Η Δήμητρα Σιδέρη-Παναγοπούλου γεννήθηκε στο Γύθειο το 1923.
Στα χρόνια της Κατοχής μπήκε στην Αντίσταση. Το 1946 παντρεύτηκε τον Νίκο Σιδέρη. Το 1955 μετανάστευσαν στην Ολλανδία. Εκεί μεγάλωσαν και σπούδασαν τα δύο τους αγόρια. Το 1992 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Δελφίνι" το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Πατρίδες και το 1994 το μυθιστόρημα Αλφοθήκαμε και μια ποιητική συλλογή.
Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα ολλανδικά. Το Σεπτέμβριο του 1999 πέθανε στην Ουτρέχτη.
Το κείμενο που ακολουθεί, είναι αυτό που είχα γράψει στο refene ένα χρόνο μετά το θανατό της.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΙΔΕΡΗ
Πέρασε ήδη ένας χρόνος από το θάνατο της αξιόλογης και σηµαντικής συγγραφέως και ποιήτριας, Ελληνίδας µετανάστριας και θεµατοφύλακα της ελληνικής παράδοσης στην Ολλανδία, Δήµητρας Σιδέρη.
Παρά το ότι βιβλία της έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ελάχιστοι πήραν είδηση το περασµά της. Κι αυτό γιατί η Δήµητρα, δεν ήταν άνθρωπος των υψηλών τόνων και του στόµφου, των κυκλωµάτων και της προβολής, η Δήµητρα υπήρξε το φως που έπεσε πάνω στις αθέατες οµορφιές του Έλληνα, και η ψυχή τηςµέχρι το τέλος ήταν δοσµένη στον αγώνα της. Ένας αγώνας που για χρόνια υπήρξε µαζικός, για να καταλήξει στο τέλος η προσωπική υπόθεση µιας µορφής ευγενικής, αξιοθαύµαστης, και άγνωστης ωστόσο στον πνευµατικό κόσµο της Ελλάδας, ποιος ξέρει γιατί.
Η Δήµητρα πέθανε γιατί δεν µπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα της. Πέθανε γιατί δεν µπορούσε πια ν' ακουστεί το µαντολίνο της, πέθανε γιατί οι φίλοι και παλιοίσυναγωνιστές αποξεχάστηκαν στις βαθιές πολυθρόνες των γραφείων τους, πέθανε γιατί ένιωθε πως η παρουσία της ενοχλούσε τις τύψεις τους, και πέθανε γιατί ένιωθε πως πια δεν µπορεί να προσφέρει σε κανέναν.Η Ουτρέχτη της Ολλανδίας την θρήνησε µε σηµαίες µεσίστιες, µνηµόσυνα, ανάγνωση κειµένων της και προβολή της ζωής και του σηµαντικότατου έργου της. Οι Έλληνες της Ολλανδίας, αλλά και οι Τούρκοι, οι Ιρακινοί, οι Λιθουανοί, οιΠαγκιστανοί, οι Κούρδοι, την έκλαψαν σαν πραγµατική µάνα.Όλους τους είχε χωρέσει η καρδιά της, και ακόµα ακόµα, το σπίτι της.Αν η Μελίνα ήταν ακόµα στη ζωή, θα είχε θρηνήσει περισσότερο από κάθε άλλον ίσως, το θάνατο της Δήµητρας. Γιατί ήταν η µόνη που θυµόταν ακόµα τι θα πει Σιδέρη, αυτή και η Δανάη Στρατηγοπούλου, που υπήρξε φίλη της µέχρι το τέλος. Έτσι κι αλλιώς, η ίδια θεωρούσε τον εαυτό της αδελφή των ανθρώπων, ανάλωσε όλη της τη ζωή στην υπόθεση της αδελφοσύνης, ανάλωσε και τα τελευταία κύτταρα της σκέψης της. Και ήταν µια σκέψη υγιής, κόντρα στις συνθήκες της ζωής της, και κόντρα στην ασθένεια που τα τελευταία χρόνια τη βασάνιζε.
Είχα την τύχη να γνωρίσω τη Δήµητρα τα τελευταία χρόνια της ζωής της, και παρά τη διαφορά της ηλικίας µας, δεν µε άφησε στιγµή να πιστέψω πως µιλώ µε µια αποστασιoποιηµένη από τα πράγµατα γυναίκα, µε µια υπερήλικη, µε µια κυρία που µας χωρίζει το χάσµα των γενεών, ή που στηριζόµενη στα χρόνια της αξιώνει τον σεβασµό, όπως κάνουν οι περισσότεροι από ένα σηµείο και µετά.
Από την πρώτη στιγµή της γνωριµίας µας, µε ένιωσε, έζησε και είδε, σαν αδελφή και µου εκµυστηρεύτηκε τον πόνο της. Και ποιος ήταν ο πόνος της;
"Τα παιδιά µου κρατούν απόσταση από µένα, µε έχουν βγάλει στο περιθώριο, αλλά δεν φταίνε αυτά. Εγώ φταίω και δεν έχω κανένα δικαίωµα να παραπονιέµαι. Δεν τους αφιέρωσα αρκετό χρόνο, έτρεχα πάντα έξω, να φυγαδεύω πολιτικούς εξόριστους, να παραυρίσκοµαι στις συγκεντρώσεις, και απεργίες πείνας, οµάδες πολιτικές απο δώ, πολιτιστικές από κει, είχα βλέπεις δηµιουργήσει και την οµάδα των ελληνικών δηµοτικών χορών, να βρίσκω τις στολές, να κανονίζω παραστάσεις, να παίζω και τη µουσική στα γηροκοµεία.
Έβλεπα Ελένη τους υπερήλικες να κάθονται σε µια καρέκλα κοιτάζοντας στο πάτωµα κάτω, µε τα χέρια σταυρωµένα και το βλέµµα χαµένο, και είπα στον άντρα µου το Νίκο. (Πόσα δεν έκανα µε το Νίκο µου για τους πρόσφυγες. Από τότε που έφυγε πήρα κι εγώ την κάτω βόλτα. Πενήντα χρόνια σύντροφοι). Του είπα λοιπόν :
«Είναι απαράδεχτο, δεν το πιστεύω πως δεν υπάρχει ζωή µέσα σ' αυτούς τους ανθρώπους. Ας κάνουµε κάτι, ας τους ξυπνήσουµε». Αρχίσαµε λοιπόν να πηγαίνουµε δυο φορές την εβδοµάδα και να τους παίζαµε µουσική, βαλς, ταγκό, παλιά και καινούργια τραγούδια. Δεν µπορείς να φανταστείς το πως άλλαξαν. Χόρευαν,γελούσαν, πήραν τ απάνω τους διοργάνωναν εκδροµές, σαν θεούς µας περίµεναν. Γλέντια να δεις.
Ξέρεις τι κάνω τώρα Ελένη; Στην Ολλανδία όταν γυρίσω ξέρεις που θα είµαι; Καθισµένη στην καρέκλα της πρώην ψυχαγωγικής αίθουσας του γηροκοµείου, απλό καθιστικό τώρα, να κοιτάζω µε τα χέρια σταυρωµένα, το πάτωµα κάτω. Πάνε όλα. Κανείς δεν κάνει τίποτα πια για τα γεροντάκια κι εγώ είµαι µια απ' αυτούς.»
Ποιος ήταν ο πόνος της;
"-Έσβησα το τηλέφωνο σήµερα από το βιβλιαράκι µου, του τάδε και της τάδε. Ποιος ο λόγος να έχω την ατζέντα µου γεµάτη; Αυτοί έχουν ξεχάσει και πως υπάρχω κι εγώ τους κρατούσα εκεί µέσα, ίσα για να θυµούµαι ότι τους γνώρισα." Ο τάδε και η τάδε, είναι ονόµατα µεγάλα, µε βάρος παρουσίας στα πνευµατικά και πολιτικά πράµατα της χώρας µας. Ο τάδε και η τάδε, έµειναν στο σπίτι της πολλές φορές, είτε κυνηγηµένοι από τη Χούντα, είτε γιατί έπρεπε να τους βρει διαβατήριο για να περάσουν σε άλλη χώρα, είτε γιατί έπρεπε απλώς να ξοδέψουν κάποιες µέρες περαστικοί από κει, είτε και γιατί υπήρξαν σύντροφοι στον κοινό σκοπό που γι'αυτήν δεν τέλειωσε µετά την επταετία της Χούντας στην Ελλάδα, αλλά υφίστατο µέχρι το τέλος.Ο κοινός σκοπός. Οι πανανθρώπινες ιδέες. Η µεγάλη αδελφοσύνη. Το µεγάλο κοινό µαράζι.
"-Κι αν η µισή µου η καρδιά γιατρέ βρίσκεται εδώ πέρα, η άλλη µισή στην Κίνα βρίσκεται..." και, "πάντα η καρδιά µου στην Ελλάδα τουφεκίζεται.
Έσβησαν τώρα όλα Ελένη, πάνε...Δεν υπάρχουν ιδανικά. Ώρες αναρωτιέµαι, τι κάναµε; Μια τρύπα στο νερό κάναµε. Μια τόση µεγάλη τρύπα σαν αυτή του Όζοντος που έκανε τον ήλιο να µας τσουρουφλίζει το όραµα».
Μου είπε την τελευταία φορά που ήρθε στην Ελλάδα. Ύστερα µου εξέφρασε την ανησυχία πως ίσως αυτή να είναι η τελευταία φορά που βλεπόµαστε. «Μπορεί µέχρι του χρόνου και να µην είµαι σε θέση να ταξιδέψω. Γι' αυτό ας πούµε το αντίο εδώ κοριτσάκι µου» µου είπε.
Πέθανε, δυο µήνες αφότου γύρισε στην Ολλανδία, Σεπτέμβρη του 1999. Θυµάµαι της τηλεφωνούσα για να δω τι κάνει, κανείς δεν σήκωνε το τηλέφωνο.
Και γω σου λέω Δήµητρα πως έβγαλες το έργο όχι µιας, µα δέκα ζωών τα χρόνια του µισεµού σου στην Ολλανδία. Πως έγινες πρότυπο ανθρώπου για την Ελένη αυτή εδώ. Ορόσηµο και µέτρο για κάθε µαταιόδοξη προσδοκία, και πως αυτοί που σηκώνουν το ποτήρι στη µνήµη σου, αναγνωρίζουν τη µεγάλη προσφορά σου στον άνθρωπο, στα ελληνικά γράµµατα, και στην ελληνική παρουσία, άσχετα αν η ασθένεια δεν σ' άφησε να πεις όσα είχες ακόµα να πεις και να δώσεις. Όχι εδώ εντάξει. Όχι ακόµα εδώ. Ίσως και ποτέ εδώ. Μα τα ξέρεις τώρα τα πράµατα πως ήταν ανέκαθεν στην Ελλάδα. Ανακαλύπτουµε τις ελπίδες όταν έχουν πεθάνει. Τους λόγους της περηφάνειας µας όταν δεν υπάρχουν. Και θυµόµαστε, τότε και µόνο που πρέπει να υπερβούµε την ασηµαντοτητά µας, µε µια αναφορά στα ονόµατα αυτών που µας τίµησαν.Έχω να πω τόσα για σένα. Θα µπορούσα να µιλάω µέρες και µέρες, θα µπορούσα, να µη σταµατήσω µέχρι να σε «αλφώσω»* µετά θάνατον ξανά µε τους παλιούς σου συντρόφους. Αυτούς που σε ξέχασαν, αυτούς που καµώνονται πως δεν σε ξέρουν. Αλλά δεν έχει νόηµα να επικαλείται κανείς ανύπαρκτα πράµατα. Ψυχή και συνείδηση τα είχες µόνον εσύ, αξιοπρέπεια και αυτάρκεια που άφησες εδώ πάνω, στον πάγκο µε τα κειµήλια και τους παλιούς θησαυρούς, που οι λίγοι µα γνώστες συλλέκτες, ξέρουν ν' αναγνωρίζουν.
Για κείνο το έργο που άφησες πίσω σου σαν άνθρωπος, δεν ξέρω πως να σ'ευχαριστήσω. Ξέρω πως υπάρχει µια πόλη στην βόρεια Ευρώπη, η Ουτρέχτη, που οι άνθρωποι στο άκουσµα της λέξης Έλληνας, χαµογελούν φιλικά, σου ανοίγουν την καρδιά και τα σπίτια τους. Κι αυτό το χρεώνω σε σένα.
Ξέρω πως οι Ολλανδοί τιµούν τους Έλληνες συγγραφείς, περισσότερο απ'όσο οι Ελληνες στην Ελλάδα. Κι αυτό πάλι το χρεώνω σε σένα. Πολλά έχω να σου χρεώσω, και τα ελληνικά τραγούδια που ακούγονται στις γιορτές, το ελληνικό χορευτικό συγκρότηµα που είναι πια µεγάλο, και ταξιδεύει σε όλη την Ευρώπη. Τελειωµό δεν έχουν αυτά.
Μα εγώ θέλω να µιλήσω τώρα για το συγγραφικό σου έργο. Που το χαρακτηρίζει η νοσταλγία, η προσπάθεια, η διατήρηση της ανθρώπινης αξίας, το ήθος, και η αισιοδοξία που ξεπετάγεται µέσα από τη σκληρή συχνά πυκνά µοίρα των ηρώων σου. Συγχώρεσέ µου την όποια µου συναισθηµατική φόρτιση, το ίδιο και συ φίλε αναγνώστη, ο λόγος της Δήµητρας Σιδέρη όµως, δεν έχει καµιά σχέση µε τα λογοτεχνικά τερτίπια της δεξιοτεχνικής γραφής, είναι λόγος της καρδιάς και της µνήµης, κι έτσι νοµίζω θα επιθυµούσε και η ίδια να γίνει γνωστός προς τα έξω.
* Ως παράγωγο του "Αδελφωθήκαµε" που είναι ο τίτλος ενός βιβλίου της.
Ακολουθούν ποιήματα από την ποιητική συλλογή της Δήµητρας: ΥΠΑΡΧΩ
ΔΕΛΦΙΝΙ 1995
Λίγα λόγια για την ποίηση της Δήµητρας από τον Κώστα Καραχάλιο που προλογίζει το βιβλίο της.
« Πιστεύω πως δεν χρειάζεται πρόλογος για µια ποίηση που µιλάει ίσια στην καρδιά και τη σκέψη του αναγνώστη, που ο δηµιουργός της έχει βαθιά συνειδητοποιήσει εκείνο που αισθάνεται και θέλει να πει, κι έχει την τόλµη να το πει και την τέχνη να το εκφράσει µε τον δικό του, τον ολότελα προσωπικό λόγο, χωρίς περιστροφές, σκοτεινούς υπαινιγµούς και περιττούς φιλολογικούς διάκοσµους.»
Διάβασε λοιπόν φίλε αναγνώστη τις «αδρές µαρτυρίες της Δήµητρας, γεµάτες από πτυχές των τραγικών εθνικών και κοινωνικών περιπετειών του λαού µας, και των συνεπειεών τους. Είναι, ξεχωριστά για κείνους που υποχρεώθηκαν να εκπατρισθούν, η πίκρα και η µοναξιά του ξενιτεµού, η νοσταλγία της πατρίδας και της νεότητας,ακοµα κι όταν η θύµησή τους φέρνει πόνο. Είναι η στέρηση αγαπηµένων προσώπων, η αγάπη και η τρυφερότητα για τα πιο κοντινά απ αυτά, απλωµένη σ όλο τον κόσµο που πάσχει, αγωνίζεται και ελπίζει. Είναι, πίσω και πάνω απ όλα, ο ξεριζωµός και η µεταφύτευση σε ξένα χώµατα, όπου οι χώροι και οι άνθρωποι, όσο κι αν θέλεις και προσπαθείς να οικειωθείς µαζί τους, όσο κι αν δείχνουν φιλόξενοι, ή και είναι πραγµατικά φιλόξενοι, δεν είναι δυνατό να γίνουν τα βουνά και τ' ακρογιάλια, τα δέντρα και το φως του τόπου σου, οι βασανισµένοι µα ολοδικοί σου άνθρωποι".
ΣΤΟ ΝΙΚΟ
Θά 'θελα να µικρύνω
να γίνω ένα τίποτα
για να µπορέσω να σε φτάσω
να φιλήσω την ψυχή σου
αγαπηµένε µου.
Να σου χαρίσω όλους τους ήλιους
και νά 'ρθω να καθήσω κοντά σου
στιγµές ατέλειωτες
Χωρίς να µιλάω.
Κι όταν θα κλαίω
όταν θα κλαίω
µέσα στις χούφτες σου,
να' ναι γιατί η καρδιά µου
και η ψυχή µου
κι ολόκληρη εγώ
µαζί µ' εσένα
έγιναν ένα,
και δε µπορείς
ούτε εσύ ούτε κι εγώ
να ξεχωρίσουµε
ποια είναι η δική σου ψυχή
και ποια η δική µου.
Ουτρέχτη 1970
ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ
Καλώς ήρθες φίλε,
καλώς ήρθανε όλοι οι φίλοι,
όχι πως µας λείψατε ποτές,
µα πως να στο πω,
γέµισε ο ήλιος µε φως
γεµίσαµε κι εµείς µε φως.
Γιατί έχουµε καιρό
να δούµε τον ήλιο φίλε,
έχουµε καιρό να τον δούµε να λάµπει.
Θα λάµψει. Δεν θα λάµψει
κάποτες και για µας
χωρίς τελειωµό
ο ήλιος φίλε;
κι ανάµεσα στο φως του
δε θα φυτρώσουν γαρίφαλα;
Κάτι τρανά
κατακόκκινα γαρίφαλα
που το πικρό χαµογέλιο τους
θα λάµπει χαρούµενο
κι αυτό σαν το φως,
µιας και θα βρίσκονται
µέσα στο τόσο φως
και σε τόση ευτυχία;
Αθήνα 1952
ΥΠΑΡΧΩ
Βρέχει...βρέχει
µέρες...βδοµάδες
ασταµάτητα,
έξω από το παράθυρό µου
το τοπίο ίδιο
εδώ και είκοσι χρόνια
Πράσινο γρασίδι
τα δέντρα,
τα σπίτια
µε τις γαλαρίες µπαλκόνια
και τα παράθυρα
µε τ' άσπρα τα κουρτινάκια
κλειστά
Κάτω
µουριές,
µαύρα, άσπρα µούρα,
κουκούλια στα τελάρα
πάνω στα µουρόφυλλα
για το µετάξι.
Φραγκόσυκα
η θειά Καλλιόπη
καθισµένη στο πεζοδρόµιο
έξω από την Άη Γιώργη
να τα καθαρίζει.
Μια χαρακιά στη µέση
µια απ' το κάτω µέρος
µια απ' το πάνω
και να, το φραγκόσυκο
γυµνό και µυρωδάτο,
και να τα
δέκα στη δεκάρα.
Εδω
Βρέχει... βρέχει ακόµα
και η θάλασσα µαύρη,
φουρτουνιασµένη
κι ο ήλιος ακριβοθώρητος.
Θυµάµαι.
Οι ροδιές δίπλα στο πηγάδι
και οι Κυδωνιές στο φράχτη
ψητό κυδώνι
κυδωνόπαστο
Κυδώνι γλυκό µε µύγδαλο.
Η ελιά, η ελιά
το λιόδεντρο
µια θέση θρόνος
κι όλος ο κάµπος από κάτω
µ'ελιές και τ' αµπέλια
και η θάλασσα.
Η µαύρη ελιά
η χαρακτή
η πράσινη η τσακιστή
η θρούµπα
το µάζωµα
το τίναγµα, τα λιόπανα,
και η καρεδένια πετσέτα στο χώµα,
το βρεγµένο παξιµάδι
και το κρεµµύδι
και η φέτα το τυρί
και η ελιά, η ελιά.
Οι λεύκες, οι ψηλόλιγνες λεύκες
να ξαπλώνεις στον ίσκιο τους
και ν' ακούς το τραγούδι τους
φσσσσ, φσσσσ, φσσσσ...
Τα φύλλα τους να χορεύουν
αγκαλιά µε τον ήλιο
τ' ασήµι κι ο ήλιος
ο ήλιος και τ' ασήµι
και να κολυµπάς
να λούζεσαι µες στ' ασηµόφωτο.
Η µυγδαλιά, η µουσµουλιά
οι πορτοκαλιές κι οι λεµονιές
να ζαλίζεσαι από τη µυρουδιά
των λουλουδιών τους
την Άνοιξη.
Στους µπαξέδες
το πορτοκάλι
κοµµένο στα τέσσερα µε τη φλούδα
για µεζέ µε κόκκινο µπρούσκο κρασί
και δίπλα
η µακριά σειρά µε τα κυπαρίσσια
κι απο κάτω
η θάλασσα µε τ' άσπρα βότσαλα.
Εδώ οι µατανάστες
τα παιδιά
στο Ελληνικο σχολείο
«Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ»
Σαρακατσάνικα
Θρακιώτικα, Ηπειρώτικα.
η «ΣΙΔΕΡΑΙΝΑ»
δυο γιους, δυο βλαστάρια,
κορώνες µου.
Έχω δυόσµο και µάραθο στον κήπο µου
και βασιλικό στη γλάστρα
έχω τσικουδιά και ούζο
αρνί στη σούβλα το Πάσχα
και τσουρέκια
και κόκκινα αυγα.
Το σπίτι µας
µια όαση ζεστασιάς κι αγάπης
για τους µονάχους
τους πικραµένους αδερφούς µας
τους Έλληνες της ξενητειάς.
Η Χριστίνα, η Γεωργία,
ο Δηµήτρης, ο Βασίλης,
ο Κώστας, ο Μάκης
ο ΣΙΔΕΡΗΣ κι η ΣΙΔΕΡΑΙΝΑ.
Μπουζούκι, κιθάρα, ούτι, κλαρίνο,
µερικές δεκάδες τετραγωνικά µέτρα
κι όλη η Ελλάδα µέσα
κι οι χαρές κι οι καηµοί και τα πάθη.
Τα χαµόµηλα κι οι παπαρούνες
ένα µεγάλο λειβάδι
κι εσύ πεσµένη ανάσκελα
µε τα χέρια ανοιχτά
κι ο ήλιος από πάνω σου
ο άντρας, ο ήλιος, η ζωή, ο έρωτας.
Ο βραδινός περίπατος στην παραλία,
ωραία αγόρια, ωραια κορίτσια,
πέρα δώθε, πέρα δώθε
κλεφτές µατιές
κρυµµένες λαχτάρες
και πλατς-πλατς η θάλασσα
κι ο ψαράς µε το πυροφάνι
και µε το καµάκι για χταπόδια
κι απέναντι να λαµπυρίζουν
τα φώτα από το γριγρί
κι ο φάρος του Τσιρίγου.
Εφτά µήνες χειµώνας
κρύο, παγωνιά, έξω και µέσα
να µη ζεσταίνεσαι µε τίποτα
κρύα τα χέρια σου
κρύα κι καρδιά σου.
Το πότισµα τ'αποµεσήµερο
στο µποστάνι,
µελιτζάνες, κολοκύθια, πιπεριές,
ντοµάτες, µπάµιες.
Κι ανάµεσά τους ο δυόσµος
να µοσχοβολάνε όλα
και το κατάξερο χώµα
να ρουφάει το νερό και ν' ανασαίνει.
Ο γυρισµός απ' τα χωράφια
στο ηλιοκάθισµα
µπροστά τα ζα
πίσω οι άνθρωποι
ξεκοφτά στο πλάι οι ίσκιοι.
Το καταµεσήµερο του καλοκαιριού
η λυσσαλέα ώρα του µεσηµεριού
ίδια σκύλα που γοργανασαίνει βαθιά,
τα φίδια να σέρνονται,
τα φιδοτόµαρα να γυαλίζουν
το ηλιόφλογο.
Και πιο ψηλα
στα χέρσα χωράφια π' ανηφορίζουνε
ασπάλαχτρα, αγκάθια,
αθάνατα µε τις λόγχες τους τεντωµένες,
σπερδούκλια, τσουκνίδες,
φραγκοσυκιές, αρκουδόβαρα
όλα έτοιµα ν' αντισταθούνε
µε την έχθρα τους
στο άγγιγµα του ανθρώπου.
Το εκκλησάκι ψηλά
στην κορφή των γρανιτένιων βράχων
µε τις φωλιές των γλάρων
και τα αυγά από τα πετροπούλια.
Ένας άσπρος σταυρός
µε φόντο τη θάλασσα, την απέραντη,
και το χαρουπόδεντρο στην άκρη
τίποτ' άλλο...
κι εσύ µόνη
µε το θεό να σε κρατάει απ' το χέρι
και να σου λέει σιγανά
«µη µιλάς, κοίτα, κοίτα
σ' αγαπώ».
Οι µανιάτισσες
οι στιγνές, οι λιανές
οι «ξερές φραγκοσυκιές»,
η Λιού, η Πετρού, η Δηµητρού,
η Κυριάκαινα, Η Κυριακούλαινα,
η Καπετανόνυµφη, η Κακοσόνυφη,
µε τους πόνους τους
και τα µοιρολόγια τους.
Πέθανα στις 23 Αυγούστου του 1955 στην Ελλάδα.
Γεννήθηκα, τρεις µέρες αργότερα, στις 26 Αυγούστου
του 1955 στην Ολλανδία,
σε ηλικία 32 χρόνων.
Ουτρέχτη 1975
Η µέρα, η νύχτα
η νύχτα, η µέρα
η µια πίσω απ' την άλλη,
τρέχουνε ασταµάτητα
Δεν σ' αφήνουνε να ησυχάσεις,
ακολουθείς κι εσύ
κι όταν σταµατήσεις
έχασες το δρόµο.
Ως εκεί ήτανε
µη ρωτάς το γιατί
εκεί θα µείνεις
και θα εξαφανιστείς,
εκεί στην άκρη
του δρόµου του µεγάλου,
του δρόµου
Που δεν τελειώνει ποτέ.
Δυο λουλούδια,
τα πουλάκια,
έχω πιάσει σχέση
µ' ένα περιστέρι,
έρχεται και τρώει τα ψίχουλα
µέσα απ' την παλάµη µου
το χαϊδεύω και δε φεύγει.
Που και που
περνάει κάποιος,
περνάει κάθε µέρα
έξω απ' το παράθυρό µου
Κουνάω το χέρι µου
κι αυτός µ' αντιχαιρετάει,
όµως δεν τον γνωρίζω,
δεν ξέρω τι χρώµα
έχουν τα µάτια του
Ολλανδός είναι η ξένος;
Κάθε µέρα είµαι µόνη.
Στα εβδοµήντα µου χρόνια
είµαι ολοµόναχη.
Κάθε µέρα σκέφτουµαι
το µεγάλο δρόµο
τον ατέλειωτο δρόµο.
Δεν υπάρχει έλεος.
Ουτρέχτη 18.12.1992
Δώς µου το χέρι σου
Φίλη µου,
Φίλε,
Στην καρδιά µου απάνω
Ν' ακουµπίσεις,
Στην παιδική
Γερασµένη καρδιά µου,
Να την ακούσεις να χτυπάει...
Αύριο, µεθαυριο,
Κάποτε, θα σταµατήσει,
Όσο γίνεται,
Όσο πάει,
βοήθησέ µε
να µπορώ
να σου µιλάω,
να σου γράφω
και να σου εύχοµαι κάθε χρόνο
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ
Ο ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ.
µε το µυαλό ξεκάθαρο,
όσο µπορώ,
όσο πάει
Βοήθησέ µε,
για να σε βοηθήσω
µε την αγάπη µου
και την έννοια µου
για σένα,
και τον άλλον,
για όλο τον κόσµο
Όσο µπορώ...
Ελένη Μπάλιου, μεταφορά από το refene.com Έτος 2000.