ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
“ Ο κόσμος, μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει.»
Τα πρώτα χρόνια που διάβαζα ποίηση, δεν τον ήξερα. Είναι
παράξενο γιατί στο σπίτι μου είχα δίσκους του Θεοδωράκη με στίχους του, και δεν
μπήκα ποτέ στον κόπο να δω ποιος έγραψε αυτά τα θαυμάσια λόγια. Μια
παρεξηγημένη εντύπωση μου είχε καρφωθεί από τα μαθητικά χρόνια, πως εκείνοι που
αναφέρονταν στα σχολικά βιβλία, ήταν οι ποιητές ενώ όσοι δεν συγκαταλέγονταν,
βρίσκονταν είτε σε παραπλήσια πεδία, είτε ήταν σατανάνθρωποι, είτε παρίσταναν
τους ποιητές.
Όσο για τους δίσκους, αυτούς τους είχε αγοράσει ο πατέρας
μου προ απαγόρευσης. Δεν μου εξήγησε ποτέ γιατί τους κρύβει και γιατί μου
απαγορεύει να τους ακούσω, αλλά επειδή μου απαγόρευε, τους άκουγα κρυφά. Ήξερα τα λόγια απέξω αλλά
πάλι, δεν ήξερα ποιος είναι ο Ελύτης, ο Λειβαδίτης, ποιος να μου πει; Ούτε οι
γονείς μου είχαν τις γνώσεις πέρα από μια ενστικτώδη ορμή προς τον αριστερό
χώρο, ούτε πολύ περισσότερο η γειτονιά. Αυτή η φτωχογειτονιά που όταν έβρεχε,
παραβαίνοντας κάθε εντολή, έβαζα το τραγούδι της να ακουστεί απ’ άκρη σ’ άκρη.
Οι συνδέσεις λοιπόν, έγιναν αργότερα. Όταν ήδη είχα έρθει σε
επαφή με το έργο του Καρυωτάκη, του Καβάφη που δεν μου άρεσε όσο ο πρώτος, του
Παράσχου και του Κρυστάλλη, του Βιτσέντζου Κορνάρου, του Παλαμά που ακόμα αγαπώ και του Κίπλινγκ, αυτού του εκπροσώπου της
αγγλικής αποικιοκρατίας και βαρβαρότητας στην Νότια Αφρική. (Η περίοδος 1898-1910 ήταν ζωτικής
σημασίας για την ιστορία της Νότιας Αφρικής καθώς περιελάμβανε τον Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς (1899-1902), την επακόλουθη
συνθήκη ειρήνης και τη δημιουργία της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης το 1910. Πίσω
στην Αγγλία, ο Κίπλινγκ έγραψε κείμενα για την υποστήριξη των Βρετανών στον
πόλεμο των Μπόερς και στην επόμενη επίσκεψή του στη Νότια Αφρική, στις αρχές
του 1900, βοήθησε
να ξεκινήσει μία εφημερίδα, The Friend (Ο Φίλος), για τα
βρετανικά στρατεύματα που κατέλαβαν το Μπλουμφοντέιν, την πρωτεύουσα του Ελεύθερου Κράτους της
Οράγγης.)
Στο σχολείο δηλαδή μας μάθαιναν να θαυμάζουμε τους
πνευματικούς εκπροσώπους της δυτικού επεκτατισμού. Ότι είχα πάρει μαζί μου από το σχολείο σαν
σημείο αναφοράς για την ποίηση, ότι έκανα μοντέλο στις πρώτες μου προσπάθειες
να γράψω, πιστεύοντας ότι ακολουθώ τους «σωστούς δρόμους» ρίμα, ομοιοκαταληξία,
φόρμα, περιεχόμενα με αναφορά στον πατριωτισμό και την αγάπη στην πατρίδα, η
φωτισμένη Ευρώπη, οι μεγάλοι της Αναγέννησης, ονόματα σημαντικά του διαφωτισμού
που σηματοδότησαν τη στροφή στην δημοκρατία, διακήρυξαν τα δικαιώματα των
ανθρώπων, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, την ελευθερία της έκφρασης, για
φαντάσου, σκουπίδια. Είχαν οι περισσότεροι άμεσα εισοδήματα από την εργασία των δούλων στις φυτείες, εισοδήματα και δούλους. Τι υποκρισία, τι χαμένος
χρόνος, έλεγα. Εννοείται πως ο χρόνος δεν ήταν χαμένος ασχέτως του πως ένιωθα
την κάθε στιγμή που η καινούργια γνώση ερχόταν σε αντιπαράθεση με την παλιά.
Τότε ήταν που αποφάσισα να ψάξω και να βρω την καθαρή ψυχή
του γραφιά. Υπήρξαν, υπάρχουν τέτοιες; Και που έζησαν; Που ζουν; Τι άφησε το
πέρασμά τους στον κόσμο; Κι έτσι έφτασα μέχρι τους Έλληνες του 20ου
αιώνα.
Για Ρίτσο, Ελύτη, Λειβαδίτη, Κατσαρό, Σεφέρη, δεν είχα
ακούσει παρά μόνο εδώ κι εκεί κάποια αναφορά στο ονομά τους από κάποιον
καθηγητή και μετά σιωπή.
Ο Ναζίμ Χικμέτ και ο Μαγιακόφσκι ήταν ο πρώτοι από τους
«άλλους», που με έβαλαν στη διάθεση της αναζήτησης, να βρω παρόμοιες γραφές και
από δικούς μας ποιητές. Εξακολουθούσα να
τραγουδώ το «βρέχει στη φτωχογειτονιά» έχοντας αποκτήσει μια ιδέα όχι μόνο για το στιχουργό αλλά και για τον
άνθρωπο. Αλλά εξακολουθούσα να μην έχω πλησιάσει στ’ αλήθεια, πραγματικά, το έργο του
Λειβαδίτη. Από φόβο; Από δειλία; Από συναίσθηση της ανεπάρκειας μου;
Στ’ αλήθεια δεν ξέρω
τι με έκανε να τον αποφεύγω τόσα χρόνια. Θεωρώ τύχη καλή το ότι διάβασα
« τα χειρόγραφα του φθινόπωρου» σε ηλικία 35 περίπου ετών
και ολόκληρες τις άλλες του συλλογές μετά από αυτό. Ίσως γιατί μόνο από τότε
και μετά ήμουν σε θέση να διακρίνω τις εποχές βάση του ύφους, να καταλάβω τις
διαφορές, να παρατηρήσω τη δομή να συσχετίσω την ποίηση με τον στίχο και το
περιεχόμενο και να τα διαχωρίσω, να ταξιδέψω, να ερωτευτώ τον έρωτα, να κλάψω,
να παραδεχτώ, να καταλάβω. Και τα συναισθήματα αυτά, ποτέ δεν τα ένιωσα όλα
μαζί διαβάζοντας το έργο ενός και μόνου ποιητή, με εξαίρεση τον Λειβαδίτη. Αν και αρκετά
χρόνια μετά δείγματα εξαιρετικής γραφής
βάση του πως την ορίζω εγώ μέσα μου, έδωσαν
σύγχρονοί νέοι ποιητές, (Γιώργος Πήττας, Ελένη Στασινού) λίγοι είναι η
αλήθεια, αλλά πάντα λίγοι δεν ήταν; Νέοι
άνθρωποι, μερικοί παιδιά ακόμα (Ηλίας Μαυροσκούφης) που εμφανίζονται κι
ανανεώνουν το χώρο της ποίησης και της στιχουργικής ευτυχώς. Το συναίσθημα του «όλα στον ένα» όμως,εξακολουθεί
να με διακατέχει για τον Λειβαδίτη. Τον ποιητή που δεν θα τολμούσα να προσεγγίσω
αλλιώς, ως προς το έργο του, παρά μόνο με τον τρόπο που το κάνω. Ως παιδί δηλαδή
που του έκρυψαν τα σημαντικά Ως ένα παιδί από αυτά στα οποία ποντάριζαν και
ήλπιζαν οι οραματιστές και ονειροπόλοι ποιητές μας, για την πορεία της χώρας. Για
την διατήρηση της βούλησης και της σκέψης, τη συνέχεια της διεκδίκησης και της
πάλης για τα αυτονόητα, την ομορφιά του
αγώνα, τη συμβολή στην αλλαγή του κόσμου. Και να το έχουν κάνει αυτό με την
πέννα τους αλλά και με τη ζωή τους. Αυτό είναι.
Ως τι θα τον προσέγγιζα δηλαδή; Ως κριτικός; Ως γνώστης; Ως
ποιήτρια; Δεκάδες άλλοι, άξιοι και καταξιωμένοι το έχουν κάνει με αναλύσεις,
μελέτες, συγκρίσεις, κριτικές. Δεν θα πάρει ούτε γραμμάριο παραπάνω γνώσης κάποιος που ήδη τους έχει διαβάσει.
Ωστόσο εδώ, υπάρχει και ο στόχος του να έρθει η μουσικότητα
του λόγου στην επιφάνεια. Όχι απαραίτητα του λόγου με τη φόρμα που χαρακτηρίζει
τους στίχους ενός τραγουδιού αλλά κυρίως την χωρίς φόρμα μουσικότητα της λέξης
και της φράσης. . Αυτή που ενώ δεν σου δίνει μέτρο και ρυθμό να πατήσεις,
εξακολουθεί να πάλλεται μέσα σου ακόμη και μετά την ανάγνωση. Είναι ακριβώς τα
λόγια που εισάγουν τη συμφωνία της σιωπής. Είναι το ποίημα που συνεχίζεται μέσα
σου με τα χιλιάδες όργανα να ηχούν στο μυαλό σου, οι ήχοι των λέξεων που αποτέλεσαν
αυτή τη συμφωνία, οι ήχοι των εννοιών.
Ίσως ακόμα και γιατί μπορεί να υπάρχουν άτομα σαν εμένα που φοβούνται, διστάζουν,
νιώθουν πως κάτι λείπει από την όλη τους κατάρτιση για να μπορέσουν να
εντρυφήσουν στην ποίηση του Λειβαδίτη. Δεν μπορεί να ήμουν η μόνη στη γη!. Εγώ
στα 35 μου κατάλαβα ότι η ουσία μπορεί να κρύβεται σ’ ένα γκρεμισμένο όνειρο, ή
σε ένα αντίτιμο για το δικαίωμα στο όνειρο, ή ακόμα, στους λόγους μιας αυτόαναίρεσης,
και των πραγμάτων ο πόνος του Καρυωτάκη, δεν θα γινόταν ποτέ πόνος αν τα
πράγματα δεν αποκτούσαν σχήμα, μορφή, πρόσωπο, «θέλω». Αυτά τα σχηματοποιημένα
πράγματα από τον πόνο τους, αυτά που στη συνέχεια εξανεμίστηκαν, αυτά που ο Λειβαδίτης
βρίσκει ακόμα στα όνειρα και τους εφιάλτες του, αυτά που θα υπήρχαν Αν, αυτά είναι η ουσία της ποίησης του, της
ποίησης. Θα έλεγα, τολμάτε! Ακόμα κι αν
αυτό δεν αποφέρει καμιά δικαίωση πλέον στους δημιουργούς, καμιά ικανοποίηση για
την απήχηση του έργου τους, θα προσφέρει σε όποιον έχει πια υποψιαστεί την
αιτία και το αποτέλεσμα. Σε όποιον επιδιώκει συνειδητά να καταλάβει νιώθοντας.
Ένα ένα θα ξυπνήσουν
τα κύτταρα του εγκεφάλου στους δαιδαλώδεις συνειρμούς που οδηγούν στην κοινή
συναίσθηση. Πως δεν χρειάζεται τόση πολλή δουλειά να καταλάβεις, να εισπράξεις,
όταν αποφασίσεις να αφήσεις τον λόγο να σε οδηγήσει. Να σε οδηγήσει, σαν
ιχνηλάτης στους παράλληλους δρόμους της φαντασίας, της ψυχής και της σκέψης.
Και στα θολά τοπία του μέλλοντος. Άλλος ξενύχτισε γι’ αυτά, άλλος πόνεσε,
έκλαψε, άλλος τα εξέφρασε με πίστη, έμπνευση, γνώση και πάθος στο χαρτί, άλλος
μάζεψε τα συντρίμμια από τις όχθες. Ο αναγνώστης το μόνο που έχει να κάνει
είναι να αφεθεί στη δύναμη της γραφής. Με την καρδιά ανοιχτή και το μυαλο, ο δρόμος για την ερμηνεία δεν
μπορεί παρά να είναι αλάνθαστος. Αν αυτό που διαβάζεις δεν καταφέρει να σε
βάλει μέσα του, άφησέ το. Μην προσπαθήσεις να τοποθετήσεις τον ποιητή στους
καλούς ή στους κακούς. Δέξου πως τα μονοπάτια σου σε πήγαν σε άλλες περιοχές,
και το πως και γιατί διαλέγει κανείς τα μονοπάτια του είναι μια άλλη ιστορία.
Αυτός λοιπόν ο ιχνηλάτης του μέλλοντος που κάθεται σκιά στην
είσοδο του μέλλοντος και παρατηρεί, φοβάται.
«Η γυναίκα καθόταν στον κήπο και γύρω της, σαν ανταύγεια
έφεγγε η αιώνια προσμονή της – περίμενε, λέει, κάτι που άκουσε να της
ψιθυρίζουν κάποτε μες στον ύπνο της. «Τί;» τη ρωτούσα σχεδόν φοβισμένος απ’ την
τόση απεραντοσύνη».
(βιολέτες για μια εποχή - προσμονή-)
Είναι αυτός που διαπιστώνει.
Τον κατατρέχουν οι μνήμες από πρόσωπα και καταστάσεις όμως
είναι σε θέση να γνωρίζει το μέλλον που συνδέεται με τις σκιές του παρελθόντος,
και
«Κάποτε θα ήθελα να μιλήσω γι’ αυτή τη σκιά που μας
ακολουθεί μες στην ομίχλη – αλλά μου είναι απαγορευμένο να πω το τέλος μιας
ιστορίας που δεν άρχισε ποτέ».
(Βιολέτες για μια εποχή – Μικρή πραγματεία)
Που ομολογεί.
Ἐκμυστήρευση
Και μιὰ μέρα θέλω νὰ γράψουν στὸν τάφο μου: ἔζησε στὰ σύνοραμιᾶς ἀκαθόριστης ἡλικίας καὶ πέθανε γιὰ πράγματα μακρινὰ ποὺ
……εἶδε κάποτε σ᾿ ἕνα ἀβέβαιο ὄνειρο.
(Βιολέτες για μια εποχή)
Που το ανθρώπινο δράμα σκιάζει τη χαρά του έρωτα.
Συμφωνία ἄρ. 1
Ὕστερα εἴδαμε πὼς δὲν ἤτανε πρόσωπα
μὰ οἱ σιωπηλὲς χειρονομίες τοῦ ἡλιοβασιλέματος…
σὰν ἕνας θεὸς ποὺ τὸν ξέχασαν κι ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ χρόνου
καλοῦσε βοήθεια.
Ὁ οὐρανὸς ἀμίλητος καὶ σταχτὺς
τὸ ἴδιο ἀδιάφορος καὶ γιὰ τοὺς νικητὲς καὶ γιὰ τοὺς νικημένους.
Εἶδες ποτέ σου μὲς στὰ μάτια τῶν νικημένων στρατιώτων
τὴν πικρὴ θέληση νὰ ζήσουν!
Ἡ δυστυχία σὲ κάνει πάντα νὰ ἀναβάλεις – ἔφυγε ἡ ζωή.
οἱ φίλοι εἶχαν χαθεῖ
κι οἱ ἐχθροὶ ἦταν μικρόψυχοι γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ τρέφεσαι ἀπ᾿ τὸ μῖσος σου…
…καὶ τὰ μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικὰ
ἀπὸ τοὺς παλιοὺς λησμονημένους θεοὺς καὶ τὶς παντοδύναμες
παιδικὲς εὐπιστίες…
Πάνω στὰ ὑγρὰ τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν τὸ γέλιο
τῶν ἀγέννητων παιδιῶν…
καὶ σμίγουν καὶ χωρίζουν οἱ ἄνθρωποι
καὶ δὲν παίρνει τίποτα ὁ ἕνας ἀπ᾿ τὸν ἄλλον.
Γιατί ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ πιὸ δύσκολος δρόμος νὰ γνωριστοῦν.
Γιατί οἱ ἄνθρωποι, σύντροφε, ζοῦν ἀπὸ τὴ στιγμὴ
ποῦ βρίσκουν μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Καὶ τότε κατάλαβες γιατί οἱ ἀπελπισμένοι
γίνονται οἱ πιὸ καλοὶ ἐπαναστάτες.
Καὶ μένουμε ἀνυπεράσπιστοι ξαφνικά, σὰν ἕνα νικητὴ
μπροστὰ στὸ θάνατο
ἢ ἕνα νικημένον ἀντίκρυ στὴν αἰωνιότητα…
Μεγάλες λέξεις δὲ λέγαν πιὰ τίποτα καὶ τὶς πετοῦσαν στοὺς
ὀχετούς.
Ά, ἐσὺ δὲν εἶδες ποτὲ τὸ ἴδιο τὸ χέρι σου νὰ σὲ σημαδεύει ἀλύπητα
ἀπ᾿ τὸ βάθος τῶν περασμένων.
…Θέ μου πόσο ἦταν ὄμορφη
σὰν ἕνα φωτισμένο δέντρο μιὰ παλιὰ νύχτα τῶν Χριστουγέννων…
Συχώρα μέ, ἀγάπη μου, ποὺ ζοῦσα πρὶν νὰ σὲ γνωρίσω.
Μισῶ τὰ μάτια μου ποὺ πιὰ δὲν καθρεφτίζουν τὸ χαμόγελό σου…
Ἡ πλατεῖα θὰ μείνει ἔρημη
σὰ μιὰ ζωὴ ποὺ ὅλα τάδωσε, κι ὅταν ζήτησε κι αὐτὴ
λίγη ἐπιείκεια
τῆς τὴν ἀρνήθηκαν.
Χωρὶς ὄνειρα νὰ μᾶς ξεγελάσουνε καὶ δίχως φίλους πιὰ
νὰ μᾶς προδώσουν…
Γιατί οἱ ἄνθρωποι ὑπάρχουν ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ βρίσκουνε
μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Ή
ἕνα θάνατο
γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων…
[Ἀπόσπασματα]
Που ελπίζει, πιστεύει.
Ἀλλὰ τὰ βράδια
Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ
Χωρὶς ἀποσκευὲς
Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι
Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο
Φτωχὴ ἀνθρωπότητα, δὲν μπόρεσες
οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα
Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο
ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Βέβαια ἀγάπησε
τὰ ἰδανικά της ἀνθρωπότητας,
ἀλλὰ τὰ πουλιὰ
πετοῦσαν πιὸ πέρα
Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,
ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Ὕστερα ἀνακάλυψαν τὴν πυξίδα
γιὰ νὰ πεθαίνουν κι ἀλλοῦ
καὶ τὴν ἀπληστία
γιὰ νὰ μένουν νεκροὶ γιὰ πάντα
Ἀλλὰ καθὼς βραδιάζει
ἕνα φλάουτο κάπου
ἢ ἕνα ἄστρο συνηγορεῖ
γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ
Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη
μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ
σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν
Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!
Δῶς μου τὸ χέρι σου..
Δῶς μου τὸ χέρι σου
Δῶς μου τὸ χέρι σου
(Νυχτερινός επισκέπτης 1972 ΚΕΔΡΟΣ)
Που πάσχει και συμπάσχει
Ἀλκοολισμὸς……Κρατοῦσα μιὰ λάμπα καὶ κατέβαινα τὴ σκάλα, ἔπρεπε ν᾿ ἀνακαλύψω ποιὸς εἶμαι, τί εἶχα κάνει στὸ παρελθόν, καὶ τὸ σπίτι πῶς ἔστεκε ἀκόμα, ἀφοῦ ἐμεῖς εἴχαμε κάποτε γκρεμίσει ὅλους τοὺς τοίχους, γιὰ νὰ χωρέσουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔφευγαν,
……στὸ βάθος, σακάτηδες χωρὶς χέρια παῖζαν τὴν τύχη μου στὰ χαρτιά, ὁ Ἰησοῦς τῶν μεθυσμένων περνοῦσε τὸ βράδυ μὲς στὰ θαμπὰ φανάρια, κι ἔπαιρνα ἀπὸ πίσω τὸ φονιὰ σκουπίζοντας τὰ ἴχνη τοῦ πάνω στὸ χιόνι, γιατί τώρα ἤξερα,
……κι ἡ γυναῖκα, ὅταν πῆγα νὰ τὴν ἀγκαλιάσω, ἔκανε μιὰ μικρὴ κίνηση καὶ μπῆκε σὲ μιὰ δική της πόρτα, κλειστή, ἀφήνοντάς με ἔξω.
……Δῶσε μου, Κύριε, νὰ ᾿μαὶ νεκρὸς καὶ μεθυσμένος.
……Ἄσε μου μόνο τ᾿ ἄστρα, ποὺ ἦταν τὸ ἴδιο φιλικὰ ἀκόμα καὶ στοὺς δρόμους ποὺ πυροβολοῦσαν.
Τάσος Λειβαδίτης, Ἀλκοολισμός, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 19
Πάντα με τους ηττημένους νικητές, όπως ο
ίδιος.
Ἐπίλογος (Φυσάει)Ἦταν ἕνας νέος ὠχρός. Καθόταν στὸ πεζοδρόμιο.
Χειμῶνας, κρύωνε.
Τί περιμένεις; τοῦ λέω.
Τὸν ἄλλον αἰῶνα, μοῦ λέει.
Ποῦ νὰ πάω
Ὅσο γιὰ μένα, ἔμεινα πάντα ἕνας πλανόδιος πωλητὴς ἀλλοτινῶν πραγμάτων,
ἀλλά… ἀλλὰ ποιὸς σήμερα ν᾿ ἀγοράσει ὀμπρέλες ἀπὸ ἀρχαίους κατακλυσμούς.
Χρωματίζω πουλιὰ καὶ περιμένω νὰ κελαηδήσουν
Ἀλλὰ μιὰ μέρα δὲν ἄντεξα.
Ἐμένα μὲ γνωρίζετε, τοὺς λέω.
Ὄχι, μοῦ λένε.
Ἔτσι πῆρα τὴν ἐκδίκησή μου καὶ δὲ στερήθηκα ποτὲ τοὺς μακρινοὺς ἤχους.
Τραγουδάω, ὅπως τραγουδάει τὸ ποτάμι
Κι ὕστερα στὸ νοσοκομεῖο ποὺ μὲ πῆγαν βιαστικά…
Τί ἔχετε, μοῦ λένε.
Ἐγώ; Ἐγὼ τίποτα, τοὺς λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μᾶς μεταχειρίστηκαν,
μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Τὸ βράδυ ἔχω βρεῖ ἕναν ὡραῖο τρόπο νὰ κοιμᾶμαι.
Τοὺς συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους.
Ἄλλοτε πάλι θέλω νὰ σώσω τὴν ἀνθρωπότητα,
ἀλλὰ ἐκείνη ἀρνεῖται.
Ὅμως ἀπόψε, βιάζομαι ἀπόψε,
νὰ παραμερίσω ὅλη τὴ λησμονιὰ
καὶ στὴ θέση τῆς ν᾿ ἀκουμπήσω,
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη.
Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.
Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ ᾿χὰ μάθει ἀπὸ παιδί,
ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε.
Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ
καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τοὺς πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους.
Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.
Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.
Sos, sos, sos, sos
Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
τρέχουν οἱ δρόμοι λαχανιασμένοι φυσάει,
κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.
Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.
Δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου φυσάει,
δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου
δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου
Που βλέπει
Ἀπαγορεύεται ἡ ἔξοδοςΝύχτα. Μονάχα τ᾿ ἄστρα. Καὶ πέρα τὸ βάθος τοῦ ὁλάνοιχτου ὁρίζοντα—
ἐκεῖ ποὺ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι χωρὶς τὰ ὀνόματά τους.
(Ἀπαγορεύεται ἡ ἔξοδος, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη)
Θα ήθελα να μπορούσα να παραθέσω ολόκληρο το έργο του Λειβαδίτη. Αυτό όμως θα ξέφευγε από το στόχο του αφιερώματος. Προσέξατε πως ακούγεται ο ήχος του αέρα στην επανάληψη της λέξης «φυσάει»; Ακούγεται, γιατί κάθε φράση πριν απ’ αυτήν, σε έχει προετοιμάσει να τον ακούσεις. Κι αυτή, η μουσικότητα της λέξης στην ποίηση είναι πιο αισθητή από ότι σε οποιοδήποτε άλλο είδος γραπτού λόγου. Στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, αποτελεί τη μουσική της ίδιας της ζωής με όλα της τα περιέχομενα σε άμεση αλληλεξάρτηση με τα περιεχόμενα του ανθρώπου. Και ως προς το τί είναι "άνθρωπος", για τον ίδιο, ακούστε το μέσω του link στο τέλος του αφιερώματος.
Κλείνω το αφιέρωμα αυτό με τα ίδια τα λόγια του ποιητή.
«Όμως, εδώ τέλειωσα. Ώρα να φύγω. Όπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς. Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν. Έτσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο. Γι’ αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική…»
(Τάσος Λειβαδίτης, βιολέτες για μια εποχή)
Ήσουν όμως εσύ πραγματικός Ο ερωτικός, ο πολιτικός, ο ποιητής της φτωχολογιάς απανταχού και των ονείρων της, και είτε στο απώγειο της μαχητικότητάς του, είτε στη συντριβή του, ο πάνω απ' όλα Άνθρωπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου