"Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της"
C.B

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

Αργυρώ Μουδάτσου Βαλαδώρου (Σύλβια) / the balm of poetry




Η Αργυρώ Μουδάτσου Βαλαδώρου, ή αλλιώς «Σύλβια» και για τους πιο κοντινούς της ανθρώπους Ρούλη, έζησε ήσυχα, αθόρυβα, δουλεύοντας ακατάπαυστα σαν το μερμήγκι στα έργα της, που ήταν τόσο εικαστικά όσο και συγγραφικά/ποιητικά. Υπήρξε μια πολύ σημαντική παρουσία στο χώρο της τέχνης, αν κάνετε έναν κόπο να ανοίξετε το link που έχω αντιγράψει παρακάτω θα δείτε περισσότερες λεπτομέρειες. Εγώ εδώ θα κάνω μια σύντομη αναφορά στη γνωριμία μου μαζί της και τις εντυπώσεις που μου άφησε.

Πεντέξι αντίτυπα του βιβλίου της «τα βότσαλα» βρέθηκαν στα χέρια μου από την ίδια, το 2002 εφόσον ανέλαβα την ευθύνη να το δωρίσω σε φίλους και γνωστούς που αγαπούν την ποίηση, στην Πάρο και στην Αθήνα.
Ενήργησε όπως κάθε γνήσιος καλλιτέχνης που κύρια τον ενδιαφέρει η απεύθυνση και η επικοινωνία του έργου του.
Δώρισα τα βιβλία της στο μικρό κύκλο των γνωστών μου και κράτησα ένα για μένα.
Θα πρέπει εδώ να σας ομολογήσω ότι δεν μου αρέσουν οι «τιμήν» μαζώξεις. Θεωρώ ότι ένας μικρός κύκλος μυημένων στα συγγραφικά κυκλώματα με τις χάρες και τις πισωμαχαιριές αλλά κυρίως με την πρόσβαση εκεί που ένας παντελώς άγνωστος καλλιτέχνης δεν έχει, στηρίζουν αλλήλους προσπαθώντας να διατηρήσουν μιαν Ελιτ που αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα ανανέωσης προσώπων και περιεχομένων. Όσάκις έτυχε να παραβρεθώ σε μαζώξεις «προς τιμήν» νόμιζα πως ο χώρος έχει πολλά κουνούπια και όλα ήρθαν καταπάνω μου. Ο αέρας ήταν πολύ αραιός. Η ζέστη μου φαινόταν αφόρητη ακόμα και μέσα στο χειμώνα. Το στομάχι μου ένα βαθύ άδειο πηγάδι που ότι έπεφτε μέσα έκανε πολύ ώρα να φτάσει στον πάτο και όταν έφτανε, ένας ξερός ήχος με χτυπούσε, ήχος που μαρτυρούσε την έλλειψη νερού κι οξυγόνου.
(Μια μοναδική στιγμή «τιμής ένεκεν» βίωσα κι εγώ στα όσα χρόνια υπάρχω γράφοντας, και είχα θυμάμαι συμπεριφερθεί παντελώς ηλίθια, όντας έξω από τα νερά μου. Μου το επισήμανε κι ο φίλος που είχε αναλάβει να παρουσιάσει τη δουλειά μου).
Τη βραδιά εκείνη του 2002 στο Δρυο της Πάρου, μην έχοντας άλλη εναλλακτική, πήγα στην «προς τιμήν» εκδήλωση, καλεσμένη από τα μέλη ενός συλλόγου που λεγόταν «Οι φίλοι του Δρυού»
Έγινε μια εισαγωγή από την διοργανώτρια της βραδιάς με αναφορές στο Πρόσωπο και το έργο της Αργυρώς Βαλαδώρου «Σύλβια». Πίσω της σε μια καρέκλα καθόταν μια κυρία μεγάλης ηλικίας, με τα μάτια της βουρκωμένα και καρφωμένα πάνω στην ομιλήτρια, με ένα αμυδρό χαμόγελο χαράς στα χείλη, και βαθιές ρυτίδες  πόνου γύρω από το στόμα και τα μάτια της.
Βγήκα από το πηγάδι με τη μία και άρχισα να παρατηρώ με ενδιαφέρον το πρόσωπο. Δεν έβρισκα την ώρα και τη στιγμή να τελειώσει η ομιλήτρια τον πομπώδη λόγο της για να ακούσω την ποιήτρια να μιλάει, ήθελα ν’ ακούσω τη φωνή της, ήθελα πάραυτα να διαβάσω ποίημα της.
Οτιδήποτε άλλο διαδραματίστηκε εκείνη τη  βραδιά στο περιβολάκι του Δρυού μου ήταν αδιάφορο, εκτός από την ίδια τη Σύλβια, που έστεκε πίσω από την ομιλήτρια σεμνή και συγκινημένη. Έτσι ήσυχη και ντροπαλή παρέμεινε μέχρι το τέλος της βραδιάς. Μέσα σε ένα δωματιάκι που βρισκόταν στην ίδια αυλή, μαγαζάκι με είδη δώρων, ήταν τα βιβλία της για πώληση και κατευθύνθηκα με τη μία εκεί. Κάθισα και διάβασα επί τόπου «τα βότσαλα». Μέχρι να τελειώσουν οι χαιρετούρες και να φύγει ο κόσμος το είχα διαβάσει. Το είχα ακουμπήσει στην καρδιά μου.

Το θάνατο της ποιήτριας το 2014 δεν τον πληροφορήθηκα παρά μόνο σήμερα, που έψαχνα στο ίντερνετ κάποια επίσημα στοιχεία για την ίδια και την τέχνη της. Η απόμακρυνσή μου από τα κοινωνικά δρώμενα του νησιού ήταν μια αιτία. Σύλβια, δεν ξέρω αν θα είχε νοημα για σένα ή για κάποιον άλλο πέρα από μένα να το πω αυτό, αλλά ήταν τιμή μου που σε γνώρισα. Πάντα θυμάμαι το ζεστό σου χαμόγελο και το δάκρυ στην άκρη των ματιών σου.

Τα βότσαλα (Αθήνα 1997)

Η ποιητική συλλογή με αυτό τον τίτλο, είναι αφιερωμένη στο χαμένο παλικάρι της και είναι το τρίτο  κατά σειρά βιβλίο της με ποιήματα..
Τα βότσαλα

Πετρώματα γυαλιστερά από σπηλιές
και βότσαλα χιλιόχρωμα και θαλασσοδαρμένα
που βρήκα απ τα ταξίδια σου φερμένα
τώρα κρατώ στα χέρια μου
τα βρέχω με νεράκι και με δάκρυ,
σαν να ζωντάνεψαν, ριγούν
και μου μιλούν για σένα.
Ξαφνιάστηκαν σαν έμαθαν
πως τα κρινόχερα που τάπιασν
χαθήκανε για πάντα μες το χώμα,
σε πρόσμεναν ακόμα.
Και τα ρωτώ για να μου πουν για σένα:
«Λεβέντης, παλικάρι πέρασε, μου είπανε,
ξάπλωσε κει στα βότσαλα στοχαστικός,
μας έπιανε, μας χάιδευε,
μας κοίταζε με τα γλυκά του μάτια
μας θαύμαζε και μας μιλούσε.
Τα κύματα του γλύφανε τα πόδια του.
Τραγούδια που του φέρναν μακρινά
του λέγανε, για τόπους του γνωστούς
κι αυτός γλυκά χαμογελούσε.
Νοσταλγικά τα άκουγε να τραγουδούν,
ποιος ξέρει τι σκεπτότανε…
Στο σάκο του μας έβαλε σαν έφευγε
στιγμές γαλήνης να θυμάται,
μας φύλαγε σαν φυλαχτό
μα τώρα πια μας ξέχασε»
-Πετράδια, βοτσαλάκια μου
μην κλαίτε σαν κι εμένα
εγώ είμαι η μάνα του
δε βλέπει πια κανένα δε θυμάται.
Μα θα σας πάω, συντροφιά
για να του κάνετε εκεί
που στην αιώνια τη γαλήνη βρίσκεται
που τον αιώνιο ύπνο του κοιμάται.


Πίκρα καράβια

Πόσα καράβια απ’ την καρδιά,
πίκρα να τα φορτώσω
και σε ποιο τόπο έρημο
να τηνε ξεφορτώσω.
Που θα πικράνουν τα νερά,
ανθοί δεν θα φυτρώσουν
και τα πουλιά και ζωντανά
για πάντα θα νεκρώσουν.



Οι γερανοί

Φεύγουνε πάλι οι γερανοί
φθινόπωρο αρχίζει
φεύγει μαζί τους κι η χαρά
γύρω ερημιά σκορπίζει.

Φεύγουνε πάνε μακριά
τον έρωτα κρατάνε
βαρύ φορτίο στα φτερά
πίσω δεν τον γυρνάνε.

Δεντρί
Δεντρί ξερό χωρίς κλαδιά
κλωνάρι δίχως φύλλα,
δίχως ψυχή, δίχως καρδιά,
όπου το τσάκισε ο βοριάς
πέφτει μ’ ανατριχίλα.
Ο τελευταίος σταθμός

Αργήσανε οι δρόμοι μας
γλυκειά μου ν’ ανταμώσουν
και τα κορμιά και οι καρδιές
ό,τι ωραίο είχανε μαζί κι οι δυο να δώσουν.

Άδεια ζωή με δάκρυα
κι οι δυο μας επεράσαμε,
το τραίνο μας προσπέρασε
στον τελευταίο το σταθμό
σταθήκαμε και κλάψαμε.


Ο αλλοδαπός

Βράδυ Αυγουστιάτικο, δροσιά,
πανσέληνος φωτίζει,
τ’ ακορντεόν στη γειτονιά
με νότες του νοσταλγικές
τραγούδια μας χαρίζει.

Γυρνά ο νους μου στα παλιά
στα σπίτια με τους κήπους.
Οι κανταδόροι πέρναγαν
και με τις φεγγαροβραδιές
γλυκούς σκορπούσαν ήχους.

Τα μάτια μου βουρκώσανε
σαν βρύση που δακρύζει…
τώρα περνά ο αλλοδαπός
χωρίς να ξέρει ο φτωχός
πόση χαρά σκορπίζει.


Ανατριχίλα

Τον άσπρο σου σταυρό μαρμάρινο
σταυρό εφίλησα,
παγώσανε τα χείλη μου.
Έβγαινε η παγωνιά απ’ το μνημα σου;
ή μες απ΄την καρδιά μου η χιονιά
απ΄το χαμό σου που ξεχείλισε;
παιδάκι μου κρυώνεις;
κι ανατρίχιασα!


Μια σκέψη

Τι εύθραυστο κρύσταλλο
λεπτό σαν σαπουνόφουσκα
που είναι η ζωή!
Η ανάσα φεύγει σε μια στιγμή.


Προσμονή

Προσμονή την αυγή όλο σκέψεις
που σκίζονται τα πέπλα της νύχτας,
αδύναμα τ΄άστρα της σβήνουν
για να παν΄σ΄άλλους τόπους να φέξουν.

Προσμονή σαν ο ήλιος ψηλώνει,
μεσημέρι, οι αχτίνες ζεστές
ώρα που μικραίνουν οι σκιές
που η δίψα για νερό μεγαλώνει.

Προσμονή κι ως το δείλι που γέρνει
μες τη θάλασσα ο ήλιος να δύσει
καταφύγιο ανεβαίνεις για να βρεις
στο βουνό, στο μικρό το ξωκλήσι.

Στα μουράγια η αγάπη προσμένει
το καράβι του χρόνου για να μπει
δειλινά που ροδίζουν τη δύση
για τις χώρες που ο ήλιος θα λάμπει.



Δυο

Δυο τριαντάφυλλα
βαλμένα στ’ ανθογυάλι
χωρίς νεράκι, γέρνουνε
διψούν, θα μαραθούν.

Και δυο λαμπάδες
σιγοκαίνε στο μανουάλι,
είν’ αναμμένες και
θα λειώσουν, θα χαθούν.


Αν ήσουν

Αν ήσουν το δάκρυ μου,
δεν θα ΄κλαιγα ποτέ
για να μη στάξεις και σε χάσω.
Αν ήσουν σταγόνα της βροχής,
ας μην έβγαινε ο ήλιος
για να μη χαθείς
Αν ήσουν φύλλο πράσινο
ας μην ερχόταν το φθινοπωρο
για να μη σε πάρει ο άνεμος,
Αν ήσουν ένα όνειρο,
δεν θα΄θελα να ξυπνήσω
για να μη σε χάσω.
Αν ήσουν άστρο λαμπερό,
ας μην ξημέρωνε ποτέ
για να μη χαθείς στον ουρανό.
Αν ήσουν ήλιος, φως, αυγής,
να μη νυχτώσει θα΄θελα
για να μη δύσεις, μη χαθείς.
Αν ήσουν πεταλούδα στ’ άνθη μου,
ας μην έφευγε το καλοαίρι
για να ΄σαι πάντα πλάι μου.
Αν ήσουν ιδρώτας μου,
δεν θα σταμάταγα να κοπιάζω
για να μην πάψεις να κυλάς στο κρομί μου.
Αν ήσουν ένα ρόδο, στον κόσμο όλο
θα ζητούσα το νερό το αθάνατο
να σε πότιζα να μη μαραθείς.
Αν ήσουν κάτι δικό μου
θα σ’ έκλεινα στην αγκαλιά μου
σφιχτά, για να μη σε χάσω.
Μα… ήσουν χιονάνθρωπος
και έλειωσες και χάθηκες
κι άφησες άδεια και παγωμένα τα χέρια μου!

Ποτέ

Ποτέ δεν θα΄θελα να έρθει ο θάνατος
αν πριν δεν έρθει η αγάπη
Ποτέ δεν θα΄θελα να δύσει η ζωή,
αν δεν ανατείλει ο ήλιος της αγάπης.
Ποτέ δεν θά΄θελα να κλείσουν τα μάτια μου,
αν δεν πάρουν συντροφιά το φως αγαπημένων ματιών.
Ποτέ να μη μαραθεί η ομορφιά μιας ψυχής
που ξέρει να χαρίζει αγάπη.
Βιάσου να χαρείς! να τα βρεις!
Μα…είναι αργά! λίγο πριν τα μεσάνυχτα!


Ελπίδα

Καλώς τηνε
που θα ξημερώσει,
την καινούργια μέρα
με τα συν και τα πλην,
θα χαρίσει και θα πάρει
ομορφιά και ασχήμια
μια ρυτίδα παρα-πάνω.

Σ’ ένα παλιό site που δεν ξέρω αν ανανεώνεται πια, βρήκα μερικά στοιχεία για την ζωή και το έργο της Αργυρώς Βαλαδώρου.

εδώ:

http://somateiodeel.blogspot.gr/2014/04/26.html

Για το soundforwords.blogspot.com, Ελένη Μπάλιου.

* Διόρθωση: Το blog και όχι site στο οποίο οδηγεί το πιο πάνω link, λειτουργεί και ανανεώνεται συχνά όπως είδα.