"Διδυμότειχο μπλουζ" και Χριστούγεννα του '74. Η Ελλάδα μόλις άρχισε να κουνάει τα χέρια και τα πόδια της από το μούδιασμα του "γύψου". Η επιστράτευση δεν είχε λήξει και στις μονάδες της παραμεθορίου, τα δάχτυλα ήταν ακόμα στη σκανδάλη. Η ένταση, η αγωνία, ο φόβος, η μοναξιά, η ανάγκη για επικοινωνία, το να μοιραστεί κανείς στιγμές ανθρώπινες, μια φλόγα παρηγοριάς για την ψυχή που θα κρατήσει στη ζωή το παγωμένο σώμα, σ' ένα τοπίο χιονισμένο κι έρημο. Αυτά θα φέρουν κοντά τις δυο ψυχές, που βιώνουν τα ίδια, σε μια περίοδο που οι αγκαλιές ανοίγουν για τους αγαπημένους, μέσα σε σπίτια ζεστά και στολισμένα, με τις αγαπημένες μυρωδιές των παιδικών χρόνων, και την αύρα της θαλπωρής τους.
ΕΛΛΑΔΑ
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Ξημέρωμα στα Ρίζια Ορεστιάδας
στο τέλος της Ελλάδας
δυο άντρες ξενυχτούν
Ο Θάνος και ο Νάσος, δυο φαντάροι
κι απέξω το φεγγάρι
που ποθούν.
Δεκέμβρης και τα κάλαντα μονάδας
πιο κάτω ο Καιάδας
τα πυρομαχικά.
Καπνίζουν σα στοιχειά των Χριστουγέννων
κι ερειπωμένων τρένων
ξωτικά.
Μαζί στον τελευταίο προμαχώνα
τα γράμματα κορώνα
να πουν δυο μυστικά,
αυτά που λεν οι φίλοι μεταξύ τους
και ρίχνουν την ψυχή τους
στη φωτιά.
Θυμήθηκε ο ένας μια αμαρτία
κι ο άλλος μια θυσία
που πλήρωσ' ακριβά
και μύριζε παντού καμένο δάσος
σα δάκρυσε ο Νάσος
ξαφνικά.
Τα δάκρυα είναι λόγια και πονάνε
βαθαίνουνε και πάνε
ζητάνε μια αγκαλιά.
Ποιος θέλει εδώ φιλί και ποιος να δώσει
αχ! να μη ξημερώσει
άλλο πια.
Βαρύ, θανατικό έξω το κρύο
φυλάκιο για δύο
και άγιος ο Θεός,
που βλέπει από πάνω και σωπαίνει
γιατί καταλαβαίνει
ευτυχώς.
117 Μ.Π.Π
Χριστούγεννα 1974
ΕΛΛΑΔΑ
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Ξημέρωμα στα Ρίζια Ορεστιάδας
στο τέλος της Ελλάδας
δυο άντρες ξενυχτούν
Ο Θάνος και ο Νάσος, δυο φαντάροι
κι απέξω το φεγγάρι
που ποθούν.
Δεκέμβρης και τα κάλαντα μονάδας
πιο κάτω ο Καιάδας
τα πυρομαχικά.
Καπνίζουν σα στοιχειά των Χριστουγέννων
κι ερειπωμένων τρένων
ξωτικά.
Μαζί στον τελευταίο προμαχώνα
τα γράμματα κορώνα
να πουν δυο μυστικά,
αυτά που λεν οι φίλοι μεταξύ τους
και ρίχνουν την ψυχή τους
στη φωτιά.
Θυμήθηκε ο ένας μια αμαρτία
κι ο άλλος μια θυσία
που πλήρωσ' ακριβά
και μύριζε παντού καμένο δάσος
σα δάκρυσε ο Νάσος
ξαφνικά.
Τα δάκρυα είναι λόγια και πονάνε
βαθαίνουνε και πάνε
ζητάνε μια αγκαλιά.
Ποιος θέλει εδώ φιλί και ποιος να δώσει
αχ! να μη ξημερώσει
άλλο πια.
Βαρύ, θανατικό έξω το κρύο
φυλάκιο για δύο
και άγιος ο Θεός,
που βλέπει από πάνω και σωπαίνει
γιατί καταλαβαίνει
ευτυχώς.
117 Μ.Π.Π
Χριστούγεννα 1974
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου