Μερικά ποιήματα από το βιβλίο
Ερωτικό
because music needs the words to travel. Because the words, need music to be heard.
Μερικά ποιήματα από το βιβλίο
Ερωτικό
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Εγώ έπαψα να εργάζομαι στο χώρο και κατα συνέπεια έπαψα και να συναντιέμαι με τη Χριστίνα τα βράδια, αλλά δεν έπαψα ποτέ να την παρακολουθώ σαν δημιουργό, σαν ποιήτρια. Αλλά η Χριστίνα ανήκει σε κείνη την κατηγορία των ποιητών που ο άνθρωπος είναι ο ποιητής, η κατηγορία εκείνη δηλαδή που πάντα και μόνο μου τραβούσε το ενδιαφέρον, αφού σημασία δεν είχε ποτέ τι λέει κανείς ή πόσο όμορφα τεχνικά μπορεί να το έχει προβάλει, αλλά πόσο το εννοεί αυτό που λέει, για μένα τουλάχιστον. Την εκτιμώ λοιπόν και τη θαυμάζω σαν άνθρωπο πάνω απ' όλα. Σήμερα η αγαπημένη μου Χριστίνα έχει τα γενεθλιά της κι αυτό το μικρό αφιέρωμα αποτελεί μια πρώτη προσέγγιση στο blog εδώ, της ποιητικής της, με ποιήματα από το βιβλίοο της "Matthew και Sirley", όχι αρκετό για να σχηματίσει κανείς μια πλήρη εικόνα από τη συνολική αξιόλογη δουλειά της, αρκετή όμως για να της δείξω με αυτό το τρόπο την αγάπη μου και να της ευχηθώ μακροζωία, ευτυχία, εμπνευση και δημιουργική συνέχεια.
Για τη δουλειά της επι του συνόλου και τα έργα της θα επιστρέψω με ειδικό αφιέρωμα σύντομα σχετικά, μετά από την απαραίτητη μελέτη.
Από το βιογραφικό του βιβλίου της.
Η Χριστίνα Οικονομίδου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στο Μόναχο και στην Αθήνα. Γράφει, μεταφράζει και επιμελείται λογοτεχνιά και θεωρητικά κείμενα, ενώ άρθρα κείμενα και βιβλιοκρισίες της δημοσιεύονται τακτικτά στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Είναι η αρχισυντάκτρια στην εκπομπή για το βιβλίο "Άξιον εστί" του Βασίλη Βασιλικού και διευθύνει το μηνιαίο free press περιοδικό για το βιβλίο index. Διδάσκει επίσης, Δημιουργική Γραφή στο Μικρό Πολυτεχνείο.
Έχει εκδώσει δύο βιβλία ποίησης, (περισσότερα πια τώρα) Η Γυναίκα και το Δέντρο της Σιωπής/ Μύθοι και Ωδίνες (Απόπειρα 1994) και Χειρονονομίες της Αισθητικής (Απόπειρα, 1997), καθώς και 15 μη λογοτεχνικά βιβλία.
Διηγηματά της περιλαμβάνονται στις συλλογές Κοκτέιλ μολότοφ (Κοχλίας 2003) και Νάνι, τ' άνθι των ανθών: Ωδή στη μητέρα (Ίνδικτος 2005)
Matthew Και Sirley (Απόπειρα, 2009)
αποσπάσματα
ΕΙΔΑ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΟΥ
ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΣΕΙΡΑ
ΑΠΟ δάκρυα
Όμορφα δάκρυα, ταριχευμένα
από εκείνα που αφήνουν
μια γοητευτική πατίνα
έναν ίσκιο καλλωπιστικό
πίσω απ' τις κόρες των ματιών
χωρίς καμιά αξίωση
στην υγρασία καθεαυτή.
Τα έγλυψα πολλές φορές
τα γυάλισα
και έπειτα τα χάρισα
στα όνειρα των άλλων.
Κι αν είναι οι μασχάλες μου
πρησμένες απ' το κλάμα
δεν έχουν ύφος περισπούδαστο
ούτε όμως και ουσία πολύτιμη
ένας αδένας που λυσσομανά
παράταιρα
και κάπου κάπου
ξεχειλίζει.
Α, ναι, δεν το αρνούμαι:
Αυτή η ιδιοτροπία μου
στολίζει την ανάσα
και το φύλο μου.
Η γλώσσα των δακρύων
είναι άλλωστε σκληρή
όσο και γενναιόδωρη...
κανείς
δεν θα γευτεί
την απουσία σου.
46
Θα πεθάνω, είπε,
και ύστερα φόρεσε ένα μακό
κι ένα τριμμένο τζιν
και βγήκε έξω.
Ο αέρας έσερνε τα φύλλα
στο μπαλκόνι,
στους δρόμους σκόνη
με μεγάλωνε,
σαν να' μουν δέντρο
άγνωστης φυλής.
Να φύγω, σκέφτηκα,
να γίνω άγαλμα
μακριά από τον πόθο και την ενοχή
να ξεμπερδέψω με την υστεροφημία μου
σ' ένα μουσείο λαϊκής πορνογραφίας,
να ξεπαστρέψω και τους έρωτες και τα μελλούμενα
σ' ένα συκώτι μουλιασμένο στο αλκοόλ.
Μα τότε γύρισε και είπε: Θα με ψάχνεις·
και βάλθηκα να τρέχω
πίσω απ' το μακό και τα σχισμένα τζιν.
Κάθε που άγγιζα ,
ένα καινούργιο σώμα
έκανε έρωτα στη νοσταλγία μου·
ένας τριγμός από ανάσες, νανουρίσματα
και παραμιλητά
μ' άφηνε ξέπνοη ανάμεσα
σε σκέλη ξένα και φοβιστικά.
Κάποτε πάλι μ' έλουζε
με τη γλυκύτητα του μέλλοντος
που ξεχρεώνει στην εφηβεία του,
και βυθιζόμουν
σε μια προφητεία
εξωφρενική.
Πέρασαν χρόνια
ώσπου να ερμηνεύσω
τα συμπτώματα.
Τόσα
που έπαψα
να είμαι πια
εγώ.
52
Δες που φοβάσαι
το φθαρτό...
εσύ που γράφεις σε σειρές
10101100...
τις εκδοχές
του Παραδείσου
που ξημερώνεσαι
φυσώντας ώρες, μέρες
ηλεκτρονικές
σαν να'ταν τα κεράκια
αστράκια
στο γενέθλιό σου σύμπαν.
Ένα τηλέφωνο χτυπά
και επιστρέφεις
σε πανάρχαιες αγωνίες
-ίσως δεν έχεις τίποτα να δώσεις
για να εξιλεωθείς-
η εικόνα μιας καταστροφής
και σε στενεύει
το μεταλλικό σου δέρμα...
Κι όμως, οι αισθητήρες μας δεν παύουν
να θερίζουν, όπως πριν,
χρώματα, νότες, λέξεις
ικανές
να εγγράψουν την αδυναμία
της εκπλήρωσής μας.
μια άποψη του Ντελφτ απ' τον Βερμέερ
ένα πρελούδιο του Μπαχ
μια άρια αγνώστου εποχής,
ο στίχος που έμεινε μισ
(ός
άγγελοι τερερίζουν
στις καρδιές
των αγαλμάτων)
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που σε στενοχωρεί,
η παραποίηση ή μήπως η προοπτική;
ότι δεν είναι δυνατό
-ακόμα και ως μετακείμενο-
να υπερβούμε
την ανάγνωσή μας.
54
Και αυτό μας φέρνει στο σημείο που
καθένας ερμηνεύει
μ' άλλον τρόπο
τις ίδιες ποροσδοκίες, τις απαγορεύσεις,
τις αναξιοπρέπειες, τα λάθη και τ' αγγίγματα
το χρώμα την αφή τη σκόνη
το σώμα, την ψυχή
και την ορθογραφία
αυτής που συμφωνήσαμε να ονομάζουμε
Ζήτα, Ωμέγα, Ητα (ή μήπως Ήττα;)
σφίγγοντας τους κανόνες και τα αισθήματα
με πάθος γύρω από το λαιμό της
για να της εκμαιεύσουμε
μια τελευταία
-κάθε φορά-
κουβέντα,
ένα σχόλιο
που να μας αφορά
αποκλειστικά
ως το ελάχιστο αντίτιμο
για την αδιαφορία
μιας πραγματικότητας
κονής
(που ενδεχομένως να έχουμε μονάχα
επινοήσει).
5. ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Δεν μπορεί, σκέφτηκα,
σ' αυτό το σπίτι που αναπνέει δύσκολα
θα υπάρχει ένα βρέφος
που θα πασαλείβει τα χεράκια του με κρέμα
κι έπειτα θα σκουπίζει επάνω του
την ένδεια
που συγκρατεί μαζί την οικογένεια
θα εξιστορείται εδώ
μια νεαρή γυναίκα, όμορφη ίσως
αλλά και πρώιμα κουρασμένη
από την γκρίνια του βιοπορισμού,
από τον έρωτα
στα μπροστινά καθίσματα ενός αυτοκινήτου.
Έτσι έγινε
και σ' επινόησα
μια μέρα θεραπεύσιμη
που μύριζε ρυζόγαλο
και ξέβραζε κουβέντες και καυγάδες και στοργή
-μια ολόκληρη ζωή σ' ελάχιστες στιγμές,
ώσπου να προσπεράσω
τις εργατικές ξεδοντιασμένες κατοικίες.
Δεν ήταν δύσκολο,
σε πήρα και σε εγκατέστησα
απένταντί μου
για να' χω επιτέλους κάποιον
να λυπάμαι, να ζηλεύω
κάποιον με μυστική ζωή
που να μην είναι τόσο ευάλωτη
στη μνήμη.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
- Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
μαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-
σμαρίνια
- Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού 'λεγα να μετράς μέσ' στο γδυτό νερό τις φωτεινές του
μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα
βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο
καλοκαίρι
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
Από τα «Ανοιχτά χαρτιά» του Οδ. Ελύτη:
«Έχω συλλάβει τη μορφή μου κάπου ανάμεσα σε μια θάλασσα, που ξεπροβάλλει από το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας εκκλησιάς, και σ' ένα κορίτσι ξυπόλητο, που του σηκώνει ο άνεμος το ρούχο, μια στιγμή τύχης που αγωνίζομαι να αιχμαλωτίσω και της στήνω καρτέρι με λόγια ελληνικά.
Να τι είδους είναι ο ελάχιστος καμβάς όπου μπορεί επάνω του να κεντηθεί το ιδεόγραμμα της ζωής μου' που, ωστόσο, αν έβρισκε κανείς ότι αξίζει τον κόπο να το αναλύσει, θα ‘φτανε να σχηματίσει ένα χώρο, που η σημασία του δε βρίσκεται στα στοιχεία τα φυσικά που τον απαρτίζουν, αλλά στις προεκτάσεις και στις αντιστοιχίες τους μέσα μας, ως τις απώτατες άκριες, έτσι ώστε, σε τελική ανάλυση, ολόκληρο το νόημα του οράματος να συγκεντρώνεται στην καθαρότητα ψυχής που προϋποθέτει, για να γίνει ευανάγνωστο και κατανοητό. Πρέπει να ‘χει, φοβούμαι, πεισθεί κανένας προηγουμένως ότι η ψυχική διεργασία που απαιτείται για να συλλάβει έναν άγγελο είναι πολύ πιο επώδυνη και τρομαχτική από την άλλη, που κατορθώνει να εκμαιεύει δαιμόνους και τέρατα, για να μπορέσει να καταλάβει τι θέλω να πω.» (σελ 37) και λίγο ύστερα (σελ 40): «Αν εμίλησα στην αρχή για κορίτσι και για εκκλησάκι με κίνδυνο να φανώ ελάχιστα σοβαρός είχα το λόγο μου. Θα 'θελα να τραβήξω το πρώτο μέσα στο δεύτερο και να το κάνω δικό μου, όχι διόλου για να σκανδαλίσω, αλλά για να ομολογήσω πως ο έρωτας είναι ένας και, μαζί, για να κάνω πιο πυκνό το ποίημα, που θέλω, με τις ημέρες του βίου μου, ν' αποτελώ».
Και ακόμη (σελ 164):
«Κι η μικρή Σειρήνα που κάποτε, γλείφοντας μ' ένα κύμα το σώμα του καλοκαιριού, σιγοτραγούδησε και τρέχει έκπαγλη σκορπίζοντας γύρω της μυριάδες αστραπές. Είναι οι αστραπές που αλωνίζουν τα νιάτα' καθεμιά τους αντιστοιχεί και σε μια λαχτάρα' κι είναι όλες οι λαχτάρες κοπέλες, που με ονόματα δροσερά, σα να μεγάλωσαν στο πέλαγος, ή να 'ζησαν με μια γαλάζια άνοιξη στα στήθια, βγαίνουν να φιλήσουν τα παιδιά που αγαπούν...
Α! τι καθαρά που φαίνονται σε μια τέτοια στιγμή τα παιδικά χρόνια του κόσμου ετούτου! Να, εδώ είναι που κυνηγούσε χρυσόμυγες, το μορτάκι του άσπρου σύννεφου!... Σ' εκείνον κει το βράχο δάκρυζε αναίτια η Μαρίνα. Και το τραγούδι «Νεότης, νεότης τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου» αντηχούσε και τότε, όπως και σήμερα!...»
Πηγές: http://users.sch.gr/symfo/
Προσωπικός δικτυακός τόπος του Βασίλη Συμεωνίδη.
Μια σπίθα
Ήταν πολλά τα χρόνια
της ανθρώπινης ζωής
που πέρασαν σε λόγια
και ρόλους της στιγμής
κι ας πίστευες πως ήτανε
ρόλοι ζωής.
Ένα παιδί μεγάλωσε κι έφυγε μακριά
μια δουλειά σου μόνιμη έπαψε ξαφνικά
ένα πουλάκι πέθανε ύστατη συντροφιά
κι ένας για πάντα έρωτας έμεινε στα χαρτιά.
Μια σπίθα ότι έζησες μια σπίθα,
που άναψε για μια στιγμή
κι έσβησε μεσ' στη νύχτα.
Και οι ρόλοι μεσ' στα χρόνια σου
στην καλημέρα του ήλιου,
άφησαν μεσ' στα χιόνια σου
την προσμονή ενός φίλου.
Ψάξε παρηγοριά πικρή
μεσ' στις ζωές των άλλων
που έψαξαν όπως κι εσύ,
το μήνυμα το άλλο
Εκείνοι αθάνατοι δεινοί
της πέννας βιρτουόζοι
κι εσύ στην άκρη μια σκιά
που τά'χει όλα δώσει.
Εμείς που δεν είχαμε την τύχη να την απολαύσουμε ως παράσταση, έχουμε τουλάχιστον αυτά τα ποιήματα τώρα κι εσείς, που διαβάζοντάς τα ταξιδεύουμε στις χώρες της αναφοράς τους και τις ιστορίες των ηρώων τους. Θα μου λείψει αυτό το δίχρονο (με τις διακοπές) ταξίδι στα δώδεκα φεγγάρια των αφιερωμάτων. Τα ποιήματα ένα κι ένα ήταν μια λύση και μια καταφυγή στην αναζήτηση των εμπνευμένων θεμάτων. Την επιμέλεια τους είχε κάνει ο Θράσος Καμινάκης, εκπρόσωπος στην Ελλάδα του Θεάτρου τσέπης και ιδρυτής του πολυχώρου σεμιναρίων τέχνης, "Μικρό Πολυτεχνείο". Ποιητής και ο ίδιος έπαιξε το ρόλο του σε μεγάλο βαθμό στην τελική μορφή των κειμένων, και ενδεχομένως και στην αρχική...Και το λέω αυτό γιατί παρά το γεγονός ότι δίπλα από τα περισσότερα ποιήματα υπάρχει το όνομα του δημιουργού, καθώς και η χρονολογία της δημιουργίας του, στους συντελεστές της παράστασης αναγράφεται ο Θράσος Καμινάκης ως σκηνοθέτης, και ως δημιουργός των κειμένων. Αξίζει όχι μόνο εξαιτίας του βιβλίου αυτού, αλλά και για την αδιάλειπτη ποιητική παρουσία του στο ίντερνετ, να αφιερώσω και στον ίδιο κάποια στιγμή, (σύντομα ελπίζω), μια ανάρτηση με αντιπροσωπευτικά δείγματα από όλη τη γκάμα των ποιητικών του επιδόσεων.
ΙΟΥΛΙΟΣ
Ανώνυμη ποιήτρια (καλοκαίρι 2001)
Ψέματα λεν' οι νύχτες με φεγγάρι
φαντάσματα γεννούν μεσ' στο μυαλό
μα μην τρομάξεις αν σε συνεπάρει
το ψέμα που σου μοιάζει αληθινό.
Του φεγγαριού το ψέμα κρύβει αλήθειες
που αν τις εμπιστευτείς και αφεθείς
ας πούμε Ιούλη στις φεγγαρονύχτες
ίσως κι εσύ να γίνεις ποιητής.
Μια τέτοια νύχτα βγήκα στην βεράντα
λαμπιόνια φοσφορίζαν στη σειρά
του λιμανιού τα κέντρα όλα ανγάντια
και η Πλάκα επάνω αρχόντισσα κυρά.
Η περασμένη ώρα συντροφιά μου
παιχνίδια των παιδιών μου στα σκαλιά
κι από τις γύρω κάμαρες στ' αυτιά μου
ροχαλητά κουβέντες και φιλιά.
Στην άκρη της αυλής ένας νοικάρής
καθόταν και μεθούσε σιωπηλός
"πως να νυστάξεις" λέει "μ' ένα φεγγάρι
που όποιος δεν το βλέπει είναι τρελός".
Του έβγαλα ένα κρύο μεζεδάκι.
-Τι κάνετε; Δεν πρέπει...ευχαριστώ!
ελιές, λιαστή ντομάτα, χταποδάκι.
-Κρασάκι ξεροσφύρι είναι κακό.
Εμένα βλέπετ' έτσι είν' η δουλειά μου
επάγγελμα "Σπιτονοικοκυρά"
δωμάτια με θέα στην καρδιά μου
και στα τρελά Αδαμάντινα νερά.
"Τι όμορφη βραδυά απόψε κάνει
με το φεγγάρι κοσμοχαλασιά.
Απ' το ξωκλήσι πέρα μου εφάνη
πως μύρισε λιβάνι η δημοσιά".
Τον κοίταξα! Το βλέμμα του είχε κάτι
αθώο και καχύποπτο μαζίλ
στο δέρμα του λαμπύριζε τ' αλάτι
τα μάτια του φωτιά απ' το κρασί.
Του λέω "πως περνάτε στην Αθήνα;"
μου λέεί, "εγώ στον Τύπο αρθρογραφώ
απ' το πρωί ως το βράδυ κάθε μήνα
και μόνο τον Ιούλιο μεθώ".
Του λέω, εμείς μεθάμε κάθε μέρα
σε τούτο το νησί, είναι φυσικό"
"Χειμώνα-καλοκαίρι είστε εδώ πέρα;"
"χειμώνα πάντα πάμε στο χωριό!"
"Που;" "Να' κεί ψηλά που είναι τα φώτα,
κι αστράφτει στο σκοτάδι μια εκκλησιά"
Μα εκείνου το βλέμμα σαν και πρώτα
κατρακυλούοσε προς τη δημοσιά.
Κουβέντα στην κουβέντα προσπερνούσαν
οι ώρες στην γεμισοφεγγαριά
μιλήσαμε για μύθους που κρατούσαν
από εποχές και χρόνια μακρινά.
"Εσείς ως συγγραφεύς" του λέω "αρμόζει
να πείτε και να γράψετε γι' αυτά
που μόνο του λαού το στόμα σώζει
και μόνον ο θεός τα κυβερνά"
"Δείτε" μου λέει ξάφνου "το ξωκλήσι
πως λάμπει στο φεγάρι το λευκό
είναι σα να ζητά να μας μιλήσει!
Συγνώμη, μάλλον φταίει το ποτό!"
"Καθόλου" του απαντώ "αυτό σημαίνει
πως έχετε μια ξάστερη ψυχή
η νύχτα απόψε θαύματα υφαίνει
αλλά το θαύμα βλέπει μόνο όποιος μπορεί.
Αν μείνουμε εδώ ως να φωτίσει
θα ζήσετε μια πλάνη οπτική.
Θα δείτε ν' ανεβαίνουν στο ξωκλήσι
ωραίοι, δεκατέσσερις νεκροί.
Πρώτα θ' ανάψουν όλοι το κερί τους
μετά θα φιληθούνε σταυρωτά
και το χορό να στήσουν στην αυλή του
αυτά τα δεκατέσσερα παιδιά.
Είναι τα τελευταία παλικάρια
που εκτέλεσαν εδώ στην Κατοχή!
Σου Ιούλη τα ολόφωτα φεγγάρια
γυρνούν εκεί που αφήσαν την ψυχή.
Μη φοβηθείτε! όποιος τ' αντικρύζει
αλλάζει μια για πάντα τη ζωή του
αρχίζει την καρδιά του πια να ορίζει
κι αντρειωμένη γίνται η ψυχή του".
Ταράχτηκε! "Νομίζω το κρασάκι
σας πείραξε λιγάκι κι έχω ευθύνη!
Ήσυχο βλέπω εγώ το εκκλησάκι
και ήσυχο θαρρώ θα παραμείνει.
Ρίχνει κλεφτές ματιές προς το ξωκλήσι.
"Δεν βλεπω εγώ κανέναν εκεί πέρα,
μον' το φεγγάρι που τραβά να δύσει,
μόνο αργά- αργά που φέγγει η μέρα".
Μ' ακούει ξαφνικά να παίζει λύρα
ξαναγυρνά το βλέμμα, μαρμαρώνει!
Αγόρια δεκατέσσερα μια γύρα
χορεύουν πεντοζάλη. Ξημερώνει!
Ο ύπνος ειν' η μόνη διέξοδός του
στην πολυθρόνα γέρνει και βαραίνουν
τα βλέφαρα και μέσα στ' όνειρό του
μελτέμια δεκατέσσερα τον παίρνουν.
Δωμάτια ενοικιαζόμενα με θέα
φεγγάρια και ξωκλήσια Ιουλίων
αγνάνται το λιμάνι, η προκυμαία
και η ορδές των προσεχόντων πλοίων.
Ίσως φανεί του χρόνου ένας νοικάρης
να παίρνει τη ζωή τοις μετρητοίς
να μη μετρά με δόσεις το φεγγάρι
και να γενεί του Ιούλη ο ποιητής.
Για την ποιήτρια.
Η Ελένη Καρασαββίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1972 και είναι ειδική γραμματέας της Εταιρείας Συγγραφέων Βορείου Ελλάδος.Σπούδασε παιδαγωγική και κατόπιν ΜΜΕ στο ΑΠΘ. Επίσης, με υποτροφία του Παν/μίου του Nottingham "Cultural Studies" (Ma) και Γλωσσική Πολιτισμική Παιδεία (μεταπτυχιακό) στην Παιδαγωγική Σχολή του ΑΠΘ.
Τιμήθηκε με υποτροφία επίδοσης
από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών κι έχει συμμετοχή σε ελληνικά και διεθνή
συνέδρια. Αρκετά άρθρα της δημοσιεύτηκαν σε επιστημονικά κι έγκυρα λογοτεχνικά
περιοδικά κι εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι μέλος διάφορων
κοινωνικών και πολιτιστικών φορέων, (όπως στο Δ.Σ. του Διεθνούς Δικτύου για τα
Δικαιώματα του Παιδιού στην Πόλη CRIN,υπό την αιγίδα της UNICEF, του
International Cultural Research Network, του Παρατηρητηρίου Διεθνών Οργανισμών
και Παγκοσμιοποίησης, έχει χρηματίσει στο ΔΣ του Συνδέσμου Byron για
ονΠολιτισμόκαι τον Φιλελληνισμό κ.ά.) περιλαμβάνεται στο διεθνές επίσημο Who is
Who ενώ συμμετέχει έμπρακτα σε πολιτικούς φορείς διεθνώς και σε κοινωνικά
κινήματα. Έχει διοργανώσει πολιτιστικές εκδηλώσεις, έχει ιδρύσει την "Art
Attack", έχει αποσπάσει τιμητικές διακρίσεις από φορείς και διαγωνισμούς
στην Ελλάδα και στην Γερμανία, ενώ έχει εκδώσει λογοτεχνικά και βιβλία
δοκιμιακού περιεχομένου. Έχει βραβευτεί στον διαγωνισμό της
<<Ελευθεροτυπίας>> για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς, ενώ
συμμετείχε στην ειδική έκδοση της ίδιας εφημερίδας (εκδόσεις Φυτράκη). Έχει
ανθολογηθεί και αρθρογραφεί στον ημερήσιο τύπο. Το 2000 πραγματοποιήθηκε για το
έργο της τιμητική εκδήλωση στην Αθήνα από την ΕΠΟΣ υπό την αιγίδα και χορηγία
του Υπουργείου Πολιτισμού, ενώ τιμήθηκε με μετάλλιο από την UNESCO στον Πειραιά
το 2003 και με βραβείο από τον Κούρο Ευρωπού το 2007. Είναι διδάκτορας στο
ΤΕΠΑΕ του ΑΠΘ και περιστασιακή επιστημονική συνεργάτης στο Μεταπτυχιακό του.
Αρθρογραφεί στην Τηλεόραση Χωρίς Σύνορα, στην Ελεύθερη Ζώνη, στην Αυγή,
παλαιότερα στην Εποχή και στην Θεσσαλονίκη.Ανήκει στην ποιητική γενιά
του '2000.
ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΟΥ
"ΚΛΕΨΥΔΡΑ"
Απόπειρες Ποιητικής Γραφής
«Τα τραγούδια του δρόμου»
Εμείς που τραγουδούσαμε
σαν πείσμα στη δική μας εποχή
τραγούδια μιας άλλης που έφευγε
«μην κουραστείς να μ’ αγαπάς».
Εμείς που καρτερούσαμε
την αυγή του κόσμου σ’ εσοχή
που τα όνειρά μας θα έφεγγε
«ώρα κακή, εφιαλτική» τώρα, πονάς
κι αναρωτιέσαι αν έχεις
«καρδιά να κάνεις πέτρα».
«Το τρένο έφυγε πριν χρόνια στις 8» - αντέχεις;-
Αν έχεις κάποια να φωτίσουν φέρτα,
γιατί για μας «νύχτωσε νωρίς».
Και το μόνο που έμεινε και μένει
είναι ο χτύπος της καρδιάς χωρίς
ανταλλαγές να περιμένει.
ΕΡΩΤΑΣ
«Απουσία»
ή το «ανεκπλήρωτο»
Το χάδι σταλάζει
μονάχα
από τις άκριες
των χειλιών που δεν φιλήθηκαν ποτέ,
βαριά σταγόνα, φιλήδονη,
που χαράζει μ’ ένα δάκρυ
που δεν κύλησε
-τελεσίδικα-
το δέρμα που φιλά μονίμως
κάποιος άλλος.
κάθε χθεσινή νυχτιά,
-απούσα πια-
που φυλάκισε μέσα της
όλες τις παρουσίες.
«Άπειρο»
Μέθυσα από τη στρογγυλάδα
των χειλιών
μικρή σταγόνα ευδαιμονίας
που έψαχνε με θρασύτητα
το δρόμο της στο άπειρο
των σχισμών σου.
Δροσοσταλίδα
που γυρίζει όλον τον κόσμο και όλον τον καιρό
-Ακυρώνοντας τα σύννεφα
των
χθεσινών
των τωρινών
και των μελλούμενων-
πάνω στις γραμμές του χεριού σου.
«Άτιτλο»
Απόψε δεν αμάρτησα
Ενώθηκα με το κορμί σου.
«Το Φιλί»
Πάνω σε μια ιδέα του Θ.
Κ
Υπάρχει ένα φιλί που δεν ταξίδεψε μαζί σου
που δε σε συνόδεψε στα όνειρά σου
που δεν ξαπόστασε στην αγκαλιά σου
Υπάρχει ένα φιλί που δεν χάιδεψε τα
μαλλιά σου
που δεν έγλειψε τ’ ακροδάχτυλά
σου
που δεν φώλιασε στον λαιμό
σου
που δεν ενώθηκε με το σώμα
σου
Μονάχα κάτι νύχτες
γίνεται αγέρας μακρινός
κι έρχεται να σε βρει
απ’ την αρμύρα του λιμανιού
κι ανασαίνει λεπτό
το λεπτό
πάνω από τα
κλεισμένα σου βλέφαρα
όταν ξυπνάς
«δίχως λόγο».
«Τα παιδικά μας χρόνια»
«Η μνήμη, όπου και να την αγγίξεις, πονεί»
Ξεπλένουν
οι ψιχάλες της βροχής
τα
παιδικά μας χρόνια
τα
χρόνια που το όνειρο της γης
το
σκάλιζαν οι στάλες της βροχής
στα
μαρμαρένια αλώνια.
Μικροί
πλανήτες κι αργυραμοιβοί
τριγύρναγαν
να κλέψουν τ’ όνειρό μας
μαντατοφόροι
σ’ όνειρο βαθύ
που
το σκορπίσαν οι αγέρηδες στη γη-
σπονδή
στον παιδικό εαυτό μας.
Πυξίδες
και σινιάλα μυστικά,
καράβια
που αγάπησαν τα βάθη
με
τα σκοινιά τους πάντα στην ξηρά
και
την σταγόνα από την ματιά
κρυμμένη
στο κοχύλι και τ’ αγκάθι.
Σημαίες
που πεθάναμε γι’ αυτές
πριν
να αλλάξουν χρώμα
και
μια κραυγή που στοίχειωνε σαν χθες
ήττες
που ήταν πια προσωπικές
και
μας πονούν ακόμα.
«Η Πατρίδα»
«Τόσα ταξίδια κάναμε και
είμαστε ακόμα στον ίδιο τόπο.
Πότε επιτέλους θα φτάσουμε
σπίτι μας;»
Θυμάσαι Ελένη κάποι’ άλλα
χρόνια
Στη Σαλονίκη και στην Ομόνοια
π’ αναζητούσες μία πατρίδα
μες στο χειμώνα, στην
καταιγίδα;
Μ’ ένα βιβλίο κάτω απ’ το
στρώμα
ένα πινέλο με λίγο χρώμα,
τώρα νερό, στάχτη και νέφτης
κι ένας κενός, ξένος
καθρέφτης.
Θυμάσαι Ελένη κάποι’ άλλα χρόνια
στη Σαλονίκη και στην Ομόνοια
που αισθανόσουν το πέταγμά
σου
και με κομμένα τα βήματά σου.
στην ερημιά σου καθώς
κοιμάσαι
και ένας μύθος για μια
πατρίδα
χλωμιάζει πάντα σαν
ηλιαχτίδα.
Και όμως πάλι, στο
προσκεφάλι,
ένα βιβλίο στη μοναξιά σου,
γιατί το ξέρει η αρχοντιά σου
μ ό ν η π α τ ρ ί δ α
ε ί ν’ τ α γ ρ α π τ ά σ ο υ.
Επιλογές από:
«ΛΕΥΚΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ»
Ποιήματα της εφηβείας 12-18
ετών.
«Καμιά φορά…»
Καμιά φορά δεν έχεις έμπνευση
να γράψεις ένα ποίημα
Δεν έχεις έμπνευση να
περιγράψεις
ένα συναίσθημα
να πεις αντίο σ’ ένα φίλο
ή ν’ ασπασθείς του δειλινού
τη θλίψη…
Δεν έχεις έμπνευση να
περιγράψεις
του Θόλου το παιχνίδισμα,
των άσπρων χεριών την άγνοια
το μαργαριτάρι στο μάτι του
αετού
και την μικρή κηλίδα από
αίμα…
βαθιά μέσα στα πούπουλα του
περιστεριού…
«Οι αληθινά εκλεκτοί»
Οι αληθινά εκλεκτοί
φορείς αόρατων κραυγών
που τραμπαλίζονται στο άπειρο
Και κατακερματίζονται
Σ επαναλήψεις,
σ’ αποστάσεις,
σε μεταθέσεις,
σε συμβιβασμούς
έχοντας χάσει
όλα τους τα δόντια
προσπαθούν να δαγκάσουν
με τα μάτια στο μέλλον.
«Τελικά, ό,τι άξιζε από την επανάσταση…ήταν ο
σουρεαλισμός της…»
( Γαλλικός
Μάης)
Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό
για να δει τις λίμνες του
πέλαγου
κι έκανε τα χέρια του πουλιά
μα πάλι ξαναγύρισε
καθώς ένα φεγγάρι αλυσοδεμένο
του χάιδευε στοργικά τα
μάτια.
Ένα πουλί έσκουξε κι όρμησε
στη θάλασσα…
δίχως γιατί, έτσι σαν μια
απορία δίχως ήχο…
και συνέχεια…
Έκανε να τρέξει, μα τα πόδια
του
μάτωσαν στα βότσαλα
κι ύστερα κυλίστηκε πάνω τους
ακούγοντας γεμάτος ευδαιμονία
το τραγούδι των γλάρων
μέσα απ’ τα χαμογελαστά μάτια
των ευνουχισμένων ποιητών.
Σηκώθηκε αργά, για να βαδίσει
στο σκοινί της βάρκας του
και πάλι…
Μόλις ξανοίχτηκε, ξανασήκωσε
τα μάτια στον ουρανό…
Μα είχε σκοτεινιά και δεν
μπορούσε
να δει τίποτα…
Άφησε τους ώμους του να
περιπλανηθούν στο θόλο για
λίγο…
κι ύστερα πέταξε από πάνω
του,
σαν σμάρι πουλιά, τις μικρές
χρυσές
σταγόνες,
το στόμα του έγλειψε τον
ήλιο·
και το κορμί του,
έτσι ανέμελα
το βύθισε στη θάλασσα
όπως ένα βλέμμα πέφτει σ’ ένα
παράθυρο.
«Σ’ είδα και χθες» (Απουσία)
Σ’ είδα και χθες…
ήρθες και χθες…
κι ήταν παράξενο αλήθεια…
εσύ δεν ήσουν κι όμως
ήταν εκεί όλα αυτά που
σ’ αποτελούσαν κάποτε…
Λες και καθόσουν
στην κορυφή της θάλασσας
χορεύοντας πάνω στο κύμα
κι ένας τεράστιος καθρέφτης
μού ’γνεφε γεια!
Και μού ’γνεφες: Αντίο!
Κι ήταν παράξενο αλήθεια…
περπατώντας στη θύελλα…
τα μαλλιά σου είχαν ένα…
πυρρό χρώμα, και τα μάτια…
ωκεανός π’ αγρίεψε…
Και μες στα μάτια η απόγνωση,
Και μες τα μάτια η ευτυχία,
Και μες τα μάτια, δηλωτικό
της…
παρουσίας σου σαν στάμπα
ανείπωτη
η
Απουσία.
Επιλογές από ΚΙΛΧΗ
Ποιήματα από τα 28-24
«Ελλάδα»
Η Ελλάδα, είπε, είναι δύο
πλατανόφυλλα,
ένα κομμάτι θάλασσα
ανάμεσό τους
κι ένα καράβι που
φεύγει.
Γύρισε και κοίταξε κατά κει.
«Τώρα δεν υπάρχει καράβι», της
είπε.
Χαμογέλασε·
Είπε μονάχα: «Θα ’ρθει…»
πάντα ένα καράβι που φεύγει.
Η Ελλάδα.
«Ζωή»
Σα νερό κρυστάλλινο
τα χέρια που μας χάιδεψαν
στα μάτια.
Ελιές και πλατονόφυλλα
κι ένα κομμάτι φως.
Ζωή και θάνατος πιασμένα
χέρι – χέρι
να πλέουνε συντροφιαστά
μέσα στη μάνητά τους
σ’ εκείνη τη μαγική
Ελληνική λέξη.
«Τ’ αρχιπέλαγος…»
«Μοσκώφ»
Χρόνια οι άνθρωποι
αγωνίζονται
παράγουν βιβλία,
τραγουδούν
αθλούνται,
ασχημονούν
Εγώ τη μόνη
μορφή αθανασίας που ξέρω
είναι να χαράζεις τ’ ονομά
σου
σ’ ένα βράχο του Αιγαίου.
ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ
Σκόρπια ποιήματα
από τα 24 – 30
«Άνθρωπος»
Τόσες σταγόνες θάλασσας
και ένα καραβάκι
πως γίνεται και χώρεσαν
σ’ ένα μικρό χεράκι.
«Ο Μύθος και το τίμημα»
Τις ώρες εκείνες
που οι λέξεις αποχωρούν δίχως
ίχνη
η μοίρα του κόσμου
φτιάχνεται από την αρχή
ζυγίζοντας το κενό
απένταντι από την Ιστορία
Τις ώρες εκείνες
που οι πράξεις διαγράφονται
δίχως τύψεις
η ιστορία του ανθρώπου
μοιράζεται από την αρχή
ζυγίζοντας την ύπαρξη
απέναντι από την απουσία.
Και σ’ όλα τούτα μιαν Αλήθεια.
Να φτιάχνεις το Μύθο,
Να επιλέγεις το Τίμημα.
«Διαδρομή»
Πριν λίγο
μια στάλα ζωής ξέφυγε απ’ το
ποτήρι
κι έκατσε στα χείλη - μου.
Μου διηγήθηκε ταξίδια σ’ όλη
τη γη,
πατρίδα πολύχρωμη
που γύριζε από τη μια
άκρη
των χειλιών μου
ως την άλλη.
Τί θεία κωμωδία!
Το Δάκρυ μας!
Η απαντοχή μας.
Μια στάλα ζωής.
Πριν το απέραντο Τίποτα.