"Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της"
C.B

Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ "Η ΠΑΝΣΙΟΝ "ΤΑ 14 ΜΕΛΤΕΜΑΚΙΑ" /Ghost Riders in the the Sky-Johnny Cash



 






Και με τον Ιούλιο τελειώνουν τα αφιερώματα στα 
12 φεγγάρια του μικρού αυτού βιβλίου που προέκυψε από την παράσταση που παρουσίασε το θέατρο τσέπης κάπου εκεί το 2003.... Τα κείμενα της παράστασης αυτής τοποθετούνται χρονικά από τον 11ο αιώνα έως τις μέρες μας, πέντε από αυτά είναι ελληνικής καταγωγής όπως ήδη έχουν προβληθεί κι εδώ μέσα. Αντιπροσωπεύτηκαν χώρες όπως η  Ιαπωνία, η Ισλανδία, και η Γεωργία, ενώ ποιήματα από την Ιταλική Αναγέννηση, την Beat Genaration και το Παρίσι του Μάη έδωσαν σημαντικό παρόν σε κείνη τη βραδιά. 

Εμείς που δεν είχαμε την τύχη να την απολαύσουμε ως παράσταση, έχουμε τουλάχιστον αυτά τα ποιήματα τώρα κι εσείς, που διαβάζοντάς τα ταξιδεύουμε στις χώρες της αναφοράς τους και τις ιστορίες των ηρώων τους. Θα μου λείψει αυτό το δίχρονο (με τις διακοπές) ταξίδι στα δώδεκα φεγγάρια των αφιερωμάτων. Τα ποιήματα ένα κι ένα ήταν μια λύση και μια καταφυγή στην αναζήτηση των εμπνευμένων θεμάτων. Την επιμέλεια τους είχε κάνει ο Θράσος Καμινάκης, εκπρόσωπος στην Ελλάδα του Θεάτρου τσέπης και ιδρυτής του πολυχώρου σεμιναρίων τέχνης, "Μικρό Πολυτεχνείο". Ποιητής και ο ίδιος έπαιξε το ρόλο του σε μεγάλο βαθμό στην τελική μορφή των κειμένων, και ενδεχομένως και στην αρχική...Και το λέω αυτό γιατί παρά το γεγονός ότι δίπλα από τα περισσότερα ποιήματα υπάρχει το όνομα του δημιουργού,  καθώς και η χρονολογία της δημιουργίας του, στους συντελεστές της παράστασης αναγράφεται ο Θράσος Καμινάκης ως σκηνοθέτης, και ως δημιουργός των κειμένων. Αξίζει όχι μόνο εξαιτίας του βιβλίου αυτού, αλλά και για την αδιάλειπτη ποιητική παρουσία του στο ίντερνετ, να αφιερώσω και στον ίδιο κάποια στιγμή, (σύντομα ελπίζω), μια ανάρτηση με αντιπροσωπευτικά δείγματα από όλη τη γκάμα των ποιητικών του επιδόσεων. 



ΙΟΥΛΙΟΣ

Ανώνυμη ποιήτρια (καλοκαίρι 2001)



Ψέματα λεν' οι νύχτες με φεγγάρι

φαντάσματα γεννούν μεσ' στο μυαλό

μα μην τρομάξεις αν σε συνεπάρει

το ψέμα που σου μοιάζει αληθινό.


Του φεγγαριού το ψέμα κρύβει αλήθειες

που αν τις εμπιστευτείς και αφεθείς

ας πούμε Ιούλη στις φεγγαρονύχτες

ίσως κι εσύ να γίνεις ποιητής.


Μια τέτοια νύχτα βγήκα στην βεράντα

λαμπιόνια φοσφορίζαν στη σειρά

του λιμανιού τα κέντρα όλα ανγάντια

και η Πλάκα επάνω αρχόντισσα κυρά.


Η περασμένη ώρα συντροφιά μου

παιχνίδια των παιδιών μου στα σκαλιά

κι από τις γύρω κάμαρες στ' αυτιά μου

ροχαλητά κουβέντες και φιλιά.


Στην άκρη της αυλής ένας νοικάρής

καθόταν και μεθούσε σιωπηλός

"πως να νυστάξεις" λέει "μ' ένα φεγγάρι

που όποιος δεν το βλέπει είναι τρελός".


Του έβγαλα ένα κρύο μεζεδάκι.

-Τι κάνετε; Δεν πρέπει...ευχαριστώ!

ελιές, λιαστή ντομάτα, χταποδάκι.

-Κρασάκι ξεροσφύρι είναι κακό. 


Εμένα βλέπετ' έτσι είν' η δουλειά μου

επάγγελμα "Σπιτονοικοκυρά"

δωμάτια με θέα στην καρδιά μου

και στα τρελά Αδαμάντινα νερά.


"Τι όμορφη βραδυά απόψε κάνει

με το φεγγάρι κοσμοχαλασιά.

Απ' το ξωκλήσι πέρα μου εφάνη

πως μύρισε λιβάνι η δημοσιά". 


Τον κοίταξα! Το βλέμμα του είχε κάτι

αθώο και καχύποπτο μαζίλ

στο δέρμα του λαμπύριζε τ' αλάτι

τα μάτια του φωτιά απ' το κρασί.


Του λέω "πως περνάτε στην Αθήνα;"

μου λέεί, "εγώ στον Τύπο αρθρογραφώ

απ' το πρωί ως το βράδυ κάθε μήνα

και μόνο τον Ιούλιο μεθώ".


Του λέω, εμείς μεθάμε κάθε μέρα

σε τούτο το νησί, είναι φυσικό"

"Χειμώνα-καλοκαίρι είστε εδώ πέρα;"

"χειμώνα πάντα πάμε στο χωριό!"


"Που;" "Να' κεί ψηλά που είναι τα φώτα,

κι αστράφτει στο σκοτάδι μια εκκλησιά"

Μα εκείνου το βλέμμα σαν και πρώτα

κατρακυλούοσε προς τη δημοσιά.


Κουβέντα στην κουβέντα προσπερνούσαν

οι ώρες στην γεμισοφεγγαριά

μιλήσαμε για μύθους που κρατούσαν

από εποχές και χρόνια μακρινά. 


"Εσείς ως συγγραφεύς" του λέω "αρμόζει

να πείτε και να γράψετε γι' αυτά

που μόνο του λαού το στόμα σώζει

και μόνον ο θεός τα κυβερνά"


"Δείτε" μου λέει ξάφνου "το ξωκλήσι

πως λάμπει στο φεγάρι το λευκό

είναι σα να ζητά να μας μιλήσει!

Συγνώμη, μάλλον φταίει το ποτό!"


"Καθόλου" του απαντώ "αυτό σημαίνει

πως έχετε μια ξάστερη ψυχή

η νύχτα απόψε θαύματα υφαίνει

αλλά το θαύμα βλέπει μόνο όποιος μπορεί.


Αν μείνουμε εδώ ως να φωτίσει

θα ζήσετε μια πλάνη οπτική.

Θα δείτε ν' ανεβαίνουν στο ξωκλήσι

ωραίοι, δεκατέσσερις νεκροί.


Πρώτα θ' ανάψουν όλοι το κερί τους

μετά θα φιληθούνε σταυρωτά

και το χορό να στήσουν στην αυλή του

αυτά τα δεκατέσσερα παιδιά.


Είναι τα τελευταία παλικάρια 

που εκτέλεσαν εδώ στην Κατοχή!

Σου Ιούλη τα ολόφωτα φεγγάρια

γυρνούν εκεί που αφήσαν την ψυχή.


Μη φοβηθείτε! όποιος τ' αντικρύζει

αλλάζει μια για πάντα τη ζωή του

αρχίζει την καρδιά του πια να ορίζει

κι αντρειωμένη γίνται η ψυχή του".


Ταράχτηκε! "Νομίζω το κρασάκι

σας πείραξε λιγάκι κι έχω ευθύνη!

Ήσυχο βλέπω εγώ το εκκλησάκι

και ήσυχο θαρρώ θα παραμείνει.



Ρίχνει κλεφτές ματιές προς το ξωκλήσι. 

"Δεν βλεπω εγώ κανέναν εκεί πέρα, 

μον' το φεγγάρι που τραβά να δύσει,

μόνο αργά- αργά που φέγγει η μέρα".


Μ' ακούει ξαφνικά να παίζει λύρα

ξαναγυρνά το βλέμμα, μαρμαρώνει!

Αγόρια δεκατέσσερα μια γύρα

χορεύουν πεντοζάλη. Ξημερώνει!


Ο ύπνος ειν' η μόνη διέξοδός του

στην πολυθρόνα γέρνει και βαραίνουν

τα βλέφαρα και μέσα στ' όνειρό του

μελτέμια δεκατέσσερα τον παίρνουν.


Δωμάτια ενοικιαζόμενα με θέα

φεγγάρια και ξωκλήσια Ιουλίων

αγνάνται το λιμάνι, η προκυμαία

και η ορδές των προσεχόντων πλοίων.


Ίσως φανεί του χρόνου ένας νοικάρης

να παίρνει τη ζωή τοις μετρητοίς

να μη μετρά με δόσεις το φεγγάρι

και να γενεί του Ιούλη ο ποιητής. 











Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΟΥ/ΚΛΕΨΥΔΡΑ / Μην κουραστείς να μ' αγαπάς 2. A place to go (Ashton)







Ξέρω πως ο ένας μετράει περισσότερο από τους χίλιους, ναι το ξέρω καλά, μα για σένα Ελένη Καρασαββίδου υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα κουραστούν ποτέ να σ' αγαπούν. Γιατί τα έδωσες όλα σ' αυτούς κι όχι μόνο μέσα από τη γραφή σου. Και τούτη εδώ η άλλη Ελένη δεν έχει κουραστεί να σ' αγαπά παρά τα χρόνια που πέρασαν μέσα στην άγνοια για το που βρίσκεσαι και τι κάνεις. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μας συνάντηση εκεί στα γραφεία της  ΕΠΟΣ, να μην ξέρω, να μην έχω γνωρίσει ακόμα πόση μελάνι-αίμα έχεις χύσει πάνω στα χαρτιά, πόσο βαθιά και ειλικρινής είναι η γραφή σου και ως εκ τούτου πόσο μεγάλη ήταν η τιμή που μου έκανες με αυτή τη θερμή υποδοχή. Και πέρασαν τα χρόνια και χαθήκαμε για τα καλά και ήρθαν αυτά εδώ τα αφιερώματα που έγιναν αφορμή να κατεβάσω από τα ράφια βιβλία και να πέσει το μάτι μου πάνω στην κλεψύδρα. Θυμήθηκα την πρώτη φορά που το διάβασα το βιβλίο σου αυτό, είχα συγκινηθεί βαθιά και ήθελα να στο πω, αλλά είχες ήδη επιστρέψει Θεσσαλονίκη και ποιος ξέρει ακόμα σε ποια γωνιά του κόσμου είχες τρέξει για να προσφέρεις τον εαυτό σου στις πανανθρώπινες ιδέες. Να λοιπόν η ευκαιρία για να σου πω το ευχαριστώ μου για τότε, αλλά και για τώρα και για κάθε φορά που θα θέλω να διαβάσω ποίηση γυμνή, ματωμένη και γεμάτη από τους λόγους που την καθιστούν απαραίτητη και συχνά σωτήρια. Όχι, δεν θα κουραστώ ποτέ να σ' αγαπώ.  

Για την ποιήτρια.

Η Ελένη Καρασαββίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1972 και είναι ειδική γραμματέας της Εταιρείας Συγγραφέων Βορείου Ελλάδος.Σπούδασε παιδαγωγική και κατόπιν ΜΜΕ στο ΑΠΘ. Επίσης, με υποτροφία του Παν/μίου του Nottingham "Cultural Studies" (Ma) και Γλωσσική Πολιτισμική Παιδεία (μεταπτυχιακό) στην Παιδαγωγική Σχολή του ΑΠΘ.

 Τιμήθηκε με υποτροφία επίδοσης από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών κι έχει συμμετοχή σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια. Αρκετά άρθρα της δημοσιεύτηκαν σε επιστημονικά κι έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά κι εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι μέλος διάφορων κοινωνικών και πολιτιστικών φορέων, (όπως στο Δ.Σ. του Διεθνούς Δικτύου για τα Δικαιώματα του Παιδιού στην Πόλη CRIN,υπό την αιγίδα της UNICEF, του International Cultural Research Network, του Παρατηρητηρίου Διεθνών Οργανισμών και Παγκοσμιοποίησης, έχει χρηματίσει στο ΔΣ του Συνδέσμου Byron για ονΠολιτισμόκαι τον Φιλελληνισμό κ.ά.) περιλαμβάνεται στο διεθνές επίσημο Who is Who ενώ συμμετέχει έμπρακτα σε πολιτικούς φορείς διεθνώς και σε κοινωνικά κινήματα. Έχει διοργανώσει πολιτιστικές εκδηλώσεις, έχει ιδρύσει την "Art Attack", έχει αποσπάσει τιμητικές διακρίσεις από φορείς και διαγωνισμούς στην Ελλάδα και στην Γερμανία, ενώ έχει εκδώσει λογοτεχνικά και βιβλία δοκιμιακού περιεχομένου. Έχει βραβευτεί στον διαγωνισμό της <<Ελευθεροτυπίας>> για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς, ενώ συμμετείχε στην ειδική έκδοση της ίδιας εφημερίδας (εκδόσεις Φυτράκη). Έχει ανθολογηθεί και αρθρογραφεί στον ημερήσιο τύπο. Το 2000 πραγματοποιήθηκε για το έργο της τιμητική εκδήλωση στην Αθήνα από την ΕΠΟΣ υπό την αιγίδα και χορηγία του Υπουργείου Πολιτισμού, ενώ τιμήθηκε με μετάλλιο από την UNESCO στον Πειραιά το 2003 και με βραβείο από τον Κούρο Ευρωπού το 2007. Είναι διδάκτορας στο ΤΕΠΑΕ του ΑΠΘ και περιστασιακή επιστημονική συνεργάτης στο Μεταπτυχιακό του. Αρθρογραφεί στην Τηλεόραση Χωρίς Σύνορα, στην Ελεύθερη Ζώνη, στην Αυγή, παλαιότερα στην Εποχή και στην Θεσσαλονίκη.Ανήκει στην ποιητική γενιά του '2000.



 ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΟΥ 


          "ΚΛΕΨΥΔΡΑ"


   Απόπειρες Ποιητικής Γραφής



«Τα τραγούδια του δρόμου»

 

Εμείς που τραγουδούσαμε

σαν πείσμα στη δική μας εποχή

τραγούδια μιας άλλης που έφευγε

«μην κουραστείς να μ’ αγαπάς».

Εμείς που καρτερούσαμε

την αυγή του κόσμου σ’ εσοχή

που τα όνειρά μας θα έφεγγε

«ώρα κακή, εφιαλτική» τώρα, πονάς

κι αναρωτιέσαι αν έχεις

«καρδιά να κάνεις πέτρα».

«Το τρένο έφυγε πριν χρόνια στις 8» - αντέχεις;-

Αν έχεις κάποια να φωτίσουν φέρτα,

γιατί για μας «νύχτωσε νωρίς».

Και το μόνο που έμεινε και μένει

είναι ο χτύπος της καρδιάς χωρίς

ανταλλαγές να περιμένει.

 


ΕΡΩΤΑΣ

 

 

«Απουσία»

             ή το «ανεκπλήρωτο»

 

Το χάδι σταλάζει

μονάχα

από τις άκριες

των χειλιών που δεν φιλήθηκαν ποτέ,

βαριά σταγόνα, φιλήδονη,

που χαράζει μ’ ένα δάκρυ

που δεν κύλησε

-τελεσίδικα-

το δέρμα που φιλά μονίμως

κάποιος άλλος.

 Ξεφεύγει με μιαν ανάσα

κάθε χθεσινή νυχτιά,

-απούσα πια-

που φυλάκισε μέσα της

όλες τις παρουσίες.

 

«Άπειρο»

 

Μέθυσα από τη στρογγυλάδα

των χειλιών

μικρή σταγόνα ευδαιμονίας

που έψαχνε με θρασύτητα

το δρόμο της στο άπειρο

των σχισμών σου.

Δροσοσταλίδα

που γυρίζει όλον τον κόσμο και όλον τον καιρό

-Ακυρώνοντας τα σύννεφα

             των χθεσινών

                      των τωρινών

                              και των μελλούμενων-

πάνω στις γραμμές του χεριού σου.

 

 

 

«Άτιτλο»

 

Απόψε δεν αμάρτησα

Ενώθηκα με το κορμί σου.

 

 

 

                             «Το Φιλί»

                        Πάνω σε μια ιδέα του Θ. Κ

 

Υπάρχει ένα φιλί που δεν ταξίδεψε μαζί σου

    που δε σε συνόδεψε στα όνειρά σου

        που δεν ξαπόστασε στην αγκαλιά σου

 

           Υπάρχει ένα φιλί που δεν χάιδεψε τα μαλλιά σου

               που δεν έγλειψε τ’ ακροδάχτυλά σου

                  που δεν φώλιασε στον λαιμό σου

                     που δεν ενώθηκε με το σώμα σου

 

                       Μονάχα κάτι νύχτες γίνεται αγέρας μακρινός

                          κι έρχεται να σε βρει απ’ την αρμύρα του λιμανιού

                             κι ανασαίνει λεπτό το λεπτό

                                πάνω από τα κλεισμένα σου βλέφαρα

                                    όταν ξυπνάς «δίχως λόγο».

 

 

 

 

«Τα παιδικά μας χρόνια»

 

«Η μνήμη, όπου και να την αγγίξεις, πονεί»

 

 

Ξεπλένουν οι ψιχάλες της βροχής

τα παιδικά μας χρόνια

τα χρόνια που το όνειρο της γης

το σκάλιζαν οι στάλες της βροχής

στα μαρμαρένια αλώνια.

 

Μικροί πλανήτες κι αργυραμοιβοί

τριγύρναγαν να κλέψουν τ’ όνειρό μας

μαντατοφόροι σ’ όνειρο βαθύ

που το σκορπίσαν οι αγέρηδες στη γη-

σπονδή στον παιδικό εαυτό μας.

 

Πυξίδες και σινιάλα μυστικά,

καράβια που αγάπησαν τα βάθη

με τα σκοινιά τους πάντα στην ξηρά

και την σταγόνα από την ματιά

κρυμμένη στο κοχύλι και τ’ αγκάθι.

 

Σημαίες που πεθάναμε γι’ αυτές

πριν να αλλάξουν χρώμα

και μια κραυγή που στοίχειωνε σαν χθες

ήττες που ήταν πια προσωπικές

και μας πονούν ακόμα.

 

 

 

 

«Η Πατρίδα»

 

«Τόσα ταξίδια κάναμε και είμαστε ακόμα στον ίδιο τόπο.

Πότε επιτέλους θα φτάσουμε σπίτι μας;»

 

Θυμάσαι Ελένη κάποι’ άλλα χρόνια

Στη Σαλονίκη και στην Ομόνοια

π’ αναζητούσες μία πατρίδα

μες στο χειμώνα, στην καταιγίδα;

 

Μ’ ένα βιβλίο κάτω απ’ το στρώμα

ένα πινέλο με λίγο χρώμα,

τώρα νερό, στάχτη και νέφτης

κι ένας κενός, ξένος καθρέφτης.

 

Θυμάσαι Ελένη κάποι’ άλλα χρόνια

στη Σαλονίκη και στην Ομόνοια

που αισθανόσουν το πέταγμά σου

και με κομμένα τα βήματά σου.

 

 Τώρα λιμνάζεις, τώρα φοβάσαι,

στην ερημιά σου καθώς κοιμάσαι

και ένας μύθος για μια πατρίδα

χλωμιάζει πάντα σαν ηλιαχτίδα.

 

Και όμως πάλι, στο προσκεφάλι,

ένα βιβλίο στη μοναξιά σου,

γιατί το ξέρει η αρχοντιά σου

μ ό ν η  π α τ ρ ί δ α  ε ί ν’  τ α  γ ρ α π τ ά  σ ο υ.

 

Επιλογές από:

«ΛΕΥΚΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ»

Ποιήματα της εφηβείας 12-18 ετών.

 

«Καμιά φορά…»

 

Καμιά φορά δεν έχεις έμπνευση

να γράψεις ένα ποίημα

Δεν έχεις έμπνευση να περιγράψεις

ένα συναίσθημα

να πεις αντίο σ’ ένα φίλο

ή ν’ ασπασθείς του δειλινού τη θλίψη…

Δεν έχεις έμπνευση να περιγράψεις

του Θόλου το παιχνίδισμα,

των άσπρων χεριών την άγνοια

το μαργαριτάρι στο μάτι του αετού

και την μικρή κηλίδα από αίμα…

βαθιά μέσα στα πούπουλα του περιστεριού…

 

 

«Οι αληθινά εκλεκτοί»

 

 

Οι αληθινά εκλεκτοί

φορείς αόρατων κραυγών

που τραμπαλίζονται στο άπειρο

Και κατακερματίζονται

Σ επαναλήψεις,

σ’ αποστάσεις,

σε μεταθέσεις,

σε συμβιβασμούς

έχοντας χάσει

όλα τους τα δόντια

προσπαθούν να δαγκάσουν

με τα μάτια στο μέλλον.

 

 

  «Εικόνα» (μια απορία δίχως ήχο και συνέχεια)

 

«Τελικά, ό,τι άξιζε από την επανάσταση…ήταν ο σουρεαλισμός της…»

 

                                                                              ( Γαλλικός Μάης)

 

Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό

για να δει τις λίμνες του πέλαγου

κι έκανε τα χέρια του πουλιά

μα πάλι ξαναγύρισε

καθώς ένα φεγγάρι αλυσοδεμένο

του χάιδευε στοργικά τα μάτια.

 

Ένα πουλί έσκουξε κι όρμησε

στη θάλασσα…

δίχως γιατί, έτσι σαν μια

απορία δίχως ήχο…

και συνέχεια…

 

Έκανε να τρέξει, μα τα πόδια του

μάτωσαν στα βότσαλα

κι ύστερα κυλίστηκε πάνω τους

ακούγοντας γεμάτος ευδαιμονία

το τραγούδι των γλάρων

μέσα απ’ τα χαμογελαστά μάτια

των ευνουχισμένων ποιητών.

 

Σηκώθηκε αργά, για να βαδίσει

στο σκοινί της βάρκας του

και πάλι…

Μόλις ξανοίχτηκε, ξανασήκωσε

τα μάτια στον ουρανό…

 

Μα είχε σκοτεινιά και δεν μπορούσε

να δει τίποτα…

 

Άφησε τους ώμους του να

περιπλανηθούν στο θόλο για λίγο…

κι ύστερα πέταξε από πάνω του,

σαν σμάρι πουλιά, τις μικρές χρυσές

σταγόνες,

το στόμα του έγλειψε τον ήλιο·

και το κορμί του,

έτσι ανέμελα

το βύθισε στη θάλασσα

όπως ένα βλέμμα πέφτει σ’ ένα παράθυρο.

 

 

«Σ’ είδα και χθες» (Απουσία)

 

Σ’ είδα και χθες…

ήρθες και χθες…

κι ήταν παράξενο αλήθεια…

εσύ δεν ήσουν κι όμως

ήταν εκεί όλα αυτά που

σ’ αποτελούσαν κάποτε…

 

Λες και καθόσουν

 στην κορυφή της θάλασσας

χορεύοντας πάνω στο κύμα

κι ένας τεράστιος καθρέφτης

μού ’γνεφε γεια!

Και μού ’γνεφες: Αντίο!

 

Κι ήταν παράξενο αλήθεια…

περπατώντας στη θύελλα…

τα μαλλιά σου είχαν ένα…

πυρρό χρώμα,  και τα μάτια…

ωκεανός π’ αγρίεψε…

 

Και μες στα μάτια η απόγνωση,

Και μες τα μάτια η ευτυχία,

Και μες τα μάτια, δηλωτικό της…

παρουσίας σου σαν στάμπα ανείπωτη

                                            η Απουσία.

 

 

Επιλογές από ΚΙΛΧΗ

Ποιήματα από τα 28-24

 

 

«Ελλάδα»

 

Η Ελλάδα, είπε, είναι δύο

πλατανόφυλλα,

ένα κομμάτι θάλασσα

ανάμεσό τους

κι ένα καράβι που

φεύγει.

Γύρισε και κοίταξε κατά κει.

«Τώρα δεν υπάρχει καράβι», της είπε.

 Χαμογέλασε·

Είπε μονάχα: «Θα ’ρθει…»

πάντα ένα καράβι που φεύγει.

Η Ελλάδα.

 

 

«Ζωή»

 

Σα νερό κρυστάλλινο

τα χέρια που μας χάιδεψαν

στα μάτια.

 

Ελιές και πλατονόφυλλα

κι ένα κομμάτι φως.

 Ζωή και θάνατος πιασμένα

χέρι – χέρι

να πλέουνε συντροφιαστά

μέσα στη μάνητά τους

σ’ εκείνη τη μαγική

Ελληνική λέξη.

«Τ’ αρχιπέλαγος…»

 

 

 

«Μοσκώφ»

 

Χρόνια οι άνθρωποι

αγωνίζονται

παράγουν βιβλία,

τραγουδούν

αθλούνται,

ασχημονούν

Εγώ τη μόνη

μορφή αθανασίας που ξέρω

είναι να χαράζεις τ’ ονομά σου

σ’ ένα βράχο του Αιγαίου.

 

 

 

 

 

 επιλογές από:

ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ

 

Σκόρπια ποιήματα

από τα 24 – 30

 

 

«Άνθρωπος»

 

Τόσες σταγόνες θάλασσας

και ένα καραβάκι

πως γίνεται και χώρεσαν

σ’ ένα μικρό χεράκι.

 

«Ο Μύθος και το τίμημα»

 

Τις ώρες εκείνες

που οι λέξεις αποχωρούν δίχως ίχνη

η μοίρα του κόσμου

φτιάχνεται από την αρχή

ζυγίζοντας το κενό

απένταντι από την Ιστορία

 

Τις ώρες εκείνες

που οι πράξεις διαγράφονται

δίχως τύψεις

η ιστορία του ανθρώπου

μοιράζεται από την αρχή

ζυγίζοντας την ύπαρξη

απέναντι από την απουσία.

 

Και σ’ όλα τούτα μιαν Αλήθεια.

 Να φτιάχνεις το Μύθο,

Να επιλέγεις το Τίμημα.

 

 

 

«Διαδρομή»

 

Πριν λίγο

μια στάλα ζωής ξέφυγε απ’ το ποτήρι

κι έκατσε στα χείλη - μου.

Μου διηγήθηκε ταξίδια σ’ όλη τη γη,

πατρίδα πολύχρωμη

που γύριζε από τη μια

άκρη

των χειλιών μου

 ως την άλλη.

 Τί θεία κωμωδία!

Το Δάκρυ μας!

Η απαντοχή μας.

Μια στάλα ζωής.

Πριν το απέραντο Τίποτα.



Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Αντιστασιακή ποίηση - Μάχη Μουζάκη / Canto Heneral- (Miks Theodorakis- Pablo Neruda)

 





9/11/2016

Τα χαράματα έφυγε από τη ζωή η ποιήτρια Μάχη Μουζάκη

Από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της αντιστασιακής ποίησης,

Η Μάχη Μουζάκη γεννήθηκε στη Ζάκυνθο από αγροτική οικογένεια.

Κατοικεί: Αθήνα, Ζάκυνθο, Νέα Υόρκη. Όταν τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές της, παρακολούθησε τρία χρόνια μαθήματα στη Φιλοσοφική Αθηνών.
Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα της το 1950 σε Αθηναϊκές εφημερίδες, όπως: "Βραδυνή", "Μάχη", "Φρουροί της Ειρήνης" και στη Ζάκυνθο στις εφημερίδες "Αλήθεια και Πρόοδος", "Ζακυνθινή Ενημέρωση", "Ημέρα της Ζάκυθος" και "Ερμής".
Το 1953 εκδίδει ένα μικρό φυλλάδιο με τίτλο "Η Ζάκυνθος μέσα στις φλόγες" και το 1954 το πρώτο ποιητικό της βιβλίο "Μια ζωή τραγουδάει".
Έως τώρα έχει εκδώσει σαράντα δύο ποιητικά βιβλία, έξι τόμους αναδρομικά, τέσσερα βιβλία πεζά, δύο ανθολογίες, τρεις μεταφράσεις και παραμύθια.
Πιο αναλυτικά έχουν εκδοθεί τα ακόλουθα:

https://biblionet.gr

Στην ‘αντιστασιακή ποίηση’ καθίσταται εμφανής η χρήση του μοτίβου ‘τυραννία’ (ας θυμηθούμε τα ‘Τραγούδια του Αγώνα’ του Μίκη Θεοδωράκη)[11] αναφορικά με την περιγραφή  του στρατιωτικού καθεστώτος, συναρθρώνονται ο θάνατος με τον θρήνο περί θανάτου που εκλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της «πληροφοριοδοτικής ικανότητας»[12] για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο της Ματούλας Κουρουπού και της Ευαγγελίας Μπαλτά, με τον θρήνο (και τον πόνο) να ‘πληροφορούν’ ουσιωδώς για ό,τι επι-τελείται. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό το ποιητικό υπόδειγμα είναι η ποίηση της Μάχης Μουζάκη, που προσθέτει: «που κρύψαν το κελάρυσμα που πήγαν τις λαφίνες; Ποιος κλαίει τον κόρφο που του στέρεψαν το γάλα; Ας με οδηγήσει ο πόνος να βρω που τα πήγαν. Εμείς δεν είμαστε μανάδες. Ερχόμαστε απ’ την πίκρα των αιώνων. Η μάνα, από το γένος των Θεών».[13]

Η στρατιωτική δικτατορία βιώνεται ως «ενσώματος γεγονός»[14] κατά την διαπίστωση της Cole, ‘ενσαρκώνει’ τον θάνατο που σπεύδει να θέσει στο στόχαστρο την νεότητα, εκεί όπου η ποιητική φόρμα αντλεί από την οιονεί αισθητική και τις φόρμουλες του δημοτικού τραγουδιού («που κρύψαν το κελάρυσμα που πήγαν τις λαφίνες;»),[15]  για να εκφράσει μία κατάσταση όσο και για να επανεπινοήσει την μορφή της ‘μάνας’ που δεν καταφθάνει από μία ‘πατρίδα’, από την ‘πίκρα των αιώνων.’[16]

Εναλλάσσοντας τον λυρισμό με τον δυναμισμό της έκφρασης, τροφοδοτούμενα από τις αυταρχικές πρακτικές και από τα πολιτικά-ιδεολογικά διακυβεύματα της δικτατορίας,[17] τα ποιήματα της συλλογής προσδιορίζουν το πρόταγμα μίας υπέρβασης που δεν ‘γνωρίζει σύνορα’ και πράττει με το ‘σώμα (Μάχη Μουζάκη).

www.tovivlio.net 


Η ώρα της περηφάνιας 1968-1975

Χωρίς τίτλο

Ψυχή των κρίνων 

και των στεναγμών συχώραμε!

Όταν η φρίκη και το έγκλημα

να παρουσιάσουν νεα μορφή δεν είχαν,

οι άνθρωποι τρομάξανε:

τι θα γινόταν η ζωή;

τα ερωτηματικά πληθαίνανε·

κι όλα μαζί σα σμίξανε

γεννήθηκε το Μέγα έγκλημα.

Εσύ, στα γαλανά τα κρίνα 

γιόρταζες την αρετή.

Αυτοί γυρεύανε το σώμα σου·

το σώμα, που μόνο ο λόγος -ευωδιά

κύλησε μέσα του.

Κι όμως, γυρεύανε το σώμα σου...

Τα ερωτηματικά πληθαίνανε:

Χωρίς τ' άγιο το σώμα,

θά' ναι μεγάλο το έγκλημα;

ψυχή των κρίνων 

και των στεναγμών συχώρα με!

πως κράτησες αμίλητη

το χάος που ανοίξανε

στις κόχες σου; 


 

ΠΟΥ ΟΔΕΥΟΥΜΕ;

 

Έλιοτ,

Αν μας έβλεπες στη χώρα της βίας

να συμπληρώνουμε τις δηλώσεις…

Εμείς, βέβαια, ελπίζουμε

η δική τους στιγμή να βουλιάξει…

Δεν το γράφουμε!

Το ανακαλύπτουν στον τρόπο

που τους κοιτάζουμε.

Μας στέλνουν στην «Έρημη χώρα»..

Εκεί, «η φωνή του κεραυνού επαναλαμβάνει»

δώσετε,

δώσετε,

δώσετε!...

 

Αν υπάρχει υπόσχεση

στη γύμνια της πέτρας, δεν ξέρω…

Τι λέει του αιώνα η φωνή

για την Έρημη χώρα μας, Έλιοτ;

 

                  

 

Στους συναδέλφους

 

Ως κοιταζόμαστε βουβοί

έρωτας γίνομαι για σας

Ορκίζομαι!

ξυπόλητη θα τρέξω

σαν ξαναβρούμε τη φωνή μας.

 

Ομόρφυνε η ελπίδα τα πόδια μου

και κάθε νύχτα μπουμπουκιάζουν

μυστικά.

Τα μέρα κρύβω τη μουσική τους

στο χώμα,

και τα σκεπάζω μαύρο κρέπι.

 

Σκεφτείτε π3άλι τη φωνή δική μας!

Από τώρα γυμνάζω τα χείλη μου

στο τρανό φίλημα της λευτεριάς.

 

Νιώθω κιόλας τη γεύση της

στο στόμα μου, ποιητές.

 

 

Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΜΑΣ*

 Το μεσημέρι είχαμε γιορτή

καθώς στου ήλιου τα γέλια

παίζανε τα σμαραγδένια μάτια σου.

 Μάζευες μύρα απ’ τα βουνά

κι από τις θάλασσες

για τις μασκάλες και τον κόρφο σου

κι έδενες φιόγκους τη μαρμαρυγή.

Το βράδυ πέταξες τα πέπλα σου

στους τέσσερις ανέμους

και μας έδειξες το θαύμα σου.

 

Τη χαραυγή,

ένα σβησμένο κάρβουνο

σε βρήκαμε.

 

Αχ την αυγή

όπου οι καρδιές μαζώχτηκαν

η μια μέσα στην α΄λλη

και η ανάσα μας

να σ’ αναστήσει πάσχιζε!

 

Αχ! την αυγή με την καμπάνα,

την καμπάνα του θανάτου σου!

 

* Η Αθήνα την παραμονή της δικτατορίας.

 

 

 

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΕΛΕΦΑΝΤΩΝ

 

Ο άσπρος ελέφαντας συλλογιέται:

Ποιον θ’ αφήσει κληρονομιά,

να λέει τα παραμύθια;….

Να αιχμαλωτίζει τις μεγάλες

στιγμές, πριν ακόμα γεννηθούν,

να τις πλαθει, όταν δεν θα υπάρχουν;

 

Το γένος των ελεφάντων

πως θα ξεχνάει τους γκρεμούς,

που δεν κρατούν την περηφάνια

των ορθών σωμάτων

και ταπεινώνουν τ’ όνειρο;

 

Καπνίζει!

 

 

 

«Ποιον θ’ αφήσει»;

 

 

 

Η ώρα των ωρών

 

 

Οι ερωτευμένοι αγγίζονται.

Ω μουσική που παίζει

στης ανάσας τη χαρά!

Ώρα που κάνεις την καρδιά φτερό

και δεν υπάρχουν βάραθρα.

 

Καπνίζει!

 

« Ώρα που δεν υπάρχουν βάραθρα!»

 

 

Φως κι έκσταση

 

 

Έρχονται οι νέοι!

Οι καταιγίδες πίσω τους βογκούν,

μπροστά τους παρελαύνει τ’ όνειρο.

Φως κι έκσταση τα βήματα,

φως κι έκσταση

τ’ αντρειωμένα σώματα.

Τα παραμύθια ακούνε

και βαδίζουν.

 

 

Οι μοναχικοί

 

Ένας, ένας

Οι μοναχικοί των εκτάσεων έρχονται.

Οι συναυλίες έχουν σιγήσει·

οι προβοσκίδες,

μαραμένες λιτανείες, αργοσαλεύουν.

Τα μάτια τους βαθαίνουν σαν τα βάραθρα

ή ρίχνουν αστραπές ασύλληπτες,

σαν τις περιπλανήσεις της καρδια΄ς

ή παίρνουνε της γης το χρώμα.

 

Το χρώμα της θέσης του θανάτου.

 

Καπνίζει…

 

 

 

Από τη συλλογή

«Τι ενοράς, Ανδρομάχη;»

 

11

 

Οι

 

δολοφόνοι όλο παχαίνουν

και μας κλείνουν τον ορίζοντα.

 

 

22

 

Φοβάμαι

 

μη σου σφίξουν

 τη θηλιά

κι εγώ δεν είμαι

\φλέβα στην καρδιά Σου,

Ελλάδα.

 

26

 

Καμαρωτοί,

 

ραίνουν

 τα «μπράβο» τους

 

Η

 

αναπνοή τους φυλλοξήρα.

 

Σε

 

ποιους προσφέρουν τριαντάφυλλα,

εξαγοράζουν

συνειδήσεις;

 

 

28

 

Τα γκραν γκινιόλ

κοιτάζω στην οθόνη.

Όλο το νου μου στην οθόνη·

πότε θα βγει ο νέος βασανιστής.

 

 

 

 

 

Στο πουθενά

 

Είναι

μεγάλη η ώρα της τόλμης.

 

Δε σε

συνάντησα νεκρό

στο

άδειο

της ημερομηνίας.

 

Όπου

κι αν κοίταζα,

φέγγαν τα μάτια σου

ως

άναβες στα πέλαγα

πυρσούς:

 

«Έλα, Λαμπρή».

 

 

 

Πέρα

 

από τις αναπνοές

που κυριεύουν,

 τις φωτιές

που απαγχονίζουν·

μένει η ουσία

να

φεγγογεννάει το μέγιστο.