"Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της"
C.B

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΟΧΘΟΥ






ΕΦΤΑΨΥΧΟΙ
1971

Θέμης Τζίφας

Το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου αυτού, έχει τον τίτλο «Σαν πρόλογος» και είναι γραμμένο από τον ίδιο. Στις δυο τελευταίες παραγράφους, αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Φαίνεται ότι τόχει η μοίρα μας, εμάς των νεώτερων, μέσα σε κάθε ώρα, να συμπληρώνουμε κιόλας ένα τεράστιο κύκλο ζωής, σφραγισμένο από μια χοχλαστή εμπειρία, τις περισσότερες φορές απέραντα οδυνηρή.
Μερικά από τα ποιήματα γράφτηκαν στην Ελλάδα, άλλα στο Βέλγιο όπου δούλεψα ανθρακωρύχος για κάμποσο διάστημα κι άλλα στη Γερμανία, στην περιοχή της Κολωνίας, όπου απασχολήθηκα σαν εργάτης σε μια φάμπρικα. Επίσης οι όχτες του Σηκουάνα και το ανέβασμα στον πύργο του Άϊφελ δεν μ’ άφησαν αδιάφορο».

(Σ.σ Κάποιες λέξεις που φαίνονται λανθασμένες ορθογραφικά, επέλεξα να μη τις πειράξω.  Για ευνόητους λόγους),.


ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΓΑΛΑΡΙΑ

Είχες το ατύχημα να πέσεις
στα μεγάλα σταυροδρόμια
κι έτσι περικυκλώθηκες από το αγωνιώδες δίλημμα.
Από μικρός είχες το μεγάλο ελάττωμα
να κλέβεις τα φεγγάρια απ’ τις νύχτες
και να τα θρυμματίζεις ασύδοτα στις πόρτες των σπιτιών.

Σε συνεπήρε η χειμαρρώδης προέλαση του χρόνου
και σούφυγε απαρατήρητο της εφηβείας το πανόραμα
Τώρα πανικόβλητος μετράς τις στιγμές που διαβαίνουν
και μισείς την ειλικρίνεια των κατόπτρων.

Έμεινες πεντάρφανος στις απόκρημνες διαβάσεις
των εγκάτων της γης
και δε σε ζεσταίνει πια καμιά χειραψία.

Τότε, είχες βάλει ένα χλωμό λουλούδι
στο πέτο της μοναξιάς σου
και νόμισες πως βρήκες τη μεγάλη λύση.
Έπειτα κοκάλωσαν οι φθόγγοι στο στόμα σου.


Αργότερα ήρθε η εποχή που σε μάλωνε η μάνα σου
γιατί προτιμούσες να υπερακοντίζεις την έκσταση
ως τις ρίζες των άστρων.
΄Ητανε τότε που σε μάλωνε η μάνα σου
γιατί αρνιόσουνα να υποταχτείς
στο μετρημένο ψωμί των ανθρώπων.
Δεν μπορούσες να δικαιολογήσεις
την απουσία του μειδιάματος
από την έκφραση του Αιώνα σου!


Πιο αργότερα τα οράματά σου διώχτηκαν
και φυλακίστηκαν από την ευτέλεια του σκότους.


Ήτανε τότε που έστυβες τις πέτρες
στις χούφτες σου
και φύτρωναν περιβόλια.
Ήτανε τότε που αλληλογραφούσες αδιάκοπα
με την καλπάζουσα γοητεία των αυριανών γενεών.

Κι έτσι, καθώς περίμενες ανυποψίαστος
την πανηγυρική άφιξη των θεριστάδων,
πρόλαβε ο χρόνος και σε παγίδεψε
μ’ ένα δίχτυ από ρυτίδες.
Ωστόσο δεν μπόρεσες ν’ αλλάξεις,
ούτε να υποκλιθείς με ιεροσέβεια
στο χιλιόμετρο βάθος του κελιού σου.

Εξακολουθείς ακόμα να επιμένεις
πως σε κάθε ξάστερη νύχτα
ο έναστρος ουρανός προβάλλει
σα μεγεθυσμένο σχεδιάγραμμα κρανίου
των ανθρώπων που θα σε διαδεχτούν.

 Εξακολουθείς ακόμα να παραμένεις
ένα συμπαγές σύννεφο που κουβαλάει μαζί του
την απειλή της βροχής.
Ταμπουρωμένος πίσω απ’ τα στήθια σου
επισημαίνεις με ακρίβεια
την αναξιοπιστία των ήχων.

Τώρα πια είναι άσκοπο
ν’ απασχολείσαι με την επιστροφή.
Πορεύου εν πολέμω.

Βέλγιο 17-3-58


ΥΜΝΟΣ

Ανάμεσα σ’ ανατολή και δειλινό
προσαρμόζεις το άγχος σου
σ’ ένα ράφι αρτοποιείου.
Ανάμεσα σε βράδιασμα και ξημέρωμα
μελετάς καχύποπτα τη θηριωδία της στέρησης.
 Πάνω στην αντάρα των ωκεανών
ταξιδεύεις την αρμυρή σου νοσταλγία.
Τα ερτζιανά κύματα συγκλονίζουν την ατμόσφαιρα
καθώς μεταφέρουν τη δίψα σου
στην ανομβρία της πατρίδας σου.

Το χλωμό σχήμα των χειλών σου
άνανδρη μαχαιριά στην ελευθερία της γνώμης σου
κι οι καμπύλες σειρές των δοντιών σου
δυο ακονισμένα μισοφέγγαρα που κόβουν στη μέση
την παχυδερμία του σκότους.

Τις νύχτες, πίσω απ’ τα κατεβασμένα βλέφαρα
των παραθύρων
ζωγραφίζει πάνω στην αδενοπάθεια
των παιδιών σου
το αυριανό σου καθήκον.

Οι στιλπνές αιχμές των ματιών σου
προέκταση ηλεκτροφόρου σύρματος
στην αδράνεια του χρόνου.
 Και η μικρογραφία της αγάπης σου
συνισταμένη χειμάρρων και άστρων
στην καρδιά του χειμώνα.
Κάθε βράδυ ζεσταίνεις το βοριά
πάνω στη γύμνια σου
όπως το παγωμένο νερό στα φλεγόμενα
σωθικά σου.
Κάθε βράδυ ζεσταίνεις τη γύμνια σου
στην ειλικρίνεια της οργής σου.

Κάθε σου αχνάρι, εύφορο λεκανοπέδιο
που αρδεύεται πλουσιοπάροχα
από πέντε αυλάκια φωτός!
Η αγχώδης δρασκελιά σου, φωσφορίζουσα
διάμετρος στη σφαίρα του σύμπαντος.
Ο αλαλαγμός σου, κατακόρυφος εφαπτομένη
στον κοντυλοφόρο της Ιστορίας.

Το εφτάψυχο όνειρό σου, αλεξίσφαιρος θώρακας
στις ομοβροντίες του Άδη.
Η εφτάψυχη θέλησή σου, δραματική εμπιστοσύνη
στην επανάληψη των ανοίξεων.

Το εφτάψυχο χαμόγελό σου
επίσημη φορεσιά του ήλιου
σ’ ένα ξάστερο πρωινό του Μάη.
Ο εφτάψυχος στεναγμός σου
δημιουργικό κομπρεσέρ
στην παταγώδη κατεδάφιση του τρόμου!....



Η ΠΟΙΝΗ


Στ’ ακροθαλάσσι σ’ έβρεξε ο αφρός
κι από τότε στα μάτια σου
έμεινε ένας μεγάλος λεκές από αρμύρα
Πλήρωσες τον πληθωρισμό της καρδιάς σου
με την ποινή της ισόβιας Δίψας!


Ντορμάγκεν (Γερμανία), Καλοκαίρι του 1958



ΑΝΑΠΛΑΣΗ

σελίδα 47

Κάποτε θα πάψει να μας θέλγει η αντίφαση
πρηνείς κάτω απ’ τα χορτάρια των τάφων
θ’ αφουγκραζόμαστε τη γνώση των νεκρών.
Κανένα ίσκιος θαμπός,
καμιά υποψία τριγύρω,
όλα διάφανα στην ξαστεριά των ματιών
και η νύχτα κλεισμένη στη φυλακή του φωτός.
Με τ΄ ουρανού το δισκοπότηρο στο χέρι
θα ρουφάμε το μυστήριο της αθανασίας.
Κι έπειτα
μεθυσμένοι και λάγνοι
θ’ αφήσουμε τον ίλιγγο των υφών
να μας βυθίζει στο έναστρο κρεβάτι του Γαλαξία!

Χωρίς έλξη,
χωρίς προγραμματισμό,
χωρίς αναμνήσεις.
Εξαπλωμένα ουσιαστικά στις αύρες
του διαστήματος.

σελίδα 48

Χορευτές που λικνίζονται
στων στιγμών τους ρυθμούς
με των αέρηδων την ορχήστρα.
Ριψοκίνδυνοι ακροβάτες
που αιωρούνται ως τις άκρες του Σύμπαντος
πιασμένοι απ’ τις αχτίνες του ήλιου.
Λευτερωμένοι απ’ όλα τα οικόσημα,
απαλλαγμένοι από το άγχος των ερευνών.

Ας αναποδογυρίσουμε τους ωκεανούς
να δούμε το δεύτερο ουρανό των βυθών,
να στήσουμε συμπόσιο στις υγρές αβύσσους
και να ειρωνευτούμε την πλάνη των αξιών
περπατώντας σε μιαν άμμο από μαργαριτάρια.

Ας μεθύσουμε το χρόνο με φίλτρα από λήθη
κι ας τον βάλουμε μπρος μας να χορεύει
φορώντας του στολή κλόουν
και περιλαίμιο από πλανήτες!...

Έπειτα εμείς,
καθισμένοι νωχελικά στο χάος
ας βρίσκουμε ένας –ένας τους εαυτούς μας
παρακολουθώντας το θάνατο της Ιστορίας!



Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, υπάρχουν κριτικές τόσο για το συγκεκριμένο βιβλίο όσο και για τα άλλα του πεζογραφήματα που πριν η μετά  είχε εκδώσει, από συντάκτες περιοδικών και εφημερίδων της εποχής.


«Ο Θέμις Τζίφας, με την ποιητικής συλλογή «Εφτάψυχοι» Φέρνει μια νέα πνοή.
……………….
Η πίστη του στον άνθρωπο που τον έζησε στις πιο δύσκολες ώρες του, να παλεύει με τα σπλάχνα της γης για να κερδίσει τον άρτον του με τον ιδρώτα του προσώπου του, η ακλόνητη τούτη πίστη για τη μεγάλη δύναμη του ανθρώπου, δοσμένη με τη ρωμαλέα πέννα και την αντρίκια σκέψη του Ποιητή, μας ζεσταίνει την καρδιά την καταπληγωμένη από χιλιάδες θλίψεις, που ο Ποιητής ξέρει να ξεπερνά και να φτάνει στην αληθινή ουσία πραγμάτων και προσώπων. Ο στίχος του καθάριος, μουσικός».

Κλεοπάτρα Παπαδάκη, περιοδικό «Παγκόσμια Τουριστική και Οικονομική «Επιθεώρηση». Οκτώβριος  του 1962

Για το βιβλίο του 750 μέτρα στα βάθη της γης, η Αυγή έγραψε.
«Δεν είναι από τους πρόωρα ηττημένους ο Θ. Τζίφας, ούτε παριστάνει την «οργισμένη γενιά»/Είναι από τους νέους που προσπαθούν ν΄αλλάξουν τη μοίρα της γενιάς τους, με τη δουλειά, με τον αγώνα της ζωής, με την πέννα.
Το 1957 βρέθηκε μετανάστης στα βάθη των βελγικών ανθρακωρυχείων, σε 750 και ύστερα σε 1200 μέτρα. Η εμπειρία του, όπως θα δει καθένας διαβάζοντας, είναι φοβερή. Ιδιαίτερα συναρπαστικό και επίκαιρο είναι το απόσπασμα αυτό της μεταναστευτικής του εμπειρίας. Ο συγγραφέας του δε το έχει δουλέψει σα λογοτέχνης αλλά σχεδόν σαν ανθρακωρύχος. Πετάει μεγάλα κομμάτια μαύρης και λαμπερής αλήθειας με το πιστολέτο του. Ένα κείμενο γραμμένο από την ίδια την πραγματικότητα που ξεπερνάει τη φαντασία.

Η Αυγή των Αθηνών,30-9-1962














Πέρασε κι έφυγε.  Δημοσίευσε αυτό το βιβλίο που το βρήκα το 1990 σε μια απ’ αυτές τις «καταγής» εκθέσεις-βιβλιοπωλεία. Δεν βρήκα και δεν άκουσα τίποτα για τον βασανισμένο ποιητή ξανά. Μα έχω ακόμα τη σκέψη του εδώ.


ΧΑΡΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
1977

Πόνος

Κόκκινος καυτός δρόμος
δυο μάτια, φωτιά
μαχαίρια στο χώμα
το παλιό λιμάνι
το πονεμένο κάτεργο
δυο σίδερα
σαπίλα
καρδιά ζεστή ακόμα
σφίχτε με μάτια να πονέσω
ύστερα σιωπή
Ομορφιά, φτωχογειτονιά
καλυβάκια, δυο κόκκινα κεραμίδια
σύχασε, έλα κοντά μου, έλα
σ’ αγαπάω.


Στιγμούλες αδειανές

Είμ’ εδώ σ’ ένα κάθισμα πράσινο, ξεθωριασμένο,
σ΄ ένα θρανίο
είμ’ εδώ, κι άλλοι πολλοί σε πράσινα ξεθωριασμένα καθίσματα
ψάχνω νάβρω μια χαρά, ένα μήνυμα, μια ζέστα.
το κάθισμα κρύο, οι άλλοι οι πολλοί κρύοι κι αυτοί
κι εγώ με μια υποκειμενική ζεστασιά δίχως αποκρισιά ΄δω μέσα
πασκίζω να τη μοιραστώ με κάποιον.
Ποιος διαολοστέλνει την ομορφιά; μούρχεται το ρώτημα στην καρδιά
Εγώ, τούτοι ΄δω, το σύστημα, η χαζομάρα μου,
η ασκήμια μου;
μπορεί νάναι κι έτσι, μα λύση δεν έχει τούτ’ η μέρα
τούτ’ η ώρα
γι’ αυτό και ΄γω γράφω με βαθιό πόνο,
γράφω για μένα,
για κείνη,
για τούτους ΄δω
γι΄αυτό που λείπει,
που μας λείπει.
Είμαι μισός, το νιώθω, ένα μισό πεθαμένο εγώ,
ευτυχώς πεθαμένο
ευτυχώς για άλλη διάσταση
μισός εγώ, μισοί και τούτοι με τη ψευτιά στο λαιμό
να τους πνίγει,
να βλέπω ΄γω να τους πνίγει, να πνίγει καρδιές.
Αυτοί δεν λεν τίποτα, μόνο είναι μισοί
μόνο περπατάνε ποθαμένοι δίχως να το ξέρουνε,
μοναχά συνηθίσανε στο πνίξιμο.
Τους εκοιτάω, τους αγαπάω, τους αγκαλιάζω,
κι αυτοί δε γρικάνε τα χέρια μου,
δε γρικάνε τα μάτια μου,
τη καρδιά μου τη παλιωμένη σε τούτη την αγάπη
τη διωγμένη, τη σμπρωγμένη πίσω, έξω, μακριά
τη διωγμένη από δαύτους δίχως καμμιά γνώση,
δίχως καμμιά ζεστή ματιά.
Τούτην όμως η αγάπη
δε διώγνεται, δε σμπρώχνεται, δε χωράει
μον’ χαδεύει τα πονεμένα τους πρόσωπα
μέχρις να το νιώσουνε.




te cero

Γράψε στο παραθύρι «σ’ αγαπάω»
και κοίτα κει ψηλά το ήλιο μέσ’ απ’ το δειλινό
μιας μέρας του πόνου
κάνε νάβγει τούτος ο ήλιος απ’ τη δύση.


Για κείνους που μ’ αφήνουν

Μια χαρά πλανιέται στην καρδιά μου
μια χαρά στο άκουσμα το γλυκό της μιλάς
η χαρούλα της φιλικιάς ανακούφισης
απλώνουνται τα χέρια μου στα μάτια τους τα βαθιά
κι οι φωνές τους με ζώνουν σαν όμορφη κλωστούλα
γρικάω τη δικιά τους τη χαρά τούτης της ώρας
κι αρωτάω:
«Πως μποράει να φωλιάξει η ψεύτικια ασκήμια
στες καρδιές και τα μάτια αυτωνώνε»;
Θυμιέμαι τις μέρες τις παληές
άλλες καλές, άλλες του πόνου του γκαρδιακού
και πάλε ανεβαίνουνε οι λέξες στο λαρύγγι,
στρουφογυρνάει το ρώτημα το βαρύ στα μηνίγγια:
«Γιατί άραγες ξεγνούνε οι φίλοι».


Τ’ άδειο κομματάκι


Κείτομαι στη ζυγαριά του άγνωρου
σ΄ ένα κλαρί στην άκρια
όλα στο νου και στη καρδιά ένα σούσουρο
σα τη νύχτα με τα παγανά στο τζάκι
ή καρδιά άδεια ΄πο λέξεις
μένω δω, κοιτάζοντας στο κάμπο την αγάπη
οπού πλανιέται
στον αγέρα με τη μουντάδα του γαλάζιου
και τα χέρια οπού ψάγνουνε μέσα στο τσιμέντο
γι’ αυτό που λείπει
και το πρόσωπό μου πια δείχνει με μια καθάρια
σιγουριά
τη λησμονιά απ’ ένα περιστέρι
οπούρχεται και ματαφεύγει δίχως μηνύματα,
το πρόσωπό μου ειν’ η καρδιά που τη φιμώσανε,
και προσπαθάει να ενωθεί με μουγκρητά ακαθόριστα
σα το ακαθόριστο μιας ζωής μονάχης.


Σβησμένα χαμόγελα

Δε χωράνε λουλούδια σε τούτα τα στόματα
μόνο αγκάθια να ματώνουνε τα χείλια
να σκάβουνται βαθιά
να μας θυμίζουνε πως ζήσαμε.

48 σελίδα

Πανιά τα μάτια μας
άσπρα μικρά πανιά
να βλέπουνε τα παιδιά της γειτονιά το καραγκιόζη
κι η βρεμένη γωνιά ένα κλάμα
στο πεζοδρόμιο που περπατάς
και λιώνεις στη λάσπη τούτης της στιγμής
και οι στάλες πάνω στα γυμνά σου χέρια
το κλαμένο δεντράκι που σε χώρισε για μια στιγμή
από κείνον που βάδιζες μαζί
και τα γυμνά φώτα του πάρκου,
το τσαλαβούτημα που κάνουν τα παπούτσια σου,
μια στιγμή που σκέφτηκες πόσο κρύο είναι το χέρι σου
και πάλι το δρομάκι, η βροχή,
ώρες που περνάνε και φεύγουνε.
Βάζοντας τα χέρια στις τσέπες
συνέχισες και χάθηκες στο θαμπό γύρισμα του δρόμου
κυνηγώντας τις χαμένες ώρες.
Έκλεισε η αυλαία κι αποκοιμήθηκες,
το γέλιο έμεινε εκεί βουνό
στα μικρά προσωπάκια.
Κοίταγες μια φωτογραφία,
κάποιο πανηγύρι,
ένα τσούρμο παιδιά,
ένα σπυρί η χαρά,
αδειανές φουχτίτσες,
ο καραγκιόζης,
τα μάτια σου,
αποκοιμήθηκες.

Συνεχίζεται….




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου