"Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της"
C.B

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

ΑΜΟΡ ΦΑΤΙ- Βασίλης Ντιλιάς / Pink Floyd - Hey You





ΑΜΟΡ ΦΑΤΙ


Περιπλανιέμαι στο κενό

σαν τη νιφάδα του χιονιού που στροβιλίζεται

στ' αγέρα τις θωπείες

Ένας σύγχρονος άνθρωπος

Ευνούχος εξ αγχιστείας

Αποκομμένος απ' τη θάλπη ενός πυρίσπορου θεού

Αν είχαν τα σπίτια τα παλιά φωνή

κι αυτός ο τόπος που έλαχε να σε κληρονομήσει

Μια κούφια ώρα, την ώρα της αφύπνισης

Θα εκμυστηρεύονταν

πως εκπορεύεται το φως το ανέσπερο

Θα ψιθύριζαν

πως χρωματίζουν οι ουράνιες μανιέρες

το ανέλπιστο, το θαύμα

Θα αναφλέγονταν

πάνω στον λευκό καμβά της απροσδιοριστίας

Κομμάτια από αστρόσκονη στα βάθη του αιώνα

Μια στάλα αγάπη

πλέρια ευγνωμοσύνη

μα πιότερο εμπιστοσύνη

στου κόσμου την απέθαντη ροή

Περιπλανιέμαι σαν το νερό

Απομακρύνομαι απ' αυτό που δεν είμαι πια

και πλησιάζω πιο κοντά σ' αυτό που δεν ξέρω ακόμα

Μεγάλος είναι ο κόσμος και δεν μπορώ να βρω το

στίγμα μου.




ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΝΕΓΓΥΣ



Μόλις η ανοχή διαρραγεί

Όμοια σε έκρηξη ηφαιστείου

Αδράχνει πρώτα η ορμή

να πάλλεται στα στήθια

Κατόπιν με το σύμφωνο το συριχτό

στις σάλπιγγες τρυπώνει

Φόβος ομού και αγερμός

Θεριεύει το γινάτι

Βρώμικες νότες το τραγούδι μας

Λάβα ξερνάει απ' τα κατάστιχα

Το αίμα ρέει πύρινο

Απλώνει παραπέτασμα στάχτες κι αποκαΐδια

Κι όλη η στέρφα αιτιότητα

Ραμμένη στα μανίκια

Ζόφος, αστάθμητη πετριά

Λαός και Κολωνάκι

Τι κι αν ματώσαμε στα μάτια μιας Ελένης;

Θανατικό και προσφυγιά τα ερείσματα του μύθου

Τι κι αν απλώσαμε τη λευτεριά στο κούτελο μιας

ιδέας;

Ακόμα κρατάει ο διχασμός

Λάθρα του άστρου επιτολή

Ανέλπιστα αριστεία

Κληρονομιά, του γένους καταπίστευμα

Η λύση σολομώντεια

Εκούσια συναρμογή στην τέχνη της ραστώνης

Μέρες κυνάδες πού 'ρχονται

Κάλλιο θεοί με το στανιό

Παρά ρακοσυλλέκτες

Μονάχοι μας στον πηγαιμό,

μα στο φευγιό μακρύτερα κι όλοι μαζί αντάμα!



ΣΥΝΟΨΙΣ


Το λες ζωή

αυτό το μόρφωμα υψικαμίνου, που

ρέει ακατάπαυστα

σαν μια συνάρτηση εγκεφαλικών αγκιστρώσεων,

ανάμεσα σε βαρυτικές καμπυλώσεις

στρεβλώνοντας κβαντικούς ενεστώτες,

το λες πάλι ταξίδι

αυτό το αρμένισμα ονειροπόλου, που

αιθεροβατεί απροσδιόριστα

σαν δελφικός χρησμός

ανάμεσα σε νηματοειδείς απολήξεις αντιφάσεων

εξευμενίζοντας συμπαντικές δονήσεις

Μαθές

το ιώδες του υακίνθου

διελκυστίνδα

αφηγημάτων και υπεραναλύσεων

στην εντροπία των καφενείων.





ΑΠΟΛΙΣ



Η πόλις εν κρυπτώ

Ο κώδικας προσαρμογής

σαν απαρέσκεια οξύνει τις προθέσεις

Η σύγκληση, ορχήστρα ασυγχρόνιστη,

σαν σύρσιμο του μαχαιριού στα μάρμαρα της λήθης

Και τι να κάνεις με τις τύψεις μέρες αλκυονίδες;

Άμα σκορπίσεις πιο γρήγορα

από τα όνειρα που βλέπουν στον ακάλυπτο

Κι όταν καμπυλώνουν οι άξονες των επιθυμιών

όπως τα σύννεφα περνούν και χάνονται

Τότε είναι που - ελαχίστοις αρκούμενος -

αναθαρρείς μπροστά στην έλλειψη πολικότητας των

κύκλων

Κι ο πόνος γίνεται σοφία.



Εκδόσεις ΑΤΡΕΙΔΩΝ ΚΥΚΛΟΣ www.atreidonkyklos.gr


Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ- ΠΟΙΗΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ- ΜΟΥΣΙΚΗ: ΜΙΚΗΣ ΘΕΩΔΟΡΑΚΗΣ (ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ)- ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ.




ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ (Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, ποίηση: Γιώργος Σεφέρης)

Κράτησα τη ζωή μου
ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα,
κάτω απ’ το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες
με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά
στην κορυφή τους βραδιάζει.

Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεββάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά• τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν.

Κράτησα τη ζωή μου,
κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξυάς,
καμμιά φωτιά στην κορυφή τους• βραδυάζει.

Κράτησα τη ζωή μου• στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο τού περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.

Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν, μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή, βυζαίνοντας το παιδί της.

Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές• o χιονισμένος
κάμπος, ώς πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν,
μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκκλήσια, μήτε
τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι.

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή,
δεν ξέρω πια να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ• ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ τον πάγο το χαμογέλιο τής θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν
εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ό άνθρωπος
πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι τής σιωπής.

(ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ -Β΄)

Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό πού σ’ αγγίζει
στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου,
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή,
βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει, δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν, εκείνους
πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο• τους πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια τών πλατάνων εκεί
πού στάθηκε μια αχτίδα τού ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.

Το χιόνι και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.


Σάββατο 21 Ιουνίου 2025

ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ / Κριτική για τα "Κόκκινα Φεγγάρια - Ελένη Μπάλιου"

 Ο Ηλίας Παπακωνσταντίνου ειναι ποιητής, και Αντιπρόεδρος της Παννελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. 



Ηλίας Παπακωνσταντίνου

 

Κόκκινα Φεγγάρια

 

" Η Ελένη Μπάλιου από το πρώτο ποίημα του βιβλίου μας δείχνει που κινείται η γραφή της. Βαθιά κοινωνική πολιτική θα έλεγα. ευαίσθητη με αρχές και αξίες. Ξεκινάει με τα 24 νυχτερινά, που μέσα από τη νύχτα τους θέτουν το φως που δημιουργεί η ψυχή της Ελένης, ο εσωτερικός της κόσμος. Πιστεύω πως είναι σε διαρκή πάλη με την απέναντι όχθη των πραγμάτων που σήμερα ειδικά έχουν πιάσει δωμάτιο μέσα στα σπίτια μας και συνδιοικούν κατά κάποιο τρόπο το μέλλον μας. Εκεί ξεπετάγεται η Ελένη κάθε τόσο με ευρηματικότητα και ρίχνει κροτίδες αντίστασης, σαν ένα ξυπνητήρι ήθους, σαν ευγενής στόχος και υποχρέωση προς την ανθρωπότητα. Στο 18 νυχτερινό της απόσπασμα και πέρασμα, σαν μια φωταλίδα διαρκείας μας γράφει και στην αγγλική γλώσσα, σαν άλλος Jim Morrison η Ελένη στο εκπληκτικό του τραγούδι Spanish Caravan μας γράφει “take me away ρίχνοντας βέβαια και δικαιωματικά κάποια γαλλικά ενδιάμεσα, για την ποίηση και τη γλώσσα, εφόσον το μόνο που ξέρουν είναι να στενεύουν τα κελιά της φυλακής, όπως μας γράφει. Και στο τέλος για να δανειστώ πάλι ακόμα ένα εμβληματικό τραγούδι των Scorpions το «still loving you» αυτή τη φορά μας γράφει η Ελένη “ because I know you still love me, because you know I still do too

 Kι έτσι κλείνει ουσιαστικά και σφραγιστικά το ποίημα μιλώντας και δείχνοντας την μεγαλύτερη επανάσταση, αυτήν της αγάπης. Είναι αυτές οι δυο λέξεις που χαρακτηρίζουν την ποιήτρια. Αγάπη και επανάσταση. Νοιάξιμο για τα κοινά, για το που μας πάνε, που πάει, και από που τρέφεται η ζωή μας. Η Ελένη τα γνωρίζει όλ’ αυτά και δεν σιωπά. Κι όταν το κάνει, είναι μόνο για το κοινό καλό.

Η ποιήτρια αθέατα ίσως, να ρωτάει τον εαυτό της, ποια είμαι, που πάμε, και μέσα από την εσωτερική της αναζήτηση, να βρίσκει διέξοδο στις λέξει,ς στα ποιήματα που έχουν τις απαντήσεις, αλλά και τα ερωτήματα που τίθεται από την ποιήτρια, ώστε ο αναγνώστης να ψάξει μέσα τους, να κάνει μια διεργασία ψυχής, ώστε να βγάλει κάποια συμπεράσματα που θα του δώσουν ένα πιο καλύτερο και πιο ελεύθερο μέλλον.

Στο πρώτο της νυχτερινό, πόσο έξυπνα και αλληγορικά μ’ έναν ωραίο υπερρεαλισμό μας δείχνει την εικόνα του σήμερα σε μόλις δέκα μικρούς στίχους, ένα μικρό ποίημα με τεράστιο συμβολισμό, εικόνες τραγικές που θα μπορούσε να είναι ένα παιδί από τη Γάζα, ένα παιδί σε όλους τους πολέμους που μαίνονται στη γη, με ηθοποιούς στο παγκόσμιο εγκληματικό σύστημα που όλα τα δέχεται και τα οργανώνει. Μας λέει στο ποίημα

« Η σκηνή ήταν γεμάτη

και ηθοποιοί απ’ όλο τον κόσμο

έπαιζαν ένα έργο γνωστό σε όλο τον κόσμο  

Και η πλατεία κάτω

είχε για μόνο θεατή

ένα παιδί κουρελιασμένο

που είχε σκορπίσει τις σάρκες του

στα καθίσματα

Για να φαίνονται πολλοί».

Η ποιήτρια δεν ονειροβατεί ούτε μας δίνει αναβολικά ποίησης αλλά μας πιάνει από το χέρι στίχο -στίχο, και προτείνει, έχει να προτείνει, οργανώνει τις λύσεις μέσα από τις φράσεις της. Περιοδεύει τον κόσμο ανοίγοντας τον κύκλο μέσα της και ελευθερώνει την καρδιά της, με ποιήματα ικανά να μας κάνουν να σκεφτούμε παραπάνω, να απαντήσομε στα δικά μας πως, τα τι, τα γιατί του άλλου και άλλα ερωτήματα που μας παιδεύουν πολλές φορές.

Στο νυχτερινό β, μας λέει. «Και θα ήταν αστείο αν δεν ήταν τόσο τραγικό, το πως οι άνθρωποι εύχονται και προσεύχονται να μην τους εύρη το κακό, την ίδια στιγμή που το προκαλούν, ή το αφήνουν να συμβαίνει».

Εδώ τα λέει όλα. Φωτογραφίζει τους μεγάλους σταυρούς των ανθρώπων που την ίδια ώρα εγκληματούν, κάτι σαν τους πολιτικούς μας ή όλους εμάς που αφήνουμε πολλές φορές να συμβαίνει όλο αυτό, χωρίς μια ριπή αντίστασης. Μιλάει για τα κροκοδείλια δάκρυα της πέννας και για την κραυγή που αναλόγως πώς βολεύονται κάποιοι, την τοποθετούν στο πλάι του δικού τους μικροσυμφέροντος, γιατί πιστεύω οτιδήποτε πέραν από το οικουμενικό καλό, είναι εφήμερο μικροσυμφέρον, όσα πλούτη και δόξα και να αποκτήσει κάποιος.

Η Ελένη Μπάλιου δεν στέκεται σε ποιητικές δάφνες βραβείων, αν κι έχει πάρει βραβεία, λόγων και συντεχνιών, αλλά έχει δεθεί από χρόνια στο άρμα της δημιουργίας και μόνο, και μας την παραθέτει τόσο απλά και ουσιαστικά χωρίς κραυγές και επαναστάσεις του φαίνεσθαι. Γιατί ξέρει που λείπει ο άνθρωπος, ξέρει την εγκυμονούσα ανάσταση, όπως μας λέει, ξέρει τι συμβαίνει στους πολέμους των παγκόσμιων εταιριών και των θρησκειών, γνωρίζει τι γράφει, πολύ βασικό αυτό για έναν γραφιά, γνωρίζει τι συμβαίνει σε κάποιες ποιητικές βραδιές, όπως μας τα φωτογραφίζει τόσο όμορφα και ομοιοκατάληκτα στο νυχτερινό ποίημα 10, γνωρίζει τη μεγάλη θλίψη που κουβαλάει η ευτυχία όπως μας λέει στο νυχτερινό 13, πιστεύω γνωρίζει ακόμα πολλά κι αυτό είναι ένας λόγος που είναι ποιήτρια με αυτή τη γραφή.

Όμως πάνω απ’ όλα η ουσία είναι ότι νιώθει. Νιώθει και εκεί είναι το ζητούμενο. Νιώθει τη σήψη, το άδικο, το σκελετωμένο παιδί. Εδώ να πω πως αναφέρεται πολλές φορές στα παιδιά, δείχνει τη μεγάλη της ευαισθησία. Νιώθει την ανομία και του νόμου το παραμύθι και δεν χαρίζεται, βγαίνει μπροστά γράφοντας και μιλώντας.

Η Ελένη έχει διανύσει δρόμο ως συγγραφέας εδώ και πολλά χρόνια. Την έχει ανακαλύψει και αποκαλύψει η ποίηση και ποτέ δεν ήταν η γραφή της ανέραστη, δεν σύρθηκε. Και για συμμάχους της είχε και έχει τη φαντασία πάνω απ’ όλα, τα βιώματα, την χωρίς φόβο καταγγελία, την τόλμη και το ψυχικό σθένος για να βγάλει εις πέρας αυτό το ιερό έργο. Δεν είναι εύκολο να πηγαίνει κανείς αντίθετα στο ρεύμα και η Ελένη, το κάνει και στην ποίηση και στη ζωή της που αυτό πιστεύω, ότι είναι το πιο σημαντικό.

Η ποιήτρια νοσταλγεί. Μας πηγαίνει σε χρόνους της απλότητας με τη λιτή νότα της ζωής και το όνειρο που πάλευε  να γίνει πραγματικότητα. Μας λέει για τον ποιητή που χορεύει απαλά ένα ποίημα για να τον νανουρίσει. Κάντε το εικόνα αυτό να δείτε την τρυφερότητα που μας δίνει στο 16 της νυχτερινό μέσα από μια εικόνα ευαίσθητου υπερρεαλισμού. Γράφει για τον σκοτωμό και την φαγωμάρα, για το ποιος είναι στ’ αλήθεια ποιητής και για κάτι ψυχές που μένουν ξάγρυπνες, για τον κόσμο που καίγεται και εδώ μόνο καμπάνες χαρμόσυνες χτυπούν, για τη σφυρίχτρα μέσα στο κεφάλι της που την συνοδεύουν κρωξίματα κι ένα κύμα αλαλαγμού ανθρώπινης απελπισίας, για τα αδέσποτα σκυλιά που κλαίνε, για τα παιδιά της σελήνης. Εδώ μας παραθέτει νότες αισιοδοξίας για το μέλλον, μας λέει, «της αδικίας όταν βαρύνει το δάκρυ θα υπάρξει κάτι καινούργιο να δεις». Φαίνεται η φωτεινή πλευρά της Ελένης.

Περνώντας στα κόκκινα φεγγάρια, βλέπουμε σε πιο μεγάλη έκταση την υπαρξιακή αίσθηση των πραγμάτων στους στίχους, κάνει διατυπώσεις μέσα από μια σκληρή πραγματικότητα και προτείνει. Υπάρχει και απογοήτευση αλλά μας δίνει και φράσεις αισιοδοξίας. Ενδοσκοπεί και μας λέει για την επέτειο, για κάθε επέτειο, θα έλεγα, εδώ γίνεται μια εσωτερική διαδικασία στο ποίημα επέτειος, έκρηξης και σιωπής μαζί. Νοσταλγίας και μικρών ελευθεριών, αποφάσεων και στιγμών ακριβών, κάτω από την αγκαλιά της μητέρας, ψυχικών αναγκών, τραυμάτων και χαράς, ανάσας και στέρησης, και με μια υπέροχη εικόνα  του ποιήματος στο τέλος μας λέει «με τα ψαρά της τα μαλλιά στον άνεμο λυμένα, να λιώνει το λουλάκι στου ουρανού στη στέρνα».

 

Μας δίνει με υπέροχο τρόπο την άλλη ματιά της πρωτομαγιάς. Βλέπουμε την αποφασιστικότητα στα ποιήματα «πάρε τα κάστρα» και «mea coulpa», την ένωση και τη συντροφικότητα και στις ιδέες. Την ερωτοαγάπη στο ποίημα «σαν λαγωνικό» και μας δίνει με τον  δικό της ιδιαίτερο  τρόπο το «μαζί» των ανθρώπων, των ανθρώπινων στιγμών, στο ποίημα «μαζί».

Θα μπορούσε να πει κάποιος με τόσα κοινωνικοπολιτικά και υπαρξιακά ποιήματα, που θα χωρέσει ο έρωτας Η Ελένη τον χώρεσε κι ας κάνει την εμφάνισή του σε λιγότερα ποιήματα. Θα μπορούσε να πει  και κάποιος  άλλος, με αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία είναι καιρός για έρωτες; Όλα τα γραφόμενα της ποιήτριας είναι ένας έρωτας για τη ζωή, επομένως τον έρωτα δεν μπορεί να τον αποφύγει ο ποιητής με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και πορεύεται η Ελένη με αλήθεια κι όχι με ψέματα. Ψέματα που έκαναν να φαίνονται σπουδαίοι πολλοί συνάνθρωποί μας, ακόμα και ποιητές με τα γλυκερά τους ποιήματα που ζαχαρώνουν καρέκλες, με λεκτικό ύφος υποπολιτικής και βαλσαμωμένα χαμόγελα.

Η Ελένη Μπάλιου με ειλικρίνεια, θυμό καμιά φορά, ποιητική ειρωνεία, αυτοσαρκασμό με μία έκταση μέσα της, βαδίζει σε ένα χωμάτινο μονοπάτι, μοναχικό θα έλεγα. Και είτε έχει θέα είτε όχι, είναι αποφασισμένη να φτιάχνει η ίδια τη θέαση στα μάτια μας, με οδηγό τα γραψίματα της και έτσι ζει καθημερινά μαζί τους μικρές λυτρώσεις. Την λυτρώνει η στιγμή, οι στιγμές πάνω στη γέννα των λέξεων. Όλο αυτό θα έχει την όψη του θαύματος όταν θα μπορέσει να περάσει στους αναγνώστες, του, ή των βιβλίων της. Τώρα  που εξακολουθούν να είναι ασυμμόρφωτοι οι καιροί και η τεχνητή νοημοσύνη έχει κάνει την παρουσία της αισθητή, για καλό ίσως σε κάποιες περιπτώσεις και για κακό σε πολλές άλλες,  αυτό θα το δείξει το μέλλον, εμείς πρέπει να αναρωτηθούμε ποιος έχει τα κλειδιά. Και η ποίηση σίγουρα τα έχει. Θα τα βρούμε μέσα στα ποιήματα της Ελένης να ξεκλειδώνουν αθόρυβα τις υποταγές μας στο χρόνο.

Ελένη μου εύχομαι να έχεις υγεία, να διαβαστεί και να αγαπηθεί το βιβλίο σου και συνέχεια στην πάντα αγωνιστική και γεμάτη ουσία γραφή σου!"