"Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της"
C.B

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Αντιστασιακή ποίηση - Μάχη Μουζάκη / Canto Heneral- (Miks Theodorakis- Pablo Neruda)

 





9/11/2016

Τα χαράματα έφυγε από τη ζωή η ποιήτρια Μάχη Μουζάκη

Από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της αντιστασιακής ποίησης,

Η Μάχη Μουζάκη γεννήθηκε στη Ζάκυνθο από αγροτική οικογένεια.

Κατοικεί: Αθήνα, Ζάκυνθο, Νέα Υόρκη. Όταν τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές της, παρακολούθησε τρία χρόνια μαθήματα στη Φιλοσοφική Αθηνών.
Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα της το 1950 σε Αθηναϊκές εφημερίδες, όπως: "Βραδυνή", "Μάχη", "Φρουροί της Ειρήνης" και στη Ζάκυνθο στις εφημερίδες "Αλήθεια και Πρόοδος", "Ζακυνθινή Ενημέρωση", "Ημέρα της Ζάκυθος" και "Ερμής".
Το 1953 εκδίδει ένα μικρό φυλλάδιο με τίτλο "Η Ζάκυνθος μέσα στις φλόγες" και το 1954 το πρώτο ποιητικό της βιβλίο "Μια ζωή τραγουδάει".
Έως τώρα έχει εκδώσει σαράντα δύο ποιητικά βιβλία, έξι τόμους αναδρομικά, τέσσερα βιβλία πεζά, δύο ανθολογίες, τρεις μεταφράσεις και παραμύθια.
Πιο αναλυτικά έχουν εκδοθεί τα ακόλουθα:

https://biblionet.gr

Στην ‘αντιστασιακή ποίηση’ καθίσταται εμφανής η χρήση του μοτίβου ‘τυραννία’ (ας θυμηθούμε τα ‘Τραγούδια του Αγώνα’ του Μίκη Θεοδωράκη)[11] αναφορικά με την περιγραφή  του στρατιωτικού καθεστώτος, συναρθρώνονται ο θάνατος με τον θρήνο περί θανάτου που εκλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της «πληροφοριοδοτικής ικανότητας»[12] για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο της Ματούλας Κουρουπού και της Ευαγγελίας Μπαλτά, με τον θρήνο (και τον πόνο) να ‘πληροφορούν’ ουσιωδώς για ό,τι επι-τελείται. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό το ποιητικό υπόδειγμα είναι η ποίηση της Μάχης Μουζάκη, που προσθέτει: «που κρύψαν το κελάρυσμα που πήγαν τις λαφίνες; Ποιος κλαίει τον κόρφο που του στέρεψαν το γάλα; Ας με οδηγήσει ο πόνος να βρω που τα πήγαν. Εμείς δεν είμαστε μανάδες. Ερχόμαστε απ’ την πίκρα των αιώνων. Η μάνα, από το γένος των Θεών».[13]

Η στρατιωτική δικτατορία βιώνεται ως «ενσώματος γεγονός»[14] κατά την διαπίστωση της Cole, ‘ενσαρκώνει’ τον θάνατο που σπεύδει να θέσει στο στόχαστρο την νεότητα, εκεί όπου η ποιητική φόρμα αντλεί από την οιονεί αισθητική και τις φόρμουλες του δημοτικού τραγουδιού («που κρύψαν το κελάρυσμα που πήγαν τις λαφίνες;»),[15]  για να εκφράσει μία κατάσταση όσο και για να επανεπινοήσει την μορφή της ‘μάνας’ που δεν καταφθάνει από μία ‘πατρίδα’, από την ‘πίκρα των αιώνων.’[16]

Εναλλάσσοντας τον λυρισμό με τον δυναμισμό της έκφρασης, τροφοδοτούμενα από τις αυταρχικές πρακτικές και από τα πολιτικά-ιδεολογικά διακυβεύματα της δικτατορίας,[17] τα ποιήματα της συλλογής προσδιορίζουν το πρόταγμα μίας υπέρβασης που δεν ‘γνωρίζει σύνορα’ και πράττει με το ‘σώμα (Μάχη Μουζάκη).

www.tovivlio.net 


Η ώρα της περηφάνιας 1968-1975

Χωρίς τίτλο

Ψυχή των κρίνων 

και των στεναγμών συχώραμε!

Όταν η φρίκη και το έγκλημα

να παρουσιάσουν νεα μορφή δεν είχαν,

οι άνθρωποι τρομάξανε:

τι θα γινόταν η ζωή;

τα ερωτηματικά πληθαίνανε·

κι όλα μαζί σα σμίξανε

γεννήθηκε το Μέγα έγκλημα.

Εσύ, στα γαλανά τα κρίνα 

γιόρταζες την αρετή.

Αυτοί γυρεύανε το σώμα σου·

το σώμα, που μόνο ο λόγος -ευωδιά

κύλησε μέσα του.

Κι όμως, γυρεύανε το σώμα σου...

Τα ερωτηματικά πληθαίνανε:

Χωρίς τ' άγιο το σώμα,

θά' ναι μεγάλο το έγκλημα;

ψυχή των κρίνων 

και των στεναγμών συχώρα με!

πως κράτησες αμίλητη

το χάος που ανοίξανε

στις κόχες σου; 


 

ΠΟΥ ΟΔΕΥΟΥΜΕ;

 

Έλιοτ,

Αν μας έβλεπες στη χώρα της βίας

να συμπληρώνουμε τις δηλώσεις…

Εμείς, βέβαια, ελπίζουμε

η δική τους στιγμή να βουλιάξει…

Δεν το γράφουμε!

Το ανακαλύπτουν στον τρόπο

που τους κοιτάζουμε.

Μας στέλνουν στην «Έρημη χώρα»..

Εκεί, «η φωνή του κεραυνού επαναλαμβάνει»

δώσετε,

δώσετε,

δώσετε!...

 

Αν υπάρχει υπόσχεση

στη γύμνια της πέτρας, δεν ξέρω…

Τι λέει του αιώνα η φωνή

για την Έρημη χώρα μας, Έλιοτ;

 

                  

 

Στους συναδέλφους

 

Ως κοιταζόμαστε βουβοί

έρωτας γίνομαι για σας

Ορκίζομαι!

ξυπόλητη θα τρέξω

σαν ξαναβρούμε τη φωνή μας.

 

Ομόρφυνε η ελπίδα τα πόδια μου

και κάθε νύχτα μπουμπουκιάζουν

μυστικά.

Τα μέρα κρύβω τη μουσική τους

στο χώμα,

και τα σκεπάζω μαύρο κρέπι.

 

Σκεφτείτε π3άλι τη φωνή δική μας!

Από τώρα γυμνάζω τα χείλη μου

στο τρανό φίλημα της λευτεριάς.

 

Νιώθω κιόλας τη γεύση της

στο στόμα μου, ποιητές.

 

 

Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΜΑΣ*

 Το μεσημέρι είχαμε γιορτή

καθώς στου ήλιου τα γέλια

παίζανε τα σμαραγδένια μάτια σου.

 Μάζευες μύρα απ’ τα βουνά

κι από τις θάλασσες

για τις μασκάλες και τον κόρφο σου

κι έδενες φιόγκους τη μαρμαρυγή.

Το βράδυ πέταξες τα πέπλα σου

στους τέσσερις ανέμους

και μας έδειξες το θαύμα σου.

 

Τη χαραυγή,

ένα σβησμένο κάρβουνο

σε βρήκαμε.

 

Αχ την αυγή

όπου οι καρδιές μαζώχτηκαν

η μια μέσα στην α΄λλη

και η ανάσα μας

να σ’ αναστήσει πάσχιζε!

 

Αχ! την αυγή με την καμπάνα,

την καμπάνα του θανάτου σου!

 

* Η Αθήνα την παραμονή της δικτατορίας.

 

 

 

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΕΛΕΦΑΝΤΩΝ

 

Ο άσπρος ελέφαντας συλλογιέται:

Ποιον θ’ αφήσει κληρονομιά,

να λέει τα παραμύθια;….

Να αιχμαλωτίζει τις μεγάλες

στιγμές, πριν ακόμα γεννηθούν,

να τις πλαθει, όταν δεν θα υπάρχουν;

 

Το γένος των ελεφάντων

πως θα ξεχνάει τους γκρεμούς,

που δεν κρατούν την περηφάνια

των ορθών σωμάτων

και ταπεινώνουν τ’ όνειρο;

 

Καπνίζει!

 

 

 

«Ποιον θ’ αφήσει»;

 

 

 

Η ώρα των ωρών

 

 

Οι ερωτευμένοι αγγίζονται.

Ω μουσική που παίζει

στης ανάσας τη χαρά!

Ώρα που κάνεις την καρδιά φτερό

και δεν υπάρχουν βάραθρα.

 

Καπνίζει!

 

« Ώρα που δεν υπάρχουν βάραθρα!»

 

 

Φως κι έκσταση

 

 

Έρχονται οι νέοι!

Οι καταιγίδες πίσω τους βογκούν,

μπροστά τους παρελαύνει τ’ όνειρο.

Φως κι έκσταση τα βήματα,

φως κι έκσταση

τ’ αντρειωμένα σώματα.

Τα παραμύθια ακούνε

και βαδίζουν.

 

 

Οι μοναχικοί

 

Ένας, ένας

Οι μοναχικοί των εκτάσεων έρχονται.

Οι συναυλίες έχουν σιγήσει·

οι προβοσκίδες,

μαραμένες λιτανείες, αργοσαλεύουν.

Τα μάτια τους βαθαίνουν σαν τα βάραθρα

ή ρίχνουν αστραπές ασύλληπτες,

σαν τις περιπλανήσεις της καρδια΄ς

ή παίρνουνε της γης το χρώμα.

 

Το χρώμα της θέσης του θανάτου.

 

Καπνίζει…

 

 

 

Από τη συλλογή

«Τι ενοράς, Ανδρομάχη;»

 

11

 

Οι

 

δολοφόνοι όλο παχαίνουν

και μας κλείνουν τον ορίζοντα.

 

 

22

 

Φοβάμαι

 

μη σου σφίξουν

 τη θηλιά

κι εγώ δεν είμαι

\φλέβα στην καρδιά Σου,

Ελλάδα.

 

26

 

Καμαρωτοί,

 

ραίνουν

 τα «μπράβο» τους

 

Η

 

αναπνοή τους φυλλοξήρα.

 

Σε

 

ποιους προσφέρουν τριαντάφυλλα,

εξαγοράζουν

συνειδήσεις;

 

 

28

 

Τα γκραν γκινιόλ

κοιτάζω στην οθόνη.

Όλο το νου μου στην οθόνη·

πότε θα βγει ο νέος βασανιστής.

 

 

 

 

 

Στο πουθενά

 

Είναι

μεγάλη η ώρα της τόλμης.

 

Δε σε

συνάντησα νεκρό

στο

άδειο

της ημερομηνίας.

 

Όπου

κι αν κοίταζα,

φέγγαν τα μάτια σου

ως

άναβες στα πέλαγα

πυρσούς:

 

«Έλα, Λαμπρή».

 

 

 

Πέρα

 

από τις αναπνοές

που κυριεύουν,

 τις φωτιές

που απαγχονίζουν·

μένει η ουσία

να

φεγγογεννάει το μέγιστο. 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου