Συντάκτης :
Γιώργος Πήττας, "Ο
Δύων ανατέλλων και η πανσέληνος βροχή" (Εκδόσεις Λιβάνη - Νέα Σύνορα)
Της Ελένης ΜΠΑΛΙΟΥ
Είναι λοιπόν ο "Ο ΔΥΩΝ ΑΝΑΤΕΛΛΩΝ ΚΑΙ Η ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΒΡΟΧΗ" το πρώτο
βιβλίο του Γιώργου Πήττα, που με τον καρδιογράφο του ακουμπισμένο στο σώμα
της μνήμης φτάνει ως το άχρονο της αρχαιότητας.
"Κύματα / Χάδι ο αέρας / μάτια που βουρκώνουν / τα φωτεινά φύλλα της
ελιάς. / Το χώμα μυρίζει φωτιά και κάστρα μυστικά. / Είναι παράξενες οι σκιές
της Ελλάδας / βουτηγμένες στη μυθολογία, πλάστηκαν / από το μάρμαρο παρελθόν
/ γράμματα και λέξεις της Πατρίδας / σε γυρνάνε στην εφηβεία, / με κίνδυνο
αλόγιστου μοτοσικλετιστή / που ρισκάρει το φράγμα της ζωής / διευρύνοντας /
τις ταχύτητες / στο άπειρο".
Εδώ, στις στεγνωμένες πολιτείες του "νέον", "ο συνωμότης
χάιδεψε την προδοσία στα μαλλιά" και "τα σημάδια διαβάζονται"
στις γιγαντοαφίσσες των αγοραίων υποσχέσεων.
"Κι όμως: Ο κόσμος αλλάζει στο δάκρυ μιας Αντιγόνης.
Μιας Αντιγόνης
Αντιγόνης
Αχ!"
Το ίδιο αυτό "Αχ" με το οποίο εκφράζει τον καημό του για την προδομένη
του Κύπρο
"Και τι πιο χάλκινο από ένα άστρο που έχασε τη λάμψη του;
Τι πιο θλιμμένο από ένα παιδί που έχασε τον δρόμο για το σπίτι;"
Σκέψη ασυμβίβαστη με την ιδέα του τετελεσμένου, σκέψη ακατάπαυστα οργισμένη
με το θρησκευτικό δρεπάνι στο σώμα του πολιτισμού και στα θαύματα της
αρχαιότητας.
Με την παράθεση της βασκανίας,
"Ο την επταπλάσιον κάμινον και την φλόγαν
την εν Βαβυλώνι
εις δρόσον μεταβαλών και τους αγίους σου τρεις παίδας σώους
διαφυλάξας"..., διασαφηνίζει την ειρωνία της εκκλησιαστικής μεθοδολογίας
που αποπειράται να διασκεδάσει με τον τρόπο της τα "κολασμένα",
αιώνια ερωτηματικά.
"Κύριε; Πώς την αντέχεις τόση έπαρση;"
Αναφωνεί ο ποιητής. Και φυσικά απάντηση δεν παίρνει καμία, γι' αυτό και όχι
άδικα αρνείται την υποταγή στις "Εσώρουχες σημαίες" που
"φυλάττουν τα σύνορα της ερωτικής μας επικράτειας".
Λίγο πιο κάτω, ταξιδεύοντας στο τούνελ του χρόνου, δημιουργεί το δικό του
παζλ από τα σκόρπια κομμάτια της ιστορίας.
"Αριστερά του υποβρύχιου, ήρθε και φάνηκε χλομή η Αρχαιότητα"
Κολόνες, υφάσματα, απαλά, σκάλες / Και κιούπια σφιχτά στο θυμαρίσιο
μέλι".
Νυχοπατώντας, αφουγκραζόμενη τους οιωνούς των καιρών, ψάχνοντας τα σημάδια,
αποκαθιστώντας το πάθος, αναζητώντας τους στόχους, επαναπροσδιορίζοντας τις
αξίες, με χαμηλούς τόνους στις κραυγές των ψιθύρων και αποκαλυπτικούς σε
σχέση με τα ψεύδη της ορθοδοξίας, τα εξαφανισμένα μυστικά της γης, τις
παρασιωπημένες αλήθειες της διπλωματίας, προχωράει η ποίηση του Γιώργου
Πήττα.
Στον επιστήθιο τάφο, "Τα υπεδάφη της ορθοδοξίας" έκλεισαν μέσα τους
το αιώνιο μυστικό, που αγάπη και θυσία γέννησε η δύναμη της ζωής και η
"αγιοσύνη" μπήκε στη θέση της αιώνια αποδιωγμένης μας φύσης. Ο
χρόνος είναι που συναινεί στην παράφραση των αληθειών, για να παραμείνουν όλα
(και μεις μαζί τους) ακίνδυνα, ελεγχόμενα, ευνουχισμένα.
"Ποτέ μου δεν αγάπησα τίποτε όσο αγάπησα εσένα, Μαγδαληνή. Για σένα ήρθα
στον κόσμο αυτό και το ξέρεις".
Περνώντας τη μνήμη μου από το έργο του Ν. Καζαντζάκη "Ο τελευταίος
πειρασμός", γίνεται το ερώτημα αποκάλυψη στο "Επιστήθιος
τάφος" του Γιώργου Πήττα.
Σε ό,τι αφορά ολόκληρο το βιβλίο, είναι πραγματικά μεγάλο το περίσσευμα των
ανείπωτων σημαντικών...
Γιώργος Πήττας Άλφα Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ. Ανώνυμες οι λίμνες μου μέσα στην άχλη μιας νύχτας που δε λέει να φύγει ακόμα. Θα φύγει! Μακρύκαννο πρωινό, εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου και η σφαίρα ακόμα ταξιδεύει αποφράζοντας τις δαιδαλώδεις αρτηρίες μου. Τι θέλει ο άνθρωπος με τη στολή του δύτη και στέκει αγνοούμενος στη μέση αυτού του κάμπου; Γιατί είναι τόσο ξένος; Γιατί κρατά ομπρέλα ανοιχτή; Μήτε το φως έχει φανεί κι ούτε σημάδια για βροχή έδωσε απόψε το φεγγάρι. Γύρισα πέρα απ’ τον καθρέφτη που είχε φυτρώσει εμπρός μου. Μα να, κι άλλος, καθρέφτες πολλοί προκύπτουν αίφνης από τη Γη να φύγω; Μ’ ένα λεβιέ ταχυτήτων στην κοιλιά με μιαν εξάτμιση στην πλάτη το Αραράτ καλώ εδώ, μπας και κρυφτώ από τούτον εδώ τον ιχνηλάτη της ψυχής. Άβυσσος. Με μια ταξιανθία αρωμάτων και ποικιλίες μπαχαρικών φορτωμένος θα αμυνθώ όσο πρέπει, ώστε την κατάλληλη ώρα συσσέπαλος να παραδοθώ, το κατά δύναμιν άφθαρτος, έως παρθένος, στο τι με περιμένει. Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ. Αποσκευές μου, ένα λευκό προσόψιο και το έσχατο των δακρύων μου, σε μικρό κουτάλι, να μεταλάβεις, να καταλάβεις πως ούτω εστί το νόημα των ανέμων που έλκουν τα νερά στα ψυχονήσια των οιωνοσκόπων εραστών. Έλα κατόπιν, να με καλοστρατίσεις γιατί αποίμαντος πορεύθηκα ως εδώ ακούγοντας το μινύρισμα της πέτρας, συλλέγοντας σταγόνες υγρασίας, που κρύβουν μέσα τους τις εξομολογήσεις των άστρων. εκείνο το φως που τρεμοπαίζει πάντα μου έμοιαζε τραγούδι Ανώνυμες οι λίμνες μου, μέσα στην άχλη μιας νύχτας που δε λέει να φύγει ακόμα. Θα φύγει! Διάστικτο πρωινό, διαχέεται γύρω, σαν μουσική ενός αυλού από την ανατολή που χρόνια πολλά πριν χάθηκε στις χαράδρες μ’ ακόμη αντιλαλεί. Αντιλαλεί και πάει, κι ανοίγει μονοπάτια κι όπου σκληρά της Γης, τα κάνει τύμπανα τα βάζει στο παιχνίδι, δεν αντιστέκονται, κρατούν ρυθμό. Τι θέλει ο άνθρωπος με το σκάφανδρο και στέκει έφεδρος της νύχτας απέναντι από το φως; Γιατί είναι τόσο νέος; Γιατί κρατά δοξάρι; Μήτε ο αέρας σώθηκε, μήτε ο χρόνος σταματά κι ούτε η γλώσσα της χορδής μοιάζει να ξέρει. Γύρισα πέρα από τα χαλάσματα που φτιάχτηκαν μπροστά μου. Τζάμια σπασμένα, υαλοθραύσματα επιρρεπή σε μια διαρκή ειρωνεία. Αυτή των τεθλασμένων ειδώλων. Άφωνος στέκω μες στο βαρύτονο τοπίο. Δεν το αντέχω πια. Να φύγω; Μ’ ένα ποδήλατο παλιό, ποδήλατο χωρίς πετάλια το Αραράτ καλώ εδώ μπας και κρυφτώ από τα πετρωμένα εκείνα που μόνος μου όρισα. Άβυσσος. Με μια χρόνια ορεσιπάθεια στη ματιά, άσωτος κρημνοβάτης, επιθυμώ να πετάξω χαμηλά, τη βαρύτητα να διδαχθώ. Αποσκευές μου, μια φιάλη σφραγιστή φέρει εντός της, τη βροχή που έπνιξε τις πολιτείες που διάβηκα. Λαβέ λοιπόν, για να κριθείς. Λαβέ για να πλυθείς και να λειτουργηθείς κι από το σώμα μου, με το νερό αυτό να αποβάλεις το δέρμα που απέκτησα βαδίζοντας γυμνός, τόσον καιρό. Μακρύκαννο πρωινό εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου. Η σφαίρα, διέρρηξε την αορτή, πριν την καρδιά μου αγγίξει. Εκτοξεύθηκε, άνοιξε, φώτισε και γιόρτασε τον ουρανό μου ίσαμε που ’σβησε. Πυροτέχνημα. Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου, έτσι κι αλλιώς πρώτη φορά τις περπατώ Πλησίστιος, πλησιφαής κι όμως μεσίστιος, ρωτώ: Τι θέλει ο άνθρωπος και στέκει έμβρυος στη μέση αυτού του κόσμου; Γιατί χαμογελάει πλάθοντας τις οδύνες του βαφτίζοντάς τες μοίρα; Δεν κρατάει τίποτα. Τίποτα δεν κρατάει. Με τα χέρια στην έκταση ανοιχτά μοιάζει να χορεύει συνέχεια ανάμεσα στο πλήθος, να διαπερνά τα σώματα και αενάως να διαφεύγει τον κίνδυνο που ονομάζει εγκλωβισμό. Έμβρυος. Κι ωστόσο το βλέμμα του γερνάει ολοταχώς, τόσο, που κάποτε μοιάζει με νύχτα. Βρέφος, το απροσπέλαστο, πονάει ακόμα σε κείνο το πλευρό που ο Θεός του πήρε. Μακρύκαννο πρωινό; Εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου; Ποτέ δεν κατάλαβα ότι για χρόνια πολλά, περπατούσα ανάμεσα στις μικρές χαραμάδες που αφήνουν οι από αιώνες συγκολλημένες πέτρες. Η λάσπη έγινε χώμα ξερό, θρυμματίζεται στο πέρασμά μου. Ο τοίχος όμως αντέχει. Τόσοι σεισμοί, τόσες ξηρασίες, και περπατώντας ανάμεσα δεν ένιωσα ποτέ την παραμικρή μετατόπιση. Από πέτρα σε πέτρα, ανακάλυπτα κάποιες φορές πράγματα καινούρια, ασήμαντα, άλλοτε αδιάφορα κι άλλοτε ικανά να βάζουν την καρδιά μου σ’ έναν ταχύπαλμο ρυθμό: Ένα ξερό κλαδάκι, ένα πέταλο από αρχαίο τριαντάφυλλο λίγη χρυσόσκονη, κάποιο νήμα μεταξιού μια πεταλίδα σκονισμένη και στεγνή να θυμάται παφλασμούς. Μακρύκαννο πρωινό; Εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου; Ποια να ’ναι η αλήθεια; Τι είναι η αλήθεια; Τι υπάρχει μετά το κλέος της παραβίασης κάποιων ορίων; Τι θα πει όφελος, σκοπός, έργο Τι είναι θυμάμαι; Και τι είναι γνωρίζω; Τι είναι αυτό και κείνο και τ’ άλλο; γιατί ρωτάω; γιατί οι απαντήσεις δεν παίζουν κανένα ρόλο; Τι ζωγραφίζει τις τροχιές μας; Τι μας νοιάζει; Σε ποιο έγκλημα συμπράττω; όταν αποσύρω το βλέμμα μου από τους καθρέφτες; Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου, έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ καθώς, ποτέ δεν έφυγα από τις χαραμάδες. Τώρα, που μάζεψα τόσους ίσκιους που γέμισα το σάκο μου βροχές μπορώ να κοιμηθώ μπορώ και να κινήσω. «Ο την επταπλάσιον κάμινον και την φλόγαν την εν Βαβυλώνι εις δρόσον μεταβαλών και τους αγίους σου τρεις παίδας σώους διαφυλάξας»* Κύριε; Πώς την αντέχεις τόση Έπαρση; Τι εκπυρσοκρότησες την Πρώτη του Χρόνου; Ωμέγα.
*από τους εξορκισμούς του Αγιασματαρίου της Ορθόδοξης εκκλησίας
*Ευχαριστώ για τη διάθεση του κειμένου ηλεκτρονικά, την ιστοσελίδα "Μποτίλια Στον Άνεμο" του Μπάμπη Ζαφειράτου. Για το soundforwords, Ελένη Μπάλιου.
|