"Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της"
C.B

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ-Απρίλιος...συνέχεια/Aquarius-hair




Συνεχίζω το αφιερωμά μου στο μικρό βιβλιαράκι των 12 φεγγαριών κι έχουμε φτάσει στο Μήνα Μάιο.

Η γυναίκα.

 Γεννήθηκε στις  21 Μαίου  του 1921 στο Παρίσι. Ακτιβίστρια, με έντονη πολιτική δράση, αγωνίστηκε στην εθνική αντίσταση κατά των Γερμανών στο β' παγκόσμιο πόλεμο. Από τους υπερασπιστές αρχικά του Ντε Γκωλ, διαπιστώνει με απογοήτευση τη μεγάλη παραπλάνηση, όπου εκείνος με την υπόσχεση ότι θ' αποκαταστήσει τη δημοκρατία στη χώρα, κερδίζει τις εκλογές το 1946 με συντριπτική πλειοψηφία. 

Γρήγορα διαπιστώνει με απογοήτευση ότι κατά την διακυβέρνηση του ντε Γκωλ, η Γαλλία γίνεται μια απο τις μεγάλες δυνάμεις του ψυχρού πολέμου. Το 1965 αυτός επανεκλέχθηκε Πρόεδρος, αλλά μερικά χρόνια αργότερα συνέβησαν τα γεγονότα του Μάη 68, όπου εκτεταμένες διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης του από φοιτητές και εργάτες οδήγησαν σε γενική απεργία, πολιτική αναταραχή και τελικά σε επανάσταση. Μετά απο αυτό, ο ντε Γκωλ κήρυξε νέες εκλογές, τις οποίες νίκησε.

 Η γυναίκα είναι πια 47 ετών. Έχει ζήσει μια σκληρή αγωνιστική ζωή με στερήσεις και κινδύνους δίπλα στους συντρόφους της, που τους περισσότερους έχασε στη μάχη κατά του ναζισμού. Κι έρχεται ο Μάης του 68, η εξέγερση ενάντια στη διακυβέρνηση Ντε Γκωλ, εξέγερση της νεολαίας που συγκεντρώνει παλιά και καινούργια ζητούμενα, μια γενιά που διαδηλώνει, στήνει οδοφράγματα, συγκρούεται και γράφει με έρωτα και αίμα τη σελίδα της στην ιστορία που θα εμπνέει εσαεί τις νεολαίες, τους φοιτητές, την τέχνη. 

Η γυναίκα κάνει μια ανασκόπιση της ζωής της, μια εξομολήγηση για τη λίγη σημασία που έδωσε στο πόθο της πραγμάτωσης (και πως θα μπορούσε άλλωστε), όχι σε ότι αφορά τις ελπίδες που εξατμίστηκαν με φόντο την ιδεολογική της πίστη, αλλά τον έρωτα που εκούσια ή ακούσια της ξέφυγε, μέσα στον οργασμό της αγωνιστικής της έξαρσης. 

Μάης του '68. Η γυναίκα καλείται και πάλι να συντροφεύσει την ελπιδοφόρα εξέγερση των νέων κι αυτή θυμάται τον Αλμπέρ στη λεωφόρο Μονπαρνάς,(Μια καλυμμένη αναφορά στον Καμύ;) μια δυνατή στιγμή ενός ανεκπλήρωτου έρωτα της, όχι απαραίτητα προς αυτόν, που: "κι έλεγα μέσα μου θ' αρρωστήσω με τέτοιο φεγγάρι- Όμηρο, σ' αυτή τη διαδήλωση".

Γιατί όταν προχωράς μέσα στην αφέγγαρη νύχτα με το όνειρο των ανθρώπων για λάβαρο, φυλάγεσαι, έχεις μάθει να μετράς τα βηματά σου, έχεις μάθει να αγνοείς τις ανάγκες σου, έχεις μάθει στις έρημες από φεγγάρια νύχτες να τραγουδάς. Αλλά, "Το πρόβλημα της πλατειάς πρωτοπορίας, είναι το φεγγάρι. Χώνεται παντού, χωρίς καμιά εξουσία, με την εξαιρετική του σημασία, Τι έχει σημασία" Τελικά;

Ακολουθεί η αναφορά στην Αλγερία, δάκρυα για τον χαμό του, εσωτερική σύγκρουση με αποδέχτη τον ίδιο στην επίμονη θέση του, (Στο περιθώριο των κυρίαρχων φιλοσοφικών ρευμάτων ο Καμύ επέμεινε στον στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Αρνούμενος να εκφράσει ομολογία πίστεως στον Θεο, στην ιστορία ή στη λογική, ήρθε σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, τον Μαρξισμό και τον Υπαρξισμό Δεν σταμάτησε ποτέ την πάλη ενάντια στα ιδεολογήματα και τις αφαιρέσεις που αποστρέφονται την ανθρώπινη φύση.) 

Κι ωστόσο υπήρξε μέλος του Γαλλικού Κουμμουνιστικού Κόμματος για δύο χρόνια κι εγκατέλειψε πριν το 37 όπου ίδρυσε τη Θεατρική του Ομάδα. Και μάλλον  η γυναίκα που φέρεται να είναι η συγγραφέας αυτού του ποιήματος, αναφέρεται στην πρώτη ιδεολογική περίοδο του Καμυ, τότε που ήταν μέλος του κόμματος. Ωστόσο εξακολουθεί να τον θρηνεί σαν σύντροφο και συνοδοιπόρο έξι χρόνια μετά το θανατό του "Χύνω τα δάκρυα της Ρουθ /έχω για σένα την ευγνωμοσύνη της άμμου /ψάξε τώρα πέρα από μένα /γιατί εγώ τα έχω σπάσει με την ιδεολογία".

Για τους νέους, που δεν έχουν γνώση της νεότερης ιστορίας της Ευρώπης, δεν γνωρίζουν ποιος ήταν ο Καμύ, τι έγινε στον β' παγκόσμιο πόλεμο στη Γαλλία και στις άλλες χώρες της Ευρώπης, γιατί αναπτύχθηκαν τόσο δυνατά αντιφαστιστικά κινήματα μετά, πως ξεπετάχτηκε μέσα από αυτά η τέχνη της αμφισβήτησης, της απόρριψης, της επανάστασης, θα είναι λίγο δυσκολότερο να μπουν στο κλίμα αυτού του ποιήματος. Το ίδιο και για αρκετούς ενήλικες που δεν έζησαν μέσα στη δίνη αυτών των γεγονότων είτε γιατί ζούσαν στην απομονωμένη Ελλάδα (το 68), είτε γιατί δεν είχαν γεννηθεί, είτε γιατί δεν τους έφτασε ποτέ ο απόηχος των ημερών αυτών, στον μικρόκοσμο της καθημερινότητας τους. Κι αυτό δεν αποτελεί ψόγο ή απαξίωση, αλλά κάτι σαν παρότρυση για να το ψάξουν λίγο περισσότερο, μέσα από τα ελλειπή έστω ιστορικά αρχεία του wikipedia ή όποιας άλλης ηλεκτρονικής, ή έντυπης πηγής διαθέτουν. 

Και μιλάω πάντα για τη νεότερη ιστορία της Ευρώπης, επειδή σ' αυτήν αναφέρεται το ποίημα αν και μέσα στο ίδιο αυτό ποίημα, επισημαίνεται η διεύρυνση των κινημάτων και των ιδεών, κατά την -καλώς- ταραγμένη αυτή εποχή. "γιατί εγώ τα έχω σπάσει με την ιδεολογία που θα ταξιδέψει ως το Ντακάρ, το Σαντιάγκο και την Κίνα".



ΓΑΛΛΙΑ 

ΜΑΙΟΣ

 "Coquelicot" (1921- ;)


Πριν πέσει το βράδυ

τα ζητήματα που τέθηκαν

ήταν τα εξής:

Α. Πως θα εγκαθιδρυόταν μια κυβέρνηση των εργαζομένων

Β. Ποιο θα ήταν το συνολικό πρόγραμμά της


Μετά βγήκε το φεγγάρι

και ο Ντε Γκωλ ανακάλυπτε

στην τελευταία του ομιλία στο ράδιο

πως θα ξεφορτωνότανε

Κ.Κ και Κεφάλαιο μαζί


Ξοπίσω του εγώ κοιτούσα τον Αλμπέρ

στην Λεωφόρο Μονπαρνας, μικρό και ανικανοποίητο

και έλεγα μέσα μου πως θα αρρωστήσω

με τέτοιο φεγγάρι-όμηρο

σ' αυτή τη διαδήλωση


Το πρόβλημα της πλατιάς πρωτοπορίας

είναι το φεγγάρι

Χώνεται παντού, χωρίς καμιά εξουσία

με την εξαιρετική του σημασία

Τι έχει σημασία;


Πάνω σε λείψανα κοιμόμασταν- δεν έχει σημασία

τις νύχτες μας από φεγγάρια ερημώσαμε- δεν έχει σημασία

απόψε γίνομαι σαράντα επτά- δεν έχει σημασία

Χρωστάω τρία ενοίκια στη μαντάμ -δεν έχει σημασία

και σα γυρίσεις δεν θα με βρεις - δεν έχει σημασία


Αυθόρμητα μέσα στο Μάη

διαλέγω τους ακτιβιστές 

που καταργοόυν τις μεγάλες προσπάθειες

τα έξοδα και το χρόνο

-Χρειάζομαι φως Αλμπέρ!


Και συ δεν έχεις, είσαι μικρός

τριάντα χρονών, πολύ νέος

για να σου περισσεύει φως

Και η Αλγερία πίσω σου σα λυπημένη Δαμασκός

που σουρουπώνει


Χύνω τα δάκρυα της Ρουθ

έχω για σένα  την ευγνωμοσύνη της άμμου

ψάξε τώρα πέρα από μένα

γιατί εγώ τα έχω σπάσει πια με την ιδεολογία

που θα ταξιδέψει ως το Ντακάρ, το Σαντιάγκο και την Κίνα.


Ανήκω στις γυναίκες που οι άντρες τους λείπουν

ανοίγω τα μουσεία μου και ξεπουλώ αγάλματα

ανοίγω τα σκυεοφυλάκια 

και βγάζω σε πλειστηριασμό τα ιερά μου λείψανα

Στα γηρατειά μου πάω ανάλαφρη


Τους μήνες μου πια δεν θα μετράω με τα έμμηνα

ένα φεγγάρι όλο κι όλο μου μένει

λευκό, φρεσκοστρωμένο, ιλαρό

θα διαρρήξω το φύλο μου

μικρέ μου ιντστρούκτορα 


μην ανησυχείς, ο Τσε θα με συγχωρήσει

κι ο Μαρκούζε δεν θα με παρεξηγήσει

τον Μάο λίγο φοβάμαι

και σένα μικρέ μου Αλγερινέ

μαύρη γαζέλα του Καρτιέ


Καθώς ανάβουνε τα φώτα στη λεωφόρο Μονπαρνας

γιορτάζω τα μαγιάτικα μου γενέθλια 

την ήττα της μελαγχολίας

και το γεμάτο φεγάρι

κρατώ χειροβομβίδα


Αντίο Αλμπέρ

έχω διαλέξει.

Τα άστρα πεινούν

θα φάνε όλο το Παρίσι απόψε

Έχω διαλέξει...


Παρίσι

21 Μαίου 1968





Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

Λευκάδιος Χερν συνέχεια/ Σ' ένα φλυτζάνι τσάι. (Ιστορία 2)/Japanese old music - Shamisen & songs(The best selections)



Σ’ ένα φλυτζάνι τσάι.

 

Έχετε προσπαθήσει ποτέ να τοποθετήσετε μια παλιά σκάλα πύργου, να ξεπεράσει το σκοτάδι, και στην καρδιά αυτού του σκοταδιού να βρεθείτε στην άκρη του τίποτα; Ή έχετε ακολουθήσει κάποιο παραλιακό μονοπάτι, κόβοντας κατά μήκος του γκρεμού, μόνο για να ανακαλύψετε τον εαυτό σας, με τη σειρά του, στην οδοντωτή άκρη ενός σπασίματος; Η συναισθηματική αξία μιας τέτοιας εμπειρίας - από λογοτεχνική άποψη - αποδεικνύεται από τη δύναμη των διεγερμένων αισθήσεων και από τη ζωντάνια με την οποία θυμούνται.

Τώρα έχουν διατηρηθεί περίεργα, στα παλιά ιαπωνικά παραμύθια, ορισμένα κομμάτια της μυθοπλασίας που παράγουν μια σχεδόν παρόμοια συναισθηματική εμπειρία .... Ίσως ο συγγραφέας ήταν τεμπέλης. ίσως είχε μια διαμάχη με τον εκδότη. Ίσως ξαφνικά απομακρύνθηκε από το μικρό του τραπέζι και δεν επέστρεψε ποτέ. ίσως ο θάνατος σταμάτησε την πέννα γραφής στη μέση μιας φράσης. Αλλά κανένας θνητός δεν μπορεί ποτέ να μας πει ακριβώς γιατί αυτά τα πράγματα έμειναν ημιτελή .... Επιλέγω ένα τυπικό παράδειγμα.*

 

Την τέταρτη ημέρα του πρώτου μήνα του τρίτου Tenwa, δηλαδή πριν από διακόσια είκοσι χρόνια, ο άρχοντας Nakagawa Sado, Στο δρόμο του για να κάνει μια επίσκεψη της Πρωτοχρονιάς, σταμάτησε με το τρένο του σε τσαγιέρα στο Χακουσάν, στην περιοχή Χοντό του Yedo. Ενώ η συνοδεία ξεκουράζονταν εκεί, ένας από τους συνοδούς του άρχοντα, ένα wakatō [1] ονόματι Sekinai, - καθώς αισθάνθηκε πολύ διψασμένος, γέμισε για τον εαυτό του ένα μεγάλο φλιτζάνι νερό με τσάι. Ανυψώνει το κύπελλο στα χείλη του όταν αντιλήφθηκε ξαφνικά, με τη διαφανή κίτρινη έγχυση, την εικόνα ή την αντανάκλαση ενός προσώπου που δεν ήταν δικό του. Με έκπληξη, κοίταξε γύρω, αλλά δεν μπορούσε να δει κανέναν κοντά του. Το πρόσωπο στο τσάι φάνηκε, από το χτένισμα, να είναι το πρόσωπο ενός νεαρού σαμουράι: ήταν παράξενα διακριτικό και πολύ όμορφο, - ευαίσθητο ως το πρόσωπο ενός κοριτσιού. Και φαινόταν η αντανάκλαση ενός ζωντανού προσώπου. γιατί τα μάτια και τα χείλη κινούνταν. Μπερδεμένος από αυτό τη μυστηριώδη εμφάνιση, ο Sekinai πέταξε μακριά το τσάι, και εξέτασε προσεκτικά το κύπελλο. Αποδείχθηκε ότι ήταν ένα πολύ φτηνό φλιτζάνι νερού, χωρίς καλλιτεχνικές επεμβάσεις οποιουδήποτε είδους. Βρήκε και γέμισε ένα άλλο φλιτζάνι. και πάλι το πρόσωπο εμφανίστηκε στο τσάι. Στη συνέχεια διέταξε φρέσκο ​​τσάι και ξαναγέμισε το φλιτζάνι. και για άλλη μια φορά εμφανίστηκε το παράξενο πρόσωπο, αυτή τη φορά με ένα γελοίο χαμόγελο. Αλλά ο Σεκινάι δεν άφησε τον εαυτό του να φοβηθεί. «Όποιος κι αν είσαι», μουρμούρισε, «δεν θα με παραπλανήσεις πια!» - τότε κατάπιε το τσάι, το πρόσωπο και όλα, και πήγε στο δρόμο του, αναρωτιέται αν είχε καταπιεί ένα φάντασμα.*

 

Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ενώ παρατηρούσε το παλάτι του Λόρδου Nakagawa, ο Sekinai εξεπλάγη από την σιωπηλή είσοδο ενός ξένου στο διαμέρισμα. Αυτός ο ξένος, ένας πλούσιος νεαρός σαμουράι, καθόταν ακριβώς μπροστά από τον Sekinai και, χαιρετώντας το wakatō με μια ελαφριά υπόκλιση, παρατήρησε:

 

"Είμαι ο Shikibu Heinai - σε γνώρισα σήμερα για πρώτη φορά .... Δεν φαίνεται να με αναγνωρίζεις."

 

Μίλησε με πολύ χαμηλή, αλλά διεισδυτική φωνή. Και ο Σεκινάι ήταν έκπληκτος όταν βρήκε μπροστά του το ίδιο απαίσιο, όμορφο πρόσωπο που είχε δει και κατάπιε, την εμφάνιση σε ένα φλιτζάνι τσάι. Χαμογελούσε τώρα, όπως το φάντασμα χαμογέλασε, αλλά το σταθερό βλέμμα των ματιών, πάνω από τα χαμογελαστά χείλη, ήταν ταυτόχρονα πρόκληση και προσβολή.

 

"Όχι, δεν σε αναγνωρίζω", του απάντησε ο Σεκινάι, θυμωμένος αλλά ψύχραιμος. - "και ίσως τώρα θα είσαι αρκετά καλός για να με ενημερώσεις πώς κατάφερες να μπεις σε αυτό το σπίτι;"

 

[Στα φεουδαρχικά χρόνια η κατοικία ενός άρχοντα φυλασσόταν αυστηρά όλες τις ώρες. και κανείς δεν μπορούσε να εισέλθει αιφνιδιαστικά, εκτός από κάποια ασυγχώρητη αμέλεια εκ μέρους της οπλισμένης φρουράς.]

 

"Αχ, δεν με αναγνωρίζεις!" φώναξε ο επισκέπτης, με τόνο ειρωνείας, πλησιάζοντας λίγο πιο κοντά καθώς μίλησε. "Όχι, δεν με αναγνωρίζεις! Ωστόσο, δέχτηκες σήμερα το πρωί να με κάνεις ένα θανατηφόρο τραύμα! ..."

 

Ο Σεκινάι άρπαξε αμέσως το τάντο [2] στη ζώνη του και έκανε μια έντονη ώθηση στο λαιμό του άνδρα. Αλλά η λεπίδα φάνηκε να μην αγγίζει κανένα σώμα. Ταυτόχρονα και χωρίς ήχο ο εισβολέας πήδηξε προς τα έξω στον τοίχο του θαλάμου, και μέσα από αυτόν! ... Ο τοίχος δεν έδειξε ίχνος εξόδου του. Το είχε διασχίσει αβίαστα όπως το φως ενός κεριού περνά μέσα από χαρτί φανάρι.

 

Όταν ο Sekinai έκανε αναφορά για το περιστατικό, η αναφορά  του εξέπληξε  και μπέρδεψε τους τους φρουρούς. Κανένας ξένος δεν είχε ιδωθεί ούτε να μπαίνει ούτε να φεύγει από το παλάτι την ώρα του συμβάντος και κανείς στην υπηρεσία του άρχοντα Nakagawa δεν είχε ακούσει ποτέ για το όνομα "Shikibu Heinai".

 

*

 

Την επόμενη νύχτα ο Sekinai ήταν εκτός υπηρεσίας και παρέμεινε στο σπίτι με τους γονείς του. Σε μια αρκετά προχωρημένη ώρα ενημερώθηκε ότι κάποιοι ξένοι είχαν έρθει  στο σπίτι και ήθελαν να μιλήσουν μαζί του για μια στιγμή. Παίρνοντας το σπαθί του, πήγε στην είσοδο, και εκεί βρήκε τρεις ένοπλους, προφανώς φρουρούς, να περιμένουν μπροστά από το κατώφλι. Οι τρεις υποκλίθηκαν με σεβασμό στον Σεκινάι. και ένας από αυτούς είπε: -

 

"Τα ονόματά μας είναι Matsuoka Bungō, Tsuchibashi Bungō και Okamura Heiroku. Είμαστε υποστηρικτές του ευγενή Shikibu Heinai. Όταν ο κύριος μας χθες το βράδυ αποδέχθηκε να σας επισκεφτεί, τον χτύπησες με σπαθί. ήταν υποχρεωμένος να πάει στις ιαματικές πηγές, όπου τώρα θεραπεύεται η πληγή του. Αλλά την δέκατη έκτη ημέρα του επόμενου μήνα θα επιστρέψει · και τότε θα σας επιστρέψει κατάλληλα  τον τραυματισμό που τον έκανε να υποφέρει "

 

Χωρίς να περιμένει να ακούσει περισσότερα, ο Sekinai πήδηξε έξω, με το ξίφος στο χέρι και έκοψε δεξιά και αριστερά στους αγνώστους. Όμως οι τρεις άντρες ξεπήδησαν στον τοίχο του παρακείμενου κτηρίου, και ανέβαιναν στον τοίχο σαν σκιές και ....

 

 

 

Εδώ διακόπτεται η παλιά αφήγηση. Η υπόλοιπη ιστορία υπήρχε μόνο σε κάποιον εγκέφαλο που είχε σκόνη για έναν αιώνα.

 

Μπορώ να φανταστώ πολλές πιθανές καταλήξεις. αλλά καμία από αυτές δεν θα ικανοποιούσε μια τυχαία φαντασία. Προτιμώ να αφήσω τον αναγνώστη να προσπαθήσει να αποφασίσει για τον εαυτό του την πιθανή συνέπεια της κατάποσης μιας Ψυχής.

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021

Λευκάδιος Χερν ή Γιάκουμο Κοϊζούμι



 


Ο Λευκάδιος Χερν (Λευκάδα, 27 Ιουνιου 1850- Τόκυο-  26 Σεπτεμβρίνου 1904) ή Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν (Αγγλικά: Patrick Lafcadio Hearn), γνωστός επίσης με το ιαπωνικό όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι , ήταν διεθνής συγγραφέας ιρλανδοελληνικής καταγωγής που έλαβε την ιαπωνική  υπηκοότητα το 1896, περισσότερο γνωστός για τα βιβλία του για την Ιαπωνία.


Μπες στο wikipedia όπου μπήκα κι εγώ για να διαβάσεις λεπτομέρειες από την συνταρακτική ζωή του Λευκαδίτη συγγραφέα, που κατάληξε να διδάσκει στο πανεπιστήμιο του Τόκυο και να γράφει τις ιστορίες του για τους Ιάπωνες. 

www.wikipedia.ogr/wiki/Λευκάδιος_Χερν

Τόκιο

Τον Ιανουάριο του 1896 ο Λευκάδιος Χερν πολιτογραφήθηκε Ιάπωνας, παίρνοντας το όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι, και τον Αύγουστο, με κάποια βοήθεια από τον Τσάμπερλεν, άρχισε να διδάσκει αγλλική λογοτεχνία στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκυο, εργασία που είχε μέχρι το 1903.

Το 1904 ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ουασέντα στο Σιντζούκου στο Τόκιο.


wikipedia 

Στις 28 Σεπτεμβρίου 1904πέθανε από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 54 ετών. Ο τάφος του είναι στο Νεκροταφείο Ζοσιγκάγια, στο Τοσίμα του Τόκιο

Μία μικρή νεκρική πομπή μετέφερε τη σορό του στον παλιό ναό Κομπουπέρα. Μπροστά υπήρχαν τα βουδιστικά λάβαρα, πίσω δυο μικρά παιδιά που κουβαλούσαν ζωντανά πουλιά σε μικρά κλουβιά που θα τα άφηναν ελέυθερα συμβολίζοντας τη φυγή της ψυχής από τα δεσμά της. Ακολουθούσαν τα άτομα που κουβαλούσαν το φέρετρό του, πιο πίσω οι ιερείς με τα κουδουνάκια τους και το φαγητό για τον νεκρό, ενώ την πομπή έκλειναν η οικογένεια και οι φίλοι του νεκρού. Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές του υπήρχε το εξής κείμενο:

Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο!




Παλιές ιστορίες

Οι ακόλουθες εννέα ιστορίες έχουν επιλεγεί από το "Shin-Chomon-Shū" "Hyaku Monogatari", "Uji-Jūi-Monogatari-Shō" και άλλα παλιά ιαπωνικά βιβλία, για να απεικονίσουν κάποιες παράξενες πεποιθήσεις. Είναι απλώς περίεργες.

 

 1.

Κοντά στο χωριό Kurosaka, (Κουροσάκα) στην επαρχία Χόκι, υπάρχει ένας καταρράκτης που ονομάζεται Yurei-Daki, ή Ο καταρράκτης των φαντασμάτων. Γιατί λέγεται έτσι, δεν ξέρω. Κοντά στους πρόποδες του φθινοπώρου υπάρχει ένα μικρό ιερό Shintō του θεού της περιοχής, τον οποίο οι άνθρωποι ονομάζουν Taki-Daimyōjin. (Τάκι Νταϊμαιοτζίν) και μπροστά από το ιερό υπάρχει ένας μικρός ξύλινος κουμπαράς - saisen-bako (Σάισεν μπάκο)- για να δεχτούν τις προσφορές των πιστών. Και υπάρχει μια ιστορία για αυτόν τον κουμπαρά.

 

*

 

Ένα παγωμένο χειμωνιάτικο απόγευμα, πριν από τριάντα πέντε χρόνια, οι γυναίκες και τα κορίτσια που απασχολούνταν σε μια συγκεκριμένη asa-toriba, ή σε εργοστάσιο κάνναβης, στην Kurosaka, συγκεντρώθηκαν γύρω από το μεγάλο μαγκάλι στο περιστρεφόμενο δωμάτιο μετά την εργασία της ημέρας τους. Τότε διασκεδάζουν λέγοντας ιστορίες φαντασμάτων. Τη στιγμή που είχαν διηγηθεί δώδεκα ιστορίες, το μεγαλύτερο μέρος των εργατριών ένιωθε άβολα. και ένα κορίτσι φώναξε, απλώς για να αυξήσει την απόλαυση του φόβου, "Σκεφτείτε μόνο να πάτε αυτή τη νύχτα, μόνοι σας, στο Yurei-Daki!"

 Η πρόταση προκάλεσε μια γενική κραυγή, ακολουθούμενη από νευρικές εκρήξεις γέλιου .... "Θα δώσω όλη την κάνναβη που στριφογύρισα σήμερα," είπε γελοία μία από τις συγκεντρωμένες, "στο άτομο που θα τολμήσει να πάει!"

«Θα το κάνω», αναφώνησε άλλη. «Και εγώ», είπε μια τρίτη. «Όλοι μας», επιβεβαίωσε μια τέταρτη ....

Στη συνέχεια, ανάμεσα στις εργάτριες που περιστρέφονταν στο δωμάτιο,  σηκώθηκε μία Yasumoto O-Katsu, η σύζυγος ενός ξυλουργού · - είχε τον μοναδικό γιο της, ένα αγόρι δύο ετών, τυλιγμένο άνετα και κοιμόταν πίσω της.

«Άκου», είπε η Ο-Κάτσου. "Αν όλοι συμφωνήσετε πραγματικά να μου δώσετε όλη την κάνναβη που στρίψαμε σήμερα, θα πάω στο Yurei-Daki." Η πρότασή της προκάλεσε κραυγές έκπληξης και περιφρόνησης. Αλλά αφού την επανέλαβε αρκετές φορές, την έλαβαν σοβαρά.

Καθεμιά από τις περιστρεφόμενες με τη σειρά της συμφώνησε να παραδώσει το μερίδιο της δουλειάς της ημέρας στην O-Katsu, αρκεί η O-Katsu να πάει στο Yurei-Daki.

"Αλλά πώς μπορούμε να ξέρουμε αν θα πάει πραγματικά εκεί;" ρώτησε μια απότομη φωνή.

«Γιατί, όταν γυρίσει θα έχει μαζί της τον κουμπαρά του θεού», απάντησε μια ηλικιωμένη γυναίκα που οι κλώστριες ονόμασαν Ομπά-Σαν, γιαγιά. "αυτό θα είναι αρκετή απόδειξη." «Θα το φέρω», φώναξε η Ο-Κάτσου. Και βγήκε έξω στο δρόμο, με το μωρό της να κοιμάται στην πλάτη της.

 *

Η νύχτα, ήταν παγωμένη, αλλά καθαρή. Κάτω από τον άδειο δρόμο η O-Katsu έσπευσε και είδε ότι όλα τα πορτοπαράθυρα των σπιτιών ήταν σφιχτά κλειστά, λόγω του διαπεραστικού κρύου. Έξω από το χωριό, και κατά μήκος του ψηλού δρόμου έτρεξε - pichà-pichà - με τη μεγάλη σιωπή των παγωμένων ορυζώνων και στα δύο χέρια, και μόνο τα αστέρια έφεγγαν για να την φωτίσουν. Μισή ώρα ακολούθησε τον ανοιχτό δρόμο. Αποφάσισε να κόψει δρόμο μέσα από τα στενά, που απλώνονταν κάτω από γκρεμούς. Όσο πιο σκοτεινό τόσο  πιο τραχύ γινόταν το μονοπάτι καθώς προχωρούσε αλλά το ήξερε καλά και σύντομα άκουσε το θαμπό βρυχηθμό του νερού. Λίγα λεπτά περισσότερο, και ο τόπος φωτίστηκε  από μια λάμψη, - και ο θαμπός βρυχηθμός έγινε ξαφνικά μια δυνατή φωνή, - και πριν την δει καλά καλά, μια μαύρη μάζα, εμφανίστηκε μέσα μακριά λάμψη του νερού. Είδε μπροστά της  το ιερό, τον κουμπαρά. Πήδηξε προς τα εμπρός, - το άρπαξε στο  χέρι της ....

 "Oi! O-Katsu-San!" [1] ξαφνικά άκουσε μια προειδοποιητική φωνή πάνω από τον βρυχηθμό του νερού.

 Η Ο-Κάτσου στάθηκε ακίνητη, κοκαλωμένη  από τρόμο.

 "Oi! O-Katsu-San!" και πάλι βρυχήθηκε η φωνή, αυτή τη φορά με περισσότερη απειλή στον τόνο της.

Αλλά η Ο-Κάτσου ήταν πραγματικά μια τολμηρή γυναίκα. Μόλις ανέκαμψε από την τρομάρα της,  δεν έμεινε να δει και να ακούσει τίποτα περισσότερο, έτρεξε μέχρι που έφτασε στο δρόμο, όπου σταμάτησε μια στιγμή για να αναπνεύσει. Τότε έτρεξε σταθερά, - pichà-pichà, έως ότου έφτασε στην Kurosaka και χτύπησε στην πόρτα της asa-toriba.

 

*

 

Πώς φώναξαν οι γυναίκες και τα κορίτσια καθώς μπήκε λαχανιασμένη με τον κουμπαρά του θεού στο χέρι της! Με κομμένη την ανάσα άκουσαν την ιστορία της. Γρύλισαν τρομαγμένες  όταν τους είπε για τη Φωνή που είχε φωνάξει το όνομά της, δύο φορές, από το στοιχειωμένο νερό ....

Τι γυναίκα! Γενναία η O-Katsu! - καλά είχε κερδίσει την κάνναβη! ... "Αλλά το αγόρι σου πρέπει να είναι κρύο, O-Katsu!" φώναξε η Obaa-San, "ας τον βάλουμε εδώ δίπλα στη φωτιά!"

 

«Πρέπει να πεινάει», αναφώνησε η μητέρα. "Πρέπει να του δώσω το γάλα του προς το παρόν." ... "Φτωχή Ο-Κάτσου!" είπε η Obaa-San, βοηθώντας την να αφαιρέσει τα περιτυλίγματα στα οποία είχε μεταφερθεί το αγόρι, - "γιατί, είσαι όλη βρεγμένη πίσω!;" Στη συνέχεια, με μια δυνατή  κραυγή, η βοηθός κατέληξε, "Άρα! Είναι αίμα!"

Και από τα σφιχτοδεμένα περιτυλίγματα, έπεσε στο πάτωμα μια βρεγμένη δέσμη βρεφικών ενδυμάτων,  που τύλιγαν δύο πολύ μικρά καστανά πόδια και δύο πολύ μικρά καφέ χέρια , τίποτα περισσότερο. Το κεφάλι του παιδιού είχε αποκοπεί! ...

 

 

 [1] Το θαυμαστικό Oi! χρησιμοποιείται για να προσελκύσει την προσοχή ενός ατόμου: είναι το ιαπωνικό ισοδύναμο για τέτοια αγγλικά θαυμαστικά όπως "Halloa!" "Χο, εκεί!κλπ


συνεχίζεται...


.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

Γιώργος Θέμελης/Η μοναξιά της αναζήτησης/ Μουσική: Bob Seger: Turn the page


 
Ο Γιώργος Θέμελης γεννήθηκε στη Σάμο. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1930 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως καθηγητής της φιλολογίας στη Δημόσια Εκπαίδευση και τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Ωδείου. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1922 με δημοσιεύσεις ποιημάτων στις στήλες του περιοδικού Μηνιαία Επιθεώρησις Σάμου. Υπήρξε μέλος των περιοδικών της Θεσσαλονίκης Μακεδονικές Ημέρες (1932-1939 - όπου το 1936 δημοσίευσε και το πρώτο του ποίημα σε ελεύθερο στίχο) και Κοχλίας (1946-1948), ενώ συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τα λογοτεχνικά περιοδικά Μορφές, Τέχνη και Ζωή, Ορίζοντες, Ελεύθερα Γράμματα, Νέα Πορεία, Ο Αιώνας μας, Αγγλοελληνική Επιθεώρηση. Το 1945 πραγματοποιήθηκε η έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τίτλο Γυμνό παράθυρο. Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές, λογοτεχνικές μεταφράσεις, θεατρικά έργα και δοκίμια. Τιμήθηκε με τον Α’ Έπαινο του διαγωνισμού διηγήματος της Νέας Εστίας (1927), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1956), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1962) και το Βραβείο του Δήμου Θεσσαλονίκης (1960). Πέθανε στη Θεσσαλονίκη. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Θέμελη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Γιώργος Θέμελης», Η ελληνική ποίηση · Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου, σ.198-200 (της εισαγωγής) και 284-286 (της ανθολογίας). Αθήνα, Σοκόλης, 1979, Αργυρίου Αλεξ., «Θέμελης Γιώργος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985 και Γεράνης Στέλιος, «Θέμελης Γιώργος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.

(Εθνικό Κέντρο Βιβλίου ekebi.gr)

 

Η παρουσίαση που συνοδεύει το βιβλίο του Γ. Θέμελη "Δεντρόκηπος" 

Ο Γ. Θέμελης, σύγχρονος ποιητής από τους πιο σύγχρονους, είναι κομιστής μιας εξουθενωτικής μαρτυρίας. Διότι μας μεταφέρει, χωρίς στεφάνι στο κεφάλι μας, στους χώρους της οντολογικής ένδειας. Εκεί που σμίγουν και που καταλήγουν όχι μόνον η ποίηση, αλλά και η θρησκευτική εμβίωση και η φιλοσοφική ενόραση. Αν ποίηση είναι ο εντεύθεν χώρος της δαψίλειας, τότε η πνευματική αυτή λειτουργία που μας μεταφέρει στις εκείθεν εσχατιές της οντολογικής στέρησης δεν πρέπει να ονομάζεται ποίηση. Ο Jean Wahl ύστερα από τ εμπειρίες του Χάιντεγκερ σημειώνει την πορεία μας μ' αυτό τον λόγο: vers la fin de I' ontologie. Κι εμείς θα μπορούσαμε αντιστοίχως να πούμε: vers la fin de la poesie. Μήπως ύστερα από τον Κίρκεγκωρ δεν πρέπει να σκεφτόμαστε πως πορευόμαστε vers la fin de la religion; Αλλά στην ουσία πρόκειται για vers la fin des distinctions: Όλα τούτα βεβαίως με τη σημασία της εκείθεν ενότητας, όχι με τη σημασία της εντεύθεν διασποράς.

Είπαμε τον ποιητή Θέμελη πιο σύγχρονο από τους σύγχρονους, επειδή μας μεταφέρει στις ακραίες συνειδητοποιήσεις του αιώνα μας. Εκεί όπου εγκαταλείπονται οι χώροι που με αρκετή δόση ευλογημένης αφέλειας εκαλλιέργησε ο άνθρωπος και εξανθρώπισε το εχθρικό περιβάλλον και το έκαμε κατοικήσιμο. Αλλά άνθρωπος είναι αυτός που αναζητάει πάση θυσία την αλήθεια. Και σ' αυτό το εξανθρωπισμένο περιβάλλον μόνον η αλήθεια δεν κατοικεί. Διότι κατεφάνη εν τέλει πως οι κατοικήσιμες αλήθειες ήσαν ψεύδη, συμβιβασμοί, αφέλειες, συμφέροντα, εγωισμοί, μικρόνοιες. Κι αυτό το φώναξε όσο πιο απεγνωσμένα μπορούσε ο Νίτσε.
Και φθάσαμε σε τούτο το παράξενο σημείο: να σπεύδωμε προς μιαν αλήθεια που μας σκοτώνει.
Οντολογική ένδεια σημαίνει αφαίρεση όλων των συμβεβηκότων, όλων των επιθετικών προσδιορισμών, που δεν συνιστούν την ουσία του Όντος. [...] (Από το επίμετρο του Χρήστου Μαλεβίτση)
(Πολιτεία)




Μερικά ποιήματα της μοναξιάς και  της αναζήτησης


Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ (1948)

Πρώτη ραψωδία

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΤΑΞΙΔΙΩΝ

Quantum mutatus…
Βιργίλιος

Όχι τη χιλιοτραγουδισμένη δόξα
Το ξύλινο άλογο με τη σιδερένια κοιλιά
Τις φλόγες που χόρεψαν το μεσονύχτι

Ούτε τις μεγάλες περιπέτειες
Το έπος που έγραψε μια καρδιά με χίλιες τρόπιδες σε στεριά και θάλασσα
Στις αιωνόβιες πέτρες του χρόνου με το αιώνιο αίμα της
Πιο καυτερό απ’ το πάθος της φωτιάς
Πιο δυνατό απ’ τον καημό του ανέμου

***

Το τραγουδούσαν οι ακρογιαλιές και το τραγουδούν ακόμα
Και θα το τραγουδούν ώσπου να κοιμηθεί ο ήλιος χαμηλώνοντας όλες τις λάμπες
Το τραγούδι του καπετάνιου με τ’ απέραντα μάτια

Το παίρνουν οι άνεμοι, το δίνουν στα πουλιά να το μοιράσουν στον ουρανό μαζί με το φως
Και της βροχής τα δάχτυλα το σπέρνουν στους κόλπους της γης και στα ποτάμια να καρπίζουν τα δέντρα
Να μεγαλώνουν τα παιδιά να ζουν τ’ αγάλματα
Και τα κατάρτια να βαστούν τη μοίρα τους που τα χτυπάει από ψηλά

Κι οι άνθρωποι να σηκώνουν το μπόι τους ίσαμε τα βυζιά των θεών
Και κείνοι να γελούν από κειπάνω και να χαίρονται με την καρδιά για την καλή γενιά τους
Θυγατέρες και γιους αγγόνια και δισάγγονα βγαλμένα απ’ τα φαρδιά τους γόνατα
Που να που πάνε να τους μοιάσουν, να π’ ανεβαίνουνε να γίνουν άλλη μια φορά θαυμαστές εικόνες
Σκαλιστές σκιές τους που βαθαίνουν τη γη και την κάνουν καθρέφτη
Όπου οι γυναίκες βλέπουν θεούς και οι θέαινες ανθρώπους
Όπου κι ο θάνατος περνά μοιράζοντας στεφάνια

Κάτω στους τάφους οι νεκροί τ’ ακούν κι αναστενάζουν

***

Οι βοριάδες τού πήραν τη φωνή
Οι τρικυμίες μελετούν τη θάλασσα συλλαβίζοντας τ’ όνομά του
Οι αστραπές τού γράφουν την κορμοστασιά στο φόντο των βουνών με πράσινα κοντύλια
Κι η ψυχή μας σηκώνεται και καλωσορίζει την άφθαρτη παρουσία του σαν τον αναμενόμενο βασιλιά των ταξιδιών
Όταν ο ίσκιος του έρχεται και δρασκελάει το κατώφλι του ύπνου
Και σκύβει να ξεσηκώσει απ’ τους βυθούς
Τα βουλιαγμένα καράβια μας

***

Όχι τη δόξα…

Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη
Τον ακίνητο ήλιο του μεσημεριού που κρέμεται από πάνω καρφώνοντας την όψη
Την παμπάλαια άλμη και τους παλιούς ανέμους που έπηξαν στα μαλλιά
Και το πικρό πικρόχολο χασομέρι που μαραίνει τα χέρια
Ανάμεσα σ’ ένα νεκρό λιμάνι και μια ταβέρνα
Ανάμεσα σ’ ένα μισό τσιγάρο και τρεις βαριές κουβέντες
Για το βαριεστημό
Για το βαριεστημό

Εκείνος είναι αυτός που καπνίζει φτύνοντας καπνό και πάθος
Που συλλαβίζει τα μηνύματα των καιρών, την ιστορία της θάλασσας
Και χτίζει με άμμο και τίποτα τα πιο απίθανα όνειρα
Γιατί δεν έχει τι να κάνει
Απλοχωριά να πάρει ανάσα
Σανίδι να σταθεί, μεριά ν’ απλώσει
Τ’ ατέλειωτο κουβάρι των ελπίδων του
Τι τον πλακώνει η απανεμιά, τον ζώνει ο χρόνος
Κι ένα μεράκι η θύμηση του σκάβει τα πνεμόνια
Γιατί η καρδιά του είναι βαριά, δεν τη σηκώνει το αίμα
Και το θεόρατο ίσκιο του η τρύπια φορεσιά

Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη

Δεν έχουν μπάλσαμο οι στεριές κι αγέρα τα βουνά
Δεν έχει πια για μας καράβια η θάλασσα


ΕΠΑΝΩ ΣΤΑ ΙΧΝΗ


Περπατώ και θυμούμαι

Κάτι ξέχασα
Κάτι είχα να κάμω

Πουθενά δεν είναι ο κόσμος
Κλεισμένοι ο ένας στον άλλο
Γνωρίσαμε τη νύχτα που ομιλεί

Κάθε πρωί γίνεται φως
Καινούργιος ουρανός
Ποτέ πια, δεν είναι αλήθεια,
Μέσα μου σκυμμένο πρόσωπο
Χέρια ξεχασμένα μέσα στη σάρκα

Περπατώ και θυμούμαι
Γυμνή στιγμή απέραντη διάρκεια

Ποτέ πια, δεν είναι αλήθεια,
Μέσα μου σκυμμένο πρόσωπο
Διπλό κορμί ακέρια μοναξιά

Να κοιμηθώ να γνωρίσω ατέλειωτα


ΚΥΜΟΘΟΗ (III)


Ένα βήμα κι ένα παράθυρο
Θάρρος
Και καθαρή καρδιά
Κι όπου μας βγάλει ο άνεμος
Η τελευταία περιπέτεια

Μπροστά μας η θάλασσα
Η σιωπή
Με τ’ απλωτά καρδιοχτύπια και τους θανάτους
Ανοιχτή ανέπαφη μέρα

Ένα ταξίδι κι έναν ουρανό
Στον τρίτο
Στον τέταρτο
Στον πέμπτο
Θα κοιταχθούμε στον ίδιο καθρέφτη
Ανάμεσα στους πιο γυμνούς αγγέλους

Σαν τα κουτιά π’ ανοίγουν
Και γίνονται περιστέρια
Και δάκρυα

ΚΥΜΟΘΟΗ (V)


Όταν αισθάνομαι πως είμαι μόνος
Κινδυνεύω μέσα σ’ ένα λυγμό

Υπάρχω για να κοιτάζομαι
Μ’ ένα βλέμμα κλειστό
Ανέκφραστου κοριτσιού

Πόσο σμιχτά υπάρχουμε
Ακριβή μοναξιά μου
Ανάμεσα στα γυμνά μπράτσα

Σ’ έχω κρυφό καρδιοχτύπι
Όπως η ψυχή το σώμα
Όπως η θάλασσα το φεγγάρι

Ποιο είναι το δέντρο
Ποιος ο άνεμος

Να μην πάψω ποτέ να είμαι
Κι όμως δεν είμαι παρά ένας άλλος
Που σκύβει μέσα στα μάτια μου
Μ’ ένα βλέμμα που τρυπάει

Ποιος είναι

Με παραμονεύουν
Διπλές ματιές
Φορεμένα χέρια
Σε κάθε κατώφλι


ΣΗΜΑΔΙΑ


Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα

Τα μαλλιά μου ήταν μια φορά γεμάτα ήλιο
Φωνές της θάλασσας

Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα

Είναι μέσα κάτι
Που παίζει
Πονεί
Εδώ στο μάτι
Μια πεταλούδα

Ψάχνω να βρω σημάδια

Είχα θαρρώ φυλάξει
Κάτι απομεινάρια
Κάτι ωραία φτερά

Ανασέρνω το πανί
Ένα σκέτο ορθογώνιο πλαίσιο
Πεθαμένα πουλιά και φύλλα

Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα


ΦΑΝΤΑΣΜΑ


Κανένας πετεινός
Δε θα λαλήσει πια
Κανένας πετεινός

Κόπηκε η καρδιά

Κανένας πετεινός
Τσάπες και φτυάρια
Μέσα στ’ αυτιά

Είχα μια ψυχή
Και την έχασα
Μες απ’ τα δόντια σου

Δε θα λαλήσει πια

Είχα μια ψυχή
Κι είχαμε μαζί
Ένα σώμα
Ζωντανό κρέας
Κι ένα σανίδι

Κόπηκε η καρδιά

Ψυχές που χάθηκαν
Καρδιές που κόπηκαν
Χωρίς να γνωρίσουν
Θέλουν τα δώσουν πίσω
Τ’ αποξενωμένα χέρια
Τα ψεύτικα κόκαλα

Τα μαλλιά και τα ξύλα θυμούνται

Ήμουνα παιδί
Κι είχα μια ψυχή
Δυο μήλα και δυο χέρια
Σαν περιστέρια

Είχα μια ψυχή
Κι είχαμε μαζί
Ένα σώμα

Χωρίς καρδιά δίχως σανίδι
Δεν μπορώ να κοιμηθώ
Χωρίς μήλα δίχως χέρια
Με μια πέτρα επάνω στο στήθος

Δεν μπορώ να κοιμηθώ

Ψάχνω να βρω σημάδια
Μέσα στα μάτια
Μέσα στο δέρμα
Επάνω στα παλιά
Λερωμένα εσώρουχα

Μια ρανίδα
Ένα βλέφαρο



Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Moonlight Sonata/ Η Σονάτα του Σεληνόφωτος



 Μία απόπειρα στο βίντεο, ν' αποδώσω φωνητικά το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου - Η Σονάτα του Σεληνόφωτος- με την παρενόχληση εξωτερικών θορύβων, δυστυχώς δεν έχω κάποιον καλύτερο τρόπο εγγραφής, τη γκρίνια του σκύλου μου που ακριβώς στα μισά της ανάγνωσης έγινε πολύ απαιτητικός, και άλλα που τρέχουν μέσα στη μέρα, όπου δεν υπάρχει το φως του φεγγαριού, ούτε η σιωπή της νύχτας. Παρ' όλα αυτά, δεν μπόρεσα ν' αντισταθώ στον πειρασμό γι' αυτό το πείραμα. Κι εδώ το βίντεο πάγωσε σε μερικά σημεία, ευτυχώς δεν έφαγε λέξεις τέλος πάντων, ιδού

Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ
Ανάγνωση, Ελένη Μπάλιου



 

 

 

 

 Η Σονάτα του Σεληνόφωτος,1956,

η πρωιμότερη από τις μακρές συνθέσεις

 της Τέταρτης Διάστασης, σημαδεύει με την

ιδιότυπη μορφή και ατμόσφαιρά της το ξεκίνημα

 μιας νέας εποχής, όχι μόνο για το έργο του Γιάννη

 Ρίτσου (1909-1990), αλλά και για την ποίησή μας

 γενικότερα. Στην αφετηρία της πιο αίθριας εποχής

 για την προσωπική ζωή και δημιουργία του ποιητή,

 φαίνεται να ανασύρει από το παρελθόν βιώματα,

 αγωνίες και συγκινήσεις που δεν ανιχνεύονται στα

 ποιήματα της προηγούμενης «ηρωικής» δεκαετίας

 του Ρίτσου.

Στη συνείδηση του ποιητή αντανακλώνται

ιδεολογικές ανακατατάξεις που συνταράζουν

 την εποχή αυτή τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς,

 στον οποίο ιδεολογικά και πολιτικά είναι ενταγμένος

 ο Ρίτσος. Ο ποιητής νιώθει επιτακτική την ανάγκη

 να επανατοποθετηθεί απέναντι στον κόσμο,

 γιατί του είναι αδύνατο να μη σκέφτεται το αύριο

 και για να το καταφέρει, καταφεύγει στη διαλεκτική

 της «υποκριτικής»: σε «προσωπεία» μυθικά

 ή σε στερεότυπα (ρόλους ας πούμε)·

 στη φωνή τους σμίγει η αλήθεια του άλλοτε

 και του τώρα, του απώτατου και του τρέχοντος,

 του εγγύς και του μακράν, διανοίγοντας την

 προοπτική του μέλλοντος για ό,τι γνωρίσαμε,

 για τον «κόσμο του χθες».

 Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, από τα πιο αγαπημένα

 και γνωστά κείμενα του Ρίτσου, είναι ένας σκηνικός

 μονόλογος, μια «εκ βαθέων» εξομολόγηση,

μια παρατεταμένη ικεσία για ζωή κι ελπίδα,

μέσα από ροή παραστάσεων και συμβόλων.

πηγές: Νεοελληνική Λογοτεχνία (Γ Λυκείου Ανθρωπιστικών Σπουδών) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

 

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

Stivie Nicks/The Maker of birds


Η Stephanie Lynn Nicks (γεννημένη στις 26 Μαΐου 1948) είναι μια αμερικανίδα τραγουδίστρια και τραγουδοποιός γνωστή για τη δουλειά της με το συγκρότημα Fleetwood Mac και ως σόλο καλλιτέχνης. Είναι γνωστή για τη διακριτική της φωνή, τη μυστικιστική σκηνή και τους ποιητικούς, συμβολικούς στίχους. 

Η Nicks έγινε μέλος του Fleetwood Mac το 1975 μαζί με τον τότε φίλο της Lindsey Buckingham. Οι φήμες, το δεύτερο άλμπουμ του Fleetwood Mac μετά την ενσωμάτωση των Nicks και Buckingham, ήταν το άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις της χρονιάς που κυκλοφόρησε και μέχρι σήμερα έχει πουλήσει πάνω από 40 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, καθιστώντας το ένα από τα άλμπουμ με τις καλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών. Το άλμπουμ παρέμεινε στο νούμερο ένα στο αμερικανικό άλμπουμ για 31 εβδομάδες και έφτασε στο νούμερο ένα σε άλλες χώρες. Το άλμπουμ κέρδισε το βραβείο Grammy για το άλμπουμ της χρονιάς το 1978. Δημιούργησε τέσσερα κορυφαία δέκα αμερικανικά μίνι Billboard Hot 100, με το "Dreams" του Nicks να είναι το μοναδικό hit του Billboard Hot 100 της μπάντας.

Το 1981, ενώ παρέμεινε μέλος του Fleetwood Mac, η Nicks ξεκίνησε τη σόλο καριέρα της, με το στούντιο άλμπουμ Bella Donna, το οποίο ήταν στην κορυφή του Billboard 200 και έχει φτάσει στο status multiplatinum. Έχει κυκλοφορήσει οκτώ σόλο άλμπουμ στούντιο.

H  Nicks ανακηρύχθηκε ως μία από τους 100 μεγαλύτερους τραγουδοποιούς όλων των εποχών από το Rolling Stone. Είναι η μόνη γυναίκα που έχει εισαχθεί δύο φορές στο Rock and Roll Hall of Fame, ως μέλος του Fleetwood Mac το 1998 και ως σόλο καλλιτέχνης το 2019. Έχει κερδίσει οκτώ υποψηφιότητες για το βραβείο Grammy και δύο υποψηφιότητες για το American Music Award ως σόλο καλλιτέχνης. Έχει κερδίσει πολλά βραβεία με το Fleetwood Mac, όπως ένα Grammy Award και πέντε Grammy Award.


The maker of Birds

 

A bird that is not mine

Three birds that belong to her

One emerald green, one snow white

One golden, flashing like a sunbeam through the night

One golden, flashing like a sunbeam through the night

 

When at first he saw her

It seemed she had no name

She sat alone, and it seemed to him

That the light and the face were the same

 

Her hair shone, streamed blond and gold

He thought, "Maybe I'm going insane"

Her gown was no more than the water could cover

This time would not come again

 

And the white mares dance

And the lady asks

"Take my wisdom with you as you ride

If you kill the dark Lord of Death

Someday, I shall be your wife

Someday, I shall be your wife"

 

And the birds are still singing

And the song is now sweeping

Like a silver, a silver shimmering flood

 

For you, Rhiannon

I would fight, I would fight the world

For you, Rhiannon, I would fight, I would fight the world

For you are in my blood

For you, for you are in my blood



About The maker of birds

Συνεντεύξεις και επιστολές της Stevie Niks για το τραγούδι της "Τhe bird maker" ή "the 3 birds of Rhiannon" Όπως ήταν ο αρχικός του τίτλος. 

 inherown.gif - 2,20 Κ

Η Rhiannon είναι η ιστορία μιας κυρίας που προέρχεται από έναν άλλο κόσμο ~ που ονομάζεται Bright world ~ και αφήνει το βασίλειό της για να γίνει σύζυγος ενός βασιλιά ~ ενός θανάτου βασιλιά ~ αλλά οι θεές δεν μπορούν πραγματικά να παντρευτούν τους θνητούς βασιλιάδες, εάν το κάνου θα χάσουν τις μαγικές τους δυνάμεις. Και δεν χάνουν τη γνώση τους απλώς ~ ξέρουν όλα όσα θα συμβούν απλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι 'αυτό.  Ο πιο δύσκολος τρόπος για να ζήσεις από το να μην έχεις μαγικές δυνάμεις είναι να μην μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις και να γνωρίζεις τι ακριβώς έρχεται και να μην μπορείς να το πεις σε κανέναν. Λοιπόν, κατεβαίνει και κάνει ολόκληρο το ταξίδι της, και είναι μια ολόκληρη ιστορία ~ είναι μια υπέροχη ιστορία.


Και έχει αυτά τα πουλιά που τραγουδούν και αυτός είναι ο θρύλος του τραγουδιού των πουλιών του Rhiannon. Και τραγουδούν αυτό το τραγούδι που λεγοντάς το, απομακρύνει τον πόνο και τα βάσανα και αν ακούσετε το τραγούδι, απλά αδειάζετε και φεύγετε και μετά όταν ξυπνάτε όλα εντάξει. Και είναι μια υπέροχη, υπέροχη ιστορία που χρησιμοποιώ πολύ, γιατί υπάρχει πολύ ~ φαίνεται να υπάρχει μεγάλη ανάγκη για την ιστορία της Rhiannon τον τελευταίο καιρό, γιατί αν οι άνθρωποι είναι λυπημένοι ή έχουν χάσει κανέναν ή κάτι, πραγματικά η ιστορία έχει πολύ νόημα.

~ Stevie Nicks, Starsound Special RKO Radio, 21 Δεκεμβρίου 1981


Δεν ήθελα να κυκλοφορήσουν την Rhiannon ως single [το 1975] γιατί σκέφτηκα: «Τι γίνεται αν δεν το κάνει; Τι γίνεται αν το Rhiannon μου, ρίξει το πρόσωπό της; Τότε, δεν είναι η επιλογή μου να την απελευθερώσω ως single, είναι μια μυθολογική θεά αλόγων και μπαμπού και δημιουργός πτηνών και είναι ένας λαμπρός, λαμπρός χαρακτήρας ... τι γίνεται αν πέσει το πρόσωπό της; "


Δεν έγραψα τη Rhiannon για εμπορικότητα. Την έγραψα  γιατί μου άρεσε το όνομά της και μου άρεσε η ιστορία της. Δεν την έγραψα να πουληθεί, απλά δεν είναι προς πώληση και δεν ήταν ποτέ.

~ Stevie Nicks, BBC One to One, 1989


Αυτό το τραγούδι [Rhiannon (Will You Ever Win)] είναι πραγματικά εμπνευσμένο από την παλιά ουαλική μυθολογία. Η Rhiannon είναι η θεά των αγώνων και ο δημιουργός των πουλιών, και το τραγούδι της είναι ένα τραγούδι που απομακρύνει τον πόνο. Όταν ακούτε το τραγούδι της, κλείνετε τα μάτια σας και κοιμάστε, και όταν ξυπνάτε ο πόνος έχει φύγει ή ο κίνδυνος έχει φύγει και θα δείτε τα τρία πουλιά της να πετούν μακριά. Αυτός είναι ο θρύλος. Έτσι, όποτε τραγουδάω το τραγούδι, πάντα το σκέφτομαι αυτό ...

~ Stevie Nicks, Μουσική σύνδεση, 1994


Πήρα το όνομα από ένα μυθιστόρημα, νομίζω ότι το αγόρασα σε ένα αεροδρόμιο λίγο πριν από μια μεγάλη πτήση. ονομαζόταν Triad, και αφορούσε ένα κορίτσι που ονομάζεται Rhiannon και την αδερφή και τη μητέρα της, ή κάτι τέτοιο. Μόλις σκέφτηκα ότι το όνομα ήταν τόσο όμορφο που ήθελα να γράψω κάτι για ένα κορίτσι που ονομάζεται Rhiannon. Το έγραψα περίπου τρεις μήνες πριν εγγραφώ στο Fleetwood Mac, περίπου το 1974. Και μετά για να ανακαλύψω ότι η Rhiannon ήταν ένας πραγματικός μυθικός χαρακτήρας! Πήγα και διάβασα τα τέσσερα βιβλία της Rhiannon και επισκέφτηκα την κυρία που τα είχε μεταφράσει.


Η Rhiannon είναι η δημιουργός των πουλιών και η θεά των αγρίων. είναι η προστάτιδα των αλόγων. Η μουσική της είναι σαν ένα χάπι πόνου. Όταν ξυπνάτε και ακούτε τα πουλιά της να τραγουδούν το μικρό της τραγούδι, ο κίνδυνος θα έχει περάσει. Συνειδητοποίησα ότι κατά κάποιον τρόπο κατάφερα να γράψω ένα τραγούδι που ταιριάζει πάρα πολύ με τη μυθική ιστορία της Rhiannon. Τότε άρχισαν όλοι να λένε ότι η Stevie πρέπει να είναι μια μαύρη μάγισσα ή κάτι τέτοιο.

~ Stevie Nicks, τραγούδια στο τραχύ από τον Stephen Bishop, 1996


 

Υπάρχει ένα ακόμη πράγμα που μπορώ να σας στείλω [τα στρατεύματα του Πολέμου του Κόλπου], και αυτή είναι η ιστορία μιας ουαλικής μυθολογικής θεάς, που ονομάζεται RHIANNON. Μια φορά, πολύ καιρό πριν, έγραψα ένα τραγούδι γι 'αυτήν. Ονομάζεται «ο θρύλος του τραγουδιού των πουλιών του Ριαννών».


Η Rhiannon ήταν βασίλισσα σε έναν κόσμο πολύ πιο πάνω από εμάς που ονομάζεται λαμπερός κόσμος, όπου όλα τα χρώματα ήταν πιο φωτεινά και όλοι είχαν μια ιδιαίτερη λάμψη γύρω τους. Ήταν ένας όμορφος κόσμος, και αγάπησε τον κόσμο της, αλλά ερωτεύτηκε έναν θνητό βασιλιά από τον κόσμο ΜΑΣ ... και άφησε τον κόσμο της για να έρθει στο δικό μας για να είναι μαζί του. Η Ριανόν είχε τρία πουλιά, ένα λευκό, ένα σμαραγδένιο πράσινο και ένα χρυσό. Λέγεται ότι σε καιρό πολέμου, ή διαμάχης ή πόνου, το τραγούδι της μπορεί να ακουστεί.


"Και κάτω από το λαμπρό μονοπάτι, ήρθαν τα τρία πουλιά που τραγουδούσαν, κατευθείαν στη μέση της ταλαιπωρίας και του πόνου ..." αλλά αν ακούγες το τραγούδι της, τα μάτια σου θα έκλειναν απαλά και θα γλιστρούσες. Όταν ξυπνούσες το πρόβλημα θα είχε φύγει, ο ουρανός θα ήταν το πιο θαυμάσιο γαλάζιο, και στο πίσω μέρος του μυαλού σου θα ακούγες αυτό το μικρό τραγούδι, σαν ένα λεπτό μικρό μουσικό κουτί. Αν ήσουν τυχερός, μπορεί να έβλεπες ακόμη και τα τρία όμορφα πουλιά να πετούν αργά μακριά σου, κι αν ήσουν πολύ τυχερός, ίσως να έβλεπες ακόμη και την Rhiannon .... σιγά-σιγά γυρίζοντάς σε για να πεις, όλα είναι καλά, καθώς αυτή χαμογελά και την βλέπεις να εξαφανίζεται στα άσπρα σύννεφα.


Λέγεται ότι ο μύθος είναι αληθινός ... γι 'αυτό σας στέλνω την ενέργεια από τον χρυσό μου σταυρό και τα τρία πουλιά που τραγουδούν της Rhiannon για να σας παρηγορήσουν και να σας κρατήσουν ασφαλείς. .

~ Η Στίβι Νικς, σε μια επιστολή προς τα στρατεύματα του Κόλπου, Stars & Stripes, 1991