µιλάς, κοίτα, κοίτα

σ' αγαπώ».

Οι µανιάτισσες

οι στιγνές, οι λιανές

οι «ξερές φραγκοσυκιές»,

η Λιού, η Πετρού, η Δηµητρού,

η Κυριάκαινα, Η Κυριακούλαινα,

η Καπετανόνυµφη, η Κακοσόνυφη,

µε τους πόνους τους

και τα µοιρολόγια τους.

Πέθανα στις 23 Αυγούστου του 1955 στην Ελλάδα.

Γεννήθηκα, τρεις µέρες αργότερα, στις 26 Αυγούστου

του 1955 στην Ολλανδία,

σε ηλικία 32 χρόνων.

Ουτρέχτη 1975


Η µέρα, η νύχτα

η νύχτα, η µέρα

η µια πίσω απ' την άλλη,

τρέχουνε ασταµάτητα

Δεν σ' αφήνουνε να ησυχάσεις,

ακολουθείς κι εσύ

κι όταν σταµατήσεις

έχασες το δρόµο.

Ως εκεί ήτανε

µη ρωτάς το γιατί

εκεί θα µείνεις

και θα εξαφανιστείς,

εκεί στην άκρη

του δρόµου του µεγάλου,

του δρόµου

Που δεν τελειώνει ποτέ.

Δυο λουλούδια,

τα πουλάκια,

έχω πιάσει σχέση

µ' ένα περιστέρι,

έρχεται και τρώει τα ψίχουλα

µέσα απ' την παλάµη µου

το χαϊδεύω και δε φεύγει.

Που και που

περνάει κάποιος,

περνάει κάθε µέρα

έξω απ' το παράθυρό µου

Κουνάω το χέρι µου

κι αυτός µ' αντιχαιρετάει,

όµως δεν τον γνωρίζω,

δεν ξέρω τι χρώµα

έχουν τα µάτια του

Ολλανδός είναι η ξένος;

Κάθε µέρα είµαι µόνη.

Στα εβδοµήντα µου χρόνια

είµαι ολοµόναχη.

Κάθε µέρα σκέφτουµαι

το µεγάλο δρόµο

τον ατέλειωτο δρόµο.

Δεν υπάρχει έλεος.

Ουτρέχτη 18.12.1992



Δώς µου το χέρι σου

Φίλη µου,

Φίλε,

Στην καρδιά µου απάνω

Ν' ακουµπίσεις,

Στην παιδική

Γερασµένη καρδιά µου,

Να την ακούσεις να χτυπάει...

Αύριο, µεθαυριο,

Κάποτε, θα σταµατήσει,

Όσο γίνεται,

Όσο πάει,

βοήθησέ µε

να µπορώ

να σου µιλάω,

να σου γράφω

και να σου εύχοµαι κάθε χρόνο

 

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ

Ο ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ.

 Με χέρι σταθερό,

µε το µυαλό ξεκάθαρο,

όσο µπορώ,

όσο πάει

Βοήθησέ µε,

για να σε βοηθήσω

µε την αγάπη µου

και την έννοια µου

για σένα,

και τον άλλον,

για όλο τον κόσµο

Όσο µπορώ...

 

Ελένη Μπάλιου, μεταφορά από το refene.com Έτος 2000.


Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

ΑΓΝΗ - ΣΕΡΑΟΥ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ/ the mission-Another Fall From Grace


Το 2000 το refene.com, ένα λογοτεχνικό site που έστησε για μένα ο σύντροφός μου, Jeff  Klemm βρισκόταν στην τρίτη χρονιά της λειτουργίας του.  Σκοπός της δημιουργίας του ήταν κυρίως να προσφέρει τον τρόπο σε κείνους τους δημιουργούς που δεν είχαν εκδώσει τα έργα τους και ήθελαν να τα κάνουν γνωστά. Τότε δεν υπήρχαν τα blog και το face book μιλώντας πάντα για την Ελλάδα και για να στήσει κανείς μια ιστοσελίδα χρειαζόταν ειδικές γνώσεις αλλιώς έπρεπε να καταφύγει στη βοήθεια ενός web master. Ανάμεσα στους πρώτους τριάντα δημιουργούς που πλαισίωσαν αυτή την προσπάθεια ήταν και η Αγνή Νικολαϊδου. Η Αγνή μου έστειλε τα ποιηματά της από την Αγγλία όπου ζούσε και εργαζόταν, μέσω της κοινής μας φίλης και συμπατριώτισσάς της. Λίγο καιρό μετά τη δημοσίευση κάποιων από τα έργα της, μου τηλεφώνησε από την Αγγλία. Ήταν ένας πολύ γλυκός και σεμνός άνθρωπος. Μιλήσαμε αρκετή ώρα, ήταν ενθουσιασμένη και με ενθάρρυνε θυμάμαι να συνεχίσω την προσπάθεια με το refene γιατί πίστευε ότι ήταν κάτι μοναδικό που θα έδινε χαρά σε όσους ανθρώπους δεν είχαν πρόσβαση στους εκδότες, ή ακόμα και να κάνουν γνωστό το έργο τους παρά την όποια έκδοση. Είχε μια βαθιά κουρασμένη φωνή αλλά μ' έφτανε καθώς την άκουγα η αύρα ενός λαμπερού, και δυνατού πνεύματος. 

Είχαμε πει πως με την επόμενη επισκεψή της στην Ελλάδα θα κανονίζαμε να συναντηθούμε πράγμα το οποίο δεν επετεύχθη, προφανώς επειδή η συγκυρία δεν το επέτρεψε, αφού κι εμείς μετακομίζαμε στο δικό μου νησί το μισό χρόνο επί σειρά ετών. Το refene.com κάποια στιγμή έπεσε, μετά από μια δική μου καθυστέρηση να φροντίσω για το domain στο σέρβερ που το φιλοξενούσε. Όταν επιχείρησα να το ανεβάσω ξανά για να βαδίσει τον εντέκατο χρόνο της λειτουργίας του, διαπίστωσα πως κάποιος μας είχε αρπάξει το domain και μας το πουλούσε μετά για μεγάλο χρηματικό ποσό. Έτσι μαζί με τα έργα των 85 δημιουργών που πλέον στέγαζε, χάθηκαν από το διαδίκτυο και αυτά της Αγνής. Δεν είναι πολύς ο καιρός που πληροφορήθηκα  το θάνατό της και το συναίσθημα ήταν αυτό της απώλειας ενός δικού σου ανθρώπου. Εύχομαι από κει που βρίσκεται τώρα να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη μερική αποκατάσταση και να χαίρεται. Πέρα από αυτό όμως, πιστεύω ότι τα ποιήματα της Αγνής Νικολαϊδου δικαιούνται μια θέση ανάμεσα σε αυτά των σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών. Ποιήματα μιας σφυρηλατημένης ψυχής στον αγώνα για μια ζωή χωρίς διακρίσεις, με ίση μεταχείριση,  μια ζωή ειρηνική με δικαιοσύνη και ....αξιοκρατία.


ΥΓ. Η ευχάριστη έκπληξη ήρθε σήμερα το πρωί δια χειρός Jeff. Φύλαγε στα αρχεία του λοιπόν ολόκληρο το refene.com μαζί με όλους τους δημιουργούς και τα ποιηματά τους! Μπόρεσα να ανοίξω όλα τα ποιήματα κι αυτό μου έδωσε μεγάλη χαρά. Θα υπάρξει μια αδιάλειπτη συνέχεια των αφιερωμάτων εδώ. Δεν κατάφερα να ανοίξω ακόμα τα διηγήματα, ελπίζω να βρω τον τρόπο. 


Αυτός ο άνθρωπος!

Αυθύπαρκτος, όχι αυτάρκης.
Αυτοτελής, όχι τέλειος.
Κινούμενος εν μέσω και κινών
πλέγμα νημάτων.
Κατηγορούμενος, κατηγορών
για πλήθος ανομημάτων.
Δημιουργός και καταλύτης.
Με αρχή, τέλος,
και συνέχεια!


Απελπισία

Τι κατάντια! να γκρεμίζεις

και το νέο με συντρίμμια να χτίζεις!

η νέα σου ορμή να παρασύρει

κάθε σαθρό, να εξωραΐζει,

ως το τελικό κενό

 

Η ματιά πίσω θολώνει

στη θέα του τέλους που απλώνει…

και βουλιάζει την ψυχή στ’ αγεφύρωτο κενό!

Σαθρά στηρίγματα στήριξε η νεανική ορμή

η σκόνη της κατάρρευσης έπνιξε

το ύστατο όνειρο!

 

Φωτεινή στιγμή λίγο πριν τη δύση

φωτεινή αντίθεση στο σκότος που θ’ ακολουθήσει

να γεμίσει το κενό

Τι απελπισμένη ελπίδα

το τέλος να είναι η λύση!

 

Τι άγριο το ξύπνημά σου!

το ξημέρωμα να φωτίζει θύμα

ό,τι αγαπημένο να σταθεί

πάλεψες στα όνειρά σου!

Και να θεάσαι την καταστροφή

με βάθρο το ίδιο σου κουφάρι

να μην υπάρχει χέρι

το μέτωπό σου να δροσίσει·

λύτρωση κι αποκούμπι σου ο θάνατος

 

Όλο κι όλο μια Λήκυθος τέφρα

και τα συντρίμμια της ψυχής

η στάχτη των ονείρων,

πόσους αμφορείς θα γεμίσουν;

 

 

Πληγωμένος εγωισμός

 

Όταν βγάζεις τη γλώσσα στην κοινωνία,

φρόντιζε να κοιτάζεις στον καθρέφτη.

Εκτός από τη δική σου, θα δεις

και τη γλώσσα που σου ’βγαλε εκείνη.

Τυχερός, αν γλιτώσεις το φτύσιμο.

Δυνατός, αν το πάρεις για δροσιά.

 

Έλα μάζεψε τα τσόφλια του αυγού

που έσπασες όταν μεγάλωσες.

Φτάνει να μην τα πέταξες σαν άχρηστα

ή τα σκόρπισες στον άνεμο, σαν πέταγες ψηλά.

 

Μάζεψέ τα όπως – όπως

σπασμένα όπως είναι,

να βολέψεις το σπασμένο σου ανάστημα.

 

Αυγά γεννιούνται πολλά:

από αηδόνια, αετούς, κύκνους,

από κόρακες και φίδια.

 Όλοι νομίζουν τους γέννησαν τα πρώτα.

Κανείς, από τα δεύτερα!

 

22/6/΄95

 

 

 

Απούσα παρουσία

 

Ορμητική η βοή της σιωπής

γέμισε το κενό που άφησε η φωνή σου

τα ίχνη των βημάτων σου έσβησαν

στη λεωφόρο του απείρου.

Το σχήμα του κορμιο σου

απ’ ότι με αγκάλιασε.

Το άρωμα της ψυχής σου,

αγγίζει τα πάντα, ανεξίτηλο·

η φωνή σου, μουσική επένδυση του ονείρου.

 

 

Θλιβερός στοχασμός

 

Ποιος άπληστος βλοσυρός θεός

ξεσταύρωσε τα χέρια της προσευχής

και τα όπλισε με θάνατο!

 

Ποιος άνεμος έσβησε τη φλόγα της ελπίδας

και πάγωσε τ’ άσπρα περιστέρια!

 

Ποιο κόκκινο σύννεφο πολέμου σκέπασε το γαλανό

κι έντυσε ικέτιδες στα μαύρα!

 

Ποιος έσβησε τον ίσκιο του πατέρα

ποιος πάγωσε τα χείλη των παιδιών

και θάμπωσε τη μέρα!

 

Κι έγινε πάλι μοιρολόι

το νανούρισμα των παιδιών·

μαυρομαντιλούσα η γλυκοφιλούσα μάνα.

και το μακρόσυρτο τραγούδι

συνέχισε τη μουσική παράδοση.

 

Γιατί, γιατί,

ξυπνήσατε με φρέσκο αίμα

τα κοράκια

που χορτασμένα λες,

αναχάραζαν στις χρυσωμένες τους φωλιές;

 

Γιατί, γιατί,

αφήσατε στο σπαραγμό το σώμα

που έθρεψε του κόσμου η ελπίδα!

 

Γιατί, γιατί,

να σμίξει ο θάνατος

στο δικό σας το χαμό

και τη χαμένη ελπίδα!

 

4/2/΄95

 

 

 

Αίσθηση κενού

 

Τελικά ήταν πήδημα στο κενό.

Κενό δεν είναι η έλλειψη αγάπης

πανταχόθεν και προς πάσα κατεύθυνση;

 

Μάτωσαν τα χέρια πέτρα να κουβαλούν

να γεμίσει το κενό.

Και ο πόνος αβάσταχτος

κι εκείνο, όλο βάθαινε…

 

Ο ήχος της τελευταίας

άργησε πολύ να φτάσει.

Όταν τέλος ακούστηκε

ήταν κάτι σαν λυγμός

σα ρόγχος θανάτου

 

ή ήταν το γέλιο προτροπής;

που έλεγε:

τι ματαιοπονείς το κενό να γεμίσεις;

Νέα θεμέλια, σε στέρεο χώμα χτίσε

κι απάνω στάσου νικητής.

 

Ύψωσε σημαία την αγάπη,

τη δική σου αγάπη!

 

 

 

 

Τόλμη

 

Ονειρεύτηκε πολύ·

με όνειρα προσμονής,

χαράς, τόλμης,

 

Και τόλμησε:

έκανε τα όνειρα πραγματικότητα

κι εκείνα εκδικήθηκαν·

έγιναν σκληρή πραγματικότητα.

 

Την πολέμησε· μάτωσε.

Τις πληγές του μόνος

έπειτα έγλυψε, πήρε δύναμη

και πάλεψε τη σκληρή πραγματικότητα.



Αξίες στο χρηματιστήριο

 

Τυφλή θεά της δικαιοσύνης,

ευτυχισμένη που δεν βλέπεις

να σέρνεσαι στην κρίση σου

από υποβρύχια και αεροπλάνα.

 

 

Σας κλαίω, θεοί των σκοτωμένων παιδιών,

σε χρηματιστηριακή άνοδο ή πτώση

από τους πλειοδότες / μειοδότες

των μεγάλων έργων.

 

Ανάρπαστες του αίματος οι μετοχές

που θα σκεπάσουν ενοχές.

 

Κλαίω κι εσάς, Σβετλάνα και Αϊσέ

που με δάκρυ ανυποψίαστο

καθαίρετε το θυσιαστήριο του χρήματος.

 

Δέομαι και για σένα Μπουμπουλίνα,

μη σε ξυπνήσει ποτέ βροντή πολέμου.

 

Δεν θέλουμε άλλες εθνικές γιορτές

για ματωμένα χειροκροτήματα·

μας φτάνουνε οι άλλες.



ΧΡΗΜΑ  Δούναι-λαβείν

 

Το χρήμα είναι είδος ιδιόρρυθμο·

δύσκολα το κερδίζεις, εύκολα το σκορπάς.

 

Όποιος πρέπει να δίνει,

έχει χίλιους λόγους να μην το κάνει.

Όποιος έχει να παίρνει,

μολονότι σε απόλυτη σχέση με τον δίδοντα,

μόνο ένα λόγο έχει, απλώς να πάρει,

κι αυτόν ο δίδων –ως αμελητέο – αγνοεί.

 

Όταν το δούναι- λαβείν

μεταξύ Δημοσίου και πολίτη συμβαίνει,

οι ιδιορρυθμίες πολλαπλασιάζονται.

Το μεν Δημόσιο παίρνει από τον πολίτη

πάντα εύκολα,

ο δε πολίτης απ’ το Δημόσιο

πάντα δύσκολα.

 

Ο λόγος, ότι το Δημόσιο

είναι οργανισμός πάντα ενδεής,

ενώ ο πολίτης πάντα αδαής,

ίσως και ολίγον αφελής.

 

Ο οφείλων πολίτης υπόκειται

σε ποινές πολλές,

έως και αυτήν της προσωπικής κράτησης,

ήτοι, της προσωποκράτησης.

Το Δημόσιο εις ουδεμίαν·

ούτε εις αυτόν τον αναγκασμόν

συμψηφισμού των οφειλών!

 

Μην απορείτε, είναι εύλογον…

Ο μεν πολίτης προσωποκρατείται

ως έχων πρόσωπο ένα,

το δε Δημόσιον θεωρείται απαλλασσόμενο,

πολυπληθές ον και πολυπρόσωπον,

άρα ασύλληπτον. 


Εκατόμβη αθώων

Μάχαιρα έδωσες,
μάχαιρα θα λάβεις*
Οφθαλμόν αντί αφθαλμού
και οδόντα αντί οδόντος!

Πολλά τα γυάλινα μάτια
και οι οδοντοστοιχίες*
και οι μασέλες μεγάλες,
και γερές.

Μάτια ατενίζουν χωρίς να βλέπουν*
μασέλες αλέθουν αδιάκριτα.
Αναχαράζουν και αναμασούν!

Πού η λαβή πού η κόψη της μάχαιρας!
Αλλάζει χέρια, κόβει κεφάλια,
ένοχοι, αθώοι δυσδιάκριτοι.

Ο καπνός απ' τα ερείπια
και την καμένη σάρκα
θολώνει το βλέμμα.
Ο ορίζοντας καθαρίζει
κάπου στο μάκρος...
Το χέρι τεντωμένο σε αγκύλωση
δείχνει εκεί στο βάθος, μακριά,
τον ένοχο!

Καψαλιασμένα φτερά γεράκου
απλώνουν την τσίκνα των πτωμάτων
πέρα ως πέρα*

Πλαταγίζουν στον εφιάλτη
του κάθε κοιμισμένου.
Σε εγρήγορση ο ένοχος,
ξύπνιος και ο αθώος.
Βλέπει τον ίδιο καπνό να τον ζώνει.

Καπνοί ερειπίων και σάρκας παντού.
Φίλοι και εχθροί,
ένοχοι κι αθώοι,
Στο μεγάλο καζάνι του αλχημιστή.
Εμείς θα ελπίζουμε!

Μη δα μας έμεινε και τίποτ' άλλο!

Έχε καλά που η ελπίδα
δε βγαίνει στην αγορά*
ούτε πουλιέται, ούτ' αγοράζεται,
γεννιέται*
γεννιέται στις γόνιμες ψυχές!

Κι ενώ ψάχνω να βρω τα βήματα
σ' αυτό το τρελό της ζωής μπαλέτο,
ένα μου έρχεται αμέσως στο νου*
ο μη παραβάτης,
Πρώτος τον λίθο βαλέτω.

*=άνω τελεία.


Τις νύχτες μέρες.

 Δύσκολη εποχή η νύχτα.

Επωάζει νυχτερίδες, κατσαρίδες,

σκορπιούς, και άλλα τρωκτικά.

 

Αυτά αφήνουν τα θαλάμια τους,

κάτω από τις σκοτεινές πέτρες,

για να χύσουν δηλητήριο,

σε ειδη που ευδοκιμούν τη μέρα

και κυκλοφορούν τη νύχτα.

 

Ένα απ’ αυτά ειναι ο άνθρωπος!

Αυτός είναι αμφίβιος, όμως.

Ζει, ευδοκιμεί και κυκλοφορεί,

νύχτα και μέρα.

Δίνει και παίρνει δηλητήριο.

 

Πολλές φορές δαγκώνει τον εαυτό του,

τα παιδιά του, τον πλησίον του.

Τη μέρα κάνει νύχτα τεχνητή,

για να εκτελέσει τα έργα του σκότους*

και τη νύχτα, μέρα,

για να εκτελέσει τα έργα του φωτός.

 

Αυτό το είδος, έχει κι άλλες διαστροφές.

Μιά απ’ αυτές, αγαπάει να σκοτώνει.

Άλλη, τη φύση, που τον γεννά πολυγαμικό,

με νομοθεσία που τον καθιστά μονογαμικό

αλλάζει,

ώστε, και τη μια και την άλλη να παραβιάζει!

Άλλη εξαίρεση είναι ο πόλεμος.

Καίτοι σκοτεινός, ευδοκιμεί μάλλον τη μέρα.

Μάλιστα τη φωτίζει έτι περισσότερο,

με δυνατές λάμψεις, αίμα,

και άλλα φώτα και χρώματα,

τόσο πολλά και φλογερά,

πολλοί τα βλέπουν πυροτέχνημα.

 

Και όταν τελειώνει το έργο του, ο Πόλεμος,

ελλοχεύει και κοιμίζει όλους*

στο σκότος!

 

Όσοι τον βλέπουν πυροτέχνημα,

παίζουν με τον Πόλεμο.

Τον ανάβουν, τον σβήνουν,

 και κάνουν τα έργα τους

- αυτά πάντα σκοτεινά. -

 

Μετά τον πόλεμο,

αυτοί δεν κοιμούνται, αγρυπνούν*

δεν ανήκουν στα αμφίβια...

αποτελούν μιάν άλλη ομοταξία, τα πολύβια!

Ευδοκιμούν τη νύχτα, τη μέρα,

Και στον πόλεμο!



THIS IS AFRICA

Speechless!
Desperate for words!
I, a particle of the Great Creation,
how can I the words find,
the immense beauty, the magnificence
describe?
Beasts, mountains, rocks,
oceans, rivers, colours,
Shapes, shades, smells, sounds.

I shrink into myself and feel__..
all the Great Natoure's labour,
through countless centuries,
to create the greatness,
how in words describe,
i, a tiny particle of Creation!
Inexhaustible source,
Nature the Great!
There the painter's brush dips;
there the sculptor's chizel.

I shrink into myself
and feel_.
In my soul for words I dip!