Βιογραφικό:(πηγή: www.books.gr)
Ρίτα Μπούμη – Παπά (1906 – 1984). Η Ρίτα Μπούμη γεννήθηκε στη Σύρο. Το 1920 εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου σπούδασε παιδαγωγική και ειδικεύτηκε στη μέθοδο Montessori . Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια σε περιοδικά όπως η Νέα Εστία, το Νέον Κράτος, η Νέοι ρυθμοί και εφημερίδες όπως η Αλλαγή, η Μάχη, η Αυγή (την περίοδο 1957-1960). Υπήρξε αρχισυντάκτις του περιοδικού Ιόνιος Ανθολογία (από το 1929), εκδότρια των περιοδικών Εφημερίδα των ποιητών (1956-1958) και Κυκλάδες (1930-1932) και διευθύντρια του Ιδρύματος Περιθάλψεως Παιδιού (1930-1933). Το 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά, με τον οποίο έζησε στα Τρίκαλα ως το 1940, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με τη δημοσίευση του ποιήματός της Μικρέ μου αλήτη στη Νέα Εστία, ενώ σε παιδική ηλικία είχε δημοσιεύσει ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων (1919). Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση αλλά και με την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, τη μετάφραση (έργα των Λ.Λέβτσεφ, Σολόχωφ, Μπέκετ, Μπέττι, Ουγκώ και άλλων). Τιμήθηκε με τον Α’ Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1935), το Α Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Διεθνές Βραβείο Συρακουσών (1949), το Βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1965) καθώς και από το Ρουμανικό κράτος και την Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρωσικά, ισπανικά, ουγγρικά, σερβικά, πολωνικά, αλβανικά, πορτογαλικά και άλλες γλώσσες. Η Ρίτα Μπούμη – Παπά τοποθετείται χρονικά στους έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου. Η γραφή της χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από τη φυσιολατρεία της, και παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία του αισθησιασμού, του λυρισμού αλλά και του πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά έργα της. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Ρίτας Μπούμη – Παπά βλ. Αργυρίου Αλεξ., “Ρίτα Μπούμη – Παπά”, Η ελληνική ποίηση Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου, σ.404-415. Αθήνα, Σοκόλης, 1979, Γιάκος Δημήτρης, “Μπούμη – Παπά Ρίτα”, Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Ζήρας Αλεξ., “Μπούμη – Παπά Ρίτα”, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 7. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987.(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
«Ο πλούτος της πνευματικής προσφοράς της Ρίτας Μπούμη Παπά είναι πολύ μεγάλος. Δεν περιορίζεται μόνο στην ποιητική της δημιουργία, στις μεταφράσεις ξένων ποιητών, που για πρώτη φορά το έργο τους εμφανίστηκε στην Ελλάδα, στις ανθολογίες ποίησης, στις διασκευές και μεταφράσεις μεγάλων θεατρικών συγγραφέων, που παίχτηκαν στο θέατρο, στα περιοδικά που η ίδια εξέδωσε, επεκτείνεται και σε μια πληθώρα άρθρων, επιφυλλίδων, συνεντεύξεων, διαλέξεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με γνώμονά τους το πάθος. “Το πάθος είναι η ουσία της Ρίτας Μπούμη. Ακόμα κι όταν μιλάει, σε συνηθισμένες καταστάσεις, είναι σαν να παρακολουθείς μικρές εκρήξεις απ’ αυτό το ακοίμητο πάθος… Θα την έλεγα η Πασιονάρια της ελληνικής ποίησης” (Μάρκος Αυγέρης)» σημειώνει η Ευγενία Ζωγράφου στο Ριζοσπάστη (12-3-1998), αναφερόμενη στο ποιητικό και λογοτεχνικό έργο της Ρίτα Μπούμη – Παπά.
H μοίρα μας
Πόσοι μας αγνοούν, Θεέ μου,
Από τα μακρινά τʼ αστέρια σου
Μέχρι τον ένοικο του πλαϊνού σπιτιού…
Πόσοι δεν ξέρουν πως τους αγαπούμε
Πόσοι δεν ξέρουνε πως χτίζουμε γιʼ αυτούς
Για τα παιδιά τους
Για τα εγγόνια τους
Πόσοι δεν ξέρουνε την αυταπάρνηση μας
Τη μοναξιά μας
Πόσοι κοιμούνται δίχως να μας πουν καληνύχτα
Όταν γιʼ αυτούς ξενυχτούμε σʼ ένα τραπέζι με μια λάμπα
Πόσοι δεν νιώθουνε το χάδι μας σαν να τους τυλίγει
Πόσοι θαρρούν πως είμαστε φαντάσματα, βρυκόλακες
Όταν μπροστά στη ρέμβη τους περνούμε ως ίσκιοι
Πόσοι δεν μας υποψιάζονται καθόλου
Πόσοι δεν μας προσέχουν
Πόσοι δεν μας ακούνε νʼ αλαλάζουμε στην έρημο
Πόσοι στο δρόμο μας προσπερνούν ανίδεοι
Μη ξέροντας πως είμαστε η ψίχα της καρδιάς τους
Πόσοι, Θεέ μας, μας περιγελούν
Που περπατούμε ανάλαφροι κι αφηρημένοι
Πόσοι ξαφνιάζονται
Πόσοι ακόμα και τρομάζουν
Γιατί περνώντας τους χαμογελούμε.
Αν ήξερες
αν ήξερες πόσο λυπημένη ήρθα
πόσο λυπημένη φεύγω
με βροχερό ουρανό και φόρεμα ξεφτισμένο
αν ήξερες πόσα δάκρυα στέγνωσαν μόνα τους
δίχως ένα σπόγγο χειλιών
με πόσα πικρά λουλουδια ζύμωσα κερί
να φωτίσω πιθανές νυχτερινές αφίξεις
αν ήξερες πόσο, πόσο αναζητουσα
ένα λευκό ραβδί για τις τυφλές εξόδους μου
σε ώρες πολυσύχναστες
δίχως ασφάλεια
αν άκουγες νωρίτερα το λυγμό μου
να διπλασιάζεται χτυπώντας σε τοίχους γυμνους
αν έβλεπες πως έψαχνα μεσ' απ' την κλειδαρότρυπα
για ένα άστρο
για δυο προσκεφαλάκια απ' των νάνων την πολιτεία
ελπίζοντας σ' ένα ύπνο διπλό και βαθύ
αν ήξερες, αν ήξερες, αν ήξερες-
δε θ' άφηνες το σαράκι να με τρυπήσει
σαν ένα ομοίωμα από ξύλο φτηνό
δεν θα περνούσες μπρος από την πόρτα μου
όπως περνάει ο άνεμος
δίχως να σταματήσεις.
Βραδινή νοσταλγία
Που νάσαι αυτό το βράδι αγαπημένε μου,
που οι γρύλλοι λες και κλαίνε μες στα χόρτα;
ποιος κουρνιαχτός σε σκέπασε απ' τα μάτια μου
ποια μέσα της σε κλείνει ξένη πόρτα;
Που κρύφτηκες κ' εχάθηκες, πως γλυστρησες
μέσα απ' τα δυο μου χέρια, εσύ, καλέ μου;
Γιατί να μη μπορέσουν απ' τ' αντάριασμα
να σε κρατήσουν του μοιραίου τ' ανέμου;
Που νάσαι, για να ιδείς πως εμεγάλωσε
τ' αγιόκλημά μας μέσα στην αυλή μας,
πως σφίγγεται τρελό πανω στα κάγκελα
και μου θυμίζει πάντα το φιλί μας;
Που νάσαι απόψε, που η βραδιά από έρωτα
λες κ' ηδονίζεται όλη, κ' υποφέρει!
Πάρε το δρόμο κ' έλα στο σπιτάκι μας
σαν παραστρατημένο περιστέρι.
Καπνίζει η καπνοδόχη πα' στα δώματα,
είν' ώρα που η δουλειά έχει σταματήσει,
που στέκεται η γυναίκα στην αυλόθυρα,
το ταίρι της, που θάρθει, ν' αντικρύσει.
Κ' εγώ, σκυφτή, μονάχη στο κατώφλι μας,
κι απ' τη δουλειά της μέρας κουρασμένη,
κάθομαι μπρος στην πόρτα, που περσότερο
απόψε να σε κλείσει περιμένει.
Πως άνθισαν απόψε τα φιλιά μου
Πως άνθισαν απόψε τα φιλιά μου
κ' εγίναν τα ξερά μου χείλια κήποι
και στα νεκρά σκιρτήσαν σωθικά μου
παλιοί λησμονημένοι κάποιοι χτύποι;
Ανέστη, Θε μου, ο πόθος του έρωτά μου,
που ο χωρισμός τον νέκρωσε κ' η λύπη
απόψε μες στην άρρωστη καρδιά μου
που ο πονος κι ο καημος δεν απολείπει!
Λουλούδια ευωδιαστά γίναν οι πόνοι
και το σφιχτό μου στόμα αχνά γελάει
θαρρώντας πως η αγάπη το σιμώνει...
Πιο γρήγορα το στήθος μου χτυπάει
από μια σκέψη που έκανα και μόνη,
που πέρασε σα σύννεφο και πάει...
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες,
θα πλημμυρίσει η πόλη με βουβά κορίτσια
ο αέρας με στιφή ευωδιά θανάτου
τα φρούρια θα σηκώσουν άσπρες σημαίες
τα οχήματα θα σταματήσουν ―
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες,
θα δείτε χίλια κορίτσια με τρυπημένα στήθη
ακάλυπτα, να σας φωνάζουν
«γιατί μας στείλατε έτσι νωρίς να κοιμηθούμε
σε τόσο χιόνι, αχτένιστες, κλαμένες;» ―
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα ιδούν κατάπληκτα τα πλήθη
πως φάλαγγα πιο ανάλαφρη δεν πάτησε στη γη
πως λιτανεία πιο ιερή δεν έχει παρελάσει
ανάσταση πιο ένδοξη και ματωμένη ―
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
γαμήλιο άνθος η πανσέληνος θα υψωθεί να τις στολίσει
μέσα στα κούφια μάτια τους θα κλαίνε ορχήστρες
οι μπούκλες τους, οι επίδεσμοι, θα κυματίζουν·
ω τότε, πολλοί από τύψεις θα πεθάνουν ―
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.
Φως ιλαρόν
Φως ιλαρόν
Είσαι το μόνο φως που ορίζω
Σε πύργο σε κρατώ στημένο
Στον άνεμο
Σʼ αβράδυαστη μέρα σʼ αιχμαλωτίζω
Μαργαριτάρια σου χαρίζω
Περίπατους γλυκούς
Σʼ ουρανούς δίχως σύνορα.
Πριν από σένα
Είχαν δει την καρδιά μου οι γλάροι
Να ναυαγεί
Σκεπασμένη με φύκια.
Τώρα χτυπάς εσύ το τζάμι μου
Κι οι γούνες της θάλασσας
Τυλίγουν το ρίγος μου
Νύχτες έναστρες ξεκολλούν
απʼ το χρόνο
φωτιές από ουράνια τόξα
καίνε στο τζάκι μου
ξημερώνει
και δεν διαλύονται τα φαντάσματα
που χτίζουν στον ύπνο μου
παλάτια στην άμμο.
Φως ιλαρόν
Όποια χώρα επισκεφθείς λέγεται
Ελπίδα
Όποια γη πατήσεις καλπάζει
Στη χαίτη του ιλίγγου
Στην έκσταση
Σ΄όποιο προσκέφαλο κοιμηθείς
Με σπαθί λυγερό από μαρτιάτικο μίσχο
Το σφάζεις
Το γεμίζεις όνειρα.
Λαμπάδα από ανόθευτο κερί
Στα σκοτάδια
Φέξε απʼ τα ύψη τους νόμους
Μιας νέας θρησκείας
Αναίμακτης
Το υλικό
Για το μέγα ναό της ειρήνης
Που αιώνες ονειρεύονται
Τʼ ανθρώπινα ποίμνια.
Δείξε σʼ όσους δεν πίνουν
Άλλο κρασί απʼ το αίμα
Και το κίτρινο μέταλλο έχουν θεό
Τις διαστάσεις του χρόνου
Στο χώρο που εσύ μόνο βαδίζεις
Το μόριο της παρουσίας τους
Στο απέραντο σύμπαν
Το μαστό τον αστείρευτο
Της αγάπης το γάλα.
Εξήγησε τους πόσο απύθμενη είναι
Η άβυσσος
Πόσο έχουνε κιόλας
Στο χείλος της πλησιάσει
Με το πνεύμα δεμένο
Στων πολέμων τʼ αμάξια
Πόση οργή ηφαιστείων κλείνει
Η ξέχειλη καρδιά των ταπεινών
Που δεν είδαν ποτέ τους
Ψωμί και βιβλίο
Και γράψε στο μαύρο βελούδο
Του άπειρου
Με πύρινα γράμματα
Πως η νίκη θα ʽναι του Ανθρώπου.
Φως ιλαρόν
Εσύ, εγώ και το τραγούδι
Τρέχομε ακόμα μαζί
Διανύομε αποστάσεις μέσα σε στιγμές
Εισδύοντας σε κύκλους πύρινους
Για να καούμε
Μα, απʼ τη δοκιμασία
Βγαίνομε πιο άλκιμοι
Και πιο λαμπροί.
Δεν ξέρω αν ήταν εποχή που είμαστε
Άγνωστοι
Εσύ, εγώ και το τραγούδι
Τώρα αναζητιόμαστε κι οι τρεις
Απεγνωσμένα
Η επαφή μας κάνει τα δέντρα
Να τινάζονται
Δίχως πνοή ανέμου
Λέξεις βελούδινες ανθούν στʼ αυτιά
Με ματωμένους μίσχους
Κι ένας λαβύρινθος μας παρασύρει
Στα ενδότερα του.
Κι αυτόν όμως τον κίνδυνο τον αψηφούμε
-γιατί τώρα το νήμα δεν υπάρχει
κι η Αριάδνη ήταν μύθος-
πάνω στο άσπρο προσκέφαλο του δειλινού
κωφεύομε
στη μυστική επίκληση της φρόνησης
είμαστε έτοιμοι για το πήδημα
του θανάτου
για την πάλη της αγάπης
εναντίον όλων
για την ελπίδα που τρέμει
και ζητά να ζήσει
μες στα ερείπια και στις στάχτες
για την απόφαση
να συγκολλήσουμε τρίμμα με τρίμμα
όλα τα θρύψαλλα
σʼ έναν καθρέφτη γαλανό
με χλοερές ανταύγειες
και δάφνες άκοπες στις όχθες
να ιδούμε ακόμα μια φορά
ολάνθιστο το πρόσωπο μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου