"Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της"
C.B

Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ - ΙΟΥΝΙΟΣ / Neil Young - Harvest Moon

 12 μήνες 13 τραγούδια στο βιβλιαράκι με τον τίτλο ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ και φτάσαμε στον 12ο μήνα Ιούνιο, με το πολύμηνο αφιέρωμα να μπαίνει στην τελική του ευθεία. Καιρός ήταν. Προσωπικά δεν θα είχα πρόβλημα να το ξανακάνω όλο αυτό από την αρχή, εάν το υλικό δεν υπήρχε πλέον εδώ μέσα. Ήταν μια τόσο ευχάριστη, απολαυστική δουλειά ακόμα και μέσα από τη μελαγχολία του περιεχομένου, των ποιημάτων που αρκετά από αυτά κάνουν το φεγγάρι μάρτυρα σε ένα ανθρώπινο δράμα. Αλλά είναι ποίηση. Είναι το απόσταγμα όλων των έντονων στιγμών, παθών, εμπειριών, αναμνήσεων, είναι τα φεγγάρια της ποίησης με τα ασημιά τους νερά που μέσα τους βυθίζονται τα πρόσωπα και τα σώματα του έρωτα.

Η ερωτική ποίηση είναι η καλύτερη στιγμή της μούσας, είναι η ένωση του μυαλού και του σώματος η γραπτή αποτύπωση μιας ουτοπικής πραγμάτωσης, η οπτικοποίηση της φαντασίωσης μέσα στα τοπία που η ίδια δημιουργεί. Είναι κι ένας καευνασμός του ερωτικού δαίμονα που βασανίζει την ψυχή, η καταφυγή του απελπισμένου, το θλιμένο χαμόγελο του χαμένου, ένα μοναχικό λουλούδι που φυτρώνει στους βάλτους, αυτό είναι η ερωτική ποίηση για μένα.

Κάποιος Αργύρης Δέλιος υπογράφει το ποίημα του Ιουνίου και του βάζει τον τίτλο "ΟΝΕΙΡΩΞΙΣ"

Πληροφορίες για τον ποιητή καμία, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι ψευδώνυμο. Το ίδιο το περιεχόμενο του ποίηματος η τεχνοδομή του με παραπέμπτει σε κάποιον ποιητή γνωστό μου, αλλά χωρίς επίσημη επιβεβαίωση δεν μπορώ να πω τίποτα. 

Στο τέλος γράφεται ότι το ποίημα έχει ανασυρθεί από το "αρχείο Λαπαθιώτη " το 1917 . 


ΕΛΛΑΔΑ

                                                                       ΙΟΥΝΙΟΣ






Αργύρης Δέλιος (;( (1900-)

ΟΝΕΙΡΩΞΙΣ




Του ιουνίου ήρθε η πλήθουσα

η σελήνη να με πάρει

στα σεντόνια η νύχτα βρίθουσα

με τον πόθο μαξιλάρι

κι ήταν ρόδα τα χειλάκια της

και πλεκόμουνα στ' αγκάθια

με μασούσαν τα δοντάκια της

και μου εμάθαιναν τα πάθια

πού'χει η σαρξ  η μεγαλύνουσα 

πού'χει το άπειρο κουφάρι

της σελήνης που ήρθε πλήθουσα

τον Ιούνιο να με πάρει.


Χάρια ανοίγω, χέρια κλείνουν σα

δυο κορμιά κι εντός η χάρη

του τριγώνου που υποτείνουσα

ειν' τ' ανάσκελο φεγγάρι.

Αχ! τα ολόσταχτα τα μέλη του

τα καπούλια και τ' αγκάθια

κι εγώ να τρυγώ τ' αμπέλι του

στα ρηχά μα και στα βάθια

κι ο Ιούνιος να σχίζεται

κι η σελήνη διχοτόμος

μες τ' αμπέλι να βυθίζεται

ως λαιμός κι ως λαιμητόμος.


Του Ιουνίου έδυ ασθμαίνουσα 

όλη η πλήθουσα σελήνη

στα σεντόνια η νύχτα χαίνουσα

ετελείωσε κι εκείνη. 


Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ/refene.com ΑΦΙΕΡΩΜΑ







17 Έλληνες ποιητές από το  refene.com (1997-2010)

(Και δυο δικά μου στό τέλος, λόγω της μέρας ...).


ΑΓΝΗ ΣΕΡΑΟΥ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ 

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΔΑΡΔΑΝΤΑΚΗΣ

ΓΕΩΡΓΙΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΗΤΤΑΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΟΪΤΧΑΜΕΡ

ΕΡΙΦΥΛΛΗ ΠΙΕΡΙΔΗ

ΗΛΙΑΣ ΜΑΥΡΟΣΚΟΥΦΗΣ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΝΤΟΜΑΡΗΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΛΕΤΣΟΣ

ΛΟΥΚΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

ΜΑΚΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΤΟΣ

ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΙΠΟΛΙΤΗΣ

ΠΑΝΟΣ ΝΙΑΒΗΣ

ΡΕΝΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΛΙΝΑΡΑ

ΤΑΣΟΣ ΚΑΡΤΑΣ


* Τα ονόματα της Λίστας μπορεί να είναι αλφαβητικά αλλά τα ποιήματα δεν έχουν περαστεί εδώ με τη σειρά αυτή. 



Πάνος Νιαβής

Στο γερμανο γιατρο που πεθανε απο καρκινο σωζοντας παιδια στη Βασορα


Αποψε λεω να σου χαρισω μια νοτα
για την αγαπη της ενδον υπνολαλιας.
Στο σταλαχτο σωμα του χρονου,
μια νοτα,
απεραντο παιδοθεμι,
στο δρομο που ο αερας μιλα στο νερο.
Κι αυτο το ομμα που κατασκοπευει το χρωμα
καθως η νυχτα εμφιλοχωρει μες το φως.
Το χλωμο εγγραφεται αραβωνας,
βεβαιη προφητεια λειψανοθηκης
που χωραει το στυμμα 
αποξηραμενης παιδικης μερας.

Κι ενω το υποκωφο υμνει και υμνειται
η Βασορα γεμιζει την επικρατεια του μυαλου μου
υποσιτισμος
                  λειψα παιδια
ο αερας ενα οικοδομημα φοβου.
Υποτασικες στεγνοτητες
απαγορευουν την ανθηση
της παιδικης αμεριμνησιας.
Σπιτια φαρμακωμενα 
ειναι το αιμα,
                 το ουρανιο,
                               η σταχτη, 
                                           το πλουτωνιο.
Κοσμος,
            λεξεις, 
                      χρονος,
χαβουζα η' χαβιαρι
η θεση στο δρομο καθοριζεται 

απο την αρχιτεκτονικη
της αορατης φωτογεννεσης.
Ψηλος αυτοκρατορας
συγκροτει κλυδωνισμους ηχων,
- παψε να αναγλυφεις ομοιωματα ζωης
η διαρκεια ετουτη κουβαλα
ενα μακρυ απειρο νυχτας
μετακινωντας οριστικα τα απανεμα.

Μονο αυτος ο μοναχικος στρατοκοπος
γεωδης ακομη και εν καταδυσει
μες την ψυχη και την οδυνη
καταγραφει το βαθος ορφανιας,
και τα χερια ανοιγει ομπρελλα
νεκρα παιδια,
                 νεκρα πουλια
εικονολατρης φωτος ψυχων
ενας Σειριος ανθρωπιας μες το χαος.

Αλλα τι να πεις,
ζουμε επι βασιλειας Θερσιτων
που του "μηδενος" το δεντρο καρπιζει
και τους καρπους του γευονται μονο οι παλατινοι.

Μαυριλα παντου
μαυριλα οι λεξεις.
Ο ουρανισκος σαυρες επωαζει
ξερακιανα ποδαρακια γυμνα
γονατα ματωμενα της ηττας.
Μονο μια κατσαριδα
κι ενα παντελονι σακατη,
μια υπομνηση αιματος,
ενα ενδιαμεσο σκιας και αιωνιοτητας.

Σαρκα τεμαχιζει αορατως τη σαρκα
ενας νεκρος σε αντιπαροχη
δυο ζωντανοι σε υποθηκευμενη
νυχτα, διαρκες ψιλοβροχι θανατου.
Ανταρα, 
           νυχτα, 
                   σαρκα, 
                               νεκροι,
μετεωριτες ειδησεων.
Ολοι στη φακα νεκροι.
Τα μυαλα ζεχνουν "ιδεες"
η' κοιλοπονουν καποιο συμφερον
οι ψυχες εκπεμπουν απειρο ερεβος.

Ψιθυροι τα ονειρα
φοβουνται το φως
"ωρυγες του ανεμου".
Του "ενος" το δενδρο καρπιζει
για να ζουν "καλα" οι παλατινοι.

Βομβα κι αλλη βομβα,απειρες βομβες
η γη θρυματισμενος χειμωνανθος
ατελειωτο το απειρο των ωρων
αταφο το λειψανο της ανθρωπιας
το κουβαλα στην πλατη ο γερμανος γιατρος
που διασχιζει την ιστορια
πυρπολουμενος αργα
μπας κι ανθισει η ανοιξη της ιστοριας,
μετα απο αυτη την τυφλη παγκοσμια φρικη.

Ομως Πλειαδες, κλειστε τις πορτες τ ουρανου
μην φτασει κοντα σας ο ανθρωπος
να μεινετε ενα αστερι αθωας δικαιοσυνης
κι αφηστε μας εδω να πεθανουμε
μες τη φρικη τουτων των εγκληματων.__

 

 

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟ ΜΕΝΕΞΕΔΙ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΜΠΑΧ
ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΑΛΠΙΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΛΕΡ



Το χρώμα το μενεξεδί το πούλησαν τσιγγάνοι

το κέρδος μοιράστηκανε μπας η ψυχή τους γιάνει.

Τον ταπεινό ανάστροφα τον νέμεται η μέρα

η ανάστασή του λεν ανθεί μες του παπά το ψέμα.

Μα σένα η Φύση άνοιξε νερά μες τον αιθέρα

κάνεις τη νύχτα κίνδυνο που καταλεί το βλέμμα.

Το χρώμα το μενεξεδί το ρούφηξε η τέφρα

ή σαν νεκρό της μοναξιάς μες της ζωής τη λέπρα .



___________________________________________________



Ο ήλιος μες τον ουρανό στον άγγελο θα φέξει

και σαν παιδί της φυλακής την τύχη του θα παίξει.

Αντίλευκε Σεβαστιανέ φτιάξε του μιαν ορχήστρα

να κόβει ο ήχος το κενό ,στο σώμα κουβαρίστρα.

Μια θαλπωρή στους ταπεινούς όταν τρυγούν ελπίδες

σα βγαίνουν παγάνα σε έρωτες, θνητές μου καταιγίδες.

Το χρώμα το μενεξεδί χαρίζει καρπούς και χώμα.

σαν παραμύθι του Βορά, ο Μάλερ σαλπίζει ακόμα.

________________________________________________



Το χρώμα το μενεξεδί το υφάνανε οι μαινάδες

και των αμίλητων δασών το κλάψανε οι μανάδες.

Του Λόγου ο δρόμος δύσκολος να πας στην Ανδρομέδα

μα του Θεού αντιλαλεί σαν κάλπικη μονέδα.

Μη γέρνεις τόσο Ραψωδέ το δίχτυ κρατεί το Χρόνο

δεσμώτης άλλων εποχών Κασσάνδρα βλαστάνει μόνο.

Στο χρώμα το μενεξεδί λιόδεντρο οι Λαβδακίδες

τη δόξα κάνει εφήμερη θυμίζοντας-τι πόνο-οι Ατρείδες.

 

 

Νηδύς πάντων η του Διός πολιτική

Η ζωή που ωριμάζει εύκρατη ευδαιμονία

χαρακώνει τη σκιά των τετελεσμένων Ιουλίων

απαράμιλο φώς, χρησμοί τρυγημένων εκτάσεων

ιχνηλατούν το άχραντο νυχτωμένης μοσχόβολιας.

Στό 'να χέρι βροχής σχήμα από το μέλλον,

"στ άλλο πρίν" το σχήμα του γήρατος.

Με το φως σε απέραντο ευαγγελισμό

μια διαρκής χρονογέννεση.


Νηδύς* πάντων η "του Διός πολιτική".

Αγία η πόσις, χλιμιτρίζουν τα πάντα

στο γέρμα τέλειες υποτείνουσες

και κάνει τη γεύση της αμαρτίας αγίασμα.

Αμφίσημο το σινίαλο της σημαίας 

καθώς ξεδιπλώνεται η ανώνυμια της ιστορίας.

Κι ενώ οι αλχημιστές κοιμούνται στη σκιά 

χρόνων τσιγκάνων,

η τυφλή συντέλεια ακονίζει τον τρόπο του θέρους

κάτω από την ίδια συνθηκολόγηση

πού θεοποιήται η θνητότητα του εφήμερου.


Αφιλοκερδής η προαιώνια ιερότητα

οδοιπορικό σε γεγονότα δρυοκόμων

που επενδύονται στίς νοσταλγίες πού έπονται,

κι από το μεγαλείο της πηγής-πληγής

όπου βλαστάνει το παρατεταμένο ευτύχημα

-ομογάλακτο αντικαθρέφτισμα του νοητού-

ολοσχερής φλόγωση του μυαλού.

Διασχίζει τη γοητεία της Μούσειας θεάς

ως ευλάβεια θέρος-Θεού

ώστε πρίν την έξοδο πού ο φακίρης κλέβει το χάος

απ την αόρατη ηθοποιία,

κερνώντας την ένα ξίφος κ μιά πληγή

γι'α να αποδώσει έτσι δικαιοσύνη

με των αδυσώπητων αντιφάσεων το συνδαύλισμα...


Για να ονειρεύσαι τη θαλάσσια άνθηση...

με τα νερά κοιμισμένα

κρύψε, καλού-κακού

τ' άλογα πα' τις φώνες τ' ουρανού,

μη λαβωθούν τ' ακρόγελα

του υπέροχου παραμυθιού της μετάξινης Αλκμήνης.


* Νηδύς=μητρα



Γιώργος Πήττας

Αντιγόνη Δύο 


Κι αν σ’ αυτή την κοιλάδα τα δέντρα 
     φυτρώνουν ανάποδα 
δείχνοντας τις ρίζες τους στον κόσμο 
τι φταίμε; 

Για δες τη σιωπή πώς έρχεται… 
Με τη βοή τυφώνα κι ένα χαμόγελο γεμάτο 
από το κλάμα που βούρκωσε χθες 
μια Αντιγόνη. 


Ξεχνάω αυτές τις μέρες, όλο και πιο συχνά 
τα ρούχα μου, φαρδαίνουν γρήγορα 
τ’ αυτιά μου πήζουν. 

Δεν έχω πια νησί. 
Μήτε κρατώ ραβδί μαγικό, αστέρια δε χαρίζω. 

Εσύ, θυμάσαι. 
Μετράς το μέλλον αντίστροφα.

Κι όμως: Ο κόσμος αλλάζει στο δάκρυ μιας Αντιγόνης.

Μιας Αντιγόνης 

       Αντιγόνης

 Αχ!

 

Η Θάλασσα που θάρθει , έρχεται…..

Να είναι η βοή της λεωφόρου που με ταράζει;
Να ειναι πως ξέρω καλά , κατά που βρίσκεται η 
θάλασσα;
Τα κύματα μια μέρα , θ ανέβουν, θα πνίξουν μια 
μέρα τους δρόμους
Κι ολα τ ανώφελα ή θα χαθούν ή θα επιπλεύσουν 
Ανόητα καθώς είναι , χωρίς βάρος.
Θα επιπλεύσουν όμοια φελλοί.
Όμοια βαλίτσες γεματες σκέψεις ανθρώπων μικρών, 
δίχως το έρμα των ονείρων , δίχως οδύνη.
Κι ομως, πάλι το σκεφτομαι...
Μην αθελά μου περιφρονώ πράγματα που έχουν καποια αξία για τη ζωη;
Μα πάλι ρωτώ, γιατι θα πρέπει να υποταχτώ;
γιατί θα πρέπει να εννοώ ως ''ετσι είναι''
Το πως η τύχη μας ορίζεται
από τους πάσης φύσεως χλιαρούς κι ανύποπτους;
Απ όλους αυτους.
Στελέχη ατσαλάκωτα μιας μηχανής ανάλγητης και καλογυαλισμένης
που άλλο δεν κάνει απο το να ασελγεί
Στη Μνημη του Χρόνου μας...
Μα και στην Προφητεία του ταξιδιου μας.,,
Ναναι λοιπόν η βοή της λεωφόρου;
Ή μήπως ακούω αυτή τη θάλασσα;
Αυτη!
Τη θάλασσα που έρχεται...

 

Νίκη; 


Κύμα το κύμα, κυματάκι. 

Θάλασσα. 
Πετούνε τα λευκά. 
Κοίλα, με σταυρούς στην κορυφή 
Το κοκκινόχωμα από κάτω, έντεκα μήνες 
τις Πασχαλιές εγκυμονεί. 

Η πλάτη Σου, σηκώνει το πέλαγος. 
Τα μαλλιά Σου, γέρνουν στην αλμύρα αυτής της βόλτας. 
Φωτογραφία μαυρόασπρη, κι όμως, όλα τα χρώματα 
           κι άλλα πολλά, γαλάζια, μπλε, λευκά 
           τυλίγουν το ξανθό κεφάλι Σου. 


Σύννεφα τα σύννεφα υποχωρούν στο κόκκινο του

                                                                         γέλιου Σου. 

Μένει η πιστή ζακέτα, στο φιλμ, μαυρόασπρο χαρτί. 


Φωτογραφία: 
Ακούω τη βοή 
νιώθω τον αέρα. Έρχεται. 


Είναι εύκολο να πιάσεις τ’ αστέρια στο Αιγαίο. 
Σέβονται τα πεύκα και τα ύφαλα 
και σκύβουν το φως τους χαμηλά. 


Πάνω στα βόρεια, είναι αλλιώς. 
Ας πούμε, στη Σαμοθράκη. 
Η Γη, βασιλεύει μονόλογη εκεί. 
Συνομιλεί μόνο με τα ποτάμια 
           μόνο με τα γιγαντιαία κουνούπια των ελών. 


Αβγά, φέτα, ελιές και ψωμί προσφέρουν πάντα οι ορεινοί. 

Φρούτα, νερό, ψωμί και την ευχή τους 
                                                   οι Νότιοι των κυμάτων. 


Το ξέρω, απο τη φωτογραφία: 
Το χαμόγελο που έφυγε από τα χείλη Σου 
κι αποτυπώθηκε για πάντα στο χαρτί 
είναι ντυμένο στην ευχή. 

Ευλογημένο. 

Τις νύχτες στις αμμουδιές 
φυτρώνουν οι κιθάρες 
                   οι φωτιές 
                   κι όμορφα κορίτσια 
                   που δεν είναι κανενός. 



Πεταλούδες ανοιξιάτικης Τζιας. 
Αγριολούλουδα αγόρια 
        άγουρα για το καλοκαίρι 
        αδύναμα για το κρύο του χειμώνα. 

«Ούτε του σπέρνειν ούτε του θερίζειν». 

Είναι λοιπόν φορές που οι φωτογραφίες στοιχειώνουν.

Συνήθως, αυτό γίνεται βράδυ όταν τα κύματα 
           αφρίζουν στον εγκέφαλό σου 
           και εμφανίζουν τις μνήμες. 

Πάει σχεδόν τέσσερις* ξημερώνει όπου να’ ναι.

Νομίζεις πως ακούς τη φωνή Της να σε φωνάζει 
φεύγουν δέκα λεπτά 
μέχρι να παφλάσει το δάκρυ στο μάτι σου 
γιατί κατάλαβες, γιατί κατάλαβες, 
πως η φωνή, η φωνή ήταν μια γάτα που’ κλαιγε 
και συ στον ύπνο σου πνίγηκες σε μια σταγόνα δάκρυ 
βυθίστηκες στον πάτο του πόνου σου 
εκεί* 
στα ναυάγια και στα σπασμένα κατάρτια 
                                                         του βυθού σου 
που λικνίζονται με φύκια και άμμο διαταραγμένη. 


Λάσπη καφετιά, μαυρόασπρη φωτογραφία παλιά 
που με το πέρασμα του χρόνου δεν κιτρίνισε 
και μπήκε σ’ ένα καδράκι ακίνητη, ξεχασμένη 
αγάπη που δε γεννήθηκε 
μα κάθε τόσο ζωντανεύει, στοιχειώνει 
σαν γάτα αγριεμένη 
απο την ξαφνική πτώση ενός καπακιού σκουπιδοντενεκέ. 


Περνάει ο τρόμος 
μένει η στεναχώρια 
κι έτσι τουλάχιστον με τη γάτα αφορμή και οδηγό 
ταξιδεύεις.

Περίεργα πράγματα, ε; 

 

Το ξημέρωμα της Αντιγόνης (Πέντε) 


Όρθρος 
και Αχαιά η στάχτη της ημίγυμνης κοιλάδας. 

Καιρός τώρα, που οι καστανιές 
χάθηκαν στα ορυχεία του χαλκού. 

Όρθρος του ξύλου αυτός 
καθώς ανοίγουν οι οφθαλμοί των δέντρων.

Όρθρος Πυρφόρος με ρυθμικό σφυρί 
τείνων στο αίμα ξανά 
δρεπάνια λησμονώντας στο δρόμο 
ποδοβολώντας κι ερχόμενος 
με το κλάμα σφιγμένο στην παλάμη 
καταλήγοντας σε μια ζωή δίχως ίσκιους 
κρατώντας μια διάτρητη ασπίδα 
ξεσηκώνοντας άμμο, που ποτέ δε συναντήθηκε 
με ανθρώπινο ιδρώτα.

Φτάνει στο τέλος: 

Ναός του βάμβακα εδώ. 
Με μιαν αθώα Γεθσημανή 
          και τα μαλλιά της λυτά ίσαμε τον ελαιώνα 
Κοιμήσου πια* ξεκουράσου 

Όρθρος τοκετός: Όπου να’ναι θα γεννηθείς. 
Ξημερώνει. 

 

ΚΥΠΡΟΣ ΧΑΛΚΟΥ


Και τι πιο χάλκινο από ένα άστρο που χάθηκε στη στάχτη.
Παντοτινά σ' αγαπούσα, μέχρι που ο χρόνος σταμάτησε 
κι έγινες ένα παιδί που έχασε το δρόμο για το σπίτι.
Τι πιο θλιμένo αλήθεια απο ένα παιδί που έχασε 
                                                             το δρόμο για το σπίτι;

Προσπάθησε να θυμηθείς
Βουβά ορυχεία τα σιωπηλά σου μάτια
Μα δεν μπορεί! Κάπου θα έχεις μυστικά
Κάπου θα κρύβεις μια κάποια περηφάνεια!
΄Ελα 
Έλα τις καστανιές και πάλι να φιλήσεις


Να σκάψουμε το κοκκινόχωμα, βαθια να βρούμε
Θεμέλια κόκαλα για να φωτίσουμε λευκά
           τόσων ετών σκοτάδι

Μονάκριβη
Τόσοι σε θέλησαν, κι εσύ δεμένη στο κρεβάτι
Ξεχνάς στον ύπνο την οδύνη

Άστρο μου, άστρο
Φως! Που χάλκεψες και γέμισες τουριστικά μπακίρια
θέλω μια σφαίρα να φυτέψω στο μάτι του πασά

Αρχαίο ψωμί που τρως!
Γεμάτο χώμα και χαλίκι
Κομμάτια πηλού το σάλιο σου
μα πως το καταπίνεις;

Κοκκίνησε ο ουρανός, με μια μισή σελήνη
Κι όσο γαλάζιο σου'μεινε ξασπρίζει στα παράλια.

Στα κύματα που κολυμπούν οι ξένοι

Στα κύματα που κολυμπούν οι ξένοι.

Και τώρα σ' αγαπώ,
και θα σ' αγαπώ, μετά το χρόνο
ακόμα κι αν ξεχάσεις, Κόρη, τ' ονομά σου:
Κύπρος

 

 

 

Τάσος Κάρτας

 

ΡΟΔΟΣΤΑΜΟ Η ΣΤΥΣΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΟΥ

(από την ενότητα «άσκηση στριπτίζ»)

ζωγραφίζω μια καινούργια μέρα
εβένινη
χωρίς μεσημέρι
ζωγραφίζω το πρωί δυο μεγάλα μάτια
από ουρανό γαλάζιο
ζωγραφίζω νύχτα τους φρουρούς
σμάρι κορυδαλλούς και χίμαιρες


δεν είμαι παρά το άθυρμα
στις κλαίουσες μονομανίες μου


στα χείλια του ασφοδέλου ασωτεύει
μια πολιτεία πασχαλίτσες
πλην η ευχή σ αυτή τη γραφομηχανή
τοπίο automatic καραδοκεί


έγινε συνωστισμός σιωπής
πανζουρλισμός συν- πλην- ουσίας
άπειρες γλυκές γυναίκες
γκρίζα σύννεφα
ύβρις κρουνηδόν
ο πρώτος κεραυνός
ό,τι κι αν ζωγραφίζω
οξιές ερειπωμένες πίσω απ το κρυμμένο βλέμμα
πυκνοκατοικημένοι δισταγμοί
και χαλκός ηχών


στον τρύπιο ουρανό υπαινιγμοί παλίρροιας
ιδιωτική οδός δημόσιων λιθοβολισμών
πεμπτουσία ετοιμοθάνατη υπερεγώ
κύμβαλο άλλοθι


η αλήθεια της ζωγραφιάς αυτών των στίχων
πίσω απ το κλειστό παράθυρο,
κουμπωμένη μέχρι το λαιμό


διπλοκλειδωμένο στο μέσα το κελί
παραλήρημα φυλλοβόλου λόγου
κειμήλιο ποιητικής έξαψης
πλεκτάνη συναγερμού
αείφυλλων γυναικών
προφητεύω τη χρυσή βροχή
με σινιάλο υγρόληκτα μογγολικά στιχάκια


στυφά κυπαρισσόμηλα
συνθλίβονται σύρριζα
στα ύφαλα της Ωγυγίας του ποιητή


ανάγλυφη χλωμή
πρωτόπλαστη πελιδνή
Μαρία Νεφέλη λερναία εμμονή


ένας καβγάς πολύτιμος θυμός- γκρεμός
που απόμεινε ετερώνυμος, συνάνθρωπος
κοινός παρανομαστής στο θάμπος του ονείρου
με τα φτερά του καστανιέτες στο χορό των λουλουδιών


πλην ο αφαλός της μοναξιάς υποτελούς αιδοίου
στο κρύο σώμα φουρτουνιάζει την ανία του δικαίου
αν υπάρχει τέλος θα πτερυγίζει
στ αποκαλυπτήρια των αφορμών


ψυχή μου διάτρητη
φεγγίτης στη ρότα του άσφαιρου τοπίου


απ το ανοιχτό παράθυρο
φεγγίζει η μελαγχολία του καιρού


εις το πηλίκο της λέξης δηωμένου σώματος
«ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν»
«ως ευτυχώς τα εις μάτην φέρεται»
από την ενδεχόμενη ρανίδα πήλινου πάθους


είναι άραγε οι φράσεις
όπου μπορεί να τελειώνει η συναίνεση
που εξασφάλισε το ποίημα μου το γανωμένο
νοερές αφιερώσεις στο χριστό της και τη παναγία της; 
τις πρώτες μέρες έχεις να πεις πολλά
τα σκιάζουν μικρόψυχες ριπές «γιατί»


βαγχεία ειμαρμένη άβυσσος
συνομήλικη σιωπή
μισή τυφώνας μισή σποδός
παντεπόπτης δίδυμος σκορπιός
βάρδα φουρνέλο ιχώρ


έπειτα συνηθίζεις
κι αυτό που έχεις το φυλάς
ύλη σπέρματος και απορία χαλεπή


μη σε βρει η μέρα μ άλλους συνδυασμούς αποστροφής
τσαλακωμένη αυταπάτη ρολόι που σταμάτησε
μ άλλους στίχους το ίδιο αμίλητο νερό
εφήμερη κλεψύδρα φιλί που αρρώστησε
φεγγαρόφωτο υπό μάλης
χίλιες σταξιές επέκεινα
γοργά καθώς διαβαίνει λεξικό τοπίο
με φράσεις παρεπίπεδες αλφαβητικά
λαμπικάρει έως το κουκούτσι του
εξαπτέρυγο θαυματουργό
ανυπόστατο
σχεδόν αχειροποίητο
ανωτέρας βίας
αρτεσιανό της Κυριακής
ανήκεστο Δευτέρας
μόλις ποίημα η χθεσινή μου έμπνευση


στο μεταξύ θα έχει σκοτεινιάσει από νωρίς με σύννεφα
με γυριστρούλα σιωπή επιτάφιο έκθαμβο
δεκαπεντασύλλαβο πετροπελεκητή στίχο αχανή
στα πιο ψηλά τα κείμενα-


άγνωστη στον ίδιο της τον εαυτό
αχίλλειος πτέρνα φυλλοβόλου λόγου
γκρεμοτσακίστηκε κύμβαλο άλλοθι
κατακρουνηδόν αφλογιστία
στάσιμο τρισαλίμονο
ετήσιο χρονικό επίρρημα
ευνουχισμένο «πριν» «μετά» τρισάγιο
«αντί» στο γόνατο
«μη ενδεώς» ακατάσχετο
«γένοιτο χατέρω καλώς έχον» από καταβολής κόσμου


λίθος αναμάρτητος στο υπόστυλο πρωί
προσχώσεις δεισιδαίμονες πλίνθοι και κέραμοι
ουρλιαχτά ατάκτως ερριμένα
άνω τελεία γυάλινη στ άνυδρο ποίημα


εξοδούχος μ άλλο ρήμα συμβαίνει
ιδιωτική οδός συν- πλην- ουσίας
ρανίδες πήλινου πάθους με το τουφέκι τους στον ώμο-
κρυφά χρυσάνθεμα στα πρανή της έκστασής σου
τριξίματα της μεταφυσικής μας σημασίας
σαν τη μεγάλη μπόρα
στην τραγική γωνιά της πληγωμένης άνοιξης
κάλπικος καλπάζει ο λόγος της ειρωνείας
τον εαυτό της ξεγελάει η εξομολόγηση
μέσα στο ποίημα


ο στίχος σου ο πεντακοσιομέδιμνος ο ιλιγγιώδης
συνειδητή παρήχηση σκιρτήματος συμβολισμών;
ετερόπτωτη διάθεση αβέβαιου προσδιορισμού;
η έννοια της πρόθεσης του μαύρου μέσα μας


στην ενδοχώρα του ποιήματος
έγκατα κτερίσματα κύκνειου οργασμού
μισθοφόρος ρέμβη μπλε κίτρινη μοβ


στ αργυρό δισάκι σου διαδραματίστηκαν
δυο σώματα γυμνά εμβόλιμα της μεταφυσικής


στο περιβόλι το μεγάλο του ήλιου
αδύνατον να παραδεχθείς την ομοιοκαταληξία
σαν άρτον επιούσιο οδοφράγματος στιχοσιωπής
και απεγνωσμένα από τότε
ένας προφήτης Ηλίας στίχος
γορίλας σαλπιγκτής φωτιάς
σαν ποιητής έξω από το ποίημα
συνάζει στάλα- στάλα την κραυγή του


άνεμος πρωθύστερης έπαρσης
πλακωτή υποτείνουσα θάλασσα
σιωπή ιωβηλαίου καταπέλτη
«θηλυκά αγελαδοτρόφων»
τουτέστιν προσεχώς ποιήματα


χειρονομίες ανάληψης εξιδανικευμένων εμμονών
σειρήνες με απειλή και κίνδυνο
φτιασιδωμένης εκδρομής


Λαιστρυγόνες Κύκλωπες που κουβανώ on line στο P.C μου
«εις τον αυτόν λόγον» μέλλουσας αναλαμπής
του θαυμασμού που ανάβει το κορμί της
διάττοντες στίχοι, αποδημητικός ρυθμός
στα λιλά τσακίδια μιας περπατησιάς
ορυμαγδοί γραμματικής:
εξαποστέλλοντας / μετοχές
λιμώττοντας / άναρθρου σκοπού
λαχταρισμένη / υπόθεση βιαστική και δίμορφη
κι αδιαφορώντας η κοκκινοσκουφίτσα μαδάει μια μαργαρίτα
όταν ο λύκος είναι εδώ
κομμός στην «Αλεξάνδρεια» που χάνεται


κι η κλιμακτήριος στύση ασπαίρει και βογκά
μες στη στρεβλή αναίδεια της νυχτιάς,
γλυκοματιάζοντας συνουσία διττή,
χρυσαλιφούρφουρο και βήτα ενικό,
«εσύ», «εσύ», «εσύ» ολομόναχη μες τη βροχή
με τα δισέγγονα του λογισμού της Δημουλά


άναρχο ποίημα ανθός εντός σου
σταυρωμένο σφαδάζει σε θήκες με όνειρα
διάττοντες στίχοι, αποδημητικός ρυθμός
στα λιλά τσακίδια μιας περπατησιάς
ορυμαγδοί γραμματικής:
εξαποστέλλοντας / μετοχές
λιμώττοντας / άναρθρου σκοπού
λαχταρισμένη / υπόθεση βιαστική και δίμορφη
κι αδιαφορώντας η κοκκινοσκουφίτσα μαδάει μια μαργαρίτα
όταν ο λύκος είναι εδώ
κομμός στην «Αλεξάνδρεια» που χάνεται


κι η κλιμακτήριος στύση ασπαίρει και βογκά
μες στη στρεβλή αναίδεια της νυχτιάς,
γλυκοματιάζοντας συνουσία διττή,
χρυσαλιφούρφουρο και βήτα ενικό,
«εσύ», «εσύ», «εσύ» ολομόναχη μες τη βροχή
με τα δισέγγονα του λογισμού της Δημουλά


άναρχο ποίημα ανθός εντός σου
σταυρωμένο σφαδάζει σε θήκες με όνειρα
βολεύονται τα χέρια των ποιητών
στην έτοιμη δομή ραγδαίων στίχων


λάθρα βιώσαντες χρησμούς γραμματιζούμενους
εκθρονισμένες άλλοτε ορμές
ερείπια ιερόδουλα του επαμφοτερίζω


σφίγγα χιαστί τα λόγια τα μικρά
που δεν κατάλαβαν
τη λάμψη και το φόβο
της φθοράς τους
ανοιγοκλείνουν το μάτι τους στον ουρανό
ως το σκήνωμα της μοναξιάς τους


αν γίνουν ποίημα σέπεται
αν μείνουν στη σιωπή τρώνε τα σωθικά τους
«κυοφορία περιφοράς βλεμμάτων»
μαραγκιασμένοι πόθοι
με την οδύνη της ικεσίας τους στη διαπασών
«συν Αθηνά» καθρέφτη καθρεπτάκι μου
και ομοιοκαταληξίες στα χρώματα της σέπιας
Κουασιμόδου


στίχοι συνάγονται όνειρα καρτερούν
φλούδες άπληστες φωτογραφίες


«δος ημιν σήμερον
ασύδοτους υπαινιγμούς παλίρροιας
μέσα συθέμελη ζωή σέλας στιλπνό


«ο τρίποδας απ το άλλο ποίημα»,
«άναυλο και φευγαλέο κλικ»
ποτάμι το όνειρο γυναίκα φόβος
φεγγάρι η ψυχή μου κιθάρα βιολί
το αίμα πόθος κεραυνός αστραπή
αστάθμητοι συμβολισμοί
σε αποχρώσεις ενδοιασμών «τουλάχιστον»
από χαλάσματα και συντρίμμια ενοχών
προσήκον κόκκινο ανοιχτό
δέλτα δενδρόβιο
στίχοι στα ράμφη των πουλιών
σκίζουν τις σάρκες τ ουρανού


λέξεις σαν έτοιμες από ουρλιαχτό
όνειρα σαν βγουν στις αποστάσεις τους


μέσα στο χάρτινο ποίημα κατάρτι της σιωπής
ασύδοτοι υπαινιγμοί παλίρροιας
και πεντέξι ουσίες σε άγονο πλειστηριασμό


«στου φακού τα ρυθμικά τα μάγια»
«εύφλεκτος ορίζοντας σιωπής»
πλην οι «αφορμές της Κυριακής»
υστερόγραφο ανεπαίσθητης ήβης
χαίνουν στο ράφι έρημες στη νιοστή
στίχοι των οικτιρμών χρώματα μπορντό
κυλιόμενα ρεφρέν ανοίγοντας τις φλέβες
αμφιβολίες κεραυνού για τη βροντή του
δειλά ή ασύστολα νίκησαν και χάθηκαν
πριν ή μετά τους χρονικούς προσδιορισμούς
«στύση» απροσδόκητη ύπτια συνάδει


βραδύπνοη κλητική παρέκβαση
σύγκρυο αναντάμ παπανταμ προσπέρασε τον ίσκιο του


ω υποκινούμενο «ομοούσιο» όνομα
(κατά βούληση «Μιρτένα», εν πολλαίς αμαρτίαις «Παγώνα»)
με την ομορφιά και την ευρυθμία της αναφώνησης
-ω τάδε δείνα βίωμα-
μετριάζεται ο άκρατος συμβολισμός
η έξαλλη μεταφορά
«μακριά ηδονή από γαλάζιο ουρανό
κελάηδημα της μοναξιάς μέσα στις φλέβες»
γαλάζιε ουρανέ τρισδιάστατε
λευκή μαρμαρυγή πρωινού περίπατου
εισαγωγικά και παρενθέσεις ψιλής βροχής
εωθινή σπουδή φθινοπώρου
αμείλιχτη πραγματικότητα ενδόμυχου χειμώνα
η άνοιξη να ναι καλά
ψηλά βουνά ζωτικού θέρους


με τόσα σύννεφα ζωσμένο το μεσοφόρι σου
με τόσους κάλυκες φεγγίζει το φωνήεν σου
με πόσο πάθος γυμνάζεις τ όνειρά σου στην αστραπή;
ο ύπνος σου φωτιά και παρατήρηση


θανάσιμα ψηλώνει των κορμιών η δίνη
χέρια εξαρτήματα κλαριών
γυμνός ώμος έγχορδης οδαλίσκης
«κτερίσματα ρέμβης» σ άλλο κωδικό
«ύβρις συν πλην ουσίας κρουνηδόν»
σύννεφα εξομολόγησης έσχατου συμβιβασμού

δεκάξι επτάστιχα χορεύοντας σαν επιχείρημα
με τις παρομοιώσεις γύρω σου και μέσα σου
σαν μεταφυσική ουράνιας κόρης αλληλούια
που άνοιξε χίλιες πόρτες πίσω της
κι έγινε οπλοστάσιο φωτογράφου ποιητή,
έρωτας κατοικίδιος μονοπάτι κρυφό
υπόσχεση σποράς και σάστισμα πεζόδρομο
σαν διάβηκε χωρίς ποτέ να έρθει


κι εσύ λέξη τριψήφιο πρόθεμα, λέξη επιούσια
δος ημιν την περόνη σου σήμερα
την έκρηξή σου άρτον ημων, την ήβη κλαίουσα
την άνοιξη δρόμου ανάμεσα από στητά κορμιά


μεσοποίημα μισοέτοιμο, που πάει κι έρχεται αναπόταμα-
στο κάτω κάτω της γραφής
φωτόδενδρα στ αβυσσαλέα βάθη στίχων α-θεόρατων
κάλλιο Βαλαωρίτης Νάνος παραπληρωματικός
παρά «λόγο έργο νόημα» προκάτ
σαν Κακναβάτος φορητός Σαχτούρης
με αντιδικίες Πατρίκιου ερήμην Δημουλά
δέκατη τέταρτη ομορφιά λίγο του κόσμου
«Δωριείς θανάτους, χορηγίες, σκηνώματα, εγνατίες»
σαν κάτι να σκαμπάζεις από γρυ και ντιπ και έρωτα


λυσσώντας μπάζει μέγγενη υπερρεαλισμού


επιτέλους πόντισε «τη σφαγμένη σου ερώτηση»
«τη σκόνη του μέσα βίου» έξω στείλε
τις λέξεις κάρφωσε στο σβηστό το εικονοστάσι
λέξεις μάτια καρδιές σε λιοπύρι σκαληνό
«είσαι λοιπόν ή όχι κάθε τρεις και τόσο
αναστενάρισσα στον πόθο μας;»


κάθε τρεις και τόσο μ άλλο στιχοπουκάμισο
πανδαιμόνιο της φαντασίας των ποιητών
με πλήκτρα alt control σε στηλιτεύω
στάχτη και φωτιά εκατομμύρια bytes
ουράνια κόρη γδύνεται
δελφινοκόριτσο
αστραπές βροντές το θείο κορμί
μπροστά στα μάτια μου
ανήλικος μαΐστρος


εφιαλτικό μπαλαντέρ η προδοσία στην πράξη
του θεωρητικού μοντέλου που αποστήθισα-
οδοφράγματα στη χάση και στη φέξη ονείρων
φαύλος κύκλος νοητός «άλλου ποιήματος»
συλλογή μοναξιάς λέξεων-
γηράσκω αεί μέσα στη διαστολή σας


σαν θάλασσα που πλημμυρίζει όνειρα
αναμμένους στίχους, φαντασία άλλων ποιητών


πίσω έχει η αχλάδα την ουρά
το όνειρο ήλιους τριαντάφυλλα
ο κήπος σου ένα πουλί
το ποίημα μου σκοινί κορδόνι

 

 

 

Γιάννης Ζαφείρης

 ΣΕ ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΥΨΗ


Αν καταφέρουμε σε τούτο το μέρος, 
να βρούμε μια σκιά να μας χωρέσει,
ένα πεύκο, μια λίμνη, 
αν χτίσουμε Παρθενώνες
με κολώνες που να μας εκτινάζουν στα ύψη,
αν μπορέσουμε να μυρίσουμε όλες τις γύρες των λουλουδιών,
χωρίς να τις μπερδέψουμε,
αν μάθουμε να απολογούμαστε, τις φορές που πρέπει…
τότε… ίσως ακούσουμε τα τραγούδια των αγγέλων....
τις τυμπανοκρουσίες μιας θεϊκής φιέστας,
τότε, ίσως δούμε τα φτερά μας που ανοίγονται,
αυτό το λίγο χρόνο, πριν πετάξουν μακριά από τα σώματα μας… 

 

 ΕΝΑΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΣ ΑΙΩΝΑΣ

Γεννήθηκες ένα σούρουπο Καλοκαιρινό,
την ώρα που έκλαιγε τη μαστίχη του ο θάμνος
στο ασπρόχωμα με τα υπόλοιπα κρύσταλλα των σχίνων.
Η πρώτη σου ανάσα, κάθονταν οκλαδόν, με ρακή και τσιγάρο,
πάνω στο κρεβάτι που όριζε το τέλος του Αιγαίου,
με την αρχή του Λυβικού.
Τα δύο Θαλασσένια άκρα,
δεμένα κόμπο στη μέση, ποδιά,
προστατέβαν τα άσπρα λινά ρούχα,
από τις χειμωνιάτικες μαύρες αστραπές της πίκρας.
Με τόσους επικίνδυνους ελιγμούς, σε δυό πελάη,
και με ανασφάλιστα σκαριά ,
ποιος θα πίστευε ότι τα χειρότερα ναυάγια, γίνονται στις στεριές;
Η μοίρα των κυνηγημένων διδάσκει. . . .
Και από τότε οι αιώνες, περνούν κάθε μέρα..

 

 

\

 

Δημήτρης Ροϊτχάμερ

Η μελαγχολία και η μοναξιά της τέταρτης διάστασης

Είναι τα Κρόνια μυστικά

Είναι το ταξίδι και ο σκοπός του

Και αυτό το πλοίο πάντα να κουνάει

Χρονοναυτίες

Τα μυστήρια φώτα και τα σκοτάδια

Να ψάχνεις

χθόνια εφτάχρωμα τόξα και την ενότητα

Να ψάχνεις

γραμμές χαρακωμένες στους φλοιούς

πλημμύρες

και παράξενα εγερτήρια

Θέλει η φαντασία νευρώνες ;

Τα άλλοθι

τα μαλακτικά και τα απορρυπαντικά μας

επαρκούν ;

Τι κατανόηση σημαίνει το χρόνο και τα εντόσθια του ;

Όλα κόκκινα

Κάποτε

όλα ένα γερασμένο κβάζαρ

και ξανά απ την αρχή

Η κάθαρση θα έρθει με τη νέα αφετηρία

και κατά πάσα

θα μας ξαναδιώξουν από τον παράδεισο

θα ορίσουμε πάλι ανατολή και δύση

βορά και νότο

και θα

ξανά αρχίσουμε την πορεία

Θα αυτοανακηρυχτούν μεσσίες και δούλοι πολλοί

Θα ξαναγραφτούν όλα από την αρχή

Ξανά θα φυλακισθούν και θα απελευθερωθούν όλα

Κι όλα στο τέλος

καταφαγωμένα και σκόνες

Θα λεχθούν πολλά

και θα μείνει ένα

οι αστρικές μηχανές της άχρονης κωμωδίας

Παρά ταύτα

Πεταλούδες στο βρεγμένο λιθόστρωτο

Αυτονάρκωση και δάδες

Τρέχουμε στο μπαούλο να βρούμε τα θραύσματα

των σημαντικών

Τα ρούχα αρρωσταίνουν ;

Ξεθωριάζουν τα αφόρετα ρούχα ;

Νυκτωδία στα ξεχασμένα καραβόπανα

Όλες οι πράξεις ψευδαισθήσεις και

αποκωδικοποίηση κλώνων

Διασταυρώσεις στα αετώματα

γιο Μηδέν

βάρβαρο και θεατρικό

Το αίσθημα ή ο χρόνος διαστρεβλώνει το ταξίδι ;

Βλέμμα ανισόπεδο και κίτρινα πρωινά

Σπίρτο που καίγετε και θορυβεί σα φίδι στους θάμνους

η ακινησία

ο μέγας θεός της εντροπίας

Το μυαλό και οι ξεχασμένες εμμονές του

Ο ξεχασμένος δρόμος

Παρά ταύτα

Βιολέτες στο βρεγμένο λιθόστρωτο

Κι αυτά τα απολησμονημένα αγγεία

απλωμένα μέσα μας

να προσπαθούν να βρουν τον ιδεατό φορέα

τις πληροφορίες μας

τις τιμωρίες μας

τη χρήση μας

 

 

 

Εριφύλλη Πιερίδη

 

Η Θλίψη

Τώρα που σ’ έχασα 
νιώθω τη νύχτα σταγόνα γκρίζα στον ουρανό
νιώθω τα χείλη σου δροσιά του Μάη
δεν σκύψαν όμως να τα πιώ.

--------------------------------------------------------------------------------------------



Ποιητικά αφέθηκε κι' ολοκληρώθηκε μέσα στη σήραγγα των δρόμων.
Από καρού εις καιρόν αναζητούσε να βρεί μία λύση.
Μέ καταπονεμένο το άλγος της μέρας και τη νύχτα 
φθισικός απόμαχος της ζωής.
Αλλά οι αναζητήσεις του τον οδήγησαν αλλού ·
σε καίριες πλάνες, σε δρόμους απόμακρους, τελειωτικούς.
Από καιρού εις καιρόν.
Με βύθιση και άλγος.

-------------------------------------------------------------------------------------



Η Επιθυμία

Ξυπνάει η αυγή και οι παλμοί χορεύουν στο κορμί μου
σαν μιαν ασίγαστη κρυφή του δάσους μουσική.
Ανάβρυσμα του έρωτα, μοναδική πνοή μου έλα 
σαν πρώτα να με βρείς.

-------------------------------------------------------------------------------------

Αυτοέλεγχος

Από βραδύς ως τα’ άλλο πρωί εφευρίσκω λόγους και πρακτικές
να είμαι μακριά σου.
Αυτό θα πεί αυτοσυγκράτηση και αυτοέλεγχος.
Ζωές να λαχταράς και ζωές να μην έχεις……

-------------------------------------------------------------------------------------


Η Νύχτα


Να γίνει η νύχτα θάνατος
Σκληρή λεπίδα στο χαρτί
χίλια κομμάτια 
τα κομμάτια μου να κάνει

-------------------------------------------------------------------------------------

Η Μνήμη

Σε θυμήθηκα κι' αυτό έχει σημασία τώρα
που είμαι το παιδί εκείνων των στιγμών

-------------------------------------------------------------------------------------

H Aπόγνωση

Μια θλίψη μου βαστάει την ψυχή
μακριά από της αγάπης τη γιορτή 
και όλο με βουλιάζει 
αλίμονο που τάχα τη ζωή μου θα τη φτάσει

 

 

Μάκης Αποστολάτος

 

ΕΝ ΜΕΣΗ ΟΔΩ


Προφανώς κάποια πρωία Κυριακής
με τον κόσμο εν πλήρη τάξη να προσέρχεται στις
κάλπες
Έλικες αεροπλάνων θ' αναγγείλουν την αρχή του
τέλους
διακόπτοντας Ευαγγελίου το ανάγνωσμα
θα σκιάσουν το φως.

Πιστοποιητικά θανάτου δε θα μας ζητήσουν
για πρώτη και τελευταία φορά
θα φύγουμε όλοι παντοιοτρόπως
εν μέση οδώ.

 

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΜΝΗΜΗΣ 
ΣΕ ΠΟΙΗΤΕΣ 
ΕΝΔΟΞΟΙ ΠΟΥ'ΝΑΙ


Μού'παν να χαράξω δυο γραμμές
σαν τους μαθητές του Καββαδία
μα έχω σπάσει ρίμες και δομές
της ζωής τα μέτρα παρωδία

Διαβάζ' η Λενιώ το Σολωμό
τα κορίτσια τ' άλλα τον Καβάφη
κι όλες ένα σούρουπο χλωμό
φύγαν'...Η ζωή τους πήγε στράφι.

Το νυφίδιο "γλύτωσε" η Χαρά
Μούσα θα την ήθελε ο Ελύτης
έκτοτε θολώνει τα νερά
Η Λολίτα πάντα καταλύτης.

Μόνοι τους μιλάνε οι καιροί
πρόπερσι ξεσκόνιζαν Σεφέρη
Έλιωσε απ' τη φλόγα το κερί.
Φόρτσα και μας έχουνε στο χέρι

 

ΤΟ ΑΔΕΙΟ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ


Γράφτηκα μόνος μου με κόκκινο μελάνι
στις γκρίζες παρυφές των αισθήσεων
λευκότητα που μουτζούρωσαν
οι "καθώς πρέπει" εκ περιτροπής.

Κι ανεμίζω τις σελίδες των ανοίξεων
στ' άδεια μου χέρια
πίσω απ' το ασίκικο φεγγάρι
που αδειάζει στίχους να λογχίζουν την καρδιά μας.
Κι αργοσαλεύουνε τις νύχτες, αλυχτάνε
χιλιάδες ανοπόταχτες μορφές
πλην του θανάτου, γίνονται φαντάσματα.
Γραφτήκαμε λοιπόν με κόκκινο μελάνι
οδος μηχανοκρατίας, μπλοκ τετραγωνισμένος
έρωτας
και δεν μας παίρνει κι άλλο
να πεθάνουμε.

 

Δάνεια των καιρών ( ΕΝΟΧΗ )

Χρόνια γυρεύει κάποιο σύντροφο να βρεί
Και πάντα η μοίρα το χατίρι της το κάνει
Σαν μία πόρνη που ο χρόνος συντηρεί
Σαν μια αράχνη στον ιστό θύματα πιάνει

Μέσ' των αιώνων τριγυρνάει την σιωπή
Γίνεται μάγισσα κι ο λόγος της πλανεύει
Χρώμα δεν έχει , άυλο έχει κορμί
Μέρα και νύχτα θύματα αυτή γυρεύει

Το όνομά της δανεικό έχει κι αυτό
Από τα θύματα που πέφτουν στον ιστό της
Χίλιες ταυτότητες αλλάζει στο λεπτό
Λέγεται χίμαιρα αλλά και ματαιότης

Αλίμονό του στον ιστό όποιος πιαστεί
Από τον πόνο του αυτή ζωή θα πάρει
Να συνεχίσει στους αιώνες για να ζεί
Και τις ζωές κάποιων ανθρώπων να σταμπάρει

Πάντα ένα όνομα θα βρίσκει δανεικό
Τι κι αν Μαρία λένε Κώστα ή Αλέξη
Και όποιο θύμα της πιαστεί μέσ' τον ιστό
Να κάνει πίσω δεν μπορεί πιά να διαλέξει

 

 

Γεωργία Εμμανουήλ

 

Η ΚΟΛΩΝΙΑ

 

Το άρωμα σου μεθυστικό

Έφυγες κι έμεινε εδώ

Να σε θυμίζει .

 

Όπου γυρίσω κι όπου σταθώ

Η παρουσία σου εδώ

Να με αγγίζει

 

Να μου θυμίζει το παρελθόν

Και αυτό το άδειο μου παρόν.

Που δεν γεμίζει.

 

Η ΣΚΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ  ΕΓΩ

 

Ανάμεσα σε μένα και το φεγγάρι

Ένα μπουκάλι κρασί

Κενές καρέκλες

Σιωπή

Φίλος κανείς , μόνος πίνω

Εγώ και το φεγγάρι

Και η σκιά μου , πιο μπροστά ακολουθεί

Γίναμε τρεις

Κανείς δεν πίνει , δεν ξέρουν

Μόνο να με μιμούνται μπορούν

Χαίρομαι , το ρίχνω στο τραγούδι

Μεθάει το φεγγάρι

Χορεύω και η σκιά μου αντιγράφει

Έχω γίνει χώμα , κάτω από τα δέντρα

Θυμάμαι τα εκ γενετής

Αυτούς που μου λείπουν

Πόσο κοντά τους νιώθω κάτι τέτοιες ώρες

Ίσως αύριο να είμαστε μαζί

Στην υγειά τους

 

 

 

 Βαγγέλης Δαρδαντάκης

 

Εφτά ποιήματα


Ράγισε πύλη, σκίσε την ξύλινη θωριά σου
Ανώφελα στους ιππότες σκέβρωσες την αντίστασή σου
Από συνήθειες ανελαστικές στις φραγές των αιώνων
Που πέρασαν κελαρυστά τη φθορά τους.

~

Απέναντι στην χορταριασμένη ηθική του Καπουκίνου
Αντιδιαστέλλεται η τήξις λευκόχρου παρθένας
Ο κισσός γατζώνεται περιοδικώς στα σπλάχνα της
Και ο κανόνας του Καπουκίνου αρωγεί στον εξιλασμό της
Ωσάν το περίπτερο που ραίνεται από τις φυλλωσιές του δάσους
Και προκλητικά αναπολούν το μέλλον του καμένου χειμώνα.

~


Νύξις
Νυσταγμός
Νεωκόρος που τσιμπλιάζει στον Εσπερινό
Το ψωμί στο καλάθι τρώγεται με ανοίκεια βλέμματα
Ενός χαμαιλέοντα που αλλάζει χρώματα
Αλλάζει πουκαμίσες
Κατοπτρισμός της προτεταμένης παλάμης του Χριστού
Της βουβής αλήθειας 
Προικοδοτημένη με τα ψίχουλα του Μάννα
Εξ ουρανού 
Και εξ ανατολών
Του νυσταγμού
Η νύξις

~

Άσπιλα όνειρα δείχνουν το δρόμο των κρίνων
Που αναμόχλευσαν καινούρια πάθη
Στους μίσχους που ανατέλλουν λαίμαργα
Μέσα από τα όρη της παλάμης
Τις αυλακιές που διακορεύουν την ομαλότητα
Στο μάτι όπου γάργαρα μέσα του
Κυλούν οι εικόνες ενός ραδιουργήματος
Κρυφού και αγχωμένου στην καλή πρόθεσή του.

~

Εναιώρημα πηχτό,
'Ετρεξε η χολή να δώσει τη διαβίβαση
στην κρούστα που λίμνασε στο βάλτο 
της μνήμης
"Ξεθώριασε, σβήνε,
το κερί περιμένει να πιάσει τη θέση σου"
και τότε,
ένα φανάρι σκόρπισε τις λέξεις.

~

Τα φαντάσματα των σκύλων
Μας έγνεψαν στο μονοπάτι εκείνο
Που ακολουθούν οι επιθυμίες
Αρχαίων λιθοξόων
Του έρωτος και της μάχης.
Τα φορέματα των γυναικών
Που μυρίσαν την αρμύρα ναυτικών
Κρεμάστηκαν στο διάβα μας,
Οι αστρολάβοι 
Μπέρδεψαν τα μονοπάτια 
Των σκύλων,
Και ξαφνικά είδαμε εμπρός μας
Την Πολιτεία των Πάντων.

~

Αγέρωχος είναι ο καλόγερος
γυμνός χωρίς τα παλτά.
Ένα καπέλο κρέμεται
μοναχό του
χωρίς τη σοφή γκρίζα
κεφαλή
που στολίζεται με το κύρος
και την αυταρέσκεια
μιας ηλικίας που έχασε
στολίδια 
που εκβράστηκαν
σε ανελέητες ρυτίδες.

 


                                                                               

 

 ΧΩΡΙΣ  ΤΙΤΛΟ  (1)

 Νίκος Καλιπολίτης

 

Θελεις  να  τραγουδησω

και  να  χορεψω

ομως  το  φως  ειναι  κιτρινο

 και  το  πικαπ  χαλασμενο καιρό.

 

 

... Συνηθισα  πια  να  μιλω 

και  να περπατω

η  να  τρεχω.

 

Εχεις  μια  λαμψη  στα  ματια

οχι  παντοτε

κι  ενα  προσωπο  σκληρο

με  μια  γωνια  τρυφεραδας

συνεχεια.

 

Σηκω  και  φωναξε

αν  εχεις  κατι  να  πεις.

 Ξερω  να  τραγουδω  παραφωνα  ακομα.

 

          ΧΩΡΙΣ  ΤΙΤΛΟ  (2)

 

        Το  ουρλιαχτο  που  χανεται

       στο  λαρυγγι  γιατι  δεν  προλαβε  να  βγει

             ( οι  συνθηκες  δυσκολες  κι  αποτομες )

        Η  μικρη  κινηση  του  χεριου

        που  εγινε  πολυ  αργα

       μαζι  μ'  αλλα  πραγματα  πιο  σημαντικα  ακομα

       συντελει  στη  συνθεση ,

       κι  αποσυνθεση  της  αβεβαιοτητας.

 

 

       Το  φεγγαρι  χθες  εστεκε πιο  χαμηλα

        απο  τα  ηλεχτρικα  λαμπιονια

        και  το  κοριτσι

        εφυγε  γυρω  στις  δωδεκα  και 

        δεν  ενοιωθα  καθολου  μονος

        κι  απορησα  για  μια  στιγμη.

 

 

      Ητανε  μια , δυο , τρεις

              κι  αλλες

      κι  ημουν  εκει

     μισος  μεσα,  μισος  εξω

    Δεν  μπορεσα  να  κρατησω  για  πολυ  καιρο

    Δεν  θελησα  να κλεισω  την  πορτα.

 

 

Ρένα Παπαδημητρίου

 

Ήχοι…Γκρι…Ενός φίλου….Μιας μόνο προσμονής

Stuck in a moment

Κινείται σε μυστήριους δρόμους….Γκρι…Αυτό είναι το αγαπημένο χρώμα

Ενός φίλου

Χωρίς εσένα

Περιμένω πριν από σένα…υποφέρω πριν από σένα…προδίδεσαι

Μιας μόνο προσμονής

Με σένα

Μέσα σε μένα

Προδίδεσαι…γκρεμίζεσαι….Τι χρώμα είσαι; Blue without you

Όλα μπλε

«Ρήμα» πριν από σένα…κάτω από τα ποδιά σου…Χόρεψε

Λείπουν βασικές αισθήσεις…This is my weeping song

Ο δημιουργός αυτής της μελωδίας…αφελής

Νύχτωνε και ξημέρωνε συνεχώς

Όλα κόκκινα

Τα μαλλιά μου…το ξημέρωμα…τα νύχια μου…η φωνή

Κραυγή…ενός φίλου σε άλλο χρώμα…μυρωδιά

Αγία Νοσταλγία

Δέξου-εξού το «Ρήμα»

Βαλε στίξη…γίνε η στίξη…μίλα

Παίξε γλυκιά μου ονείρωξη

Μυρωδιά λευκή άχρωμη μυρωδιά μύρο

Βημάτισε…για αυτούς που μένουν και περιμένουν

Για μένα

Για σένα

Άγγιξε το ψίθυρο…θάμπωσε…ς…

Όλα πρωινά…Όταν χαράζει

Ονείρωξη

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

Κρυστάλλινη η σιωπή

Μετά από ήχους πέτρινους

Ασημένια η πνοή

Μετά από φιλί διαμαντένιο

Σ’αποκαλώ δικιά μου

Είσαι όμως ακόμα μικρή…Είσαι όμως ακόμα μακριά

Κι εγώ που τόσο σε θέλησα

Κι αυτό που τόσο ξέχασα

Ω ποιον θεό να επικαλεστώ!

Εσένα ή τον Άρχοντα

Το αίμα μου ή την ακινησία μου

Χάρτινα μονοπάτια έστησες

Και τα κάψες και χάθηκες

Και έκλαψες στις στάχτες

Ήταν δικιά σου η σπουδή…Ήταν δικιά μου η στιγμή

Και με κάψε η γλώσσα

Ω πόσο πολύ με αιχμαλώτιζε

Σε μια αδέσποτη μεριά

Σ’ένα καθάριο πρωινό

Αυτή η ιερή στιγμή της απορίας,

Η στιγμή του ιερού θυμού.

Το ένα μου χέρι μυρίζει ωραία.

Το άλλο κάνει θόρυβο.

Θα τα χρησιμοποιήσω και τα δυο.

Πρώτα θα τα πληγώσω κι έπειτα θα τα εκμεταλλευτώ για να πραγματοποιήσω τα μεγαλεπήβολα σχέδια μου.

Έτσι πληγωμένα, έτσι για αποδείξεις προσωπικές.

 

Οκτώβρης 1999

 

      

Χριστίνα Σαββατιανού  

 

   ΑΓΑΠΩ ΜΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

Αγαπώ μια πεταλούδα.
Μια μέρα δική μου μονάχα θα την έχω
Τη νύχτα θα χαθεί.

Μια πεταλούδα κίτρινη αγαπώ.
Φτερά φορτωμένα χαμόγελα παιδιάτικα.
Φτερά πλεγμένα με ηλιαχτίδες.
Φτερά που μόνο αυτή τη μια τη μέρα θα χαρώ.

Αγαπώ μια πεταλούδα,
μια πεταλούδα κόκκινη.
Κυοφορεί το πάθος του έρωτά μου η πεταλούδα μου.
Κυοφορεί τη λαχτάρα των ονείρων μου.
Κυοφορεί του πόθου μου την ορμή.
Κυοφορεί τη ρόδινη όψη της ζωής μου.
Κι όλα τούτα τη νύχτα της μιας της μέρας, θα τα πάρει μαζί της,
Θα τα κρύψει στο κουκούλι της καινούριας της ζωής.
Κι όλα τούτα μια νύχτα μονάχα τη γεύση τους θα νιώσω.

Μια πεταλούδα μπλε αγαπώ.
Ζωγραφισμένη με την οργή του πρόσκαιρου.
Ζωγραφισμένη με τη δύναμη του αδύνατου.
Ζωγραφισμένη με την ορμή των χυμών μου.
Ζωγραφισμένη με τον ουρανό της ψυχής.
Την νύχτα το σκοτάδι, τη ζωγραφιά της θα κρύψει.
Το άλλο πρωινό δε θα την ξαναβρώ.

Αγαπώ μια πεταλούδα ροζ.
Παιδιακίσια μάτια κι όνειρα τα φτερά της.
Παιδιακίσια άγνοια η μέρα του κόσμου της.
Παιδιακίσια παιχνιδίσματα το πέταγμά της.
Παιδιακίσια αφέλεια η ανάσα της.
Η νύχτα κι η ωρίμανση, σκουλήκι θα την κάνουν
Την πεταλούδα μου δε θα αντικρίσω ξανά..

Κι όμως αυτό που θάνατο μηνάει σε μένα, η νύχτα της,
Ζωή καινούρια με προοπτική είναι για κείνη,
από της φύσης τα μυστικά βγαλμένη.

Μια πεταλούδα πράσινη αγαπώ.
Ελπίδες βαμμένη η σκέψη της, ελπίδες για χαρές.
Ελπίδες φορτωμένα τα φτερά της το πέταγμα φρενάρουν.
Ελπίδες κρυμμένες στον κόρφο της χάνουν χρόνο από τη μια της μέρα.
Ελπίδες θυμάται ο νους μου στο πέταγμά της.
Κι όμως η νύχτα την ελπίδα θα την κρύψει σε κουκούλι μυστικό
Κι η πεταλούδα μου ελπίδα δεν θα μου δίνει πια.

Αγαπώ μια πεταλούδα λευκή.
Αγνάδα γιομάτα τα μάτια μου σαν των παιδιών
Αγνάδα στη σκέψη έρχεται μια μέρα μονάχα, ξεχνώ.
Αγνάδα γιομίζει το κορμί, θυσία να γενεί στου έρωτα την άκρη.
Αγνάδα φορτώνεται η μέρα κείνη η μοναχή,
Και ταξιδεύει ανέμελα σε ανέμους και λιβάδια.
Τη νύχτα η αγνάδα θα χαθεί,
Κι η πεταλούδα μου στα γκρίζα θα βαφτεί,
Αγνάδα ποτέ ξανά, αγνάδα μόνο τα παιδιά.

Αγαπώ μια πεταλούδα πολύχρωμη.
Μια μέρα μονάχα.
Μια μέρα χαρά.
Μια μέρα έρωτας.
Μια μέρα ζωή.
Και μετά, τη νύχτα θα χαθεί..

Αγαπώ μια πεταλούδα.
Μια μέρα χρόνος ολάκερος.
Μια ηλιαχτίδα δρόμος.
Μια σκιά αίσθηση βαριά
Ένα χαμόγελο από τη Φύση, ζωή.
Και μετά, τη νύχτα θα κρυφτεί.

Αγαπώ μια πεταλούδα με όλα της τα χρώματα.
Μια πεταλούδα μονάχα αγαπώ.
Ναι αλήθεια.
Την αγαπώ!

 

 ΔΕ ΓΡΑΦΩ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΓΩ.
02/04/02

Δε γράφω ποιήματα εγώ, όχι δε γράφω,
Λέξεις μονάχα ξαστοχώ απ' την αλήθεια κλέβω.
Λέξεις που κάποτε έζησαν, ναι έζησαν
Στα χείλη ενός παιδιού, θυμάσαι;

Λέξεις που ερωτεύτηκαν, πόσο ερωτεύτηκαν!
Στα στήθια μιας κοπέλας τα κρινομοσχομυριστά.

Όχι δε γράφω ποιήματα εγώ, δε γράφω σου λέω.
Δάκρυα αποστεγνώνω. Κλαις;
Μην κλαις σε σκέφτομαι, ακόμα σε αγαπάω,
Μέσα στις λέξεις που 'κλεψα μαζί σου σεργιανίζω.
Μέσα στου ονείρου τη σιωπή τραγούδια φτιάχνω να σου πω.

Λέξεις μονάχα σκάρωσα έτσι για να μεθύσεις.
Λέξεις αδέσποτες ρηχές να πιάσεις να κρυφτείς.
Λέξεις αστέρια και νυχτιές φορτώνω και σου στέλνω.

Δε γράφω ποιήματα εγώ μονάχα τραγουδάω.
Λέξεις μικρές ασήμαντες, λουλούδια τις στολίζω.
Λέξεις μέσα απ την άνοιξη σου βάνω στα μαλλιά.

Δε γράφω ποιήματα εγώ. Όχι τα μουρμουρίζω.
Στων τραγουδιών το γύρισμα στη χάση της φωνής. Ακούς;
Λέξεις μονάχα αγαπώ, λέξεις χωρίς ουσία, λέξεις φτωχές.
Λέξεις που ξέρουν την καρδιά.

Δε γράφω ποιήματα εγώ. Φανάρια χάρτινα σκαρώνω.
Μες σε ποτάμια τα πετώ, σε λίμνες, σε πελάγη.
Μαζί του αναστεναγμού το ρόδι το χρυσό.
Λέξεις γιομίζω το χαρτί, αδιάφορο να μοιάζει.
Λέξεις που δεν τις πλήρωσα λέξεις που δεν ξεχνώ.

Δε γράφω ποιήματα εγώ, τις γεύσεις δοκιμάζω.
Γεύσεις που δε μολύνθηκαν στης σκέψης την βοή.
Λέξεις με γεύση αλμυρή, πικρή, χολή και ξύδι.
Λέξεις που αίμα γίνηκαν στα χείλη τα στεγνά.

Δε γράφω ποιήματα εγώ. Ποτέ μου δε θα γράψω.
Είμαι μικρός πολύ μικρός. Το θάμα δεν χωρά.
Μόνο μια λέξη έκλεψα και είπα να την ψάξω.
Σε διαστάσεις να τη δω σε χρώμα σε χροιά.

Δε γράφω ποιήματα εγώ, δεν ξέρω πως τα γράφουν
Μια μόνο λέξη κράτησα, αυτό το "Αγαπάω"

Ακούς Αγαπάω

 

 

 Μπλέτσος Κωνσταντίνος

     ΤΣΙΓΑΡΟ                                        

Όταν ανάβω τσιγάρο

ανάβω κι ένα κεράκι

το θλιβερό καπνό του

να τραβάει μακριά

και μες της θαμπής λάμψης

το αναιμικό του φως

την σκοτεινή μου κάμαρα φωτίζει..

Καίει αργά

το τσιγάρο στα χείλια μου

και του κεριού η οσμή

ξυπνάει τον νου

Αόρατος θίασος

στον τοίχο αντίκρυ μου

κλείνω τα μάτια ,να σκεφτώ

Ανοίγω τα μάτια

κι ο θίασος χάνεται

 στα χείλη μου κρέμεται

το τσιγάρο νεκρό

Σβηστό το κερί

οι αχτίδες του ήλιου

αγκαλιάζουν το είναι μου

Το πακέτο δίπλα μου

βρίσκω αδειανό

 

 

ΦΩΣ

Αγγίζω το φως

που να βρω κελί

για να το φυλακίσω

Μια αχτίδα με λούζει

καθώς χορεύω γυμνός

Αγγίζω το φως

κι η λάμψη μου χάνεται

Σκοτάδι με πνίγει

μα νοιώθω φωτεινός

 

ΕΡΗΜΕ ΔΡΟΜΕ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

 

Αχ βρε έρημε δρόμε της μοναξιάς

αχ νυχτοπούλια,αγρια ξωτικά

στο πλάι μου

Μιας πνοής δρόμος μπροστά

Μιας τρομερής μορφής σκιά στο προσκεφάλι μου

Αχ βρε μοναχικέ δρόμε της ερημιάς

και σεις πολύβουες στράτες της πόλης 

πόσο αλλιώτικοι μοιάζετε από κοντά …

και πόσο όμοιοι

.

ΘΕΑΤΡΙΝΟΣ

 

Κουράστηκα να είμαι θεατρίνος

στο πάλκο της ψευτιάς δεν θ’ανεβώ ξανά

δεν θα μπορούσα απ’την ψυχή,πνοή να δώσω

στου έργου σας τα λόγια ,τα νεκρά.

 

Το γέλιο σκορπούσα,απλόχειρα στην πλατεία

τώρα δεν βγαίνει απ’τα χείλη μου ξανά

τα μάτια μου,ξερά σαν είναι,δεν δάκρυσαν

σαν με χειροκροτήσατε για ύστατη φορά.

 

Στο τελευταίο λύγισμα της μέσης

στην πιο βαθιά υπόκλιση μπροστά

μονάχος στην σκηνή,για να κοιτάζω

την άδεια αίθουσα,με τα καθίσματα,κλειστά

 

Γεια και χαρά σας άνθρωποι θεατρίνοι

γεια και χαρά σας άνθρωποι θεατές

στο αποκορύφωμα της γλέντης μου

και τ’οδυρμού αντάμα

δεν θέλω δίπλα μου φωνές.

           

 

 

 

Λουκάς Αθαναίσου

 

Το «μα και το αφου» της φτέρης.

Η λειτουργία της Φτέρης τώρα ατόφια φαίνεται από επάνω να υφαίνει. Χαλαρή,
μυστική, πεφωτισμέ-νη, είν' η φωνή Θεού που αφουγκράζεται τι συμβαίνει.
Να αφήνει το σύννεφο.
Να αφήνει το πουλί που ανεβαίνει.
Να αφήσει τα φιλιά που σαν πουλιά κι αυτά θα δοξαστούν και θα μονάσουν
Να αφήσει το χρώμα του τριαντάφυλλου.
Να αφήσει το μέλι που αφόρητα αντιστέκεται στη ροή και στη συνέχεια.
Τους ποταμούς που τόσο γλυκά ευχαριστούν
τα περιβόλια που στροβιλίζονται στον άνεμο
το χώμα που ενώνεται με τ' άπειρο και κλαίει στη γέννηση
τους Βάκχες και τους Βίσονες και τα μεγάλα βουβάλια των χερσονήσων ν'
αφήσει.
Να υφάνει,
με φωτεινό υφάδι κόκκινο το περσινό μας ανόμημα,
το φέτος και το εύχομαι.
Καλύτερα να μας σιωπούν να θυσιάζουμε το δικό μας. Να κελαηδούμε την Aνοιξη
και να κοιμόμαστε
το Καλοκαίρι.
Καλύτερα να λυτρώνει το παιδί τη μάνα του και να ιδρώνει τον φονιά ο
κλέφτης.
Σύννεφα που δεν σκεπάζονται δεν είναι σύννεφα
είναι βατήρες
βοηθήματα αέρηδων και εικασίες γερόντων
σαστίστε τώρα και να 'σου ο διάβολος.

Στα στρώματα που απλώσαμε μονάχα βούτηξε ο Κύριος και χορτάσαμε που φαίνεται
το Ωραίο,
το θυμάσαι ;
το θέλαμε μαζί
το φυτέψαμε θνητό
και σπόριασε μονάχα
απ' το ΘΑ Του
ΘΑ να Του.      

 

   Το τουφεκάκι μου

Το τυφλό μου το τουφέκι,
Το δεσα στο δέντρο να το γιομίσω
Να σου και πέφτει ένα μήλο
Να στο γιομίσω εγώ; Με ρωτάει
Τις δολιοφθορές και τα αινίγματα να τα αφήσεις μήλο παλιόμηλο
Εσύ και το σινάφι σου μου το τυφλώσατε το τουφέκι μου
Εσύ και η παρέα σου στα δέντρα όλη μέρα χαζεύετε
Κι όταν γεράσω με κοροϊδεύετε
- -μα εγώ δεν είμαι μήλο είμαι ποταμός
κι αν είσαι ποταμός;
Δεν θα φυτρώσεις εσύ;
Δεν θα βγάλεις μάτια ξανά και ξανά;
-Κι αν θα βγάλω;
Αν θα βγάλεις θα παραβγούμε και θα με ποτίσεις νεράκι
Κι εκεί που θα λησμονώ
Θα μου φυτρώσεις στη ροή που δεν προλαβαίνω
Και θα με ξεστρατίσεις πάλι
Γι_ αυτό σου λέω μήλο παλιόμηλο
Ασε με να γεμίσω το τουφέκι μου
Κι έπειτα ξαναπέφτεις

 

 

Σταυρούλα Λιναρά

 

  Σ' ΑΓΑΠΩ;

Θέλω να ελέγχω κάθε σου κίνηση.
Θέλω να είσαι κοντά μου.
Σ' αγαπώ.
Θέλω να ξέρω τι σκέφτεσαι,
τι ελπίζεις, τι φαντάζεσαι,
τι ονειρεύεσαι.
Σ' αγαπώ.
Θέλω να πονάς όταν χωρίζουμε.
Η ζωή σου να είναι μαρτύριο
Χωρίς εμένα, κόλαση.
Να ψήνεσαι, να λιώνεις.
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, σ' αγαπώ.

 

  ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΜΟΝΗ


Μικρή σαϊτα ξέφυγα απ' του χρόνου τη φαρέτρα,
πέτα καρδιά μου πέτρα.
Και χώριζα και έσμιγα, ποτέ δεν ήμουν μόνη,
πέτα ψυχή μου χιόνι.
Χαρά να φέρω θέλησα
και χώρισα και έσμιξα
κι αν πάλι θα πεθάνω,
θα ζήσω παραπάνω.
Στον ουρανό καρφώθηκα,
κρατάω κλειστό το φως μου,
λαμπρά να λάμπω εντός μου.
Κλεισμένη λευτερώθηκα.
Το γέλιο με λερώνει
όταν δεν είμαι μόνη.

 

  ΞΕΧΑΣΑ ΤΙ ΕΓΙΝΕ

Μέσα μου, ο δρόμος μύριζε βροχή,
Όταν άνοιξε ένα παράθυρο στη μέση του γλεντιού
κι ένα τραγούδι μ' άγγιξε
και μπήκα
"στα περβόλια, μεσ' τους ανθισμένους κήπους"
Γαλαζοπράσινο ποτάμι,
ένιωσα στο κορμί μου να κυλάνε τα μάτια σου.
Επάνω τινάχτηκε το τσέρκι μου
και δυο σύννεφα πιο κάτω,
κατρακύλησε γελώντας το φεγγάρι,
μ' άσπρο πουκάμισο λαχανιασμένο.
Ανεβήκαμε 
πάνω σ' ένα άσπρο, γρήγορο συννεφάκι
και μέσα σ' ένα λεπτό, σαν αστραπή,
κάναμε το γύρο της ζωής.
Ύστερα μπήκαμε μέσα σ' ένα γκρίζο, πυκνό σύννεφο
και χαθήκαμε.
Και τώρα εδώ,
λάσπη και κρύο.
Σκουριασμένο ξυραφάκι
χαράζω τη σιωπή.

Κούρσα θανάτου με φρένα σπασμένα.
Ο δρόμος πήζει.
Πιο βαθιά στα δέντρα το φως.
Στριγγλίζουνε τα στόματα στο αίμα.
Τα φιμώνει η απόφαση.
Ο δρόμος πήζει.
Πιο βαθιά ο ήλιος λιώνει την πολιτεία
και χύνεται και ξαναπήζει ο δρόμος.
Μια κολώνα ουρλιάζει πίσω μου,
ο δρόμος κλείνει,
γυαλιά σπασμένα.
Και βούλιαξα μέσα σε δυο μεγάλα μάτια,
γεμάτα δάκρυα ενος παιδιού, που όλοι το μαλώνουν.
Το κορμί του παγωμένο σπαρταράει στην καρδιά μου.
Μπορεί να πέρασαν αιώνες μέσα σ' αυτή την 
υγρασία.
Ξέχασα τι έγινε;
Ήμουνα ένα παιδί που έπεσε σε μια λακκούβα;
Ή μήπως μία λακκούβα που μέσα της έπεσε μία γυναίκα;
Εκτός αν ήμουνα μία γυναίκα,
που μέσα της κλαίει ένα παιδί.
Επειδή μέσα σε μια λακκούβα,
νομίζει πως έπεσε το φεγγάρι και το ψάχνει.


Θοδωρής Κονταμάρης

 

   Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ


1.
τριαντάφυλλο λουλούδι της καρδιάς
ματιά εικασία μαρμαρυγή
σ' ακρωτήρια ελληνικά 
που εισχωρούν στο θάμβος
μπαλκόνια ψηλά γεράνια
στα πιο ψηλά σκαλιά της ευπρέπειας
άνεμος τραγούδι τίναγμα
εισόδια ελευθερίας
θέληση άδολη που κανοναρχεί
σα φιλιά ξωκκλήσια καλλίστηθης χαράς
σε λόγια άδυτα στιλπνά μαργαριτάρια
σε χέρια κοράλλια μόχθου
στέρνα που αναξιμένουν το γοργό καιρό
πατρίδα απόφαση σωστή
που ήδη από τους παλιούς χρησομιλήσιους δρόμους σου
φθάνει πάντα κανείς πιο γρήγορα στον προορισμό του.

2.
με τόσων αιώνων μόχθο στοιβαγμένο θημωνιές στα στέρνα σου
και τόσων αιώνων γη διαβασμένη από τα πόδια σου
κι όμως ακόμα ανηφορίζεις τα βουνά με τέτοια σβελτάδα
που στο πέρασμά σου ανατριχιάζουν τα πεύκα και τα έλατα
δίχως τα αυτάκια των κουκουναριών ν' ακούσουν στεναγμό
να βγαίνει απ' τα χείλη σου μήτε τα αιχμηρά μάτια των λαγών
κοιτάζοντας βαθιά μέσα σου, να σε δουν να λυγίζεις,
αλλά ορθός πάντα
με το κεφάλι στραμμένο κατά τον ήλιο ακόμα κι αν αυτός δε φαίνεται
βαδίζεις προς τα εκεί που δεν υπάρχει τέρμα
και δεν ζητάς παρά να μην τελειώνουνε τα χρόνια
και δεν ποθείς παρά να μην τελειώνουν τα βουνά
γιατί έχεις μάθει πια ότι η αιωνιότητα στηρίζεται στις μέρες σου
έτσι όπως οι ψηλές κορφές στηρίζονται στα δυνατά βουνά τους.

3.

τα πεύκα της εγκαρτέρησης διακλαδώνουν την υπομονή τους
στις άκρες των φύλλων τους μπολιάζοντας με το οξυγόνο της ευφορίας
το στήθος του αέρα
και τι ωραία
να σε πνέει φρέσκος αέρας όταν μέσα στα ατέλειωτα μεσημέρια
σκαλίζεις με τα χέρια σου το χώμα των πιο κρυφών πραγμάτων
ώσπου το λογάρι του μόχθου σου ολάκερο να έρθει στο φως 
και να γεμίσει με άφθονο χρυσάφι τα μακρινά ηλιοστάσια της ζωής.

4.
χαρά καινούργια μέρα τιράντα κράτημα ζωής
εφαρμογή διαρκείας 
καμάκι σκέψη αναλαμπή που πάντα πετυχαίνει
ηφαίστειο απλωχεριές που σκάζει η μέσα ομορφιά
μ' ιδρώτα και με διάρκεια
ρεύμα ισχυρό άνοιξη λαμποκόπημα στα αγγεία στα ποτάμια
μήλα και άσπρα σύννεφα χυμοί που καταπέμπουν
το μυστικό το μυστικό κι ασίγαστο ρυθμό
ισορροπία λίκνισμα φωτιά γη και αέρας
καταγωγή το μπλε βαθιά του ουρανού
το μπλε της θάλασσας βαθιά 
κύματα αφρός κύματα αφρός στα μάτια η Αφροδίτη
ουράνιο τόξο γέφυρα πολύχρωμη βαθιά συνομιλία
κι ο σκοπός ποίκιλος και μοναδικός και συνεχής και ένας
η ζωή ποίκιλη και ποιητική και συνεχής και μία.

5.
μπόλιασμα κέφι του καιρού ημέρωμα των σπλάγχων
κύμα πράσινο χτυπά τα πέταλα του στήθους
μάδημα έρωτας κι αγάπη μαγιά λιγοθυμίας
γραμμή στο μέλλον σύνοδος άντρες ουράνια σώματα γυναίκες
ανάσες σύνταγμα που εισχωρεί στα σκοτεινά του χάους
αποσπά σύρριζα ισχύ και εγκαθιστά ευρυθμία
χρυσό σταγόνες στάζει από ψηλά
και να η αμοιβάδα
ανυπόκριτα λεμόνια κίτρινα ξινά άλογα που φρουμάζουν
εύκρατο αηδόνι μαγευτικό και λύρα του Ορφέα
μοίρα παντοτινή ωδή κοινή συνισταμένη
σταγόνες τάζεις της βροχής το σώμα του Σεπτέμβρη
σταγόνες τάζεις ηδονής του έρωτα το σώμα
εύφορα χρόνια μακρινά το τάμα της καρδιάς σου.

6.
πέρα μακριά απ' τον ορίζοντα των ματιών σου
μια πεταλούδα
ξετυλίγοντας τα λόγια της πιο ενδόμυχης ευχής σου
υψώνεται ως τον άμβωνα του ουρανού
από εκεί
το φιλί που άφησαν τα χείλη σου γλιστρώντας μέσα απ' τις χρυσές
εικόνες της αγνότητας
εισδύει στο άδυτο της πιο μεγάλης ευχαρίστησης
όπου τα δάχτυλα του αδήλου σε γδύνουν απ' το βάρος σου
ελαφρύτερος κι απ' την πνοή σου 
πλέον ανεμίζεις πέρα απ' τον άμβωνα του ουρανού την αιωνιότητα
μέσα στα φυλλοκάρδια του θεού.


7.
ποια σύμπνοια τρόμαξε την καρδιά της καταιγίδας
ποια καλότυχη ομοταξία ευχών ξεγύμνωσε την ταραχή
τι όρκους παντοτινής ευωδιάς αντάλλαξαν 
δύο ερωτευμένοι μενεξέδες
ποια φιλία ξεπλύθηκε στη βροχή και έγινε τόσο διάφανος ο κόσμος
που φαίνονται τα μυστικά στα στήθη των ανθρώπων

ένα θαύμα τάζει η ψυχή 
κάθε φορά που ξεμυτά από μέσα της 
περιαυγής η αλήθεια. 

8.
στην άκρη της καταιγίδας 
ο αιώνιος ήλιος
εγκαινιάζει την καινούργια επιθυμία
η άκρη της επιθυμίας 
μες στον αδιάκοπο ουρανό
συλλαμβάνει ένα αστέρι
από την άκρη του ουρανού 
ένα αστέρι
επιστρέφει στη ζωή τη λάμψη του.


9.
το χρυσάφι του ήλιου λιώνοντας 
ο διακαής στοχασμός
σταγόνες φωτός σταλάζει
στις μακρινές γωνιές του μέλλοντος
ώσπου να σκάσει η ευφορία
και να σπείρει άπειρα λαμπρά κρινάκια
στις παρθένες εκτάσεις της ζωής.


10.

στο στήθος της θάλασσας μια βάρκα καρτερεί 
το αραξοβόλι της στον κόλπο της γαλήνης
στα σεντόνια του αέρα μια ευχή αφήνοντας 
την αμφιβολία που τη γέννησε θροϊζει τα μελλούμενα
στην αγκαλιά της γης μια χρυσαλλίδα 
περιμένει την ώρα που ψυχούλα πια
θα πετάξει μακριά
πέρα απ' τον ορίζοντα του καλοκαιριού
πέρα απ' τον ορίζοντα όπου ο μίσχος του πόθου
κρατάει το φυλλαράκι του κόσμου καταπράσινο.

11.
στο λίκνο της γαλήνης η μικρούλα αυγή
χαμογελάει το φως της
στ' ανυπόμονα μάτια της μητέρας της
όρθιες οι πρώτες ώρες νίβονται στην υδρία της πρωινής δροσιάς
το όνειρο νωπό ακόμη 
εγείρει τον αίθριο πόθο στο στήθος
της ακατάπαυστης νεότητας
χαρίζοντας στ' ανεμικά φυλλαράκια 
το στέρεο κορμό τους
και στις περιπλανημένες ευωδιές τα πολύχρωμα άνθη τους
λίγο πιο πάνω 
στην καμπύλη του ανεξάντλητου έρωτα
η ευφορία θρέφει με τις ακτίνες του κύκλου της
το σώμα της ημέρας
της ημέρας
που αντανακλά στο μέτωπο του ανθρώπου τον εαυτό της στο άπειρο.


12.
τώρα που η ευστοχία πέτυχε τον εαυτό της
κι όλες οι χαρές φωτίσανε τον ήλιο
τώρα που τα καράβια φέρανε τις θάλασσες 
στην άπλα των ματιών μου
τώρα που οι ιδέες γίναν περιστέρια και φέρνουν κύκλους 
στην απεραντοσύνη
το αίμα μου ρέει στις φλέβες του κόσμου
αδειάζουν το φορτίο τους ήσυχα οι λέξεις στον ουρανό
η αγαλλίαση απλώνεται ως το μυχό της μέρας

πάει χρόνος πολύς που τα ρολόγια κοιμήθηκαν
και τα όνειρα το έσκασαν απ' τον ύπνο
και τώρα
μπορώ και βλέπω πως η ζωή είναι μια περιπέτεια
που το τέλος της βρίσκεται ακριβώς στην αρχή της
πως η ποίηση
είναι ένα κλειδί που ανοίγει την πόρτα του κόσμου στο άγνωστο
και πως εκεί υπάρχει μια ανείπωτη ομορφιά
που η ποίηση μπορεί να την αινιγματίσει
και μια αδιάλειπτη μουσική
που συγκινεί αιώνες τώρα τα αστέρια
κι επαληθεύεται στο απεριόριστο
του ρυθμού και της μελωδίας της μιλιάς των ανθρώπων. 



 

 

Αγνή Σεράου Νικολαϊδη

  Μέρος του όλου

Ψάξε εντος σου, με φως τα γύρω σου.
Μη δεν είσαι η συνισταμένη του κόσμου,
μη δε συμπληρώνεις τον κύκλο της ζωής,
τον κύκλο της Δημιουργίας;

Σύμπαν δεν είναι το πολλαπλάσιό σου;
Κακό ή Αγαθό δεν είναι η συνισταμένη
του δικού σου, ασήμαντου θαρρείς,
κακού ή αγαθού;

Η μικρή έκρηξη του ατόμου σου,
μέγιστη ενέργεια δεν αποδεσμεύει;
Μέγιστη δεν είναι η Ατομική,
η έκρηξη του άτμητου, αόρατου ατόμου;

Διακυμάνσεις της ψυχής σου
δεν είναι η μίμηση των φυσικών αλλαγών;
Συνέχεια δεν έλαμψε ποτέ ο ήλιος*
μόνιμη ποτέ δεν είναι η βροντή.

Το δικό σου μην περιφρονείς*
σαν μέρος του Σύμπαντος δες το.
Μοιράδι σου στο Κακό ή Αγαθό,
που έτυχε την ώρα την κακή ή αγαθή.

Ψάξε εντός σου, το χρώμα να βρεις,
το χρώμα της στιγμής.
Έντονο είν' το χρώμα τ' ουρανού,
λίγο πριν την Ανατολή...αλλά
και λίγο πριν τη Δύση!

Στέριωσε πρώτα πάνω στη σκληρή τη γη,
πάρε κι ένα μέρος τ' ουρανού που σου ανήκει.
Διάλεξε τ' αστέρι που σε οδηγεί,
μην αφήνεις τίποτα στην τύχη.

Βαρύτητα και άνωση αν σ' έλξη σταθερή ισορροπούν,
δυνάμεις κεντρομόλες και κεντρόφυγες δεν κλονίζουν


 Ηλίας Μαυροσκούφης

Όταν…


Όταν έψαξα να βρω το όνειρο κομματιάστηκα σαν στάχτη
Όταν έγραψα τον πρώτο μου στίχο έλυσα έναν μου γρίφο
Όταν κοιμήθηκα σε ξένο σπίτι είδα την αρχή της φυγής μου
(τώρα κοιμάμαι σε διαφορετικά σπίτια)

Μα πάντα γίνομαι στάχτη…



Τάφος κάπου κοντά στην Σαχάρα…


Ταλαιπωρήθηκα στην μικρή μου ηλικία απ' το ανείπωτο.
Ταλαιπωρήθηκα ,χρόνια τώρα, απ' το ανέτοιμο.
Τόσα χρόνια αηδία, ψευτιά, οδύνη, πανικός, φόβος ο νόμος κι ο αστυνόμος καραδοκεί…
Εγωισμός σε αποσύνθεση και αλλαγή στην εξουσία. 
Ποιον θα ψηφίσω, ποια θ' αγαπήσω, θα μισήσω, θα θάψω, κι ο αστυνόμος καραδοκεί…
Ποιον θα προσεγγίσω για να 'χω τα άλλα τα μεγάλα τα μεγαλ-εί-α, τα εργαλεία για μια καλή θητεία…
Σε ποιον να μιλήσω αφού τα χείλη μου έχουν κολλήσει σε φίμωτρα επανάστασης. Πότε θα γίνει; Επανάσταση άνευ "ουσίας" ; Ποτέ… 
Τάφος κλεισμένος σε κατακόμβες κάπου κοντά στην Σαχάρα, με φίδια, με μύδια , με στρείδια ,οι αστυνόμοι τα αρχίδια…
Ζω κάθε μέρα τα ίδια…
Βαριέμαι, χτυπιέμαι σε τοίχους και πάλι τα ίδια…
Κοιτάω ανθρώπους. Τους φτύνω, τους γδύνω, τους σκοτώνω κι ο αστυνόμος πυροβολεί…
Κοιτάω παιδάκια, ζηλεύω, λυπάμαι τη μέρα που θα γίνουνε πεύκα, που θα γίνουνε ένα με το κανένα…
Κοιτάω στον δρόμο…σαν ύπνος μου μοιάζει…
Κι όμως περπατώ…

Κι όμως ανασαίνω…

Κι όμως πεθαίνω…


Θάλασσα 

Πήρα χαρτί κι ένα στυλό να γράψω για εσένα
Θάλασσα του κόσμου μια, δεν είσαι με κανέναν
Στον Πόρφυρα εσκότωσες μα στη ζωή χαρίζεις
τα κάλλη σου, την ομορφιά σε ανθρώπους πλημμυρίζεις


Είσαι κακιά και όμορφη στη θέα σου σαλεύω
πήρες ψυχές αγνές-τους λύτρωσες, το ξέρεις
Πήρες τα όνειρα παιδιών που παίζαν με γαλήνη
πήρες και γηρατειά πολλά κι ας μην είχανε φτάσει


Τα κύματα σου Θάλασσα χτυπάνε τη ψυχή μου
μόνο φουρτούνες μου' δωσες, χαρά καμιά δεν είχα
Οι αστερίες μέσα σου κοντεύουνε να φτάσουν
στον νυχτωμένο ουρανό τη θέση τους να πάρουν


Για σένα μίλησαν πολλοί με θέρμη και με μίσος
αγάπες φιλοξένησες γιατί αγαπάς τους πάντες
Μα τους μισείς ταυτόχρονα γιατί όλοι σε πληγώνουν
σου ρίχνουν λάδι και μπετόν για να σε στερεώσουν 


Δρόμος είσαι Θάλασσα για ξένες πολιτείες
που όλοι μας θα θέλαμε να δούμε να χαρούμε
Μα την Ιθάκη σαν θα βρω, θα' ρθώ να σου χαρίσω
όλα τα πάθη, τις χαρές για σε θα χαραμίσω



Είσαι κακιά και όμορφη στη θέα σου παγώνω
πήρες ψυχές αγνές-τους λύτρωσες, το ξέρεις
Πάρε κι εμένα θάλασσα να φύγω απ' τον κόσμο
που μοναχά με πρόδωσε με δάκρυ και με πίκρα



Γιάννης Μανιάτης

 

Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥΣ

Δοκίμασε να περάσει τον λαό του
Μέσ' από θάλασσες
Μα οι πολλοί…Πνίγηκαν
Σωθήκαν μόνο
Όσοι περπάτησαν στα πτώματα

Δεν πίστευαν ακόμη αρκετά

Έταξε να ταίσει τον λαό του 
Με ουρανό
Μα οι πολλοί…Πεθάνανε
Σωθήκαν μόνο όσοι
Τροφή κάναν τους πεθαμένους

Γι' αυτούς 
Έγινε ο Θεός τους




Δάνεια των καιρών ( ΕΝΟΧΗ )

Χρόνια γυρεύει κάποιο σύντροφο να βρεί
Και πάντα η μοίρα το χατίρι της το κάνει
Σαν μία πόρνη που ο χρόνος συντηρεί
Σαν μια αράχνη στον ιστό θύματα πιάνει

Μέσ' των αιώνων τριγυρνάει την σιωπή
Γίνεται μάγισσα κι ο λόγος της πλανεύει
Χρώμα δεν έχει , άυλο έχει κορμί
Μέρα και νύχτα θύματα αυτή γυρεύει

Το όνομά της δανεικό έχει κι αυτό
Από τα θύματα που πέφτουν στον ιστό της
Χίλιες ταυτότητες αλλάζει στο λεπτό
Λέγεται χίμαιρα αλλά και ματαιότης

Αλίμονό του στον ιστό όποιος πιαστεί
Από τον πόνο του αυτή ζωή θα πάρει
Να συνεχίσει στους αιώνες για να ζεί
Και τις ζωές κάποιων ανθρώπων να σταμπάρει

Πάντα ένα όνομα θα βρίσκει δανεικό
Τι κι αν Μαρία λένε Κώστα ή Αλέξη
Και όποιο θύμα της πιαστεί μέσ' τον ιστό
Να κάνει πίσω δεν μπορεί πιά να διαλέξει


ΑΛΛΟΘΙ

Δώσ' μου ένα άλλοθι για να λέω ζώ
Δώσ' μου φώς στον ήλιο μου κι άλλον ουρανό
Στους κήπους που μούταξες δέντρα νηστικά
κι οι καρποί τους χάρτινοι βγήκαν μοναχά
Την φωτιά που πότιζε έρωτα και φώς
οι ληστές τη σκόρπισαν στην αυγή της μπρός
Δώσ' μου ένα άλλοθι πές το όπως θές
αλλά νάχει διάρκεια πιότερη του χθές
Λόγια πέσ' μου ψεύτικα να υπηρετώ
με ελπίδες ψεύτικες μ' έμαθαν να ζώ
Για αγάπη μίλα μου και ιδανικά
τι κι αν βγούνε ψεύτικα άλλοθι κι αυτά
Δώσ' μου ένα άλλοθι νάναι μακρινό
άπιαστο σαν όνειρο που θα κυνηγώ
Λόγια πές μου όμορφα που θα πλανευτώ
Η ζωή είναι μικρή για να μην την ζώ…


Μιλώ

Μιλώ για τα λευτερωμένα πνεύματα
Που πάγωναν της νύχτας τα σκοτάδια
Μιλώ για τα λευτερωμένα πνεύματα
Που πάλεψαν για μια ζωή μά άδεια

Μιλώ για σώματα που σώματα δεν είχαν
Και φύγαν όπως ήρθανε αθόρυβα
Σε κόσμους που τα πάθη τους κατείχαν

Μιλώ για άγνωστα ονόματα
Μάτια υγρά και ξεραμένα χείλη
Που ζήλεψαν να δούν Άνοιξης χρώματα
Σε μέρη που δεν γνώρισαν Απρίλη

Μιλώ για άσημους και άγνωστους
Που πρόσφεραν χωρίς να τους προσφέρουν
Μιλώ για άσημους και άγνωστους
Που έμαθαν ζωή να υποφέρουν

Μιλώ για μέρες που νυχτώσαν πρίν ξυπνήσουνε
Και μείναν ίσκιοι στο ατέλειωτο σκοτάδι
Μιλώ για ανθρώπους που πεθάναν πρίν να ζήσουνε
Και που το δάκρυ μόνο γνώρισαν για χάδι



Μικροί στρατιώτες

Μέσα στον πόλεμο
Μικροί στρατιώτες πάνε
Ρούχα βάφουν κόκκινα
Γελώντας τα φοράνε

Μέσα στον πόλεμο
Στην μάχη προχωράνε
Μικροί στρατιώτες
Τα ρούχα τους χαλάνε

Μέσα στον πόλεμο
Στρατιώτες μικροί πάνε
Τη γή τους ζήλεψαν 
Ρούχο τους την φοράνε

 

Ελένη Μπάλιου

Κάμερες 

Τα καινούρια μοντέλα κάνουν

αυτόματες αφαιρέσεις.

Και είναι τώρα,

ένα λευκό χαρτί

που έχει στη μέση το απομεινάρι μιας

φτερούγας.

Κάποιος επιμένει πως είναι δάχτυλο

σε σχήμα –τσιγκέλι-

που πάνω του αιμορραγούν

τα πλευρά της “εγγύησης”.

 

Άγνωστο απ’ αυτό το σημείο

πόσες λεπτομέρειες καρφώνουν

οι κάμερες των ημερών-καρτέρι.

 

Μακρινές οι εποχές

που τα χαμόγελα στήνονταν στον ήλιο

και πίσω τους η αθώα  προσδοκία,

πρόβαλε τα λουλούδια του ποδόγυρού της.

Με δυο μαστούς, φράουλες μυρωδάτες,

που διέγειραν οι  λαχτάρες των χειλιών,

 έσπρωχνε αυτή τις πρωινιάτικες συγκομιδές

στην αγκαλιά των ανθρώπων.

 

Που να’ σαι!

Έτσι όπως οι σταγόνες χτυπάνε

το φίδι που σέρνεται

στο αυλάκι της νοσταλγίας

κι εξατμίζονται πάνω στον πυρετό

της φολίδας,

χρόνος μηδέν για να δροσίσουν

το τυλιγμένο

στην αδιάβροχη αυτάρκειά του παρόν.

 

Μακριά παίζει Ορίζοντας τη μνήμη,

που αραδιάζεται στα πόδια μου ψαλιδισμένες λωρίδες

να κρεμαστούν

πανηγυριώτικες σημαιούλες

στο ξωκλήσι των πόθων.

 

Προσωπικό!

Ανήκω στο προσωπικό

που έχει προσλάβει  ο μικρός βιοτέχνης,

για την νυχθημερόν παραγωγή μιας ευρεσιτεχνίας,

που ο Μεγάλος αδελφός αγνοεί

λόγω υπεροψίας.

 

Θα κατακλύσουμε την αγορά με επεξεργασμένες

φυσαλίδες μνήμης,

που σκάζοντας θα διεγείρουν την ιστορία,

-των  που κρατώντας γυμνά τ’ αχαμνά τους

βαδίζουν προς την τάφρο της απόλυτης λήθης-.

 

Και θα’ ναι τσάμπα.

Προσωπικό!

Δικό μου.

Μοναδικό.

Για σένα.

Έλα!

Δεν το χρειάζεσαι τούτο το αδιάβροχο

που’ ναι φτιαγμένο σε μωρουδιακά μεγέθη∙

ξετυλίξου!

Και οι δεκαετίες έχουν αποκάμει

να κουβαλούν του μέλλοντος τα σαθρά κουκούλια.

 

Μέλισσες

 Άνοιξα το παράθυρο για να’ μπει ο αέρας

κι όρμησαν μέσα μέλισσες, οι μνήμες της εσπέρας

 

Πήγαν και βρήκαν τις γωνιές που σε είχα φυλαγμένη

πριν να σε βάλω μέσα  μου αιώνια κρυμμένη

 

Και ήρθαν και προσγειώθηκαν επάνω στα μαλλιά μου

και τριγυρίζαν λαίμαργες τη μύτη και τ΄αυτιά μου

 

Και γω σε παρακάλαγα -μην κουνηθείς καλή μου

κυψέλη πεθυμίτσα μου κρυμμένη δύναμή μου

 

Να μη σ’ αδειάσουνε ξανά οι μνήμες της εσπέρας

που κουβαλούν επάνω τους το κεντρί της μέρας

 

να μη σε βρουν οι μέλισσες κι αφήσουνε τη γύρη

του πόνου που δεν έγινες νύφη στο πανηγύρι

 

και σε ρουφήξουν και σε πιουν μ’ όλες τις ματαιώσεις

που άτιμα σε χειρίστηκα χωρίς να με προδώσεις

 

Κρύψου γλυκιά  μου πεθυμιά από τις εκδικήτρες

που ήρθαν να σε αδειάσουνε, γιατί αλλού ανήκες.

 

Και σου υπόσχομαι θα βρω, τρόπο να τις πληρώσω

τις τόσες άδειες ώρες μου, χωρίς να σε πετρώσω.-