"Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της"
C.B

Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

ΜΠΑΜΠΗΣ ΖΑΦΕΙΡΑΤΟΣ- ΑΔΕΝΤΡΕΣ ΠΛΑΤΕΙΕΣ / Bob Dylan- .Knockin' On Heaven's Door.

 







ΜΠΑΜΠΗΣ ΖΑΦΕΙΡΑΤΟΣ

ΑΔΕΝΤΡΕΣ ΠΛΑΤΕΙΕΣ

 Ποιήματα

1972-2005

 

 Το αξιόλογο αυτό βιβλίο, μου έφερε ως δώρο ο αγαπημένος Μπάμπης Ζαφειράτος, στο δημαρχείο της Καισαριανής, όπου έγινε η πρώτη μας συνάντηση. Πριν φτάσει στα χέρια μου το βιβλίο αυτό, είχα την τύχη ν’ ακούσω αρχικά, την συγκλονιστική απαγγελία από τον Γιώργο Πήττα στην ραδιοφωνική εκπομπή του «κινούμενη άμμος», το εκπληκτικό ποίημα του Μπάμπη, «Περιφλεγέθων Κωκυτος Αχέροντας» ή τα «Μέσα μας ποτάμια» όπως αναγράφεται σε παρένθεση κάτω από τον πρώτο τίτλο.

Το αναζήτησα κατόπιν στο blog του Μπάμπη Ζαφειράτου μποτίλια στον άνεμο, https://zbabis.blogspot.com/ όπου μέσα του θα βρει κανείς όχι μόνο ποιήματα δικά του, αλλά πάρα πολλές μεταφράσεις γνωστών και άγνωστων μας ποιητών, αφιερώματα σε ανθρώπους που θαυμάσαμε και μάρκαραν πάνω στις καρδιές μας με χρυσά γράμματα τα όνοματά τους, ποιητές, τραγουδοποιούς, επαναστάτες, μαχητές στην αδιάκοπη μάχη κατά της αδικίας, της τυραννίας, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της εξαθλίωσης και με κάθε μέσο εξόντωσης, των φτωχών και καταπιεσμένων λαών, απανταχού της γης.

Ο Μπάμπης είναι και ένας πολύ ταλαντούχος σκιτσογράφος, κι έτσι πολύ συχνά, σχεδόν πάντα, συνοδεύει τα μεταφρασμένα από τον ίδιο ποιήματα με θαυμαστές σκιτσαρισμένες προσωπογραφίες  ξένων και Ελλήνων ποιητών, για τους οποίους το εκάστοτε αφιέρωμα.

Ένα blog λοιπόν πολύ πλούσιο σε υλικό, αν θέλει κάποιος να ανακαλύψει την ποίηση σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. .

 

Ας επιστρέψουμε στις «Άδεντρες πλατείες» του Μπάμπη.

Αντίθετα με κάθε άλλο αφιέρωμα στο soundforwords, η απαγγελία ενός και μόνου ποιήματος από το βιβλίο αυτό, δεν μου ήταν αρκετή. Δεν με άφηνε με την ικανοποίηση ότι έδωσα μέσα από ένα ποίημα το στίγμα του ποιητή, στη μεγάλη γκάμα των θεμάτων που τον απασχολούν, και που αν ήθελε κανείς να τα συμπεριλάβει όλα σε μία φράση πράγμα δύσκολο, η πιο κοντινή και αξιόπιστη στο έργο του θα ήταν, «έρωτας και επανάσταση» Γιατί αυτές ακριβώς είναι οι δυο έννοιες που κυριαρχούν από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου, με μια επαναλαμβανόμενη συχνότητα που δεν χορταίνεις να διαβάζεις, επειδή είναι εκφρασμένη διαφορετικά την κάθε φορά, άλλες οι εικόνες, άλλος ο τόπος, ο χρόνος, η συνθήκη, άλλα τα συναισθήματα, και άλλες οι διαπιστώσεις τόσο από τον ίδιο τον ποιητή όσο και από τον αναγνώστη. Κοινό σημείο όλων αυτών, το όνειρο, ή όραμα για να ακριβολογήσω, ενός καλύτερου κόσμου. Μιλώντας για τον άνθρωπο ποιητή, και σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσα πιο πάνω σε σχέση με τα ενδιαφέροντα και τις συγγραφικές δράσεις του, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τι εννοώ με αυτή την, για πολλούς κοινότυπη φράση, «καλύτερος κόσμος».

Για τους οραματιστές του δίκαιου και της ίσης μεταχείρισης των ανθρώπων, όσο το ζητούμενο παραμένει, καμιά τέτοια φράση δεν αδειάζει ποτέ από το βάρος της. Κι ο Μπάμπης, είναι ένας τέτοιος οραματιστής. Δεν το βάζει κάτω. Κι αν η θλίψη είναι αυτή που έντονα αποτυπώνεται στο έργο του, δεν θα του σκοτώσει την ελπίδα. Την πίστη για τη μεταστροφή της παγκόσμιας συνείδησης στις  πραγματικές αξίες της ζωής, στο δικαίωμα των λαών να υπάρχουν, να αναπτύσσονται και να δημιουργούν πολιτισμό, στο δικαίωμα του ανθρώπου να ζει και να εκφράζεται ελεύθερα.

Όμως είμαστε άνθρωποι και σκοντάφτουμε, και λυγίζουμε, πονάμε, γινόμαστε θύτες οι ίδιοι και θύματα συχνά καταστάσεων που ξεφεύγουν από τον έλεγχό μας, καταστάσεων που αν έχεις χτίσει ένα γερό εσωτερικό σκαρί ωστόσο, θα γίνουν αναπόφευκτα οι διαδρομές για να σε κάνουν πιο δυνατό, πιο πεισματωμένο, πιο αποφασισμένο και πιο άνθρωπο, μετά τις τρικυμίες της ζωής.

Θα τα βρούμε όλα αυτά μέσα στην ποίηση του Μπάμπη Ζαφειράτου, μέσα στις «άδεντρες πλατείες» του, μέσα σε κάθε τι με το οποίο ο ίδιος έχει καταπιαστεί με την πέννα του, είτε γράφοντας ποίηση, είτε μεταφράζοντάς την. Σε κάθε περίπτωση όμως, στη ζωή του δεν έκανε άλλο από το να ποιεί, να δημιουργεί μέσα από τους χώρους της τέχνης και να χαράζει το δικό του μονοπάτι στους δρόμους και τις "πλατείες" του πολιτισμού. Από όποια λοιπόν μεριά και να τον ατενίσει κανείς, ο Μπάμπης είναι ο δημιουργός, ο ποιητής. 

Εγώ να ευχαριστήσω την τύχη μου για την προσωπική γνωριμία μου μαζί του, ευχαριστώ τον αγαπημένο Γιώργο Πήττα που μέσω αυτού τον προσέγγισα,  και τον ίδιο το Μπάμπη Ζαφειράτο, για την τιμή να με συγκαταλέξει στους φίλους του, έτσι που να μη μπορώ ν’ αποφύγω και τη ματαιόδοξη σκέψη πως, «Όταν ένας τέτοιος άνθρωπος σου ανοίγει την πόρτα της καρδιάς του, κάτι στο διάβολο σωστό έχεις κάνει κι εσύ στη ζωή σου». Ε πως να το κάνουμε… δεν γίνεται να μην ισχύει! Άσχετα αν αυτό σε βάζει συνέχεια στην πρόκληση, να παραμονεύεις τον εαυτό σου σε κάθε γωνία, σαν τον Κινέζο βοηθό του Πήτερ Σέλλερς στον Ροζ Πάνθηρα.

Μπάμπη Ζαφειράτο μου, χαλάλι σου η πολυλογία της γαλιάντρας. Την αξίζεις. Θα ήθελα να γράψω κι άλλα για την ποίησή σου, κι άλλα για τα ποιήματα αυτού του βιβλίου, όμως θα το κάνω αλλιώς. Θα τα διαβάσω, θα δακτυλογραφήσω κάποια εδώ μέσα και θα εμπιστευτώ τους αναγνώστες/ακροατές μας, για τα συμπεράσματα. 

Εύχομαι το βιβλίο σου αυτό να βρει τη θέση που του αξίζει στις καρδιές των ανθρώπων, να ταξιδεύει μέσα τους εσαεί, και να το ψιθυρίζουν τα χείλη. 


ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ


Ενότητα

ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ

(1973-1974)

 

Γ

Αύριο θα με καλείς να σε αναστήσω

πόλη με τις εφτά πληγές.

Θα κείτομαι νεκρός στους σκουπιδότοπους.

Η γη -θα πεις- σε πρόσμενε

να φτάσεις ως τους πόλους της

κι εσύ ναυάγησες

στην άβυσσο του ισημερινού σου.

 

Ενότητα

ΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΤΩΝ ΤΡΕΝΩΝ

 

ΠΟΙΗΜΑ-ΣΧΟΙΝΙ

 

Σου στέλνω απόψε αυτό το ποίημα / ενώνοντας τους στίχους κόμπο

κόμπο. / Από σένα εξαρτάται / διαβάζοντάς το / να ψιθυρίζεις

προσευχές / ή / τεντώνοντάς το / στο κενό / να ακροβατήσεις.

 

«ΝΕΟΝ ΑΣΤΡΟΝ

 

Πλασιέδες κατακλύζουν το δωμάτιο

διαβάτες κάνουν βόλτα το ταβάνι.

 

Είχα μουσκέψει.

 

Σε θέση μάχης

πολιορκημένοι

από τους τοίχους και τους δρόμους.

 

Όπου να στρίψεις

ίδια στενά σε βγάζουν σε στενά.

 

Στον τέταρτο όροφο.

 

Με το ιδρωμένο σώμα μου

σανίδι

που

βουλιάζει

μες

στο

σώμα

σου.

 

 

 

 

 

 

Ενότητα

ΣΕ ΚΟΙΝΗ ΘΕΑ

 

ΜΕΤΑΦΕΡΟΜΕΘΑ

 

Κάποτε είπαμε να ξενοικιάσουμε

Τα σπίτια που μας βάραιναν

και να στοιβάξουμε τα πράγματά μας

-πράγματα λιγοστά αγορασμένα με χίλια παζάρια-

σ’ ένα μικρό φορτηγό

για τ’ άδεια προάστια.

 

Κάποτε υποσχεθήκαμε να πούμε καινούργια τραγούδια.

 

Μα κάθε πρωί

ντυνόμαστε το νέο μας δέρμα

ξυριζόμαστε με περισσή επιμέλεια

οπλιζόμαστε με αόρατες λόγχες

και σκορπάμε

σε ρημαγμένα τοπία.

 

 

 

ΣΗΜΕΙΟ ΜΗΔΕΝ (Ι)

 

Πιάνει ψιχάλα.

Όπως συχνά συμβαίνει στις αγρύπνιες μας.

 

Σημείο μηδέν.

Το όριο που διακρίνεται το ίχνος σου

να μου θυμίζει

τη μεγάλη αρτηρία του κορμιού σου.

 

Και κατεβαίνω

ψάχνοντας τα χείλη σου.

 

Δεκαοχτώ χιλιόμετρα

μιας γης

γεμάτης γούβες

και ξερόκλαδα.

 

 

ΣΗΜΕΙΟ ΜΗΔΕΝ (ΙΙ)

 

Ψηλώνει ο ήλιος

και ζεσταίνει τα ξερόκλαδα.

Όπως όχι συχνά συμβαίνει στην ψυχή μας.

 

Σημείο μηδέν.

Το όριο που χάνεται το βλέμμα μου

μέσα στο βλέμμα ενός παιδιού

σαν με κοιτάει

και τρέχει να κρυφτεί

μες στις παλάμες του.

 

Και ανεβαίνω

ψιθυρίζοντας  τα λόγια του.

 

Δεκαοχτώ χιλιόμετρα

μιας γης

γεμάτης άστρα

και κυκλάμινα.

 

 

 

 

Ενότητα

ΤΥΦΛΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

 

Αναστατώνεις τα καλούπια μου

κλονίζεις δίχως οίκτο τα θεμέλιά μου

σκάβεις κάθε μαδέρι στη σκεπή μου

κι ακόμα τα φιλιά σου με ραγίζουν.

 

Οι κάμαρές μου γίνανε χελιδονοφωλιές

τρίζουν θλιμμένα τα πατώματα.

 

Αγάπη μου

η αγάπη σου

έχει βαλθεί

να με κατεδαφίσει.

 

 

 

ΠΙΚΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

 

Απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη

κι απ’ τη γη στον ουρανό

κυνηγούν τον αποστάτη

να τον πιάσουν ζωντανό.

Νίκος Γκάτσος, Ο Κεμάλ.

 

 

Ωχρό ξυπόλητο φεγγάρι…

Κοίταξε μέσα από τα σύννεφα την πόλη.

 

Ένας κόμπος μαύρος, σαν το πετρέλαιο που κύλαγε στα σπλάχνα

αυτού του κόσμου, ανάβλυσε στην άκρη του καημού του.

 

Άλλοτε, το σχήμα της ερήμου αναριγούσε

λαμπύριζε στο χάδι του.

 

Στάθηκε λίγο κι αφουγκράστηκε.

Κανείς δεν ήταν από κάτω να το δει ούτε και να το τραγουδήσει.

Οι ερωτευμένοι δεν ορκίζονταν στο φως του, δεν το περίμεναν να

βγει και να τους ταξιδέψει, δεν θαύμαζαν τη λάμψη του,

οι ποιητές δεν το’ βαζαν χτενάκι στα μαλλιά της.

Και τα παιδιά δεν το ’χαν δίπλα τους για να τα μάθει να διαβάζουν.

 

Κι αν κάποιος πέρναγε και κοίταζε ψηλά θα το έπνιγε μες στα βαθιά

σκοτάδια των ματιών του.

Μα απόψε ο κόμπος βάρυνε σιγά σιγά, έγινε δάκρυ.

 

Απόψε οι δυο μεγάλες χαρακιές στο πρόσωπο της γης

τρέχουν τρεμάμενες και σβήνουνε

στο φλογισμένο κόρφο της θαλάσσης.

 

ΥΓ.

Γι’ αυτό άλλωστε τα μάτια των αντρών είναι σκληρά, των γυναικών

παράπονα, και των μανάδων πονεμένα.

 

Γι’ αυτό κοστίζουν ακριβά τα δάκρυα της γης, κι είναι πικρές οι

θάλασσες του κόσμου.

 

Γι’ αυτό το κλάμα των ποιητών ακατανόητο, και των παιδιών

ποτάμι βουρκωμένο.

 

20 Μαρτίου 2003. Ξημερώματα.





Βιογραφικό που υπάρχει στο βιβλίιο 


Αθήνα, 1949. Το 1977 παρουσιάζει ποιήματά του στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο ΩΡΑ. Δημοσιεύει στα ΝΕΑ και στα περιοδικά Τραμ και Τομές.

Μέλος της Θεατρικής Ομάδας Χολαργού, 1989-1989, γράφει επιθεωρήσεις και το σπονδυλωτό έργο Είδωλα, το οποίο συνσκηνοθετεί και σκηνογραφεί.

Στίχους του μελοποιεί ο Πάνος Τσαπάρας, για τον δίσκο Homo Socialis και για προσωπικό δίσκο του Δημήτρη Ψαριανού 1986,

Συνυπογράφει το σενάριο και διαβάζει κείμενά του στη μικροόυ μήκους ταινίθα Κασκαντέρ 1991, του πρόωρα χαμένου συγγραφέα Παντελή Πασχαλίδη, και μαζί μεταφράζουν Bob Dylan για αφιέρωμα της ΝΕΤ.

Ιδέες του εικονογραφεί ο Ανδρέας Ζαφειράτος (Φεστιβάλ Κόμικς Βαβέλ, 1997, 1998, 1999).

Οικονομικός αναλυτής σε πετρελαϊκή εταιρεία (1977-2009), γράφει και εκδίδει το συνδικαλιστικό (και όχι μόνο) έντυπο Παλμός. 

Επιμελήθηκε βιβλία των εκδόσεων Δίαυλος και κατασκεύασε τρεις ιστοσελιδες, με δουλειά του και έργα του Α.Ζ από το 1990 ως το 2004.



 βιογραφικό στο internet

 https://www.katiousa.gr/author/babis-zafeiratos/page/4/

Γεννήθηκε το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα. Έκτοτε σπούδασε οικονομικά και είχε την πολυτέλεια να εργαστεί και να συνταξιοδοτηθεί ευδοκίμως.Από το 2008 εμφιαλώνει καθημερινά Μποτίλιες Στον Άνεμο για ναυαγούς που θέλουν να κολυμπήσουν. Την περίοδο 2016-2017 έκανε παρουσιάσεις ταινιών στην Κινηματογραφική Λέσχη Καισαριανής «Σκοπευτήριο», στην ΟΓΕ Χολαργού - Παπάγου στον Ριζοσπάστη και στο σινεμά Αλκυονίς (όλες εδώ). Έχει συμμετάσχει με τοποθετήσεις – απαγγελίες σε μεγάλες εκδηλώσεις-αφιερώματα του Βελισσάριου Κοσσυβάκη και του Ελληνοκουβανικού Συνδέσμου Φιλίας και Αλληλεγγύης, για τον Φιντέλ εδώ και εδώ, για τον Τσε εδώ και εδώ, για την 26 Ιουλίου 1953 εδώ.

Στην Κατιούσα, από το 2017, είναι κατατεθειμένες πάνω από 200 δημοσιεύσεις του με μεταφράσεις ποιημάτων —τα περισσότερα για πρώτη φορά στα Ελληνικά— Λατινοαμερικανών ποιητών (εκτενείς παρουσιάσεις-μελέτες-αφιερώματα), αλλά και των ΠόεΝτύλανΓούντι ΓκάθριΣαίξπηρ, όπως και δικά του ποιήματαάρθρασχέδια, καθώς επίσης μεταφράσεις άρθρων και ένα μεγάλο Αφιέρωμα στην Οχτωβριανή Επανάσταση: 222 πίνακες - 32 αφίσες (12 Ενότητες) Όλες οι δημοσιεύσεις βρίσκονται στην ετικέτα Μπάμπης Ζαφειράτος.

Στις 22 Ιουνίου 2023 η συνεργασία με την Κατιούσα τερματίζεται. Τελευταία δημοσίευση στις 14/6/2023: Άλλεν Γκίνσμπεργκ: Ελεγεία Για Τον Τσε Γκεβάρα — Γεβγκένι Γεφτουσένκο: Το Κλειδί Του Κομαντάντε
  • Οι μποτίλιες εμφιαλώνονται πλέον μόνο για την Μποτίλια Στον Άνεμο και πάντα για ναυαγούς που θέλουν να κολυμπήσουν και καβαλάνε τα κύματα. Ευχαριστώ όσους ταξιδέψαμε μαζί…

 

Για το soundforwords Ελένη Μπάλιου.

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2024

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΣΙΝΟΥ- ΜΥΧΙΑ ΠΑΘΗ / Bob Marley- dreams of freedom



 

ΜΥΧΙΑ ΠΑΘΗ

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΣΙΝΟΥ



Λίγα λόγια για το βιβλίο.

 

Διάβασα το μυθιστόρημα αυτό της Ελένης Στασινού και αμέσως μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να γράψω τις εντυπώσεις μου, επειδή δεν μου συμβαίνει συχνά να κλείσω βιβλίο, με τόσο έντονα συναισθήματα . Ως απλή αναγνώστρια πάντα, καθώς δεν μπορώ να τοποθετηθώ κριτικά απέναντι σε έργο συναδέλφου, ακόμα κι αν θα είχα την ικανότητα να το κάνω.  

ΜΥΧΙΑ ΠΑΘΗ λοιπόν, με τις πικρές του αλήθειες σε ότι αφορά τα αρνητικά χαρακτηριστικά της φυλής μας. Αλήθειες όχι άγνωστες, μα πρώτη φορά μαζεμένες και τεκμηριωμένες σε τέτοιο βαθμό που δεν σου αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας γι’ αυτές. Δεν παραλείπονται ωστόσο και τα θετικά χαρακτηριστικά που μοιάζουν να ξεπετάγονται από το πουθενά, καθώς οι ίδιοι χαρακτήρες που εμφανίζουν τα πρώτα, μπορούν να εμφανίσουν και τα δεύτερα, και που τελικά δεν είναι τόσο ξαφνική η απρόσμενη εμφάνιση τους μέσα στο δυστοπικό περιβάλλον, τον τόπο και το χρόνο της αφήγησης.

Και δεν είναι ξαφνική γιατί υπήρχαν οι κρυφές εκείνες δυνάμεις, που μπόλιασαν αργά αλλά σταθερά την μεγάλη ιδέα στις ψυχές των Ελλήνων, που δεν ήταν άλλη από την ιδέα της απελευθέρωσης. Όμως αργά προχωράνε τα πράγματα πάντα προς τη συνειδητοποίηση μιας αναγκαιότητας, όπως το γράφει σε επανάληψη η συγγραφέας μας, και στο μεταξύ θυμάται κανείς πως «Οι ιστορικές αναγκαιότητες είναι αυτές που ορίζουν τα ήθη και τις συμπεριφορές των ανθρώπων» Δεν θυμάμαι που το διάβασα πριν από χρόνια, αλλά έρχεται να «κουμπώσει» με μια άλλη εκτίμηση ξένου περιηγητή της εποχής  «η πολιτισμική υστέρηση των Ελλήνων συνδέεται με το καθεστώς της υποδούλωσης και της απαξίωσης εντός της κοινωνικής ζωής που επέβαλαν οι Τούρκοι» που αναφέρει σε άρθρο του ο καθηγητής φιλοσοφίας του πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτρης Μπαλτάς. «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ»

Για να επιστρέψουμε στα «Μύχια Πάθη» της Ελένης Στασινού και να ξετυλίξουμε το κουβάρι της υπέροχης αυτής πλοκής, καθώς μέσα του, υπάρχει η ιστορία της Λητούς, μια γυναίκας από την κυρίαρχη τάξη των προυχόντων, ευνοημένη από τον ευεργέτη της που την ενέταξε σε αυτήν, αλλά φιλόδοξη, αδιάφορη σε βαθμό εγκληματικής και σκόπιμης μάλλον άγνοιας για τα βάσανα των φτωχών συμπατριωτών της, ακόμα και για τις μαζικές σφαγές τους και τις καταστροφές των πόλεων και χωριών τους. Μόνη της έγνοια, η εκδίκηση, για την απόρριψη του έρωτά της από το αντικείμενο του πόθου της, τον γιο του ευεργέτη θείου της. Μόνη της έγνοια το ξέσπασμα αυτής της εκδίκησης στη γυναίκα που αποτελεί τον άλλο πόλο, ως προς τα θετικά και αρνητικά στοιχεία των χαρακτήρων τους, την Ελένη.

Την ίδια στιγμή που οι Έλληνες σφάζονται, κυνηγούνται, τουφεκίζονται, βασανίζονται, δυστυχούν, υποφέρουν, πεινούν, από και εξαιτίας των κατακτητών, αυτή η αντί ηρωίδα του έργου, μπαίνει όλο και βαθύτερα μέσα στη σκοτεινή δίνη της εκδίκησης, που πια δεν περιορίζεται στο ένα πρόσωπο, αφού η αρρώστια της ψυχής της την ωθεί στην κατάργηση κάθε φραγμού, προκειμένου να πάρει, αυτό που θεωρεί ότι δικαιωματικά της ανήκει, τη θέση της δηλαδή σαν «κυρία» του πύργου, σαν σύζυγος, δίπλα στον αγωνιστή και ανυποψίαστο γιο του ευεργέτη της.

Κι ενώ με την καρδιά σφιγμένη παρακολουθούμε τα εγκλήματα και τις ανομίες  της να διαδέχονται το ένα το άλλο, την ίδια στιγμή οι Έλληνες, συγχυσμένοι, ανενημέρωτοι, μπερδεμένοι από τα γεγονότα, στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου, ακριβώς λίγο πριν το μακελειό του αφανισμού τους στην περιοχή, και μέχρι την τελευταία στιγμή. Η εκκλησία και οι κοτζαμπάσηδες να μη θέλουν να τα χαλάσουν με την υψηλή πύλη και τους ντόπιους πασάδες, αγάδες, εγκάθετους στα μέρη τους, στρέφονται εναντίον των πραγματικών αγωνιστών κατά της σκλαβιάς, των Κλεφτών, κατ’ απαίτηση του Σουλτάνου, ενώ  απολαμβάνουν χωρίς αιδώ την εύνοια του, εις βάρος των υπόδουλων Ελλήνων. Διαφθορά και διαπλοκές παντού, φιλοχρηματία, προδοσίες, ηθικός ξεπεσμός σε όλα τα επίπεδα, από ανθρωποποίηση ακόμα και των θυμάτων, ραγιάδων, που έχουν υιοθετήσει τα μέσα και τους τρόπους του κατακτητή για να επιβιώσουν.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό μπολιάστηκε ο σπόρος της μεγάλης ιδέας, της επανάστασης, της απελευθέρωσης, που συχνά ξεριζώθηκε ή μαράθηκε στη μία περιοχή για να ξανά βλαστήσει στην άλλη, καθώς όπως αναφέρει η Ελένη,  ούτε μία, ούτε δύο, αλλά 150 ήταν οι αποτυχημένες εξεγέρσεις των Ελλήνων κατά των Τούρκων που είχαν επιχειρηθεί τον τελευταίο αιώνα. 

Μυθιστόρημα γεμάτο εντάσεις, μυστήριο, γεγονότα κατ’ ευθείαν παρμένα από την ιστορία και τις μαρτυρίες των μελετητών της, συγγράμματα, επιστολές και μέσα της, οι ήρωες της Ελένης που ζει ο καθένας το δικό του δράμα ή θαύμα και ακολουθεί την δική του ειμαρμένη, τους οποίους με  αριστοτεχνικό τρόπο τους συνδέει με την εποχή και τα γεγονότα, να παίζουν ρόλο καθοριστικό σε αυτά, μέχρι την τελευταία σκηνή της ολοκληρωτικής εξολόθρευσης από τον Ιμπραήμ και των εφιαλτικών πέρα από κάθε άγρια φαντασία εγκλημάτων, που αυτός και ο στρατός του επιτέλεσαν.

Μέχρι τη στιγμή δηλαδή που δεν έμενε σχεδόν κανείς, ούτε από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, ούτε από τους απλούς ανθρώπους. Σχεδόν, γιατί η ιδέα, οι γραφές, τα αρχεία, τα μυστικά βιβλία και κάθε τι αφορούσε την ιδέα και τη συνέχειά της, κατάφεραν να σωθούν από τον άνθρωπο που την ευθύνη τους είχε, κατάφερε αυτός να τα σώσει,  ακολουθούμενος από τις κραυγές των σφαγμένων χιλιάδων, που δεν πρόλαβαν να σωθούν. Ενός ανθρώπου που  γνώριζε πως και τα ίδια τα παιδιά του βρέθηκαν μέσα στο χαλασμό, ανάμεσα σ’ αυτούς που σφάζονταν, κι όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να νιώσει υπερήφανος, ικανοποιημένος, επειδή δεν πέθανε σαν τον πατέρα του, επειδή έζησε κατορθώνοντας να διαφυλάξει την πνευματική περιουσία, που θα αποτελούσε τη συνέχεια του αγώνα. Ανάμεικτα τα συναισθήματα κι εδώ.

Και τελειώνει το συγκλονιστικό αυτό μυθιστόρημα της η Ελένη, με αυτή την τρομακτική καταστροφή, το μακέλεμα, το «χάλασμα» χωριών και ανθρώπινων ζωών, που ακολουθεί η ησυχία της ματωμένης ερήμωσης, τα ακίνητα αιματοβαμμένα νερά της λίμνης, και που πάνω της ταξιδεύει αθόρυβα στην αυτοσχέδια κούνια του, ένα κοιμισμένο μωρό. Το μόνο ανθρώπινο πλάσμα που δεν αντιλήφθηκε το χαμό, η μόνη ζωντανή ελπίδα που έμεινε, για να ξαναρχίσει η ζωή,  από εκεί που σταμάτησε.

Η Ελένη Στασινού, με χειρουργική ακρίβεια βήμα το βήμα, μας οδηγεί από τη γνώση των γεγονότων στην περίσκεψη και από εκεί σε αδιάκοπους συνειρμούς γύρω από το βάρος της αξίας της ανθρώπινης ζωής σε αντιπαράθεση με την αξία μιας μεγάλης, όπως η ελευθερία, ιδέας, και την θυσία ή την αυτοθυσία που λαμβάνουν χώρα κατά την πραγμάτωσή της. Μας οδηγεί όμως και σε ερωτήματα των ημερών, καθώς αναπόφευκτη είναι η σύγκριση, του παρόντος μιας ελεύθερης πατρίδας, με το παρελθόν μιας σκλαβωμένης. Και μέσα σε αυτή τη σύγκριση, υπάρχουν σημεία πολλά, πάρα πολλά, που δεν δικαιολογεί η σημερινή μας ιστορική πραγματικότητα και συνθήκη, σε ότι έχει να κάνει με την έλλειψη αρχών και στοιχείων όπως, η συμπόνια, το φιλότιμο, ο αλτρουισμός, η φιλοπατρία, η συνεννόηση, η συνεργασία, η ενσυναίσθηση. Καμιά σχέση και καμιά δικαιολογία θα έλεγα.

Ένα βιβλίο που κατά την ταπεινή μου άποψη πρέπει να πάρει τη θέση του μέσα σε κάθε ελληνικό κι όχι μόνο σπίτι, σε κάθε ιδιωτική και εθνική βιβλιοθήκη, αφού δεν πρόκειται παρά για την τραγική ιστορία της χώρας μας, ζωντανεμένη μέσα από τη μοναδική πέννα και ευαισθησία της συγγραφέα του.

Συγχαρητήρια αγαπημένη μου Ελένη, δεν ντρέπομαι να πω πως νιώθω υπερήφανη που είμαι φίλη σου, αλλά να είσαι σίγουρη, το ίδιο υπερήφανη και έκθαμβη θα ένιωθα για τη γραφή σου και το μυθιστόρημά σου αυτό, ακόμα και ως άγνωστή σου αναγνώστρια.

Καλοτάξιδα λοιπόν στις καρδιές των αναγνωστών, τωρινών και μελλοντικών με τα πλοία του χρόνου τα «Μύχια Πάθη» σου!

 

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Γιώργος Πήττας- Ο Δύων ανατέλλων και η Πανσέληνος βροχή/The Music of Cosmos: Heaven and Hell - Vangelis



 
"Άλφα" το ποίημα







Αγαπημένοι μου αναγνώστες, επειδή χρόνια πολλά έχουν περάσει από τη δημοσίευση αυτή στην Αυγή, της εντυπωσής μου από την ποιητική ανθολογία του Γιώργου Πήττα, Ο Δύων ανατέλλων και η Πανσέληνος βροχή, και τόσα χρόνια μετά, αν θυμάμαι καλά ήταν 9 Μαίου του 2000, το έργο αυτό έμεινε διαχρονικά στη σκέψη μου ως ένα από τα καλύτερα ποιητικά βιβλία από Έλληνα δημιουργό που είχα διαβάσει μέχρι τότε, και παραμένει. Ανασύρω αυτή την εντύπωση που παραμένει επίκαιρη όσο και το βιβλίο του Γ. Πήττα, απαγγέλλοντας το πιο αγαπημένο μου από το σύνολο των αγαπημένων, ποίημα του. Παρακάτω, είναι το άθρο μου στην Αυγή. Να πω ότι αυτό είναι μια περικοπή από μια εντύπωση 32 σελίδων που είχα γράψει και είχα στείλει στον δημιουργό. Ακόμα κι έτσι έτσι όμως, δίνει το στίγμα της ποιητικής του ποιότητας. 

Αυγή - Άρθρα

Με τη ματιά του αναγνώστη

              

 

 

 


Συντάκτης :


Γιώργος Πήττας, "Ο Δύων ανατέλλων και η πανσέληνος βροχή" (Εκδόσεις Λιβάνη - Νέα Σύνορα)

Της Ελένης ΜΠΑΛΙΟΥ

Είναι λοιπόν ο "Ο ΔΥΩΝ ΑΝΑΤΕΛΛΩΝ ΚΑΙ Η ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΒΡΟΧΗ" το πρώτο βιβλίο του Γιώργου Πήττα, που με τον καρδιογράφο του ακουμπισμένο στο σώμα της μνήμης φτάνει ως το άχρονο της αρχαιότητας.
"Κύματα / Χάδι ο αέρας / μάτια που βουρκώνουν / τα φωτεινά φύλλα της ελιάς. / Το χώμα μυρίζει φωτιά και κάστρα μυστικά. / Είναι παράξενες οι σκιές της Ελλάδας / βουτηγμένες στη μυθολογία, πλάστηκαν / από το μάρμαρο παρελθόν / γράμματα και λέξεις της Πατρίδας / σε γυρνάνε στην εφηβεία, / με κίνδυνο αλόγιστου μοτοσικλετιστή / που ρισκάρει το φράγμα της ζωής / διευρύνοντας / τις ταχύτητες / στο άπειρο".
Εδώ, στις στεγνωμένες πολιτείες του "νέον", "ο συνωμότης χάιδεψε την προδοσία στα μαλλιά" και "τα σημάδια διαβάζονται" στις γιγαντοαφίσσες των αγοραίων υποσχέσεων.
"Κι όμως: Ο κόσμος αλλάζει στο δάκρυ μιας Αντιγόνης.
Μιας Αντιγόνης
Αντιγόνης
Αχ!"
Το ίδιο αυτό "Αχ" με το οποίο εκφράζει τον καημό του για την προδομένη του Κύπρο
"Και τι πιο χάλκινο από ένα άστρο που έχασε τη λάμψη του;
Τι πιο θλιμμένο από ένα παιδί που έχασε τον δρόμο για το σπίτι;"
Σκέψη ασυμβίβαστη με την ιδέα του τετελεσμένου, σκέψη ακατάπαυστα οργισμένη με το θρησκευτικό δρεπάνι στο σώμα του πολιτισμού και στα θαύματα της αρχαιότητας.
Με την παράθεση της βασκανίας,
"Ο την επταπλάσιον κάμινον και την φλόγαν
την εν Βαβυλώνι
εις δρόσον μεταβαλών και τους αγίους σου τρεις παίδας σώους διαφυλάξας"..., διασαφηνίζει την ειρωνία της εκκλησιαστικής μεθοδολογίας που αποπειράται να διασκεδάσει με τον τρόπο της τα "κολασμένα", αιώνια ερωτηματικά.
"Κύριε; Πώς την αντέχεις τόση έπαρση;"
Αναφωνεί ο ποιητής. Και φυσικά απάντηση δεν παίρνει καμία, γι' αυτό και όχι άδικα αρνείται την υποταγή στις "Εσώρουχες σημαίες" που "φυλάττουν τα σύνορα της ερωτικής μας επικράτειας".
Λίγο πιο κάτω, ταξιδεύοντας στο τούνελ του χρόνου, δημιουργεί το δικό του παζλ από τα σκόρπια κομμάτια της ιστορίας.
"Αριστερά του υποβρύχιου, ήρθε και φάνηκε χλομή η Αρχαιότητα"
Κολόνες, υφάσματα, απαλά, σκάλες / Και κιούπια σφιχτά στο θυμαρίσιο μέλι".
Νυχοπατώντας, αφουγκραζόμενη τους οιωνούς των καιρών, ψάχνοντας τα σημάδια, αποκαθιστώντας το πάθος, αναζητώντας τους στόχους, επαναπροσδιορίζοντας τις αξίες, με χαμηλούς τόνους στις κραυγές των ψιθύρων και αποκαλυπτικούς σε σχέση με τα ψεύδη της ορθοδοξίας, τα εξαφανισμένα μυστικά της γης, τις παρασιωπημένες αλήθειες της διπλωματίας, προχωράει η ποίηση του Γιώργου Πήττα.
Στον επιστήθιο τάφο, "Τα υπεδάφη της ορθοδοξίας" έκλεισαν μέσα τους το αιώνιο μυστικό, που αγάπη και θυσία γέννησε η δύναμη της ζωής και η "αγιοσύνη" μπήκε στη θέση της αιώνια αποδιωγμένης μας φύσης. Ο χρόνος είναι που συναινεί στην παράφραση των αληθειών, για να παραμείνουν όλα (και μεις μαζί τους) ακίνδυνα, ελεγχόμενα, ευνουχισμένα.
"Ποτέ μου δεν αγάπησα τίποτε όσο αγάπησα εσένα, Μαγδαληνή. Για σένα ήρθα στον κόσμο αυτό και το ξέρεις".
Περνώντας τη μνήμη μου από το έργο του Ν. Καζαντζάκη "Ο τελευταίος πειρασμός", γίνεται το ερώτημα αποκάλυψη στο "Επιστήθιος τάφος" του Γιώργου Πήττα.
Σε ό,τι αφορά ολόκληρο το βιβλίο, είναι πραγματικά μεγάλο το περίσσευμα των ανείπωτων σημαντικών...


Γιώργος Πήττας

Άλφα

 

 

Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου
έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ.

 

Ανώνυμες οι λίμνες μου μέσα στην άχλη μιας νύχτας
που δε λέει να φύγει ακόμα.
Θα φύγει!

 

Μακρύκαννο πρωινό, εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου
και η σφαίρα ακόμα ταξιδεύει αποφράζοντας
τις δαιδαλώδεις αρτηρίες μου.

 

Τι θέλει ο άνθρωπος με τη στολή του δύτη
και στέκει αγνοούμενος στη μέση αυτού του κάμπου;
Γιατί είναι τόσο ξένος;

 

Γιατί κρατά ομπρέλα ανοιχτή;
Μήτε το φως έχει φανεί κι ούτε σημάδια για βροχή
έδωσε απόψε το φεγγάρι.

 

Γύρισα πέρα απ’ τον καθρέφτη
που είχε φυτρώσει εμπρός μου.
Μα να, κι άλλος, καθρέφτες πολλοί
προκύπτουν αίφνης από τη Γη
να φύγω;

 

Μ’ ένα λεβιέ ταχυτήτων στην κοιλιά
με μιαν εξάτμιση στην πλάτη
το Αραράτ καλώ εδώ, μπας και κρυφτώ
από τούτον εδώ τον ιχνηλάτη της ψυχής.

 

Άβυσσος.

 

Με μια ταξιανθία αρωμάτων και ποικιλίες μπαχαρικών
φορτωμένος
θα αμυνθώ όσο πρέπει, ώστε την κατάλληλη ώρα
συσσέπαλος να παραδοθώ, το κατά δύναμιν
άφθαρτος, έως παρθένος, στο τι με περιμένει.

 

Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου
έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ.

 

Αποσκευές μου, ένα λευκό προσόψιο και το έσχατο
των δακρύων μου, σε μικρό κουτάλι,
να μεταλάβεις, να καταλάβεις
πως ούτω εστί το νόημα των ανέμων
που έλκουν τα νερά στα ψυχονήσια
των οιωνοσκόπων εραστών.

 

Έλα κατόπιν, να με καλοστρατίσεις
γιατί αποίμαντος πορεύθηκα ως εδώ
ακούγοντας το μινύρισμα της πέτρας,
συλλέγοντας σταγόνες υγρασίας,
που κρύβουν μέσα τους τις εξομολογήσεις των άστρων.

 

εκείνο το φως που τρεμοπαίζει πάντα μου έμοιαζε τραγούδι

 

Ανώνυμες οι λίμνες μου, μέσα στην άχλη μιας νύχτας
που δε λέει να φύγει ακόμα.
Θα φύγει!

 

Διάστικτο πρωινό, διαχέεται γύρω, σαν μουσική
ενός αυλού από την ανατολή
που χρόνια πολλά πριν
χάθηκε στις χαράδρες
μ’ ακόμη αντιλαλεί.

 

Αντιλαλεί και πάει, κι ανοίγει μονοπάτια
κι όπου σκληρά της Γης, τα κάνει τύμπανα
τα βάζει στο παιχνίδι, δεν αντιστέκονται,
κρατούν ρυθμό.

 

Τι θέλει ο άνθρωπος με το σκάφανδρο
και στέκει έφεδρος της νύχτας
απέναντι από το φως;
Γιατί είναι τόσο νέος;
Γιατί κρατά δοξάρι;

 

Μήτε ο αέρας σώθηκε, μήτε ο χρόνος σταματά
κι ούτε η γλώσσα της χορδής μοιάζει να ξέρει.
Γύρισα πέρα από τα χαλάσματα
που φτιάχτηκαν μπροστά μου.

 

Τζάμια σπασμένα, υαλοθραύσματα επιρρεπή
σε μια διαρκή ειρωνεία.
Αυτή των τεθλασμένων ειδώλων.
Άφωνος στέκω μες στο βαρύτονο τοπίο.
Δεν το αντέχω πια. Να φύγω;
Μ’ ένα ποδήλατο παλιό, ποδήλατο χωρίς πετάλια
το Αραράτ καλώ εδώ μπας και κρυφτώ
από τα πετρωμένα εκείνα που μόνος μου όρισα.

 

Άβυσσος.
Με μια χρόνια ορεσιπάθεια στη ματιά,
άσωτος κρημνοβάτης, επιθυμώ
να πετάξω χαμηλά, τη βαρύτητα να διδαχθώ.

 

Αποσκευές μου, μια φιάλη σφραγιστή
φέρει εντός της, τη βροχή
που έπνιξε τις πολιτείες που διάβηκα.
Λαβέ λοιπόν, για να κριθείς.
Λαβέ για να πλυθείς και να λειτουργηθείς
κι από το σώμα μου, με το νερό αυτό
να αποβάλεις το δέρμα που απέκτησα
βαδίζοντας γυμνός, τόσον καιρό.

 

Μακρύκαννο πρωινό εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου.

 

Η σφαίρα, διέρρηξε την αορτή, πριν την καρδιά μου
αγγίξει.

 

Εκτοξεύθηκε, άνοιξε, φώτισε και γιόρτασε τον ουρανό μου
ίσαμε που ’σβησε. Πυροτέχνημα.

 

Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου,
έτσι κι αλλιώς πρώτη φορά τις περπατώ
Πλησίστιος, πλησιφαής κι όμως μεσίστιος, ρωτώ:

 

Τι θέλει ο άνθρωπος και στέκει έμβρυος
στη μέση αυτού του κόσμου;

 

Γιατί χαμογελάει πλάθοντας τις οδύνες του
βαφτίζοντάς τες μοίρα;

 

Δεν κρατάει τίποτα.
Τίποτα δεν κρατάει.

 

Με τα χέρια στην έκταση ανοιχτά
μοιάζει να χορεύει συνέχεια
ανάμεσα στο πλήθος, να διαπερνά τα σώματα
και αενάως να διαφεύγει τον κίνδυνο που ονομάζει
εγκλωβισμό.
Έμβρυος. Κι ωστόσο το βλέμμα του
γερνάει ολοταχώς, τόσο, που κάποτε
μοιάζει με νύχτα.

 

Βρέφος, το απροσπέλαστο, πονάει ακόμα
σε κείνο το πλευρό που ο Θεός του πήρε.

 

Μακρύκαννο πρωινό;
Εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου;
Ποτέ δεν κατάλαβα ότι για χρόνια πολλά, περπατούσα
ανάμεσα στις μικρές χαραμάδες που αφήνουν
οι από αιώνες συγκολλημένες πέτρες.

 

Η λάσπη έγινε χώμα ξερό, θρυμματίζεται στο πέρασμά μου.
Ο τοίχος όμως αντέχει.

 

Τόσοι σεισμοί, τόσες ξηρασίες, και περπατώντας ανάμεσα
δεν ένιωσα ποτέ την παραμικρή μετατόπιση.

 

Από πέτρα σε πέτρα, ανακάλυπτα κάποιες φορές πράγματα
καινούρια, ασήμαντα, άλλοτε αδιάφορα κι άλλοτε
ικανά να βάζουν την καρδιά μου σ’ έναν ταχύπαλμο
ρυθμό:

 

Ένα ξερό κλαδάκι,
ένα πέταλο από αρχαίο τριαντάφυλλο
λίγη χρυσόσκονη, κάποιο νήμα μεταξιού
μια πεταλίδα σκονισμένη και στεγνή να θυμάται
παφλασμούς.

 

Μακρύκαννο πρωινό;
Εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου;

 

Ποια να ’ναι η αλήθεια; Τι είναι η αλήθεια;
Τι υπάρχει μετά το κλέος της παραβίασης κάποιων ορίων;
Τι θα πει όφελος, σκοπός, έργο Τι είναι θυμάμαι;
Και τι είναι γνωρίζω;
Τι είναι αυτό και κείνο και τ’ άλλο;
γιατί ρωτάω;

 

γιατί οι απαντήσεις δεν παίζουν κανένα ρόλο;
Τι ζωγραφίζει τις τροχιές μας;

 

Τι μας νοιάζει;
Σε ποιο έγκλημα συμπράττω;
όταν αποσύρω το βλέμμα μου από τους καθρέφτες;
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου,
έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ
καθώς, ποτέ δεν έφυγα από τις χαραμάδες.

 

Τώρα, που μάζεψα τόσους ίσκιους
που γέμισα το σάκο μου βροχές
μπορώ να κοιμηθώ
μπορώ και να κινήσω.

 

«Ο την επταπλάσιον κάμινον και την φλόγαν
την εν Βαβυλώνι
εις δρόσον μεταβαλών
και τους αγίους σου τρεις παίδας
σώους διαφυλάξας»*

 

Κύριε; Πώς την αντέχεις τόση Έπαρση;
Τι εκπυρσοκρότησες την Πρώτη του Χρόνου;

Ωμέγα.

 

*από τους εξορκισμούς του Αγιασματαρίου της Ορθόδοξης εκκλησίας


*Ευχαριστώ για τη διάθεση του κειμένου ηλεκτρονικά, την ιστοσελίδα "Μποτίλια Στον Άνεμο" του  Μπάμπη Ζαφειράτου. 

Για το soundforwords, Ελένη Μπάλιου.