"Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της"
C.B

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ-ΗΠΑ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ (συνέχεια)



Αμερική. Η χώρα των ονείρων όλων των εκτός, και των δικών μου. Ωστόσο οι αλήθειες της είναι σκληρές και πληγώνουν. Η Απεραντοσύνη της χωνεύει μέσα στο σύννεφο της αμμοθύελλας τις μικρές και μεγάλες ανθρώπινες περιπέτειες. Και σπάνια ένα λαγοπόδαρο καταφέρνει να εξορκίσει τις ματαιώσεις και τo άδοξο "end" του έρωτα, των καταδιωγμένων εραστών. 




ΗΠΑ

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ


Karen Hargreave (1942-)

ΛΑΓΟΠΟΔΑΡΟ

Μέσα στους γαλάζιους πηχτούς βάλτους των ονείρων μου
έρχεται το ψιλικατζίδικο του πατέρα σου στη Νότια Ντακότα,
στη μέση του δρόμου με τη σκόνη, ένα παράθυρο ανοιχτό στην Ανατολική Ακτή
και από μέσα το τραγούδι της Nina Simon:
«You’d be so Nice to come home to”,
Ένας φιδίσιος δρόμος με πεταλούδες στην παρακαμπτήριο για το Σάντα Φε,
δυο κορίτσια με ζαφειρένια μάτια σ’ ένα Ντράιβ Ιν, έξω από το Καγιόν Πας,
κάτι σακούλες γεμάτες χάπια από το Μεξικό κι εσύ να περπατάς
μες το σκοτάδι του Μπλουγουότερ αστείος σαν ελάφι
και να σε καταπίνει μια αμμοθάλασσα, τα νυχτοπούλια
και τα βλέμματα των γυναικών,
στα φώτα των τρελών αυτοκινήτων…
Συνήθως τον Οκτώβρη, πίσω από τους λόγους της Κοαλίνγκα
αργά ανατέλλει το φεγγάρι,
ένα σαξόφωνο κλαίει
και οι λεύκες λικνίζονται όπως τότε που σε πίστεψα και με πίστεψες
έξω από το ψιλικατζίδικο στη Νότια Ντακότα.
Στη Σάντα Φε Ρόζα τη νύχτα βγαίνουν κουκουβάγιες,
αλλάζω πόλεις μαζί σου,
το ινδιάνικο καλοκαίρι μας ακολουθεί παντού,
ο καύσωνας του Οκτώβρη μας κυκλώνει,
πες μου σου λέω που θες να πάμε;
Τραβάς μια γραμμή! Εκεί!
Άλλη μια! Κι εκεί! Άλλη μια!
Κίσσες παλεύουν μεσ’ το φαράγγι,
τηλέφωνα χτυπούν ενώ πίνεις και πίνεις,
δεν θέλω να ξυπνήσω, έρχεσαι και ξαπλώνεις πάνω μου.
Εκεί! Και δείχνεις
έξω απ’ το μοτέλ μια Μπιούικ του ΄64
και το φεγγάρι τόσο όμορφο
όσο σε μια φωτογραφία στην Αίγυπτο από το National Georgaphic.
Ύστερα είν’ η βίβλος του Κέρουακ,
από το ρώσικο λόφο κοιτάζαμε όλες τις στέγες του Νόρθ Μπιτς,
όλα τα φώτα νέον των μεξικάνικων κλαμπ,
τα πάρκα και τους κήπους
και τις κουρτίνες που ανεμίζουν στους ανέμους.

Φοβάμαι να ξυπνήσω,
νομίζω με κυνηγούν αλκοολικές γριές παραδουλεύτρες,
τυλιγμένες στη σκόνη του ποταμού Pajaro,
μαντίλι, μαχαίρι, τσατσάρα, κλειδιά.
«δεν θα πεθάνουμε απ’ τους εφιάλτες» μου λες,
και παίρνουμε το τρένο…τραγουδάς:
Φεγγαροχτυπημένο του Οκτώβρη τρένο,
Blue Moon...
Γη των σιδηροδρόμων,
φοράς το κίτρινο σακάκι και στα ρουθούνια ρινίσματα
από ατσάλι και μπενζεντρίνη,
οι μεξικάνικες σακούλες με τα χάπια μεσ’ τις αποσκευές μας,
Ατσάλινη Βηθλεέμ, Γριά Καλιφόρνια, Παράφορο φεγγάρι:
«Κοίτα πως τρέχει το βαγόνι μας
σ’ όλο το μήκος του κόλπου
αργήσαμε, δεν ξεχωρίζω πια τ’ αστέρια,
κι ούτε ξέρω αν σ’ αγαπώ,
σταμάτα το βαγόνι να κατέβω,
θα μπας πιάσουν οι μπάτσοι
μέσα στη σκουροκόκκινη σιδερένια νύχτα των τρένων…»

Θέλω να σε πάρω μακριά από τον ψυχεδελικό σου Οκτώβρη,
θέλω να σε σώσω,
στην επόμενη διασταύρωση θα πεθάνουμε.
Με φιλάς, κόκκινα χείλη και κόκκινα μάτια,
βγάζεις ένα λαγοπόδαρο
από την τσέπη σου και μου το δίνεις.
Πανί το πρόσωπό σου,
φτιάχνεις ένα κοκτέιλ από σκόνες, κάψουλες
και ένα κρασί μαύρο σαν τον καπνό του Τέξας
το σαξόφωνο κλαίει,
η πόλη άσπρη,
ιπτάμενες φώκιες στους δρόμους των χαμένων ευκαιριών,
κακόφημα μπαρ, ένα στενό δρομάκι τη νύχτα:
«που πάμε;
σ’ αυτή την κώχη της Αμερικής
δεν έχει θάλασσα
και στον επόμενο σταθμό
μας περιμένουν με τα όπλα…»

Θεέ μου δεν θα τελειώσει ποτέ αυτό το όνειρο
κι αυτό το φεγγάρι;
Πενήντα μίλια από τη Νέα Υόρκη,
βγήκες να πάρεις σάντουιτς στην άδεια αποβάθρα,
ο άνεμος φυσούσε στα μελαμψά σου δάχτυλα…
Πήρες μαζί σου το Μεξικό και χάθηκες,
κι εγώ έχω ακόμα το λαγοπόδαρο
που μού ’δωσες πριν φύγεις.
Υγρότοποι πηχτοί, γαλάζιοι, τα όνειρά μου
και ξύπνησα από σενανε.
αφήνοντας πίσω σμαραγδένια βουνά, ατυχήματα,
σακούλες χάπια που άδειασα στις τουαλέτες του τρένου,
περιπολικά, ακροδάχτυλα, δάση γεμάτα δεσμοφύλακες.
Θέλω να γυρίσω σπίτι
στο μπαλκόνι της 5ης Λεωφόρου.

Είμαι χωρίς εσένα κι είναι ακόμα Οκτώβρης…
Σέρνουν σακούλες οι άνεμοι.
Το στοργικό μου πέρασμα δεν είδες.
Έφυγε απ’ τη ζωή έξω κι από τα μάτια σου,
κρυφά πέρασε κι έγινε κονιορτός
και ώρες ώρες
κι ανείπωτα πράγματα
που δεν τα πρόσεξες
κι ούτε υπολόγισες
μεσ’ το τρεχάτο σου, μεσ’ τον ορυμαγδό.
Νύχτωσε πάλι
και δεν έχω κανένα λόγο να κλαίω
εκτός απ’ την πληθώρα της μιας φθινοπωρινής σελήνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου