"Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της"
C.B

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Βαγγέλης Ραπτόπουλος/ Μία εποχή, μια γλώσσα....

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η αναζήτηση της πατρίδας, στη γλώσσα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου. 


«Η γλώσσα είναι η πατρίδα»

Μπορούμε να πάρουμε αυτή τη φράση του Βαγγέλη Ραπτόπουλου με την οποία ξεκινά το βιβλίο του Μοιρολα3 (έτος έκδοσης 2014). Μπορούμε να κάνουμε την αναδρομή οι παλιότεροι στις τελευταίες δεκαετίες, συμπεριλαμβανομένης και της εφταετίας της Χούντας, την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης, τη δεύτερη, την Τρίτη κλπ, μέχρι τις μέρες μας. Δηλώνει «πατρίδα» η γλώσσα των Ελλήνων τα τελευταία σαράντα χρόνια; Εκεί που οι εφημερίδες έπαιζαν τον δικό τους ρόλο στην δημιουργία και καθιέρωση νέων λέξεων, η τηλεόραση στη δημιουργία άχαρων και ανορθόγραφων τσιτάτων, «Ποτέ μέχρι σήμερα δεν έμαθαν οι τελεπερσόνες τον πληθυντικό των δικατάληκτων ονομάτων»  και το ίντερνετ στο συνονθύλευμα: εικονίδια, σημειολογία, αριθμολεξία, και συνθετικά με αγγλική ρίζα, μπορεί η γλώσσα να εξακολουθεί να είναι η πατρίδα; Κι αν ναι, για ποια εικόνα πατρίδας μιλάμε πλέον;
Αυτά είναι τα πρώτα ερωτήματα που μου καρφώθηκαν στη σκέψη καθώς διάβαζα τη συνέντευξη του Βαγγέλη Ραπτόπουλου στην Κρυσταλλία Πατούλη, τον Οκτώβριο του 2014.
Βεβαίως καταλαβαίνω γιατί πιστεύει αυτό, πως γλώσσα δηλαδή είναι η πατρίδα,  καταλαβαίνω όμως ακόμα πως μεγάλη ευθύνη για τη γλωσσική μετάλλαξη κι όχι μόνο,  φέρουν τα μαζικά μέσα ενημέρωσης ενώ το ίντερνετ, ακολουθώντας τις δυο ανάγκες, όπου η μία είναι η οικονομία του χρόνου και η άλλη η παγκοσμιότητα της επικοινωνίας, ακολουθεί κάποιους άλλους κανόνες. 

Όμως όσο ενδιαφέρον κι αν παρουσιάζει ιστορικά, κοινωνιολογικά και ανθρωπολογικά το θέμα αυτό, δεν γίνεται να ασχοληθώ μαζί του άμεσα, γιατί και το σημερινό θέμα μου δεν μπορεί να παρεκκλίνει πολύ, από το λόγο της ύπαρξης αυτού του blog.  Ο ρυθμός του λόγου, η μουσικότητα του γλώσσας, και τα έργα των  δημιουργών που ανταποκρίνονται σε αυτό το ζητούμενο για να τους αφιερώσω μία ανάρτηση.
Πρέπει να ομολογήσω πάντως πως οι σκέψεις στις οποίες με έριξε από την αρχή η φράση αυτή του Β. Ραπτόπουλου, θα εξακολουθήσουν να με βασανίζουν ακόμα και μετά το τέλος αυτού του αφιερώματος.
Όλα ξεκίνησαν από την επιθυμία μου να συσχετίσω τον δημιουργό με τον άνθρωπο, μια άλλη προϋπόθεση για να ξεκινήσει ένα αφιέρωμα, άνω τελεία.  Και ακούγοντας μια σειρά από συνεντεύξεις του ίδιου, παράλληλα με την τρελή μελέτη των βιβλίων του, άρχισε να σχηματίζεται μπροστά μου η οντότητα «Βαγγέλης Ραπτόπουλος» και μέσω αυτού να μου εδραιώνεται η πεποίθηση ότι «είναι τόσο καλό ένα κείμενο, όσο η μουσική που πάλλει το λόγο του» Και «είναι τόσο καλός ένας συγγραφέας, όσο….(να το πω; ας το πω) όσο η μυθοπλασία του μπορεί να βγαίνει μέσα από την αλήθεια του». Θα παρεξηγηθώ το ξέρω, αλλά δεν θα το εξηγήσω περαιτέρω.
Με το τελευταίο ζητούμενο, έπιασα να διαβάσω το πρώτο από τα 4  βιβλία του συγγραφέα που έχω στην κατοχή μου.  Ξέρω. Σε σχέση με τον όγκο του έργου του ο αριθμός αυτός είναι μικρός. Ενώ όμως στη διαθεσή μου υπάρχει απεριόριστος χρόνος για να τα ξεκοκαλίσω σιγά σιγά μέχρι τελευταίου, δεν υπάρχει λόγος να περιμένει τόσο πολύ ένα αφιέρωμα, όταν ο λόγος που γίνεται έχει ξεκαθαριστεί από την αρχή.
«Τα τζιτζίκια» Είναι το τελευταίο βιβλίο μιας τριλογίας που ονόμασε συνολικά «η γενιά μου». «Κομματάκια» είναι ο τίτλος του πρώτου βιβλίου και «Διόδια» Του δεύτερου.
Ο λόγος που ξεκίνησα να διαβάζω πρώτα το «τα τζιτζίκια»,  είναι ότι έγραφε στο αυτάκι του εξώφυλλου, ότι το βιβλίο είναι εμπνευσμένο από ένα αληθινό περιστατικό.  Πρόκειται για την ιστορία μιας ληστείας «ερασιτεχνικής και αδέξιας» όπως αναφέρει και ο ίδιος ο  συγγραφέας στο οπισθόφυλλο.
Θα σας παραθέσω ένα πρώτο απόσπασμα στο οποίο πριν από κάθε τι άλλο επισημαίνω τον ρυθμό της γλώσσας του, ή αλλιώς την ροή αυτού του κειμένου.
Επειδή η ταχύτητα έχει πολύ μεγάλη σημασία εδώ, η ζωές των ηρώων στον ίλιγγο των γεγονότων.Γεγονότα που δεν περιγράφονται μέσα στο βιβλίο αλλά που εύκολα μπορεί να συνδέσει κανείς μέσα στη σκέψη του, αν ξέρει λίγο από το άθλημα της μοτοσυκλέτας που εδώ στην Ελλάδα δεν καθιερώθηκε  από την αρχή σαν «άθλημα», όσο σαν χόμπι παλαβών πιτσιρικάδων «καμικάζι», που έπαιζαν για πλάκα τη ζωή τους κορώνα γράμματα στην άσφαλτο, εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας  του  ’70. 

Απόσπασμα
«…………….
«Τι δουλειά κάνετε;»
Έδειξα το στήθος μου, να καταλάβω αν η ερώτηση ήτανε για μένα, κι εκείνη κούνησε το κεφάλι.
«Ο Τακούλης δουλεύει σ’ ένα συνεργείο», είπα.
«Εγώ κι ο φώτης, γράψε τίποτα.»
«Τι θα πει, τίποτα;»
«Καθόμαστε.»
«Και τι τρώτε; Αέρα;»
«Περίπου», είπα.
«Κι οι μηχανές; Πού βρίσκετε τα λεφτά για βενζίνη;»
Ο Τακούλης πετάχτηκε ξανά. «Τσοντάρω κι εγώ καμιά φορά.»
Του’ δειξα τα δόντια και βιάστηκα να πω. «Όποιος έχει, βάζει. Πότε πότε, βοηθάω κι εγώ τον πατέρα μου στην οικοδομή».
«Δεν καθόσαστε, λοιπόν», έκανε εκείνη. Χτύπησε το άφιλτρο στο πακέτο της κι έδειξε με το κεφάλι τον Φώτη. «Και το παιδί; Βάζει κι αυτός;»
Τον παρακάλεσα με τα μάτια ν’ ανοίξει το κωλόστομα, αλλά εκείνος τον χαβά του. Τα ίδια και τα ίδια. Μια ζωή.
«Ο Φώτης έχει ψώνιο με την μουσική», είπα τελικά. «Πέρσι το καλοκαίρι δούλευε σε μια ντισκοτέκ. Έβαζε δίσκους.»
«Δεν τον βλέπω και πολύ κεφάτο», έκανε και τού’ ριξε ένα πλάγιο βλέμμα. «Έχει κανένα πρόβλημα;»
Πήγα να απαντήσω, αλλά δεν πρόλαβα. Ο φώτης ήρθε αυτομάτως μπροστά και κούνησε το δάχτυλο.
«Κοίτα να δεις.»
«Ξένια με λένε», τον έκοψε εκείνη.
«Χαίρω πολύ», έκανε ο Φώτης, «Μόνο που εγώ είμαι περαστικός. Κατάλαβες; Ερωτήσεις και τέτοια, στα παιδιά από δω.»
«Κόφ’το, Φώτη», φώναξα.
«Ηρεμήστε, ρε παιδιά», είπε ο φωτορεπόρτερ.
Ταυτόχρονα σχεδόν, έσκασε μύτη το γκαρσόνι κι ακούμπησε τον δίσκο στο τραπέζι. Ο Φώτης έκανε πίσω κι η Ξένια έκλεισε το μαγνητόφωνο. Παρά τρίχα. Λίγο ακόμα και θα γινόμασταν μαλλιά κουβάρια. Ψάχτηκα για λεφτά.
«Άσε», είπε η Ξένια. «Σήμερα είναι δικά μου. Μια άλλη φορά, κερνάτε εσείς.»
«Μας προσβάλεις», έκανα.
«Κάτσε φρόνιμα», είπε εκείνη.
Όταν το μαγνητόφωνο άρχισε να δουλεύει ξανά, είχαμε ηρεμήσει κάπως κι η κουβέντα γύρισε σ’ αυτά που είναι της μόδας.
«Με τα κλεφτρόνια μην την ψάχνεις», είπα. «Βρομάει η δουλειά. Υπάρχουνε γνωστά ονόματα από πίσω. Αντιπροσωπείες που τα ξαναπουλάνε. Όσο για τους τσαντάκηδες, είναι ρεζίλι. Το ρισκάρουνε για ψιλά κι άμα πέσουνε και σε καμιά ζόρικη, τους πλακώνει στις τσαντιές και φεύγουνε με καρούμπαλα.»
Ύστερα πιάσαμε τις κόντρες και τα στοιχήματα, τις σούζες και τα κυβικά. Ο Τακούλης πού’ ναι άσος στα τεχνικά, έκανε αναλύσεις. Στο τέλος, η Ξένια έκλεισε το μαγνητόφωνο κι είπαμε να πάμε για φωτογραφίες στο νταμάρι, να’ χει μυστήριο σκηνικό. Ατμόσφαιρα κι έτσι. Σηκωθήκαμε κι άφησα τους άλλους να περάσουνε μπροστά, πήρα στην άκρη τον Φώτη. Για να δεις ότι εγώ δεν πουλάω μούρη.
«Δεν λέω να βγεις φωτογραφίες», του’πα. «Κάτσε και κοίτα. Μόνο νά’ρθεις μαζί.»
Είχε σκύψει το κεφάλι κι έξυνε το μάγουλο. Ύστερα σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τους άλλους πού’χανε σταθεί μπροστά στις τζαμαρίες της καφετέριας. Έκανε πως κοίταγε γενικά, αλλά πάω στοίχημα πως έκοβε την Ξένια.
«Εντάξει», είπε.
Καβαλήσαμε τις μηχανές και πήραμε την ανηφόρα για το νταμάρι. Μπροστά εμείς και πίσω η Ξένια κι ο φωτορεπόρτερ με τ’ αμάξι. Σαν κάτι λιμουζίνες μ’ επισήμους, που πάνε φάλαγγα με τις μοτοσικλέτες της τροχαίας. Είχε πλάκα η σκηνή. Περάσαμε το γήπεδο και το νεκροταφείο, τα σπίτια να χαμηλώνουνε κι ο δρόμος να στενεύει. Θα νομίζουνε πως τους πάμε σε κάνα χωριό. Ύστερα πήραμε το δρόμο που βγάζει στο βουνό. Σκουπίδια και μπάζα παντού. Από τότε που το νταμάρι είχε κλείσει, πετάγανε ό,τι  σκατά θες. Περάσαμε και τις τεράστιες μπουλντόζες με τις σκουριασμένες αλυσίδες στα λάστιχα, πού’ ταν αραγμένες έξω απ’ τις εγκαταστάσεις, και βγήκαμε σ’ ένα πλάτωμα.
Ο Φώτης έκανε στην άκρη κι η Ξένια τράβηξε τ’ αμάξι κοντά του, να μην εμποδίζουνε. Ο φωτορεπορτερ σκάλιζε τους φακούς και ρύθμιζε το διάστημα.  Άντε, να τελειώνουμε. Είπα του Τακούλη να δέσει τα χέρια στην μέση μου κι αρχίσαμε τ’ ακροβατικά. Το χώμα να σηκώνεται σύννεφο κι ο ήλιος να μας ψήνει. Ο φωτορεπόρτερ έλεγε, κι άλλη μία, έλα πάλι, τρομερή πόζα, κι έκανα σούζες και ψαράκια συνεχώς. Ύστερα ξεφόρτωσα και τον Τακούλη κι έμεινα μόνος. Ο Φώτης είχε πιάσει την κουβέντα με την Ξένια και την είχανε βρει. Κανένα πρόβλημα, έ; Και προηγουμένως, μού’ κανες τον δύσκολο. Αλλά δεν μασάω κουτόχορτο, ρε Φώτη. Σε μάθαμε. Έκανα και τα τελευταία κόλπα κι ο φωτορεπόρτερ καπάκωσε τον φακό. Θά’ τανε τρεις, τρεισήμισι. Δώσαμε τα χέρια και τ’ αμάξι της Ξένιας πήρε την κατηφόρα. Χρόνια πολλά. Περίμενα τον Τακούλη να ξανανέβει πίσω μου κι έφερα την μηχανή κοντά στον Φώτη.
«Τι σού’ λεγε τόση ώρα;»
«Τίποτα», είπε κι άρχισε να ξύνει το χώμα με την μύτη του παπουτσιού του.
Κάθεσαι και μιλάς πενήντα ώρες και μετά λες τίποτα. «Τα βρήκατε, τουλάχιστον;» ρώτησα πάλι.
«Είδα που σού’δωσε κι ένα χαρτί.»
Καβάλησε την μηχανή και γύρισε τον διακόπτη. Ύστερα έφερε το χέρι στο γκάζι να μαρσάρει και με κάρφωσε.


«Μπορεί», είπε."

Στο παραπάνω απόσπασμα μιλάει ο Σταμάτης. 

Απόσπασμα 2 
Από το ίδιο βιβλίο 
"..............Ήρθαμε στη μηχανή και καβαλήσαμε. Ο Σταμάτης την κατέβασε απ' το πεζοδρόμιο και μπήκαμε μαρσάροντας στην Πανεπιστημίου. Τον έσφιγγα απ' την μέση και χάζευα τις φωτεινές επιγραφές. Εκείνος έκανε σφήνες και πρόφταινε τα φανάρια. Κοίταγε ίσια μπροστά του και δεν έβγαζε άχνα. Είχε θυμώσει πάλι, αλλά όχι μ' εμένα. Γενικά . Σε καταλαβαίνω, Αρχηγε. Γιατί κι εγώ χάλια είμαι. Το γλεντήσαμε απόψε. Φτάνει τόσο. Μην πάθουμε και τίποτα. 
Στο ποτάμι μας έπιασε κόκκινο και σταθήκαμε απ' τη μεριά της εκκλησίας. Απέναντι κάτι τύποι κολλάγανε αφίσες. . Ήτανε τρεις με τα συμπράγκαλα κι ένας πιο κει για τσίλιες.
"Κοίτα, Αρχηγέ", είπα και τον σκούντησα.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. "Ξενέρωτοι", είπε. " Μια ζωή χαρτιά και πινέλα. Νομίζουνε πως κάτι κάνουνε. Δώσ' μου μια οργάνωση απ' αυτές που καθαρίζουνε χαφιέδες, να σου φάω τον πατέρα της Ελένης, πρώτο και καλύτερο." Ύστερα γύρισε και με κοίταξε

"Δεν πα' να γαμηθούνε, ρε Τακούλη. Καλύτερα μόνοι μας. Για πάρτη μας."

Το φανάρι είχε γίνει πράσινο και γκάζωσε, οι τύποι μείνανε πίσω. Καλό κόλλημα. Περάσαμε μια βόλτα κι απ' το κομμωτήριο, αλλά δεν υπήρχε ψυχή. Σιγά μη σε περίμενε, Αρχηγέ. Αυτή θα σου κρατάει μούτρα μια βδομάδα. Θα δεις. Κι η μηχανή του Φώτη έλειπε απ' την είσοδο. Ποιός ξέρει πού γυρνάει. Μόνο στην Μαίρη κάνει τον εντάξει. Σοβαρός και τρίχες κατσαρές. Φτάσαμε σπίτι κι ο Σταμάτης έσβησε την μηχανή, με περίμενε να κατέβω. Ήτανε σκοτεινά κι είχε ησυχία. Πότε πότε κάνα ροχαλητό ξέφευγε απ' τ' ανοιχτά παράθυρα. Σήκωσε το χέρι και τ' ακούμπησε στον ώμο μου. 
"Όλα καλά θα 'πάνε αύριο", είπε κι ήταν σαν να τό' λεγε στον εαυτό του. Για πρώτη φορά, μου πέρασε απ' το μυαλό πως μπορεί και να μην το πίστευε. 
"Καληνύχτα, Αρχηγέ", είπα μόνο.
"Καληνύχτα", είπε κι εκείνος. "Όνειρα γλυκά."

Στο δεύτερο απόσπασμα, τον λόγο έχει ο Τακούλης, ή Σπυρής. 

Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ο αφηγητής αλλάζει από ενότητα σε ενότητα, τον λόγο παίρνουν με τη σειρά όλα τα πρόσωπα της πενταμελούς παρέας. Ο επόμενος αφηγητής συνεχίζει την εξιστόρηση του προηγούμενου, ή  άλλοτε συνδέει τα παράλληλα γεγονότα σε κάποιο άλλο μέρος, την ώρα που η υπόλοιπη παρέα έτρεχε προς την επαρχία για να σωθεί από τη σύλληψη πχ, κυνηγημένη από την αστυνομία, μετά την αποτυχημένη τους ληστεία στην τράπεζα. Ήταν έκπληξη για μένα αυτές οι εναλλαγές των αφηγητών. Μια ευχάριστη έκπληξη, σαν να μου συστηνόταν ο καθένας προσωπικά και σαν δημιουργούσε μια ιδιαίτερη σχέση μαζί μου. Με μένα, την αναγνώστρια. 

Είδαμε στα δύο αυτά σύντομα αποσπάσματα το στιλ και τη φιλοσοφία της παρέας,κι  επειδή δεν θα βάλω άλλο απόσπασμα από το βιβλίο αυτό συμπληρώνω, την απέχθεια προς τους χαφιέδες και τους μπάτσους. Ωστόσο όλη αυτή η συρρωρευμένη οργή και ενέργεια που βρισκόταν σε έλεγχο και καταστολή λίγα μόλις χρόνια πριν, βγήκε καλώς ή κακώς με διαφορετικό τρόπο στον κάθε νέο της εποχής κι από κει και πέρα σηματοδότησε τη συνέχειά του και τις επιλογές του στη ζωή. Το αμερικάνικο όνειρο στρίγγλισε πάνω στην άσφαλτο και θέρισε ζωές. Αυτοί που γλύτωσαν από την άσφαλτο, συνάντησαν παρακάτω την επιτυχία του νεοέλληνα. Μπορεί και όχι. Το σίγουρο είναι ότι δεν έγιναν "ξενέρωτοι" Εγώ φυσικά ψάχνω να βρω την ακριβή έννοια του ξενέρωτου και το μυαλό μου πηγαίνει όλο στα ανάποδα. Ξε-νέρωτος, αυτός που δεν νερώνει το κρασί του; που το κατεβάζει μονομιάς και με θάρρος, να του κάψει το λαρύγγι "κι έτσι" που δεν επιλέγει μεσοβέζικες λύσεις, που δεν ζει την ήσυχη ζωούλα του μικροαστού, που είναι κακό παιδί, που είναι άγριο, που ζει με ένταση τα πάντα. Αυτό θα έπρεπε να σημαίνει, αφού έχει το ξε. Ενώ όλα αυτά, είναι ο μη ξενέρωτος "κι έτσι"

Οι λέξεις χορεύουν γυμνές. Οι λέξεις είναι η γλώσσα μας. Η γλώσσα μας εμείς. Εμείς η πατρίδα μας.  Μέσα σε δυο παραγράφους είδα όλη την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, με τους από δω, τους από κει, τους επαναστάτες αλά Τζέιμς Ντιν, τους άλλους "μια ζωή με τα χαρτιά που νομίζουν ότι κάτι κάνουνε". Ο βρυχηθμός το γκάζωμα, το ουρλιαχτό μιας μηχανής μαγκιά του χειριστή της, το ανθρώπινο ουρλιαχτό του πόνου, ντροπή. Ίσως από κει να ξεκίνησαν όλα, ίσως από κει να ξανάρχισαν όλα στραβά, δεν ξέρω.
Εκείνο που ξέρω είναι ότι αυτές οι σύντομες, κοφτές περιγραφές, το απαλλαγμένο από λογοτεχνικά στολίδια κείμενο, τέτοια κείμενα είναι η αδυναμία μου, ο άμεσος και πειστικός λόγος στο στόμα των ηρώων, η ακριβής αποτύπωση της εποχής μέσω της γλώσσας, αλλά και η κινηματογραφική ροή του κειμένου, δεν σε αφήνουν να συνειδητοποιήσεις το πότε από τη σελίδα 1, βρέθηκες στην 112. Κι αυτό νομίζω είναι το κέρδος. Επειδή αφέθηκες να σε συνεπάρει ένα βιβλίο που είχε τη δύναμη να το κάνει, ένας συγγραφέας που είχε την ικανότητα να σε οδηγήσει στο να σκεφτείς, "Ένα όμως, δεν φτάνει φίλε μου. Θέλω και το παρακάτω. Αν η γλώσσα μας όπως λες είναι η πατρίδα μας και ήδη μου θύμησες τόσο καλά τη γλώσσα μιας εποχής της, θέλω και τις υπόλοιπες. Γιατί δεν μπορεί να σταματούν εδώ τα πράγματα. Υποψιάζομαι μάλιστα πως η δική σου αιχμή, βρίσκεται σε αυτήν την παρακολούθηση. Αλλά θα μπορώ να το πω με σιγουριά, όταν προχωρήσω στο επόμενο βιβλίο. Και θα το εξηγήσω ακόμα καλύτερα, πιστεύω. Ελπίζω. Αλλά για το τόσο, και τις όμορφες συναρπαστικές στιγμές και γεμάτες πικραμένες και ευχάριστες αναμνήσεις που μου ξύπνησε το βιβλίο σου "τα τζιτζίκια", θα σε ευχαριστήσω θερμά Βαγγέλη Ραπτόπουλε. 
Για την ώρα θα σταματήσω εδώ.  Επειδή το συγκεκριμένο αφιέρωμα πρόκειται να είναι μεγαλύτερο απ' όσο το υπολόγιζα και πρέπει να σκεφτώ την οικονομία του χώρου και την υπομονή του αναγνώστη, θα ακολουθήσει πολύ σύντομα  και δεύτερο μέρος. Η συνέχεια. 
Μέχρι τότε θα σας δώσω κάτι για να σκεφτείτε. 
Οι "ξενέρωτοι" κι έτσι, ποιοί ακριβώς είναι σήμερα;




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου