Το 2000 το refene.com, ένα λογοτεχνικό site που έστησε για μένα ο σύντροφός μου, Jeff Klemm βρισκόταν στην τρίτη χρονιά της λειτουργίας του. Σκοπός της δημιουργίας του ήταν κυρίως να προσφέρει τον τρόπο σε κείνους τους δημιουργούς που δεν είχαν εκδώσει τα έργα τους και ήθελαν να τα κάνουν γνωστά. Τότε δεν υπήρχαν τα blog και το face book μιλώντας πάντα για την Ελλάδα και για να στήσει κανείς μια ιστοσελίδα χρειαζόταν ειδικές γνώσεις αλλιώς έπρεπε να καταφύγει στη βοήθεια ενός web master. Ανάμεσα στους πρώτους τριάντα δημιουργούς που πλαισίωσαν αυτή την προσπάθεια ήταν και η Αγνή Νικολαϊδου. Η Αγνή μου έστειλε τα ποιηματά της από την Αγγλία όπου ζούσε και εργαζόταν, μέσω της κοινής μας φίλης και συμπατριώτισσάς της. Λίγο καιρό μετά τη δημοσίευση κάποιων από τα έργα της, μου τηλεφώνησε από την Αγγλία. Ήταν ένας πολύ γλυκός και σεμνός άνθρωπος. Μιλήσαμε αρκετή ώρα, ήταν ενθουσιασμένη και με ενθάρρυνε θυμάμαι να συνεχίσω την προσπάθεια με το refene γιατί πίστευε ότι ήταν κάτι μοναδικό που θα έδινε χαρά σε όσους ανθρώπους δεν είχαν πρόσβαση στους εκδότες, ή ακόμα και να κάνουν γνωστό το έργο τους παρά την όποια έκδοση. Είχε μια βαθιά κουρασμένη φωνή αλλά μ' έφτανε καθώς την άκουγα η αύρα ενός λαμπερού, και δυνατού πνεύματος.
Είχαμε πει πως με την επόμενη επισκεψή της στην Ελλάδα θα κανονίζαμε να συναντηθούμε πράγμα το οποίο δεν επετεύχθη, προφανώς επειδή η συγκυρία δεν το επέτρεψε, αφού κι εμείς μετακομίζαμε στο δικό μου νησί το μισό χρόνο επί σειρά ετών. Το refene.com κάποια στιγμή έπεσε, μετά από μια δική μου καθυστέρηση να φροντίσω για το domain στο σέρβερ που το φιλοξενούσε. Όταν επιχείρησα να το ανεβάσω ξανά για να βαδίσει τον εντέκατο χρόνο της λειτουργίας του, διαπίστωσα πως κάποιος μας είχε αρπάξει το domain και μας το πουλούσε μετά για μεγάλο χρηματικό ποσό. Έτσι μαζί με τα έργα των 85 δημιουργών που πλέον στέγαζε, χάθηκαν από το διαδίκτυο και αυτά της Αγνής. Δεν είναι πολύς ο καιρός που πληροφορήθηκα το θάνατό της και το συναίσθημα ήταν αυτό της απώλειας ενός δικού σου ανθρώπου. Εύχομαι από κει που βρίσκεται τώρα να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη μερική αποκατάσταση και να χαίρεται. Πέρα από αυτό όμως, πιστεύω ότι τα ποιήματα της Αγνής Νικολαϊδου δικαιούνται μια θέση ανάμεσα σε αυτά των σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών. Ποιήματα μιας σφυρηλατημένης ψυχής στον αγώνα για μια ζωή χωρίς διακρίσεις, με ίση μεταχείριση, μια ζωή ειρηνική με δικαιοσύνη και ....αξιοκρατία.
ΥΓ. Η ευχάριστη έκπληξη ήρθε σήμερα το πρωί δια χειρός Jeff. Φύλαγε στα αρχεία του λοιπόν ολόκληρο το refene.com μαζί με όλους τους δημιουργούς και τα ποιηματά τους! Μπόρεσα να ανοίξω όλα τα ποιήματα κι αυτό μου έδωσε μεγάλη χαρά. Θα υπάρξει μια αδιάλειπτη συνέχεια των αφιερωμάτων εδώ. Δεν κατάφερα να ανοίξω ακόμα τα διηγήματα, ελπίζω να βρω τον τρόπο.
Αυτός ο άνθρωπος!
Αυθύπαρκτος, όχι αυτάρκης.
Αυτοτελής, όχι τέλειος.
Κινούμενος εν μέσω και κινών
πλέγμα νημάτων.
Κατηγορούμενος, κατηγορών
για πλήθος ανομημάτων.
Δημιουργός και καταλύτης.
Με αρχή, τέλος,
και συνέχεια!
Απελπισία
Τι κατάντια! να γκρεμίζεις
και το νέο με συντρίμμια να
χτίζεις!
η νέα σου ορμή να παρασύρει
κάθε σαθρό, να εξωραΐζει,
ως το τελικό κενό
Η ματιά πίσω θολώνει
στη θέα του τέλους που απλώνει…
και βουλιάζει την ψυχή στ’
αγεφύρωτο κενό!
Σαθρά στηρίγματα στήριξε η
νεανική ορμή
η σκόνη της κατάρρευσης έπνιξε
το ύστατο όνειρο!
Φωτεινή στιγμή λίγο πριν τη δύση
φωτεινή αντίθεση στο σκότος
που θ’ ακολουθήσει
να γεμίσει το κενό
Τι απελπισμένη ελπίδα
το τέλος να είναι η λύση!
Τι άγριο το ξύπνημά σου!
το ξημέρωμα να φωτίζει θύμα
ό,τι αγαπημένο να σταθεί
πάλεψες στα όνειρά σου!
Και να θεάσαι την καταστροφή
με βάθρο το ίδιο σου κουφάρι
να μην υπάρχει χέρι
το μέτωπό σου να δροσίσει·
λύτρωση κι αποκούμπι σου ο θάνατος
Όλο κι όλο μια Λήκυθος τέφρα
και τα συντρίμμια της ψυχής
η στάχτη των ονείρων,
πόσους αμφορείς θα γεμίσουν;
Πληγωμένος εγωισμός
Όταν βγάζεις τη γλώσσα στην
κοινωνία,
φρόντιζε να κοιτάζεις στον
καθρέφτη.
Εκτός από τη δική σου, θα
δεις
και τη γλώσσα που σου ’βγαλε
εκείνη.
Τυχερός, αν γλιτώσεις το φτύσιμο.
Δυνατός, αν το πάρεις για
δροσιά.
Έλα μάζεψε τα τσόφλια του
αυγού
που έσπασες όταν μεγάλωσες.
Φτάνει να μην τα πέταξες σαν άχρηστα
ή τα σκόρπισες στον άνεμο,
σαν πέταγες ψηλά.
Μάζεψέ τα όπως – όπως
σπασμένα όπως είναι,
να βολέψεις το σπασμένο σου
ανάστημα.
Αυγά γεννιούνται πολλά:
από αηδόνια, αετούς, κύκνους,
από κόρακες και φίδια.
Όλοι νομίζουν τους γέννησαν τα πρώτα.
Κανείς, από τα δεύτερα!
22/6/΄95
Απούσα παρουσία
Ορμητική η βοή της σιωπής
γέμισε το κενό που άφησε η
φωνή σου
τα ίχνη των βημάτων σου έσβησαν
στη λεωφόρο του απείρου.
Το σχήμα του κορμιο σου
απ’ ότι με αγκάλιασε.
Το άρωμα της ψυχής σου,
αγγίζει τα πάντα, ανεξίτηλο·
η φωνή σου, μουσική επένδυση
του ονείρου.
Θλιβερός στοχασμός
Ποιος άπληστος βλοσυρός θεός
ξεσταύρωσε τα χέρια της προσευχής
και τα όπλισε με θάνατο!
Ποιος άνεμος έσβησε τη φλόγα της
ελπίδας
και πάγωσε τ’ άσπρα περιστέρια!
Ποιο κόκκινο σύννεφο πολέμου
σκέπασε το γαλανό
κι έντυσε ικέτιδες στα μαύρα!
Ποιος έσβησε τον ίσκιο του
πατέρα
ποιος πάγωσε τα χείλη των
παιδιών
και θάμπωσε τη μέρα!
Κι έγινε πάλι μοιρολόι
το νανούρισμα των παιδιών·
μαυρομαντιλούσα η γλυκοφιλούσα
μάνα.
και το μακρόσυρτο τραγούδι
συνέχισε τη μουσική παράδοση.
Γιατί, γιατί,
ξυπνήσατε με φρέσκο αίμα
τα κοράκια
που χορτασμένα λες,
αναχάραζαν στις χρυσωμένες
τους φωλιές;
Γιατί, γιατί,
αφήσατε στο σπαραγμό το σώμα
που έθρεψε του κόσμου η ελπίδα!
Γιατί, γιατί,
να σμίξει ο θάνατος
στο δικό σας το χαμό
και τη χαμένη ελπίδα!
4/2/΄95
Αίσθηση κενού
Τελικά ήταν πήδημα στο κενό.
Κενό δεν είναι η έλλειψη αγάπης
πανταχόθεν και προς πάσα κατεύθυνση;
Μάτωσαν τα χέρια πέτρα να
κουβαλούν
να γεμίσει το κενό.
Και ο πόνος αβάσταχτος
κι εκείνο, όλο βάθαινε…
Ο ήχος της τελευταίας
άργησε πολύ να φτάσει.
Όταν τέλος ακούστηκε
ήταν κάτι σαν λυγμός
σα ρόγχος θανάτου
ή ήταν το γέλιο προτροπής;
που έλεγε:
τι ματαιοπονείς το κενό να
γεμίσεις;
Νέα θεμέλια, σε στέρεο χώμα
χτίσε
κι απάνω στάσου νικητής.
Ύψωσε σημαία την αγάπη,
τη δική σου αγάπη!
Τόλμη
Ονειρεύτηκε πολύ·
με όνειρα προσμονής,
χαράς, τόλμης,
Και τόλμησε:
έκανε τα όνειρα πραγματικότητα
κι εκείνα εκδικήθηκαν·
έγιναν σκληρή πραγματικότητα.
Την πολέμησε· μάτωσε.
Τις πληγές του μόνος
έπειτα έγλυψε, πήρε δύναμη
και πάλεψε τη σκληρή
πραγματικότητα.
Αξίες στο χρηματιστήριο
Τυφλή θεά της δικαιοσύνης,
ευτυχισμένη που δεν βλέπεις
να σέρνεσαι στην κρίση σου
από υποβρύχια και αεροπλάνα.
Σας κλαίω, θεοί των
σκοτωμένων παιδιών,
σε χρηματιστηριακή άνοδο ή
πτώση
από τους πλειοδότες /
μειοδότες
των μεγάλων έργων.
Ανάρπαστες του αίματος οι
μετοχές
που θα σκεπάσουν ενοχές.
Κλαίω κι εσάς, Σβετλάνα και
Αϊσέ
που με δάκρυ ανυποψίαστο
καθαίρετε το θυσιαστήριο του
χρήματος.
Δέομαι και για σένα
Μπουμπουλίνα,
μη σε ξυπνήσει ποτέ βροντή
πολέμου.
Δεν θέλουμε άλλες εθνικές
γιορτές
για ματωμένα χειροκροτήματα·
μας φτάνουνε οι άλλες.
ΧΡΗΜΑ Δούναι-λαβείν
Το χρήμα είναι είδος
ιδιόρρυθμο·
δύσκολα το κερδίζεις, εύκολα
το σκορπάς.
Όποιος πρέπει να δίνει,
έχει χίλιους λόγους να μην το
κάνει.
Όποιος έχει να παίρνει,
μολονότι σε απόλυτη σχέση με
τον δίδοντα,
μόνο ένα λόγο έχει, απλώς να
πάρει,
κι αυτόν ο δίδων –ως αμελητέο
– αγνοεί.
Όταν το δούναι- λαβείν
μεταξύ Δημοσίου και πολίτη
συμβαίνει,
οι ιδιορρυθμίες
πολλαπλασιάζονται.
Το μεν Δημόσιο παίρνει από
τον πολίτη
πάντα εύκολα,
ο δε πολίτης απ’ το Δημόσιο
πάντα δύσκολα.
Ο λόγος, ότι το Δημόσιο
είναι οργανισμός πάντα
ενδεής,
ενώ ο πολίτης πάντα αδαής,
ίσως και ολίγον αφελής.
Ο οφείλων πολίτης υπόκειται
σε ποινές πολλές,
έως και αυτήν της προσωπικής
κράτησης,
ήτοι, της προσωποκράτησης.
Το Δημόσιο εις ουδεμίαν·
ούτε εις αυτόν τον αναγκασμόν
συμψηφισμού των οφειλών!
Μην απορείτε, είναι εύλογον…
Ο μεν πολίτης
προσωποκρατείται
ως έχων πρόσωπο ένα,
το δε Δημόσιον θεωρείται
απαλλασσόμενο,
πολυπληθές ον και
πολυπρόσωπον,
άρα ασύλληπτον.
Εκατόμβη αθώων
Μάχαιρα έδωσες,
μάχαιρα θα λάβεις*
Οφθαλμόν αντί αφθαλμού
και οδόντα αντί οδόντος!
Πολλά τα γυάλινα μάτια
και οι οδοντοστοιχίες*
και οι μασέλες μεγάλες,
και γερές.
Μάτια ατενίζουν χωρίς να βλέπουν*
μασέλες αλέθουν αδιάκριτα.
Αναχαράζουν και αναμασούν!
Πού η λαβή πού η κόψη της μάχαιρας!
Αλλάζει χέρια, κόβει κεφάλια,
ένοχοι, αθώοι δυσδιάκριτοι.
Ο καπνός απ' τα ερείπια
και την καμένη σάρκα
θολώνει το βλέμμα.
Ο ορίζοντας καθαρίζει
κάπου στο μάκρος...
Το χέρι τεντωμένο σε αγκύλωση
δείχνει εκεί στο βάθος, μακριά,
τον ένοχο!
Καψαλιασμένα φτερά γεράκου
απλώνουν την τσίκνα των πτωμάτων
πέρα ως πέρα*
Πλαταγίζουν στον εφιάλτη
του κάθε κοιμισμένου.
Σε εγρήγορση ο ένοχος,
ξύπνιος και ο αθώος.
Βλέπει τον ίδιο καπνό να τον ζώνει.
Καπνοί ερειπίων και σάρκας παντού.
Φίλοι και εχθροί,
ένοχοι κι αθώοι,
Στο μεγάλο καζάνι του αλχημιστή.
Εμείς θα ελπίζουμε!
Μη δα μας έμεινε και τίποτ' άλλο!
Έχε καλά που η ελπίδα
δε βγαίνει στην αγορά*
ούτε πουλιέται, ούτ' αγοράζεται,
γεννιέται*
γεννιέται στις γόνιμες ψυχές!
Κι ενώ ψάχνω να βρω τα βήματα
σ' αυτό το τρελό της ζωής μπαλέτο,
ένα μου έρχεται αμέσως στο νου*
ο μη παραβάτης,
Πρώτος τον λίθο βαλέτω.
*=άνω τελεία.
Τις νύχτες μέρες.
Δύσκολη εποχή η νύχτα.
Επωάζει νυχτερίδες, κατσαρίδες,
σκορπιούς, και άλλα τρωκτικά.
Αυτά αφήνουν τα θαλάμια τους,
κάτω από τις σκοτεινές πέτρες,
για να χύσουν δηλητήριο,
σε ειδη που ευδοκιμούν τη μέρα
και κυκλοφορούν τη νύχτα.
Ένα απ’ αυτά ειναι ο άνθρωπος!
Αυτός είναι αμφίβιος, όμως.
Ζει, ευδοκιμεί και κυκλοφορεί,
νύχτα και μέρα.
Δίνει και παίρνει δηλητήριο.
Πολλές φορές δαγκώνει τον εαυτό του,
τα παιδιά του, τον πλησίον του.
Τη μέρα κάνει νύχτα τεχνητή,
για να εκτελέσει τα έργα του σκότους*
και τη νύχτα, μέρα,
για να εκτελέσει τα έργα του φωτός.
Αυτό το είδος, έχει κι άλλες διαστροφές.
Μιά απ’ αυτές, αγαπάει να σκοτώνει.
Άλλη, τη φύση, που τον γεννά πολυγαμικό,
με νομοθεσία που τον καθιστά μονογαμικό
αλλάζει,
ώστε, και τη μια και την άλλη να παραβιάζει!
Άλλη εξαίρεση είναι ο πόλεμος.
Καίτοι σκοτεινός, ευδοκιμεί μάλλον τη μέρα.
Μάλιστα τη φωτίζει έτι περισσότερο,
με δυνατές λάμψεις, αίμα,
και άλλα φώτα και χρώματα,
τόσο πολλά και φλογερά,
πολλοί τα βλέπουν πυροτέχνημα.
Και όταν τελειώνει το έργο του, ο Πόλεμος,
ελλοχεύει και κοιμίζει όλους*
στο σκότος!
Όσοι τον βλέπουν πυροτέχνημα,
παίζουν με τον Πόλεμο.
Τον ανάβουν, τον σβήνουν,
και κάνουν τα έργα τους
- αυτά πάντα σκοτεινά. -
Μετά τον πόλεμο,
αυτοί δεν κοιμούνται, αγρυπνούν*
δεν ανήκουν στα αμφίβια...
αποτελούν μιάν άλλη ομοταξία, τα πολύβια!
Ευδοκιμούν τη νύχτα, τη μέρα,
Και στον πόλεμο!
THIS IS AFRICA
Speechless!
Desperate for words!
I, a particle of the Great Creation,
how can I the words find,
the immense beauty, the magnificence
describe?
Beasts, mountains, rocks,
oceans, rivers, colours,
Shapes, shades, smells, sounds.
I shrink into myself and feel__..
all the Great Natoure's labour,
through countless centuries,
to create the greatness,
how in words describe,
i, a tiny particle of Creation!
Inexhaustible source,
Nature the Great!
There the painter's brush dips;
there the sculptor's chizel.
I shrink into myself
and feel_.
In my soul for words I dip!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου