Είχα τη χαρά και την τιμή να γνωρίσω τη Χριστίνα Οικονομίδου στο χώρο του Μικρού Πολυτεχνείου. Η Χριστίνα δίδασκε και διδάσκει σε αυτό, δημιουργική γραφή και μυθοπλασία. Μέχρι τη στιγμή που εντάχτηκα σε κάποιο της τμήμα δεν είχα ιδέα για την δουλειά της με τις ομάδες, όπως άλλωστε και για τη δουλειά των περισσοτέρων καθηγητών, ο ρόλος μου εκεί πέρα ήταν άλλος. Το πρώτο σεμινάριο που παρακολούθησα με συντονίστρια την ίδια ήταν αυτό της δημιουργικής γραφής, ήταν σύντομο και δεν το ευχαριστήθηκα πολύ, καθώς μόλις είχα ανακαλύψει τη χαρά της επιτόπου εξωτερίκευσης των σκέψεων και συναισθημάτων σου και τις άμεσες αντιδράσεις. Γι' αυτό κι όταν την επόμενη διδακτική περιόδο η Χριστίνα ανέλαβε να διδάξει μυθοπλασία, που ήταν ένα πολύμηνο σεμινάριο, έτρεξα από τους πρώτους να ενταχτώ σ' αυτό καθώς η εμπειρία μου από το πρώτο, με είχε αφήσει με τις καλύτερες εντυπώσεις αλλά όχι χορτασμένη από την συνυπαρξή μου με μια συγγραφική ομάδα κάτω από την διακριτική της καθοδήγηση. Η ομάδα θυμάμαι πέταγε, σε όλη τη διάρκεια του σεμινάριου, ακούγαμε τα μυθιστορήματα σε συνέχειες από εβδομάδα σε εβδομάδα, την κάθε φορά κι από δυο ή τρεις που διάβαζαν, ανάλογα πόσο μας έπαιρνε η ώρα, και ήταν ιστορίες και αφηγήσεις η μια καλύτερη από την άλλη, τόσο δυνατή ομάδα, πραγματικά σε άφηνε με την αδημονία της επόμενης συνάντησης για να ακούσεις τη συνέχεια της ιστορίας που έγραφαν. Με το μαγικό της ραβδί η Χριστίνα και χωρίς να μιλάει πολύ, σχεδόν καθόλου, μας έκανε να ξεπερνάμε τους εαυτούς μας και τώρα που το σκέπτομαι όλο αυτό, το προκαλούσε το εκτόπισμα αυτής της σιωπηλής και συγκεντρωμένης επάνω μας φιγούρας, που παρακολουθούσε την εξέλιξη του εγχειρήματος, στην ουσία που την προκαλούσε.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Εγώ έπαψα να εργάζομαι στο χώρο και κατα συνέπεια έπαψα και να συναντιέμαι με τη Χριστίνα τα βράδια, αλλά δεν έπαψα ποτέ να την παρακολουθώ σαν δημιουργό, σαν ποιήτρια. Αλλά η Χριστίνα ανήκει σε κείνη την κατηγορία των ποιητών που ο άνθρωπος είναι ο ποιητής, η κατηγορία εκείνη δηλαδή που πάντα και μόνο μου τραβούσε το ενδιαφέρον, αφού σημασία δεν είχε ποτέ τι λέει κανείς ή πόσο όμορφα τεχνικά μπορεί να το έχει προβάλει, αλλά πόσο το εννοεί αυτό που λέει, για μένα τουλάχιστον. Την εκτιμώ λοιπόν και τη θαυμάζω σαν άνθρωπο πάνω απ' όλα. Σήμερα η αγαπημένη μου Χριστίνα έχει τα γενεθλιά της κι αυτό το μικρό αφιέρωμα αποτελεί μια πρώτη προσέγγιση στο blog εδώ, της ποιητικής της, με ποιήματα από το βιβλίοο της "Matthew και Sirley", όχι αρκετό για να σχηματίσει κανείς μια πλήρη εικόνα από τη συνολική αξιόλογη δουλειά της, αρκετή όμως για να της δείξω με αυτό το τρόπο την αγάπη μου και να της ευχηθώ μακροζωία, ευτυχία, εμπνευση και δημιουργική συνέχεια.
Για τη δουλειά της επι του συνόλου και τα έργα της θα επιστρέψω με ειδικό αφιέρωμα σύντομα σχετικά, μετά από την απαραίτητη μελέτη.
Από το βιογραφικό του βιβλίου της.
Η Χριστίνα Οικονομίδου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στο Μόναχο και στην Αθήνα. Γράφει, μεταφράζει και επιμελείται λογοτεχνιά και θεωρητικά κείμενα, ενώ άρθρα κείμενα και βιβλιοκρισίες της δημοσιεύονται τακτικτά στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Είναι η αρχισυντάκτρια στην εκπομπή για το βιβλίο "Άξιον εστί" του Βασίλη Βασιλικού και διευθύνει το μηνιαίο free press περιοδικό για το βιβλίο index. Διδάσκει επίσης, Δημιουργική Γραφή στο Μικρό Πολυτεχνείο.
Έχει εκδώσει δύο βιβλία ποίησης, (περισσότερα πια τώρα) Η Γυναίκα και το Δέντρο της Σιωπής/ Μύθοι και Ωδίνες (Απόπειρα 1994) και Χειρονονομίες της Αισθητικής (Απόπειρα, 1997), καθώς και 15 μη λογοτεχνικά βιβλία.
Διηγηματά της περιλαμβάνονται στις συλλογές Κοκτέιλ μολότοφ (Κοχλίας 2003) και Νάνι, τ' άνθι των ανθών: Ωδή στη μητέρα (Ίνδικτος 2005)
Matthew Και Sirley (Απόπειρα, 2009)
αποσπάσματα
ΕΙΔΑ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΟΥ
ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΣΕΙΡΑ
ΑΠΟ δάκρυα
Όμορφα δάκρυα, ταριχευμένα
από εκείνα που αφήνουν
μια γοητευτική πατίνα
έναν ίσκιο καλλωπιστικό
πίσω απ' τις κόρες των ματιών
χωρίς καμιά αξίωση
στην υγρασία καθεαυτή.
Τα έγλυψα πολλές φορές
τα γυάλισα
και έπειτα τα χάρισα
στα όνειρα των άλλων.
Κι αν είναι οι μασχάλες μου
πρησμένες απ' το κλάμα
δεν έχουν ύφος περισπούδαστο
ούτε όμως και ουσία πολύτιμη
ένας αδένας που λυσσομανά
παράταιρα
και κάπου κάπου
ξεχειλίζει.
Α, ναι, δεν το αρνούμαι:
Αυτή η ιδιοτροπία μου
στολίζει την ανάσα
και το φύλο μου.
Η γλώσσα των δακρύων
είναι άλλωστε σκληρή
όσο και γενναιόδωρη...
κανείς
δεν θα γευτεί
την απουσία σου.
46
Θα πεθάνω, είπε,
και ύστερα φόρεσε ένα μακό
κι ένα τριμμένο τζιν
και βγήκε έξω.
Ο αέρας έσερνε τα φύλλα
στο μπαλκόνι,
στους δρόμους σκόνη
με μεγάλωνε,
σαν να' μουν δέντρο
άγνωστης φυλής.
Να φύγω, σκέφτηκα,
να γίνω άγαλμα
μακριά από τον πόθο και την ενοχή
να ξεμπερδέψω με την υστεροφημία μου
σ' ένα μουσείο λαϊκής πορνογραφίας,
να ξεπαστρέψω και τους έρωτες και τα μελλούμενα
σ' ένα συκώτι μουλιασμένο στο αλκοόλ.
Μα τότε γύρισε και είπε: Θα με ψάχνεις·
και βάλθηκα να τρέχω
πίσω απ' το μακό και τα σχισμένα τζιν.
Κάθε που άγγιζα ,
ένα καινούργιο σώμα
έκανε έρωτα στη νοσταλγία μου·
ένας τριγμός από ανάσες, νανουρίσματα
και παραμιλητά
μ' άφηνε ξέπνοη ανάμεσα
σε σκέλη ξένα και φοβιστικά.
Κάποτε πάλι μ' έλουζε
με τη γλυκύτητα του μέλλοντος
που ξεχρεώνει στην εφηβεία του,
και βυθιζόμουν
σε μια προφητεία
εξωφρενική.
Πέρασαν χρόνια
ώσπου να ερμηνεύσω
τα συμπτώματα.
Τόσα
που έπαψα
να είμαι πια
εγώ.
52
Δες που φοβάσαι
το φθαρτό...
εσύ που γράφεις σε σειρές
10101100...
τις εκδοχές
του Παραδείσου
που ξημερώνεσαι
φυσώντας ώρες, μέρες
ηλεκτρονικές
σαν να'ταν τα κεράκια
αστράκια
στο γενέθλιό σου σύμπαν.
Ένα τηλέφωνο χτυπά
και επιστρέφεις
σε πανάρχαιες αγωνίες
-ίσως δεν έχεις τίποτα να δώσεις
για να εξιλεωθείς-
η εικόνα μιας καταστροφής
και σε στενεύει
το μεταλλικό σου δέρμα...
Κι όμως, οι αισθητήρες μας δεν παύουν
να θερίζουν, όπως πριν,
χρώματα, νότες, λέξεις
ικανές
να εγγράψουν την αδυναμία
της εκπλήρωσής μας.
μια άποψη του Ντελφτ απ' τον Βερμέερ
ένα πρελούδιο του Μπαχ
μια άρια αγνώστου εποχής,
ο στίχος που έμεινε μισ
(ός
άγγελοι τερερίζουν
στις καρδιές
των αγαλμάτων)
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που σε στενοχωρεί,
η παραποίηση ή μήπως η προοπτική;
ότι δεν είναι δυνατό
-ακόμα και ως μετακείμενο-
να υπερβούμε
την ανάγνωσή μας.
54
Και αυτό μας φέρνει στο σημείο που
καθένας ερμηνεύει
μ' άλλον τρόπο
τις ίδιες ποροσδοκίες, τις απαγορεύσεις,
τις αναξιοπρέπειες, τα λάθη και τ' αγγίγματα
το χρώμα την αφή τη σκόνη
το σώμα, την ψυχή
και την ορθογραφία
αυτής που συμφωνήσαμε να ονομάζουμε
Ζήτα, Ωμέγα, Ητα (ή μήπως Ήττα;)
σφίγγοντας τους κανόνες και τα αισθήματα
με πάθος γύρω από το λαιμό της
για να της εκμαιεύσουμε
μια τελευταία
-κάθε φορά-
κουβέντα,
ένα σχόλιο
που να μας αφορά
αποκλειστικά
ως το ελάχιστο αντίτιμο
για την αδιαφορία
μιας πραγματικότητας
κονής
(που ενδεχομένως να έχουμε μονάχα
επινοήσει).
5. ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Δεν μπορεί, σκέφτηκα,
σ' αυτό το σπίτι που αναπνέει δύσκολα
θα υπάρχει ένα βρέφος
που θα πασαλείβει τα χεράκια του με κρέμα
κι έπειτα θα σκουπίζει επάνω του
την ένδεια
που συγκρατεί μαζί την οικογένεια
θα εξιστορείται εδώ
μια νεαρή γυναίκα, όμορφη ίσως
αλλά και πρώιμα κουρασμένη
από την γκρίνια του βιοπορισμού,
από τον έρωτα
στα μπροστινά καθίσματα ενός αυτοκινήτου.
Έτσι έγινε
και σ' επινόησα
μια μέρα θεραπεύσιμη
που μύριζε ρυζόγαλο
και ξέβραζε κουβέντες και καυγάδες και στοργή
-μια ολόκληρη ζωή σ' ελάχιστες στιγμές,
ώσπου να προσπεράσω
τις εργατικές ξεδοντιασμένες κατοικίες.
Δεν ήταν δύσκολο,
σε πήρα και σε εγκατέστησα
απένταντί μου
για να' χω επιτέλους κάποιον
να λυπάμαι, να ζηλεύω
κάποιον με μυστική ζωή
που να μην είναι τόσο ευάλωτη
στη μνήμη.