"Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της"
C.B

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ / ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ / συνέχεια


Συνεχίζουμε το αφιέρωμα στο βιβλίο των αγνώστων ποιητών με τίτλο "ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ" με το μήνα Νοέμβριο. Κάποτε σε βραδιά ανάγνωσης σε λέσχη βιβλίου, εγώ και ο φίλος, εργοδότης, δάσκαλος, μέντορας και ενίοτε εχθρός μου, τσακωνόμασταν για το ποιος απ' τους δυο θα το διαβάσει στο κοινό. Σε αυτό είχαμε κολλήσει και οι δυο. Μέχρι και μέσα στην αίθουσα τρωγόμασταν σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο. Στο τέλος μου ψιθύρισε. "Σκάσε! μισό μισό θα το πούμε" και έτσι πράξαμε. Όταν ήρθε η σειρά μου να διαβάσω το έμμετρο, η φωνή μου έτρεμε. Σπάνια με είχε συγκινήσει ποίημα τόσο πολύ. Ίσως τότε, να ήταν η  μέρα που ένιωσα με κάποιες μυστικές εσωτερικές διεργασίες ότι η τόση επιμονή κι εκείνου να διαβάσει αυτό  κι όχι άλλο ποίημα μέσα από το ίδιο βιβλίο, είχε σχέση με τον δημιουργό και ο δημιουργός με τον ίδιο. Ξέρω, έπρεπε να είχα υποχωρήσει, αλλά αυτά δεν γίνανε σε ένα συνειδητό επίπεδο. Μόνο ακούγοντας τη χροιά της φωνής του, άρχισα να αποκτώ τις υποψίες μου. Κι όταν τελειώσαμε την ανάγνωση, του τράβηξα μια τσιμπιά. "Εσύ το έγραψες βρε κάθαρμα; -Άντε μωρή μουρλή!" Μου απάντησε.  



ΙΣΛΑΝΔΙΑ

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

Ann Kristensen (1955- )

ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ


                              Ι

Δεν έχω και πολύ καλή γνώμη για την πανσέληνο.
Συνήθως οι νύχτες στο Ρέικιαβικ,  είναι συννεφιασμένες
τα όνειρα άσπρα ή καφετιά από το πατημένο χιόνι
και τα ρολόγια των καμπαναριών, σταματημένα.

Ο μπαμπάς μου δεν έσβηνε την πίπα του ποτέ,
πάντα ανακατωμένο σαν αγουροξυπνημένο κεφάλι το γραφείο του
κι έμενε ως αργά γράφοντας ποιήματα και δοκίμια
για τη θρησκεία, την κρίση του πολιτισμού, την τέχνη, τον άλλο κόσμο…

Μια μέρα τον είδαμε στην τηλεόραση ανάμεσα σε ανθρώπους
που απεχθανόταν η μαμά και εκνευρισμένη είπε:
«Δεν μπορούν να τον καταλάβουν, Τους μιλά σαν προφήτης» κι ο θείος Όττε,
θανάσιμος εχθρός των συγγραφέων, συμπλήρωσε: «Χαραμίστηκες Ούρλικε».

Τάχιστα, επτά μέρες μετά, χάθηκε ο μπαμπάς στα σύννεφα σαν το φεγγάρι,
λες κι ήταν η λευκή του γενειάδα το προσάλπισμα της τελικής του πτώσης
και τον παρομοίωσαν οι κριτικοί της λογοτεχνίας
με τον Ουώλτ Ουίτμαν της Ισλανδίας.

Πριν γίνουν βέβαια όλα αυτά μια νύχτα του Νοέμβρη με πανσέληνο
που εμείς – η αδελφή μου κι εγώ – δεν βλέπαμε συχνά
γιατί οι νύχτες στο Ρέικιαβικ είναι συννεφιασμένες,
η μαμά που σίγουρα κάποτε τον αγαπούσε, ξέσπασε.

Μπήκε χιονισμένη στο σαλόνι, κατάκοπη απ’ το γραφείο,
κατακόκκινη απ’ το κρύο, συναχωμένη ή κλαμένη για να μας πει:
«Ευτυχώς οι άνθρωποι δεν σταματούν να χωρίζουν, να μοιράζουν περιουσίες,
να κλέβουν και να σέρνουν στα δικαστήρια ο ένας τον άλλον».

Δηλαδή δεν τό ’πε σε μας, μιλούσε στο τηλέφωνο: «Δεν τον πιστεύω πια!
Δεν μπορώ να τον περιμένω να τελειώσει με τον εαυτό του…
οι κόρες μου μεγαλώνουν…ίσως καλύτερα έτσι…θα του το πω απόψε!»
Κλείστηκαν στο γραφείο και μιλούσαν για ώρες.

Με το φεγγάρι εκεί, από πάνω, έξω απ’ το παράθυρο,
αψεγάδιαστο κι η Λόττε άρχισε να κλαίει:
«Κοίτα το φεγγάρι» ψιθύρισε, «είναι κακό σημάδι,
το έχεις δει ξανά τόσο κόκκινο; Σα μήλο της Έριδος.»

                                      ΙΙ
Η μαμά είναι σύμβουλος μιας νομικής εταιρείας προστασίας από τα χημικά απόβλητα.
Αναλάμβανε υποθέσεις και η Λόττε μεγαλώνοντας θα γινόταν δικηγόρος επίσης.
Εγώ άρχισα να γράφω αργά, μετά τα τριάντα μου. Πρώτα παντρεύτηκα,
το ένα πίσω από τ’ άλλο γέννησα τρία παιδιά, όλα τώρα στο κολέγιο.

Κάθε Νοέμβριο πάω στον τάφο του μπαμπά και κάθομαι με τις ώρες
πάνω στις χορταριασμένες πέτρες. Του διαβάζω τα ποιήματά μου, στιχουργήματα που αρέσουν στους εκδότες. Του εξομολογούμαι πόσο σκληρή είναι η ερημιά
μιας παντρεμένης γυναίκας που έχει περάσει προ πολλού τα σαράντα.

Του ζητώ να με συγχωρέσει που απατώ τον Γουστάβ, όπως κάποτε η μαμά εκείνον.
Φεύγοντας απ’ το νεκροταφείο γράφω πάντα ένα ποίημα για το πατημένο χιόνι,
τα συννεφιασμένα φεγγάρια της Ισλανδίας και τα λάθος ρολόγια των καμπαναριών,
σ’ αυτή τη λευκή σαν τη γενειάδα του μπαμπά πρωτεύουσα.

Την Λόττε βλέπω σπάνια, δεν έχει παντρευτεί, πότε με τον έναν, πότε με τον άλλον
και γίνεται έξαλλη όταν τα παιδιά μου την φωνάζουν «θεία Λόττε».
Η μαμά είναι με τον θείο Όττε πολύ ταιριαστοί, πάντα στο ίδιο σπίτι
που μεγαλώσαμε η αδελφή μου κι εγώ, ο μπαμπάς κι εκείνη.

Μόνο που ο μπαμπάς κοιμάται έξω στο νωπό χώμα
έχοντάς μου αφήσει κληρονομιά σαν αγουροξυπνημένο κεφάλι το γραφείο του
και το φεγγάρι του Νοεμβρίου που πάντα, από κείνη τη νύχτα,
κόκκινο-κόκκινο σα μήλο σκάει έξω απ’ το παράθυρό μου και με κοιτά θυμωμένο.

Κι ακούω πάλι τον μπαμπά να διαβάζει εκείνο το ποίημα, που είπε κάποτε
στην τηλεόραση και κάποιοι γύρω του χαμογελούσαν ειρωνικά
οι ίδιοι που αργότερα τον αποκάλεσαν
Ουώλτ Ουίτμαν της Ισλανδίας…

«Νοέμβρης του Σκορπιού κι ένα φεγγάρι μάτι
μεσάνυχτα και κάτι στη μάσκα τ’ ουρανού
Το λίγο εδώ του κόσμου, εγκυμονεί εντός μου
τον ήλιο ενός σεισμού.
Να τρέχει μεσημέρι κι η ερημιά απ’ το χέρι
να μ’ έχει μη χαθώ
κι εκεί που με πηγαίνει, η άσφαλτος να γέρνει
και να κατρακυλώ.

Νοέμβρης του Σκορπιού κι ένα φεγγάρι μάτι
βγαλμένο από γινάτι και ήχο εσπερινού.
Παραμονεύουν λύπες τα λόγια που μου είπες
στο φως του αυγερινού
 Ως τ’ άλλο καλοκαίρι, θα γίνω πια ξεφτέρι
στον εξευτελισμό
Δεν θα ’χει παραπέρα η νύχτα και η μέρα
εκτός απ’ το Σεισμό.»

Δεν έχω και πολύ καλή γνώμη για την Πανσέληνο.
Συνήθως οι νύχτες στο Ρέικιαβικ είναι συννεφιασμένες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου