«Πάει καιρός που η Ελευθερία δεν κατοικεί στη γενέτειρά
της, χωρίς, βέβαια, να σημαίνει ότι κατοικεί κάπου αλλού- και δε γύρισε ούτε
για μια στιγμή για να επισκεφθεί το Μαυσωλείο της στην Αθήνα, που παρουσιάζει
το παρελθόν της και το παρόν της σαν μια γόπα σ’ ένα ανθισμένο καπνοτόπι».
Νώντας Σκιαδάς.
Ο αγαπημένος Θανάσης Κορακάκης, στο βιβλίο του
«Καισαριανιώτες συγγραφείς», μέσα σε τρεισήμισι σελίδες που του αφιερώνει, μας
δίνει μια πολύ καθαρή εικόνα της προσωπικότητας του ποιητή. Χρησιμοποιεί
εισαγωγικά το ποίημα της Σταυρούλας Λιναρά, (άλλη παρεξηγημένη κι εκτοπισμένη
ποιητική μορφή), Ταμπέλες.
Έι….εσείς,
οι σοβαροί,
οι καθαροί,
εσείς οι νοικοκύρηδες…
Μη λερώνετε άλλο τα χρώματα του έρωτά μου
Μην πατάτε το πράσινο της καρδιάς μου…
«Σταυρούλα Λιναρά, «Οι άλλες μου σκέψεις»
«Ο Νώντας (γιος του Νίκου Σκιαδά), όπως φαίνεται από τα
γραπτά του ήταν άτακτο παιδί. Ήταν ο οδυρκής, τραχύς, αναρχικός αυτοσαρκαστής,
σακαστής ακόμα και των σαρκαστών. Ο ποιητής πο αναχώρησε αυτοβούλως και
συνειδητά από τη ζωή, ενώ δεν είχαν ακόμα σβήσει από το προσωπό του τα σπυράκια
της ποιητικής εφηβείας.
……………………………………………..
Δείγματα γραφής.
Από τη συλλογή του «Χρονικό Στο Χώρο»
Πρόλογος
«Πέρα απ’ το πρώτο κρουστό των παλαμών που διατηρείτε στα
παλαμάκια σαν την πιο βάρβαρη επιδοκιμαστική δύναμη πέρα απ’ το δάκρυ που
έσταξε απ’ τον εξώστη για να υπεραρμυρίσει τα φυστίκια στην πλατεία, και αφού
το μολύβι μου δεν μπορεί παρά να συνεχίζει όταν γράφω για τα χάλια σας, πέρα
απ’ τη χώρα των κορσέδων ενάντια στα λουκάνικα και τη χώρα της εγκυμοσύνης στον
όγκο της προσπάθειας, την κοιλιακή χώρα, πιστεύω ότι είμαι ένας γνήσιος καρπός
της απελπισίας που επιβάλλει αυτή η περίοδος – ένας ναυαγός με ομπλέρα – και
σας φυλάω μερικές τρικλοποδιές στα θρυλικά κείμενά μου που θα φιλοξενούνται
στις διαπλανητικές βιβλιοθήκες.
Το παρόν είναι έν έργο που δεν αγαπάει και δεν δέχεται και
πιθανόν να μην σας αρέσει μα δεν δίνω πεντάρα γι’ αυτό. Ωστόσο αναγνώστε το για
να απολαύσω μερικές καινούργιες γκριμάτσες σαν μοναδικό στόχο μου ως προς την
ζώσα ύλη των μοναχικών κοσμοσυρροών που καλά θα κάνει να προσφερθεί σαν στόχος
κατά την εκγύμναση των πυροβολητών στα απελευθερωτικά μέτωπα. Μπαμ».
πιο μέσα…
«Γεννήθηκα περιπαθής και συνοφρυωμένος. Νομίζω ότι τίναξα
τις χασμωδίες από τον ώμο μου! Αυτές οι δοξαριές χρειάζονται έναν αγωγό, ήμουν
εγώ, αυτά τα χρώματα χρειάζονταν έναν μακιγιέρ, ήμουν εγώ, επίσης. Η διαθήκη
μου αφορά στο μηδέν. Και η κληρονομιά μου επισημαίνει ότι τίποτα δεν έχει
νόημα, κι αυτό είναι το νόημα των πάντων.
Δεν πιστεύω ότι θα μπορούσα να υπάρξω σαν μέλος ενός οργίου.
Η αγένειά μου διασπά τις εφαρμογές της Κόλασης. Ο στραβισμός μου διχοτομεί την
ευχέρεια του Κακού και την τονική του εγκλήματος και η ανάσα μου θα αηδίαζε την
Τύχη. Είμαι ένα μέρος της Τύχης. Κοίταξα αυτή τη στυγνή και απόκρημνη θεά του
εσώκλειε το βάρος της γι’ αλλού πλέκοντας την απέχθειά της ως τις ίνες μου και
σκέφθηκα ότι καλά θα κάνω να ερωτεύομαι στον καμπινέ αφού σπάσω τον καθρέφτη,
κι όταν απόρησα μπανίζοντας τ’ άστρα αισθάνθηκα να μου λένε, ότι η Γη δεν έχει
να ντραπεί παρά για την ασκήμια μου.
Προτίθεμαι να βηματίσω επάνω στα βογγητά της Ζαν ντ’ Αρκ.
Προτίθεμαι να βηματίσω επάνω στις πληγές και τη σουμάδα της ψυχοκόρης σας.
Προσπαθώ να ξεχάσω το παρελθόν μου στο τσίρκο. Προσπαθώ να καλέσω με την
σφυρίχτρα μου ένα μαρμαρωμένο συνωστισμό. Όταν αισθανθείτε τη βλοσυρότητα των
ιδεολογιών και την παγιότητα των αντικειμένων να λιώνουν την επίθεση από
ακατονόμαστες ορδές φωτονίων, θα είμαι εκεί. Απόγευμα στην γκαλερί. Κυρία μου,
είναι αδύνατον να επιβιβάσω την ηθικής της άνοιξης στην κορνίζα. Κυρία μου,
είναι αδύνατο να βρω την απόχρωση της αγάπης ζωγραφίζοντας τον καλό εαυτό του
έρωτα. Σι-λα-σολ. Της έσπασα το σβέρκο. Σι-λα-σολ. Είναι νεκρή. Ένας
Πορτορικανός της πήρε το μακιγιάζ.
Σι λα σολ, στο συρτάρι κοιμάται ο Μιτεραν. Σι-λα-σολ. Ο
Πορτορικανός του πήρε τη σημαία. Σι-λα-σολ, Φρανσουά, είσαι νεκρός, μην
προσπαθείς να τηλεφωνήσεις. Νομίζω ότι οι Σουλτάνοι που καίνε το χαρέμι τους σε
κατάσταση εξαιρετικής ανίας πρέπει να απαλλάσσονται. Νομίζω ότι δεν θα μπορούσατε
να φτύσετε από την πρώτη θέση του υπερσιβηρικού διότι βρίσκεστε στην Τρίτη.
Νομίζω ότι οι δοκιμαστές τεΐου θα έβγαζαν διαφορετικά πορίσματα αν ένα
γυναικείο πέλμα σκούπιζε τα χείλη τους μετά την εκάστοτε δοκιμή. Νομίζω ότι η
διεύθυνση του Νταχάου δεν θα απαρνιόταν το σαπούνι από τους παππούδες των
Εβραίων για να πλυθούν τα εγγόνια τους. Ξημερώνει. Σύμφωνα με τις αξιώσεις του
Δημιουργού αυτή θα είναι μια ιδρωμένη και αναίμακτη μέρα. Θα είναι μια μέρα που
θα μας βοηθήσει να διακρίνουμε τα κωμικά στοιχεία του δράματος να εντείνουν την
τραγωδία. Θα είναι μια μέρα που θα μας βοηθήσει να εντοπίσουμε τον τραγέλαφο
και να πεθάνουμε φλυαρώντας ενόσω η Γη σαλεύει πεθαίνοντας, ενόσω οι
επικράτειες ξυρίζουν τις υψικαμίνους και πετάνε τις σαπουνάδες κατά το μέλλον,
ανάμεσα στα ακατάβλητα ιντερμέτζα των
επαναστάσεων, με αιτία την πείνα και λόγο τον εμετό. Προχωρείτε. Δεν έχουμε
παγούρι. Προχωρείτε. Κάνει παγωνιά. Ζήτω τα νιάτα που βόσκουν στα λιμάνια της
αριστεράς. Ζήτω ο έρωτας που τσαλαβουτάει στα κανάλια της Βενετίας. Ζήτω τα
καταστήματα νεωτερισμών της Καισαριανής. Ζήτω η λοσιόν και η δροτσίλα των
διανοούμενων του κόμματος. Ζήτω η επανάσταση που επιγράφεται στην εθνική οδό
για να οδεύουν εθνικά οι επαναστάτες. Ζήτω οι ελπίδες μας που κοιμήθηκαν στο μαυσωλείο
του Λένιν. Ζήτω η Κρούπτσκαγια που τα κοπάνισε, και τριγυρνάει ξυπόλητη στις
Στέπες. Ζήτω οι ημίθεοι που ρεφάρουνε στο καζίνο. Ζήτω οι ήρωες που ρετάρουνε
από ΝΤΕΠΕΖΙΝ.
Ζήτω το τζουκ μποξ που μας πληροφορεί την εφήμερη λιποταξία
του φεγγαριού.
Ζήτω οι βραχνές πόζες της άνοιξης που πηδάει κατά πάνω μας.
Ζήτω οι στριγκιές του κόσμου που γυρνάει τον κώλο του στον ήλιο. Ξημερώνει.
Αυτή θα είναι μια μέρα σαν όλες τις επόμενες».
Γράφει ο Θανάσης Κορακάκης για το πιο πάνω κείμενο.
« Είναι ένα από τα συνηθισμένα ταξίδια του στον πρόσφατη
ιστορία, που οδηγούσε το νου του στο να διαβλέπει και να διακηρύσσει το
αδιέξοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού, που δεν άργησε να έρθει ένα χρόνο μετά το
θάνατό του. Μόνο που στο στόχαστρό του, βρίσκονται όλα τα συστήματα που δημιουργούν
ιεραρχίες. Είναι το κυρίαρχο στοιχείο που έχει διαποτίσει το περιεχόμενο όλου
του έργου του. Ένα έργο που βγαίνει βαθιά από την καρδιά ενός ώριμου και
προικισμένου με γνώσεις και περισσότερες από πέντε αισθήσεις παιδιού. Ενός
παιδιού, που είναι εμφανές ότι έζησε τουλάχιστον σε εύφορο και γόνιμο πολιτικό
και κοινωνικό οικογενειακό περιβάλλον. Η κοινωνική κριτική και το ύφος του σε
πολλά σημεία θυμίζουν Χάκκα».
Σελίδα 26
«Ήμουνα πουτάνα στη Σμύρνη και κρουπιέρης στα Σόδομα. Κάποτε
ξεκούμπωνα μια μαρξίστρια ψιθυρίζοντάς της ότι η ύλη προηγείται του πνεύματος,
κάπου ανακάλυπτα στα υλικά μου το σάλιο του Θεού, κάποτε έφτυνα την ύπαρξη
επειδή καταδεχόταν τις παρόμοιες, κάπου έζησα ελάχιστα υπαρκτός , εκεί που
αγαπούν τη σορό τους. Μα ο χώρος διατίθεται προς ταφή και τα σκουλήκια έτρωγαν
το συκώτι σας διότι είχανε τραπέζι στους γειτόνους, πάει καιρός που τά’ χετε
κάνει άνω κάτω πάνω από ΄το φλοιό της γης; Είναι καιρός που σας θάψανε;»
Σελίδα 34
«Ζω πάμπτωχος με μερικές φέτες όνειρα και έγκλειστος για να
τελειώνω τις γόπες του δεσμοφύλακα, όσο για να ποιώ ως ο Θεός εποίησε τον
κόσμο.
Είμαι τρελός, το δείχνω άλλωστε, και έχω ένα σωρό χαρτιά που
το βεβαιώνουν, μα δεν προτίθεμαι την επιστροφή διότι ο δρόμος προς την τρέλα
είναι μονόδρομος, στο επισκεπτήριο τους είπα «(η πεταλούδα θυμάται την καταγωγή
της) ότι θέλω να γυρίσω πίσω κοντά τους αλλά δεν με πήρανε.
Ζω με το καρβέλι της δουλειάς του πατέρα μου, ενός αξέχαστου
κάπου μπόι, που δεν κατάφερε να χορέψει την ντάμα της ζωή και τις ελεύθερες
νότες του Φρανκ Ζάππα. Απολαμβάνω τα κοινωνικά του φρονήματα που γυαλίζουνε
μέσα από τις κοινωνικές του πεποιθήσεις, εκείνο που μου απέμεινε είναι να
φτιάχνω φύκια για τις ακτές της Ατλαντίδας, εκείνο που απέμεινε είναι να
πυροβολήσω ανάμεσα στα κουμπιά μου τον ποιητή μα δεν ξέρω σημάδι.
Ωστόσο δεν διακινδυνεύω τη δημοσίευση της τεχνικής μου ως
τεχνικού της έκφρασης διότι θα μπορούσαν να αναγνώσουν οι εμφιαλωτές και να
αποπειραθούν την ποίηση. Αυτό θα σήμαινε τεράστιες καταστροφές σε ευρύτατη
κλίμακα διότι η ποίηση διατρέχει μαζί με τη μελάνη τις φλέβες του ποιητή,
βρέθηκα εδώ για να γέρνω με το άπειρο στις τσέπες μου και ψάχνοντας το σκούφο
μου στο χώρο, παγιδευμένος στο παιχνίδι των χρήσιμων και ασήμαντων ανθρώπων,
πέρασα από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη ινκόγκνιτο και βυθομετρώ το κουρβουαζιέ αν
φτάνει να πνιγώ.
Εδώ όμως πρέπει να ομολογήσω ότι δεν θα μπορούσα να κάνω το
θυρωρό διότι θα έφραζα την πόρτα, είμαι ποιητής, είμαι ένα πλάσμα που μπορεί να
αλαφρώνει βαραίνοντας, όταν αδειάζει ένα ποτήρι που κρατάει με το αριστερό του
χέρι σε ένα ποτήρι που κρατάει με το δεξί, είμαι ποιητής, είμαι μια γυμνή και
ανενδοίαστη τσούλα που ενσκήπτει στην κόχη του λιμπρέτου κουνώντας με μια
μελοδραματική αβάντα τα θριαμβικά κωλομέρια της. Είμαι ένα πεφτάστερο που δεν
πέφτει σημειώνοντας την αστρική ανυπακοή»
Σελίδα 36
«Τικ τακ το εκκρεμές διαγράφει τις ρυτίδες.
Νομίζω ότι όλες οι μέθοδοι ξόφλησαν, δεν ξέρω τι καινούργιο
κουτσομπολεύουν οι φλοίσβοι.
Υπάρχουν μερικές χρονικότητες ανάμεσα σε αυτά τα εκατομμύρια
νεροκουβαλητών.
Οι μυρμηγκιές θα ιδρώνουν και θα συγυρίζονται, προσοχή, κάθε
λίγο μια αφίσα θα φτύνει τα τσόφλια της απ’ τα τηλεγραφήματά τους, οι τοίχοι θα
ξομπλιάζουν τους καημούς τους με δέκα οράματα, οι αρτίστες θα παίζουν τη φρίκη.
Ο Πατήρ θα πηγαίνει καβάλα πάνω απ’ τις θρησκείες και τις
μόδες που περνούν και ο Υιός θα ξαναστεγνώνει σταυρικώς και ετησίως και η
δαντέλα θα πλήττει τις αρραβωνιαστικιές και οι κρετίνοι θα πληροφορούνται την
άλωση και Ευγενία θα κλειδώνεται στην τουαλέτα και οι πύθωνες θα γδέρνουν τη
γλώσσα τους στον οργανισμό ετοιμότητας και η ΕΣΣΔ θα μουτζουρώνει τον Οκτώβρη και η Άλκηστις θα θρέφει τους θεσμούς
και τα δίδυμα και τα κλεφτρόνια θα διαψεύδουν τις κλειδαριές και η Ορθοδοξία θα
διαπληκτίζεται με τον εξαποδώ και ο Σαμψών θα φυσάει τα νύχια της Δαλιδάς μέχρι
να στεγνώσει το βερνίκι και η λύπη θα αναπαράγεται στις ουλές των σταθμαρχών
και στις εφτάμισυ, δεν θα υπολείπεται παρά μόνο μισή ώρα ως τις οκτώ, όταν το
δάσος δεν παίρνει φωτιά καθώς ο έρωτας φτάνει για α μην τουρτουρίζουν αυτά τα
καλά και αρραβωνιασμένα κτήνη.
Ο Οδυσσέας δεν είναι τόσο βαρετός όσο η τυροκομία.
Οι ραπτικοί οίκοι θα προπαγανδίζουν και ο Βόλγας θα χύνει
στη θάλασσα και οι νόμοι θα χοντραίνουν μαζί με τις πεθερές και οι κουρείς θα
μεριμνούν για τους κομήτες και οι τρεις ιεράρχες, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο
Βασίλειος απ’ την Καισάρεια και ο Τζώνυ ο Γκολντμάουθ θα κατεβαίνουν συχνότατα
για καμιά πρέφα εδώ κάτω και τα σκυλιά δεν θα τους εχθρεύονται, γαυγίζοντας τις
μοχθηρές πολιορκίες των οριζόντων κάτω από μια μοναδική υποτέλεια και χάδια που
άργησαν και δεν θα’ ρθουν. Ο Θεός θα κάνει χάζι τους αρμόδιους και θα
εξακολουθεί να μην συγχωρεί την ηδυπάθεια.
Σελίδα 44
«Ήμουνα μια μαϊμού διαφορετική από τις υπόλοιπες που
υπάρχουνε σωρεύοντας κοχύλια ή στραγγαλίζοντας κοκκινομάλλες. Άσχημος συμπαθής
και ανήμπορος για να πατάω τον γιακά μου στο δειλό καμάκι μιας γκόμενας που
ποτέ δεν έστριψε για να χαθεί και ποτέ δεν εμποδίστηκες για να την φτάσω.
Ανέλυα μια ένεση που θα κινητοποιήσει τη νεκροψία.
Για να σας πω τραχύς βαθύς και ανείπωτος απ’ την ηρεμία της
γνώσης μου και της φυλακής (κοινοβουλευτικότατη διαμονή).
Ότι η ανθρωπότητα είναι μια γάτα που φοβάται σε μια κούνια
που κουνέται όσο η ευκολία του πηδήματος συναντάει την δυσκολία της κατανόησής
του. ότι η διεύθυνση του κρατικού λαχείου δεν θα αποκαλύψει τους λόγους για
τους οποίους ο λαός αποθορυβεί την ανάσα του για να παραφυλάξει την τύχη. Ότι η
κρίση της ενέργειας δεν θίγει το μαγικό σάλτο μου κάτω από΄τα σύννεφα και πάνω
από τα μπαλκόνια.
Και ότι η καρδιά μου δεν καταναλώθηκες στο άκουσμα εκείνου
του κοριτσιού με την σκονισμένη προοπτική στα ράφια της μαγείρισσας όπου θα
λαλεί μια ομελέτα με ένα κακαριστό προσκλητήριο σε ένα περίλυπο και
γαστριμαργικό παν. Δεν υπήρξα μεγάλος ποιητής αλλά υπήρξα ο μεγαλύτερος.
Και το μόνο που δέχομαι να αποκαλύψω είναι η προτομή μου.
Την οποία θα προτιμούσα χωρίς τα ματογυάλια μου.
Για να μπορώ να μην ανατριχιάζω στη θέα της πλατείας.
Επιτρέψτε ου να ορίσω τη μοναξιά σαν έλλειψη συγκλινουσών
υπάρξεων και να νιώθω μόνος.
Επιτρέψτε μου να εισηγηθώ τη μετάδοση της ξιφασκίας από το
ραδιόφωνο.
Επιτρέψτε μου να μπανίζω τον Ιησού που τα κάνει καλοκαιρινά
στο ναό του Σολομώντα.
Και επιτρέψτε μου ακόμα να φτιάχνω ια βρισιά που αρέσει
στους υβριζόμενους επειδή ο καθένας από αυτούς νομίζει ότι βρίζω τους άλλους.
Δεν σκοπεύω να εργαστώ διότι πιστεύω ότι το ον του
εργοστασίου δεν μπορεί να επεκταθεί ποιητικά για να φωταγωγήσει σταθερότερα το
Γαλαξία (πόσο πλήττω σ’ αυτό το Γαλαξία) και σκοπεύω ν’ ανάψω το φρικιαστικό
χορτάρι ου σε ένα ταξίδι που δεν μπορεί να το ματαιώσει το λιμεναρχείο».
Το αυτοβιογραφικό είναι γραμμένο στο οπισθόφυλλο του
«Χρονικό στο Χώρο»
«Ο Νώντας Σκιαδάς δεν γεννήθηκε, μα βρέθηκε χωρίς αδελφό και
σπίρτα με ένα μολύβι κι ένα χαρτί για να καταγράψει τα καυλόσπυρα του Ήφαιστου
και τους προσεταιρισμούς της Ιστορίας. Εκτός από το παρόν, που είναι πιθανόν να
σας κάψει τα χέρια, πριν σας ανάψει τα αίματα απέναντι στα λογικά ελατήρια της
τροχαίας σηματοδότησης, υπήρξε σαν κεχαγιάς των ποιητικών πόρων, όταν έγραψε το
ποιητικό «Η αταξία των άστρων», που τέθηκε εκτός των μειδιαμάτων της αποτυχίας,
παρ’ όλο που τα όργανα της τάξεως είναι περίσσια για να ακομπανιάρουν τη φυσική
υποδομή, που είναι περισσότερη. Θα διατηρήσει τις πληγές του εκτός του σχεδίου
του βάμματος χτυπώντας παρηγορητικά την πλάτη του στη θέα της κοιλιάς του
περισσεύει από τον κορσέ, στο πλαίσιο της γενικής ανακαίνισης της ποιητικής
παρουσίας».
27/92017
Για το soundforwords
Ελένη Μπάλιου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου