"Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της"
C.B

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ /ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ- συνέχεια

ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ.
 Γιατί θυμίζει ελληνική δημοτική ποίηση το παρακάτω ποίημα; Ένα  απόσπασμα από το κείμενο του Χρήστου Μπαρμπαγιαννίδη, με τίτλο "Η καταγωγή των Βουλγάρων και η εγκατάστασή τους στη Βαλκανική χερσόνησο". Το κείμενο έχει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς κατατοπίζει για την προέλευση και εξέλιξη στο Βαλκανικό χώρο των γειτόνων μας και  βοηθάει να αντιληφθούμε τη διαχρονική σχέση του λαού αυτού με τις σλαβικές χώρες.


 Η ελληνική ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους και της νεοεισελθούσης χριστιανικής θρησκείας. Διότι ούτε οι Βούλγαροι, ούτε οι Σλάβοι είχαν δικό τους αλφάβητο. Οι Βούλγαροι έφεραν βέβαια από την Ασία μια ρουνική γραφή, αλλά ή χρήση της ήταν περιορισμένη και μυστικιστική και δεν μπόρεσε ποτέ να καλύψει τις ανάγκες του κράτους και των κατοίκων. Ο εκχριστιανισμός ήταν για τους Βούλγαρους όχι μόνο θρησκευτική και πνευματική ανάγκη, αλλά και πολιτική επιλογή για τη συνένωση των Πρωτοβουλγάρων και των ειδωλολατρών Σλάβων. Παρά τις μετέπειτα αρκετές πολεμικές αναμετρήσεις των Βουλγάρων με τους Βυζαντινούς, το βουλγαρικό κράτος είχε για τα καλά δεθεί πολιτιστικά και πνευματικά με το άρμα της ανατολικής αυτοκρατορίας, φέρνοντάς το μέσα στη μεγάλη βυζαντινή κοινοπολιτεία. 

(Παρακάτω ο σύνδεσμος)

Η καταγωγή των Βουλγάρων και η εγκατάστασή τους στη βαλκανική χερσόνησο





ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ (;)


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ


Άγνωστος ποιητής (11ος  Αιώνας)
ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ

Ο βασιλιάς κι ο θάνατος σε ξένο περιβόλι
λογομαχούνε αποβραδίς για πόλεμο μιλούνε:

-Εσύ τα φταις που βάλθηκες το κάστρο να ξεκάνεις.
-Εσύ τα φταις που αρνήθηκες την κόρη σου να δώσεις.
-Δεν είναι για τα μέρη σου η ακριβοθυγατέρα
πάρτης αν θες τη μάνα της η πάρτης τον πατέρα.
-την κόρη ζήτησα εγώ κι εσύ δεν μου τη δίνεις
η τιμωρίας σου είν' εδώ το κάστρο σου να χάσεις.
-Δεν με πονεί το κάστρο μου ούτε η βασιλεία
μόν' οι σαράντα στρατηγοί που τράβηξες μαζί σου.
Που μείναν χήρες οι κυρές και άδειο το παλάτι
κι έμεινε η θάλασσα αδειανή απ' όλο της τ' αλάτι.
-Τα παλικάρια σου έχασες και άλλα σου θα χάσεις
άμα δε βγάλεις στο γκρεμό τη μαυροθυγατέρα
εγώ την παίρνω όποτε, εγώ την παίρνω τώρα
μα τη ζητώ γυναίκα μου, κι όχι σκλαβί στον στον Άδη,
όμορφη, χρυσοστόλιστη κι όχι ματωβαμμένη
δωσ' το παιδί και σού 'δωσα πίσω τους στρατηγούς σου.
-Κόρακες νάχε μόνο η γη απ' όλα τα πουλιά της
εγώ το κοριτσάκι μου στον Άδη δεν το δίνω
τόχω να το παλυαγαπώ και να το καμαρώνω
και θα το πάρει μόνο αυτός που η ίδια θα θ' αγαπήσει.
-Άσκεφτος είσαι βασιλιά, μαύρη της είν' η μοίρα
γιατί αν το πάρει ο καλός μετά εγώ το πήρα
στους γάμους της θα είμαι εκεί με το χρυσό δρεπάνι
και την παρθένα πριν δοθεί Άδης θα την βασκάνει.
-Κάλλιο να πα απ' έρωτα στην κλίνη του θανάτου
παρά απ' άστοργο γονιό που δύναμη γυρεύει.
Βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στέμμα
βάνει τον έρωτα ουρανό και γη την αγκαλιά μου.
Το θέλω το καμάρι μου την κόρη μου να γίνει
χώμα απ' τη μοίρα την κακιά κι όχι απ' ανδρός ευθύνη.
Που ξέρεις αν καλόγρια δεν την ιδώ μια μέρα
αν αγαπήσει το Χριστό η ακριβοθυγατέρα
ίσως δοθεί στο θάνατο απ' του μυαλού τη ζάλη
και γίνει πέτρα του γιαλού μόνη της αν το θέλει.
-Θα στην επάρω βασιλιά γιατί θα την μαγέψω
με το φεγγάρι που θα βγει, απόψε θα στην κλέψω.
Θα το τρελάνω το παιδί στα μάτια μόλις γείρει
του φεγγαριού η αρμαρυγή και θα μ' ακολουθήσει.
Εδάκρυσε ο βασιλιάς, εδάκρυσε κι ο κόσμος
εδάκρυσε και ο Άγιος ο μήνας ο Γενάρης
πού 'χε στο περιβόλι του μέσα δυο μονομάχους
κι έσκυψε και ψιθύρισε ο μήνας στο φεγγάρι
να μη φωτίσει άλλο πια ετούτο το Γενάρη.
Φεγγάρι δεν εφάνηκε ολόκληρο το μήνα.
Φλεβάρης ήταν πού 'φυγε η ακριβοθυγατέρα.




Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ /ΕΛΛΑΔΑ /ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ / συνέχεια -ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ-

"Διδυμότειχο μπλουζ" και  Χριστούγεννα του '74. Η Ελλάδα μόλις άρχισε να κουνάει τα χέρια και τα πόδια της από το μούδιασμα του "γύψου". Η επιστράτευση δεν είχε λήξει και στις μονάδες της παραμεθορίου, τα δάχτυλα ήταν ακόμα στη σκανδάλη. Η ένταση, η αγωνία, ο φόβος, η μοναξιά, η ανάγκη για επικοινωνία, το να μοιραστεί κανείς στιγμές ανθρώπινες, μια φλόγα παρηγοριάς για την ψυχή που θα κρατήσει στη ζωή το παγωμένο σώμα, σ' ένα τοπίο χιονισμένο κι έρημο. Αυτά θα φέρουν κοντά τις δυο ψυχές, που βιώνουν τα ίδια, σε μια περίοδο που οι αγκαλιές ανοίγουν για τους αγαπημένους, μέσα σε σπίτια ζεστά και στολισμένα, με τις αγαπημένες μυρωδιές των παιδικών χρόνων, και την αύρα της θαλπωρής τους.



ΕΛΛΑΔΑ       
                     ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ

Ξημέρωμα στα Ρίζια Ορεστιάδας
στο τέλος της Ελλάδας
δυο άντρες ξενυχτούν
Ο Θάνος και ο Νάσος, δυο φαντάροι
κι απέξω το φεγγάρι
που ποθούν.

Δεκέμβρης και τα κάλαντα μονάδας
πιο κάτω ο Καιάδας
τα πυρομαχικά.
Καπνίζουν σα στοιχειά των Χριστουγέννων
κι ερειπωμένων τρένων
ξωτικά.

Μαζί στον τελευταίο προμαχώνα
τα γράμματα κορώνα
να πουν δυο μυστικά,
αυτά που λεν οι φίλοι μεταξύ τους
και ρίχνουν την ψυχή τους
στη φωτιά.

Θυμήθηκε ο ένας μια αμαρτία
κι ο άλλος μια θυσία
που πλήρωσ' ακριβά
και μύριζε παντού καμένο δάσος
σα δάκρυσε ο Νάσος
ξαφνικά.

Τα δάκρυα είναι λόγια και πονάνε
βαθαίνουνε και πάνε
ζητάνε μια αγκαλιά.
Ποιος θέλει εδώ φιλί και ποιος να δώσει
αχ! να μη ξημερώσει
άλλο πια.

Βαρύ, θανατικό έξω το κρύο
φυλάκιο για δύο
και άγιος ο Θεός,
που βλέπει από πάνω και σωπαίνει
γιατί καταλαβαίνει
ευτυχώς.

117 Μ.Π.Π
Χριστούγεννα 1974









Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ / ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ / συνέχεια


Συνεχίζουμε το αφιέρωμα στο βιβλίο των αγνώστων ποιητών με τίτλο "ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ" με το μήνα Νοέμβριο. Κάποτε σε βραδιά ανάγνωσης σε λέσχη βιβλίου, εγώ και ο φίλος, εργοδότης, δάσκαλος, μέντορας και ενίοτε εχθρός μου, τσακωνόμασταν για το ποιος απ' τους δυο θα το διαβάσει στο κοινό. Σε αυτό είχαμε κολλήσει και οι δυο. Μέχρι και μέσα στην αίθουσα τρωγόμασταν σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο. Στο τέλος μου ψιθύρισε. "Σκάσε! μισό μισό θα το πούμε" και έτσι πράξαμε. Όταν ήρθε η σειρά μου να διαβάσω το έμμετρο, η φωνή μου έτρεμε. Σπάνια με είχε συγκινήσει ποίημα τόσο πολύ. Ίσως τότε, να ήταν η  μέρα που ένιωσα με κάποιες μυστικές εσωτερικές διεργασίες ότι η τόση επιμονή κι εκείνου να διαβάσει αυτό  κι όχι άλλο ποίημα μέσα από το ίδιο βιβλίο, είχε σχέση με τον δημιουργό και ο δημιουργός με τον ίδιο. Ξέρω, έπρεπε να είχα υποχωρήσει, αλλά αυτά δεν γίνανε σε ένα συνειδητό επίπεδο. Μόνο ακούγοντας τη χροιά της φωνής του, άρχισα να αποκτώ τις υποψίες μου. Κι όταν τελειώσαμε την ανάγνωση, του τράβηξα μια τσιμπιά. "Εσύ το έγραψες βρε κάθαρμα; -Άντε μωρή μουρλή!" Μου απάντησε.  



ΙΣΛΑΝΔΙΑ

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

Ann Kristensen (1955- )

ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ


                              Ι

Δεν έχω και πολύ καλή γνώμη για την πανσέληνο.
Συνήθως οι νύχτες στο Ρέικιαβικ,  είναι συννεφιασμένες
τα όνειρα άσπρα ή καφετιά από το πατημένο χιόνι
και τα ρολόγια των καμπαναριών, σταματημένα.

Ο μπαμπάς μου δεν έσβηνε την πίπα του ποτέ,
πάντα ανακατωμένο σαν αγουροξυπνημένο κεφάλι το γραφείο του
κι έμενε ως αργά γράφοντας ποιήματα και δοκίμια
για τη θρησκεία, την κρίση του πολιτισμού, την τέχνη, τον άλλο κόσμο…

Μια μέρα τον είδαμε στην τηλεόραση ανάμεσα σε ανθρώπους
που απεχθανόταν η μαμά και εκνευρισμένη είπε:
«Δεν μπορούν να τον καταλάβουν, Τους μιλά σαν προφήτης» κι ο θείος Όττε,
θανάσιμος εχθρός των συγγραφέων, συμπλήρωσε: «Χαραμίστηκες Ούρλικε».

Τάχιστα, επτά μέρες μετά, χάθηκε ο μπαμπάς στα σύννεφα σαν το φεγγάρι,
λες κι ήταν η λευκή του γενειάδα το προσάλπισμα της τελικής του πτώσης
και τον παρομοίωσαν οι κριτικοί της λογοτεχνίας
με τον Ουώλτ Ουίτμαν της Ισλανδίας.

Πριν γίνουν βέβαια όλα αυτά μια νύχτα του Νοέμβρη με πανσέληνο
που εμείς – η αδελφή μου κι εγώ – δεν βλέπαμε συχνά
γιατί οι νύχτες στο Ρέικιαβικ είναι συννεφιασμένες,
η μαμά που σίγουρα κάποτε τον αγαπούσε, ξέσπασε.

Μπήκε χιονισμένη στο σαλόνι, κατάκοπη απ’ το γραφείο,
κατακόκκινη απ’ το κρύο, συναχωμένη ή κλαμένη για να μας πει:
«Ευτυχώς οι άνθρωποι δεν σταματούν να χωρίζουν, να μοιράζουν περιουσίες,
να κλέβουν και να σέρνουν στα δικαστήρια ο ένας τον άλλον».

Δηλαδή δεν τό ’πε σε μας, μιλούσε στο τηλέφωνο: «Δεν τον πιστεύω πια!
Δεν μπορώ να τον περιμένω να τελειώσει με τον εαυτό του…
οι κόρες μου μεγαλώνουν…ίσως καλύτερα έτσι…θα του το πω απόψε!»
Κλείστηκαν στο γραφείο και μιλούσαν για ώρες.

Με το φεγγάρι εκεί, από πάνω, έξω απ’ το παράθυρο,
αψεγάδιαστο κι η Λόττε άρχισε να κλαίει:
«Κοίτα το φεγγάρι» ψιθύρισε, «είναι κακό σημάδι,
το έχεις δει ξανά τόσο κόκκινο; Σα μήλο της Έριδος.»

                                      ΙΙ
Η μαμά είναι σύμβουλος μιας νομικής εταιρείας προστασίας από τα χημικά απόβλητα.
Αναλάμβανε υποθέσεις και η Λόττε μεγαλώνοντας θα γινόταν δικηγόρος επίσης.
Εγώ άρχισα να γράφω αργά, μετά τα τριάντα μου. Πρώτα παντρεύτηκα,
το ένα πίσω από τ’ άλλο γέννησα τρία παιδιά, όλα τώρα στο κολέγιο.

Κάθε Νοέμβριο πάω στον τάφο του μπαμπά και κάθομαι με τις ώρες
πάνω στις χορταριασμένες πέτρες. Του διαβάζω τα ποιήματά μου, στιχουργήματα που αρέσουν στους εκδότες. Του εξομολογούμαι πόσο σκληρή είναι η ερημιά
μιας παντρεμένης γυναίκας που έχει περάσει προ πολλού τα σαράντα.

Του ζητώ να με συγχωρέσει που απατώ τον Γουστάβ, όπως κάποτε η μαμά εκείνον.
Φεύγοντας απ’ το νεκροταφείο γράφω πάντα ένα ποίημα για το πατημένο χιόνι,
τα συννεφιασμένα φεγγάρια της Ισλανδίας και τα λάθος ρολόγια των καμπαναριών,
σ’ αυτή τη λευκή σαν τη γενειάδα του μπαμπά πρωτεύουσα.

Την Λόττε βλέπω σπάνια, δεν έχει παντρευτεί, πότε με τον έναν, πότε με τον άλλον
και γίνεται έξαλλη όταν τα παιδιά μου την φωνάζουν «θεία Λόττε».
Η μαμά είναι με τον θείο Όττε πολύ ταιριαστοί, πάντα στο ίδιο σπίτι
που μεγαλώσαμε η αδελφή μου κι εγώ, ο μπαμπάς κι εκείνη.

Μόνο που ο μπαμπάς κοιμάται έξω στο νωπό χώμα
έχοντάς μου αφήσει κληρονομιά σαν αγουροξυπνημένο κεφάλι το γραφείο του
και το φεγγάρι του Νοεμβρίου που πάντα, από κείνη τη νύχτα,
κόκκινο-κόκκινο σα μήλο σκάει έξω απ’ το παράθυρό μου και με κοιτά θυμωμένο.

Κι ακούω πάλι τον μπαμπά να διαβάζει εκείνο το ποίημα, που είπε κάποτε
στην τηλεόραση και κάποιοι γύρω του χαμογελούσαν ειρωνικά
οι ίδιοι που αργότερα τον αποκάλεσαν
Ουώλτ Ουίτμαν της Ισλανδίας…

«Νοέμβρης του Σκορπιού κι ένα φεγγάρι μάτι
μεσάνυχτα και κάτι στη μάσκα τ’ ουρανού
Το λίγο εδώ του κόσμου, εγκυμονεί εντός μου
τον ήλιο ενός σεισμού.
Να τρέχει μεσημέρι κι η ερημιά απ’ το χέρι
να μ’ έχει μη χαθώ
κι εκεί που με πηγαίνει, η άσφαλτος να γέρνει
και να κατρακυλώ.

Νοέμβρης του Σκορπιού κι ένα φεγγάρι μάτι
βγαλμένο από γινάτι και ήχο εσπερινού.
Παραμονεύουν λύπες τα λόγια που μου είπες
στο φως του αυγερινού
 Ως τ’ άλλο καλοκαίρι, θα γίνω πια ξεφτέρι
στον εξευτελισμό
Δεν θα ’χει παραπέρα η νύχτα και η μέρα
εκτός απ’ το Σεισμό.»

Δεν έχω και πολύ καλή γνώμη για την Πανσέληνο.
Συνήθως οι νύχτες στο Ρέικιαβικ είναι συννεφιασμένες.

ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ-ΗΠΑ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ (συνέχεια)



Αμερική. Η χώρα των ονείρων όλων των εκτός, και των δικών μου. Ωστόσο οι αλήθειες της είναι σκληρές και πληγώνουν. Η Απεραντοσύνη της χωνεύει μέσα στο σύννεφο της αμμοθύελλας τις μικρές και μεγάλες ανθρώπινες περιπέτειες. Και σπάνια ένα λαγοπόδαρο καταφέρνει να εξορκίσει τις ματαιώσεις και τo άδοξο "end" του έρωτα, των καταδιωγμένων εραστών. 




ΗΠΑ

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ


Karen Hargreave (1942-)

ΛΑΓΟΠΟΔΑΡΟ

Μέσα στους γαλάζιους πηχτούς βάλτους των ονείρων μου
έρχεται το ψιλικατζίδικο του πατέρα σου στη Νότια Ντακότα,
στη μέση του δρόμου με τη σκόνη, ένα παράθυρο ανοιχτό στην Ανατολική Ακτή
και από μέσα το τραγούδι της Nina Simon:
«You’d be so Nice to come home to”,
Ένας φιδίσιος δρόμος με πεταλούδες στην παρακαμπτήριο για το Σάντα Φε,
δυο κορίτσια με ζαφειρένια μάτια σ’ ένα Ντράιβ Ιν, έξω από το Καγιόν Πας,
κάτι σακούλες γεμάτες χάπια από το Μεξικό κι εσύ να περπατάς
μες το σκοτάδι του Μπλουγουότερ αστείος σαν ελάφι
και να σε καταπίνει μια αμμοθάλασσα, τα νυχτοπούλια
και τα βλέμματα των γυναικών,
στα φώτα των τρελών αυτοκινήτων…
Συνήθως τον Οκτώβρη, πίσω από τους λόγους της Κοαλίνγκα
αργά ανατέλλει το φεγγάρι,
ένα σαξόφωνο κλαίει
και οι λεύκες λικνίζονται όπως τότε που σε πίστεψα και με πίστεψες
έξω από το ψιλικατζίδικο στη Νότια Ντακότα.
Στη Σάντα Φε Ρόζα τη νύχτα βγαίνουν κουκουβάγιες,
αλλάζω πόλεις μαζί σου,
το ινδιάνικο καλοκαίρι μας ακολουθεί παντού,
ο καύσωνας του Οκτώβρη μας κυκλώνει,
πες μου σου λέω που θες να πάμε;
Τραβάς μια γραμμή! Εκεί!
Άλλη μια! Κι εκεί! Άλλη μια!
Κίσσες παλεύουν μεσ’ το φαράγγι,
τηλέφωνα χτυπούν ενώ πίνεις και πίνεις,
δεν θέλω να ξυπνήσω, έρχεσαι και ξαπλώνεις πάνω μου.
Εκεί! Και δείχνεις
έξω απ’ το μοτέλ μια Μπιούικ του ΄64
και το φεγγάρι τόσο όμορφο
όσο σε μια φωτογραφία στην Αίγυπτο από το National Georgaphic.
Ύστερα είν’ η βίβλος του Κέρουακ,
από το ρώσικο λόφο κοιτάζαμε όλες τις στέγες του Νόρθ Μπιτς,
όλα τα φώτα νέον των μεξικάνικων κλαμπ,
τα πάρκα και τους κήπους
και τις κουρτίνες που ανεμίζουν στους ανέμους.

Φοβάμαι να ξυπνήσω,
νομίζω με κυνηγούν αλκοολικές γριές παραδουλεύτρες,
τυλιγμένες στη σκόνη του ποταμού Pajaro,
μαντίλι, μαχαίρι, τσατσάρα, κλειδιά.
«δεν θα πεθάνουμε απ’ τους εφιάλτες» μου λες,
και παίρνουμε το τρένο…τραγουδάς:
Φεγγαροχτυπημένο του Οκτώβρη τρένο,
Blue Moon...
Γη των σιδηροδρόμων,
φοράς το κίτρινο σακάκι και στα ρουθούνια ρινίσματα
από ατσάλι και μπενζεντρίνη,
οι μεξικάνικες σακούλες με τα χάπια μεσ’ τις αποσκευές μας,
Ατσάλινη Βηθλεέμ, Γριά Καλιφόρνια, Παράφορο φεγγάρι:
«Κοίτα πως τρέχει το βαγόνι μας
σ’ όλο το μήκος του κόλπου
αργήσαμε, δεν ξεχωρίζω πια τ’ αστέρια,
κι ούτε ξέρω αν σ’ αγαπώ,
σταμάτα το βαγόνι να κατέβω,
θα μπας πιάσουν οι μπάτσοι
μέσα στη σκουροκόκκινη σιδερένια νύχτα των τρένων…»

Θέλω να σε πάρω μακριά από τον ψυχεδελικό σου Οκτώβρη,
θέλω να σε σώσω,
στην επόμενη διασταύρωση θα πεθάνουμε.
Με φιλάς, κόκκινα χείλη και κόκκινα μάτια,
βγάζεις ένα λαγοπόδαρο
από την τσέπη σου και μου το δίνεις.
Πανί το πρόσωπό σου,
φτιάχνεις ένα κοκτέιλ από σκόνες, κάψουλες
και ένα κρασί μαύρο σαν τον καπνό του Τέξας
το σαξόφωνο κλαίει,
η πόλη άσπρη,
ιπτάμενες φώκιες στους δρόμους των χαμένων ευκαιριών,
κακόφημα μπαρ, ένα στενό δρομάκι τη νύχτα:
«που πάμε;
σ’ αυτή την κώχη της Αμερικής
δεν έχει θάλασσα
και στον επόμενο σταθμό
μας περιμένουν με τα όπλα…»

Θεέ μου δεν θα τελειώσει ποτέ αυτό το όνειρο
κι αυτό το φεγγάρι;
Πενήντα μίλια από τη Νέα Υόρκη,
βγήκες να πάρεις σάντουιτς στην άδεια αποβάθρα,
ο άνεμος φυσούσε στα μελαμψά σου δάχτυλα…
Πήρες μαζί σου το Μεξικό και χάθηκες,
κι εγώ έχω ακόμα το λαγοπόδαρο
που μού ’δωσες πριν φύγεις.
Υγρότοποι πηχτοί, γαλάζιοι, τα όνειρά μου
και ξύπνησα από σενανε.
αφήνοντας πίσω σμαραγδένια βουνά, ατυχήματα,
σακούλες χάπια που άδειασα στις τουαλέτες του τρένου,
περιπολικά, ακροδάχτυλα, δάση γεμάτα δεσμοφύλακες.
Θέλω να γυρίσω σπίτι
στο μπαλκόνι της 5ης Λεωφόρου.

Είμαι χωρίς εσένα κι είναι ακόμα Οκτώβρης…
Σέρνουν σακούλες οι άνεμοι.
Το στοργικό μου πέρασμα δεν είδες.
Έφυγε απ’ τη ζωή έξω κι από τα μάτια σου,
κρυφά πέρασε κι έγινε κονιορτός
και ώρες ώρες
κι ανείπωτα πράγματα
που δεν τα πρόσεξες
κι ούτε υπολόγισες
μεσ’ το τρεχάτο σου, μεσ’ τον ορυμαγδό.
Νύχτωσε πάλι
και δεν έχω κανένα λόγο να κλαίω
εκτός απ’ την πληθώρα της μιας φθινοπωρινής σελήνης.

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ (συνέχεια)

Στο προηγούμενο ποστ υπήρχαν μερικά τυπογραφικά λάθη, από την ανυπομονησία μου να ξεκινήσω το αφιέρωμα. Κάνοντας σκρολ προς τα πίσω, είδα πως κι εκείνο το αφιέρωμα στον Νώντα Σκιαδά, έχει πολλά τέτοια. Σε πρώτη ευκαιρία θα διορθώσω. Στο μεταξύ το ποίημα για το Σεπτέμβρη, αναδεύει τις πρόσφατες μνήμες μου, από φέτος το καλοκαίρι, ως εργαζόμενη στον τουρισμό.

 Περισσότερο από κάθε άλλο μήνα, ο  Σεπτέμβρης είναι αυτός των μπερδεμένων συναισθημάτων. Είναι η αρχή ενός τέλους όχι οπωσδήποτε του τέλους της ανεμελιάς, ίσως και το αντίθετο για όσους καλοκαίρι σημαίνει ιδρώτας και μόχθος μέσα σε καιρικές συνθήκες βασανιστικές, ζήλια και αναπόληση καταπιεσμένη μέσα σε ένα κεφάλι γεμάτο παραγγελίες και χρονικές προθεσμίες, κούραση και αντιπάθεια για εκείνη την πλευρά του κόσμου που πέρασε στην όχθη της αποχαύνωσης.

Όταν η πρώτη σταγόνα της βροχής αιωρείται προσπαθώντας να αποφασίσει αν θα σκοτώσει ή θα αναστήσει, ξυπνούν οι καβαλάρηδες της λύτρωσης και καλπάζουν, φορτωμένοι σάκους με χρωστούμενες αποδράσεις. Ηλιοβασιλέματα, παραπονεμένα φεγγάρια, βιβλία, ερωτικές μπαλάντες, φωτισμένα καράβια σε ανυπόμονα νερά, ονειρεμένες μακριές σιωπές, υγρά τοπία πρόσφορα για καινούργιες ευχές, των παιδιών που θα πάψουν να κοιμούνται σε σκοτεινά καμίνια δωμάτια, α-νάερους στρατώνες τσιμέντου με συρμάτινες κρεμάστρες στολής.


"ΕΛΛΑΔΑ
                             ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ

Αγγελική Καρούζου (1914-1986)

ΩΣ ΟΦΗΛΙΑ




Πλησιφαής ο δίσκος μιας σελήνης Σεπτεμβρίου
και μια ασφυξία ομβρίων
απλώνεται στη γη.
Τα φώτα και τα καύσιμα των αραγμένων πλοίων
ανθίζουν και μυρίζουν
εν σιγή.
Το θέρος ελιγόστεψε εντός των καφενείων
και των εντευκτηρίων
η επιγραφή ριγεί.
Τα τρωκτικά ξεμύτισαν των αγκυροβολίων
μετρούνε και ζυγίζουν
τη στιγμή.
Η "Αίγλη, το "Πανόραμα" και η "Έπαυλις Ωρίων"
χθες τόποι μαρτυρίων
απόψε πια βουβοί.
Και τα ψηλά καμπαναριά των Οίκων των αγίων
των βραδινών πουλίων
καταυλισμοί.
Οι κάμαρες των εραστών και των ξενοδοχείων
κεριά κενοταφίων
λυκαυγή.
Και μόνον των δημόσιων αποχωρητηρίων
οι γλόμποι ξενυχτούν
σα σε γιορτή.
Το δράμα τούτο παίζεται ερήμην θεωρείων
και συγχαρητηρίων
εν σκηνή.
Εις την πλατείαν μόνη της μια πλήρης Σεπτεμβρίων
σελήνη ως Οφηλία,
αυτοκτονεί.


Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ

Φίλοι της μελωδικής γραφής, γεια σας και  καλή νέα αρχή σε όλα τα δικά σας και στο blog μας εδώ.
Στα χέρια μου κρατάω ένα μικρό μαύρο βιβλίο. Περιέχει 12 ποιήματα κι έχει τον γενικό τίτλο, «ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ». Είναι έκδοση του «Μικρού πολυτεχνείου-Θέατρο τσέπης». Δεν υπάρχει ημερομηνία. Το προσδιορίζω χρονικά γύρω στο 2003-2004. Οι πληροφορίες γι’ αυτό δίνονται μέσα από το κειμενάκι που υπάρχει από τη μέσα πλευρά του εξώφυλλου. Παραθέτω:
« Το θέατρο τσέπης Παρουσιάζει
Μια νύχτα αφιερωμένη στο φεγγάρι και στην ποιητική του.
Σε συνεργασία με την «Συντακτική Ομάδα των Δώδεκα» του πανεπιστημίου της Σορβόννης, φέρνει στο φως 12 ανέκδοτα ποιήματα που βρέθηκαν σε μορφή χειρόγραφων κατόπιν μιας εξαντλητικής έρευνας που κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια, ανθολογώντας τους 12 μήνες του χρόνου μέσα από τα φεγγάρια τους.
Παρουσιάζονται κείμενα από τον 11ο μ.Χ. αιώνα έως τις μέρες μας εκ των οποίων τα πέντε είναι ελληνικής καταγωγής!
Αντιπροσωπεύονται χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ισλανδία και η Γεωργία, ενώ η Ιταλική Αναγέννηση, η Beat Generation των ΗΠΑ και το Παρίσι του Μάη, δίνουν ένα σημαντικό παρόν σ’ αυτή τη βραδιά.
Είναι μια παράσταση-περιπλάνηση στους πιο μυστικούς και απάτητους δρόμους του Φεγγαριού.»
Ώστε επρόκειτο για παράσταση βασισμένη στα ποιήματα αυτά και στα φεγγάρια των 12 μηνών.
Η εισαγωγή γράφει πως πρόκειται για ανέκδοτα ποιήματα άρα δεν θα τα βρούμε με αναζήτηση στο internet, ούτε αυτά ούτε και τους δημιουργούς τους που παρά την κατεύθυνση που μας δίνεται για την προέλευσή τους, υποψιάζομαι πως πρόκειται για Έλληνες δημιουργούς ή δημιουργό, που δεν ήθελε ν’ αποκαλυφθεί το όνομά του. Παράλληλα ήθελε να δώσει με την αναφορά στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης ένα κέντρισμα στο ενδιαφέρον του ακροατή-αναγνώστη και να προλάβει κάποιες δυσπιστίες ίσως; αναφορικά με την αξία των ποιημάτων. Ωστόσο αν έτσι έχουν τα πράγματα, βρίσκω το κείμενο της εισαγωγής περιττό για τις μέρες του, ενώ σήμερα μας βοηθάει να καταλάβουμε από ποια επιθυμία βγήκαν στο φως αυτά τα ποιήματα.
Άπειρες φορές τα έχω διαβάσει. Το βιβλιαράκι αυτό το έχω πλέον εύκαιρο σε πρώτη ζήτηση από εμένα, γιατί κατά καιρούς αποζητώ την παρέα του.
Είναι το καλύτερό μου αναμνηστικό από τη θητεία μου στο Μ.Π για επτά χρόνια. Μια φωνή οδηγός που με πηγαίνει πίσω σε όλα αυτά που έζησα και χάρηκα ως μέλος μιας παρέας γραφιάδων, ή που με εξόργισαν αλλά και συγκίνησαν, ως εργαζόμενη.
Κατά καιρούς έχω βάλει στο facebook ή στην herinna2 κάποιο από τα ποιήματα αυτής της συλλογής, σίγουρα το πιο αγαπημένο μου που αναγράφεται πάνω πάνω η Ισλανδία ως τόπος παραγωγής του και η Ann Kristensen ως δημιουργός του. Τίτλος, «ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ». Είναι όμως γραμμένο για το φεγγάρι του Νοέμβρη, ενώ τώρα έχουμε ακόμα Σεπτέμβρη και δεν θέλω να αδικήσω το σχετικό ποίημα, με το να παραβλέψω την ώρα του. Θα έρθει και η σειρά του αγαπημένου μου. Πρέπει όμως να ομολογήσω, πως από την τρίτη τέταρτη φορά που διάβασα ξανά το βιβλίο, όλα έγιναν αγαπημένα μου.
Επειδή ο Αύγουστος έχει περάσει πρόσφατα και θα περιμένουμε έναν ολόκληρο χρόνο για να τον ξαναδούμε, θα ξεκινήσω με το φεγγάρι του Αυγούστου, από το οποίο ξεκινά και το ίδιο το βιβλίο.




ΙΑΠΩΝΙΑ                                                ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Takessi acca (1778-1925)

ΕΚΛΕΙΨΗ ΣΕΛΗΝΗΣ ΣΤΗ ΓΙΑΜΑΣΙΝΑ

Οι αχυροκαλύβες αραιώνουν σιγά- σιγά
καθώς βαδίζεις προς το Ιαπωνικό Πέλαγος.
Πιτσιρίκια μαζεμένα στην άκρη του δρόμου
παίζουν σβούρες.
Καστανόξανθα άλογα στην άκρη της κοιλάδας
περιμένουν υπομονετικά μέσα στο σούρουπο.
Δυο γυρολόγοι ξαποσταίνουν
κάτω από τις χαμηλόκορμες ιτιές στην όχθη, στο ποτάμι.
Έρημα αγριοχώραφα της ζέστης
και βαθιές βουνοκορφές πίσω απ’ τους ορυζώνες.
Γυπαετοί τρελαίνουν τον βραδινό ουρανό
πάνω από τις επαρχίες της Γιαμασίνα.
Στα ράμφη τους γλυκόριζες ενάμιση μέτρο μήκος,
αφού κανένας δεν πεθαίνει εδώ τον Αύγουστο,
μια και οι παραθεριστές τραβούνε όλοι
για το Τόκιο και τα νησιά.
Κέδροι και Ινδοκάλαμα
έξω από το τεϊοποτείο του Οτζι
πνίγονται απ’ το τραγούδι του τζίτζικα,
μολονότι νυχτώνει.
Μέσα στο βράδυ, η Μασάγκο
γεμίζει λάδι το λυχνάρι
κι εκείνο δυναμώνει.
Κόκκινη φλόγα στο φυτίλι
τρεμοπαίζει.
Τσιρτσίρισμα!
Μετά η Μασάγκο παίρνει τη βεντάλια
και κάθεται πλάι στο παράθυρο
κοιτώντας σιωπηλά
τους λιγοστούς περαστικούς της νύχτας.
Μια γυναίκα που πουλάει σούσι την καλησπερίζει:
-Δεν φύγατε Μασάγκο; Μού ’χες  πει
θα πάτε να βρείτε τα παιδιά σας
τον Αύγουστο στο Τόκιο!
………………………
Το Τόκιο είναι πολύ μακριά ε;
Οι τελευταίοι πελάτες χαιρετούν τον Οτζι
και γίνονται νυχτερινές σκιές.
Καθώς ο Οτζι μαζεύει τα φλυτζάνια
ακούγεται ένα παραθυρόφυλλο που ανοίγει,
ένα κάρο που σταματά,
και μια μπαλάντα έξω στο δρόμο:
Έρχεται η νύχτα /νησιά με πεύκα ολόγυρα
Ωκεάνια, άμμος /λιμπελούλες στα μανανόφυλλα κλαίνε
Χάρτινο φεγγάρι /πυρκαγιά ο μισεμός.
Η Μασάγκο κλαίει.
Ο Οτζι μετρά τα λεφτά στο ταμείο.
Το φεγγάρι σαν οφθαλμαπάτη
ξεπροβάλει ολόκληρο
πίσω από τους λόφους.
Το χλωμό του φως φωτίζει
τα δάκρυα της Μασάγκο.
Ο Οτζι ακούει
και σκύβει πιο πολύ μες το ταμείο!
Στη γιορτή του καλοκαιριού
όλοι πάνε στη λίμνη
να δούνε το φεγγάρι της Γιαμασίνα
στα νερά.
Περνούνε δυο σαμουράι βιαστικοί
για να προλάβουν τις φωτιές στη λίμνη
και φωνάζουν:
Καημένε Οτζι
μια τέτοια νύχτα κάθεσαι
μέσα στο μαγαζί σου;
Δεν θα σου δώσουν
άλλα κέρματα οι πελάτες…
σφάζουν καρπούζια στο ποτάμι
καημένε Οτζι.

Ο Οτζι κλείνει το συρτάρι
και χαμηλώνει το φυτίλι στο λυχνάρι.
Ακούγονται οι καμπάνες της συνοικίας.
Ιδρώτας κυλά στα πυκνά του φρύδια.
Η Μασάγκο σκουπίζει τα δάκρυά της
δε θέλει να τη βλέπουν.
Το αεράκι μπαίνει απ’ το παράθυρο
και της δροσίζει τα γερασμένα μάγουλα.
Από μακριά έρχεται ένας καλόγερος,
τρεχάτος πάει:
Ήρθανε οι Μαριονέτες κάτω στη λίμνη,
κυρία Μασάγκο.
Παίζουν για μας
που ξεμείναμε εδώ.
Έχεις ακούσει ξύλα να μιλάνε
με ανθρώπινη φωνή;
Παίζουν τις «Μάχες του Κοξίνγκα».

Γνέφει η Μασάγκο.
Ερήμωσε ο δρόμος.
Μονάχα το φεγγάρι το αυγουστιάτικο
ανέβαινε κι ανέβαινε
με επιδέξια ανεμελιά
και αμφίβολη ποιητική αξία.

Ο Οτζι έκλεισε τις πόρτες.
Το Ιαπωνικό Πέλαγος είναι πολύ μακριά.
Τα παιδιά των γέρων είναι πολύ μακριά.
Το Τόκιο είναι πολύ μακριά.
Είναι άραγε κανείς βέβαιος
αν η ομορφιά είναι κάτι
πέρα από τον τάφο
των καθημερινών ωρών
και των ανθρώπων;

Αχ Μασάγκο
τράβηξες την κουρτίνα
κι ακολούθησες τον άντρα σου
στο δεύτερο πάτωμα.
Δεν θ’ αντικρύσεις ποτέ
τα έκπληκτα μάτια των ανθρώπων
που είδαν απόψε το φεγγάρι της Γιαμασίνα
να σβήνει και να χάνεται ολόκληρο
αφήνοντας την λίμνη σκοτεινή.
Και να ξαναγεμίζει λίγο μετά
για να καθησυχάσει
όσους έμειναν και φέτος τον Αύγουστο
στην επαρχία.

Παραθαλάσσιο Σανατόριο
έξω από τη Γιαμασίνα
26 Αυγούστου 1924


Αυτό ήταν το ποίημα του Αυγούστου. Γι’ αυτά τα μεγάλα ποιήματα χρειάζεται κάποιος χρόνος προσέγγισης και αφομοίωσης, για το λόγο αυτό δεν θα διακινδυνέψω να βάλω μαζί και το ποίημα για το φεγγάρι του Σεπτέμβρη. Σε λίγες μέρες θα επανέλθω με άλλα φεγγάρια.
Καλό μας φθινόπωρο

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Αναζητώ

Αναζητώ τους ποιητές που σκέπασε η σκόνη
που σηκώνεται στους δρόμους
και στις ταράτσες, στις αυλές
στις αίθουσες των χειροκροτημάτων.
Αναζητώ τους ποιητές
που αναπαύονται ανάμεσα στα φύλλα τα ξερά
φύλλα κι αυτοί,
που κάποια μέρα ξέφυγαν από ένα βιβλίο
για να ταξιδέψουν στον κόσμο
με την ελπίδα πως κάποιο χέρι
θα τ' αρπάξει στον αέρα
πριν η βροχή να σβήσει
 το τελευταίο αποτύπωμα
του μελανιού που βάπτισε
το αίμα τους ποίημα.
Αναζητώ στην ερημιά της χάβρας
τη μοναξιά της αύρας.